0
Your Καλαθι
Γέλια
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Μια συναρπαστική σπονδυλωτή ιστορία ή δέκα εκδοχές για την
απουσία. Μοχθηρές φάρσες, εκδικητικά πρόσωπα που αναδύονται από
το μακρινό παρελθόν, μακάβρια επεισόδια σε τάφους και
νεκροταφεία, παράδοξοι τύποι που σοφίζονται μοναδικούς τρόπους
διαφυγής από το θάνατο. Κι όλες αυτές οι ιστορίες καλύπτονται
από βάναυσα γέλια.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το 1982, στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του Α. Μήτσου, με τον τίτλο «Ένα μήλο, ένα κυδώνι, ένα κλωνί βασιλικό», είχε επιλεγεί ως μότο ένα τρίστιχο από κάποιο δημοτικό τραγούδι της Θράκης. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, στο έκτο βιβλίο του, ο συγγραφέας προτιμά και πάλι ως μότο ένα δημοτικό τραγούδι. Μόνο που το πρώτο έκανε λόγο για έρωτα, ενώ το πρόσφατο ενέχει απειλή. Η καταφυγή στη δημοτική ποίηση, αντί του συνηθέστερου δάνειου αποσπάσματος από κάποιον λογοτέχνη, κατά προτίμηση ξένο, υπογραμμίζει ένα χαρακτηριστικό του Α. Μήτσου, που μένει σταθερό στη συγγραφική πορεία του. Σε όλα τα βιβλία του υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της εντοπιότητας. Αυτή όμως δεν προέρχεται από την ηθογραφική καταγραφή ούτε από νοσταλγική διάθεση, αλλά μεταγγίζεται κυρίως με τη γλώσσα, ενώ συμβάλλουν το θέμα οι ήρωες και, βαθύτερα, ο τρόπος που ο αφηγητής νοεί τα πράγματα.
Ο Α. Μήτσου τοποθετεί στην αρχή των κειμένων του, περίπου ως έμβλημα, ορισμένους στίχους. Έμμεσος τρόπος για να δηλωθεί και η στενή σχέση με την ποίηση. Στο βιογραφικό σημείωμά του δεν αναφέρεται ποιητική συλλογή ούτε καν η δημοσίευση μεμονωμένων ποιημάτων. Ωστόσο, τα οκτώ πεζά της πρώτης συλλογής θα χαρακτηρίζονταν μάλλον ποιητικές πρόζες παρά διηγήματα. Στα βιβλία που ακολουθούν, αυτή η ποιητική ροπή σταδιακά αμβλύνεται. Το 1987, στα τριάντα πεζά της δεύτερης συλλογής, «Ο φόβος της έκρηξης», η συνοχή είναι μάλλον χαλαρή και υπερτερούν τα υπερρεαλιστικά τοπία. Τρία χρόνια, αργότερα, με τα δέκα διηγήματα της επόμενης συλλογής, «Ιστορίες συμπτωματικού ρεαλισμού», ο συγγραφέας προσχωρεί οριστικά στην αφήγηση, αν και εμμένει στις αλληγορίες των ποιητικών συμβόλων. Αμέσως μετά ο Α. Μήτσου απλώνει τους μύθους του στην εκτενέστερη φόρμα, πρώτα της νουβέλας και στη συνέχεια του μυθιστορήματος, όπου και δίνει έμφαση και βάρος στους αφηγηματικούς τρόπους. Υπόγεια όμως και αυτά, τα πεζογραφήματα αντλούν από την ποίηση, την ευρυθμία της γλώσσας τους.
Με 62 διηγήματα, δύο νουβέλες και ένα μυθιστόρημα στο ενεργητικό του, ο Α. Μήτσου θα χαρακτηριζόταν κατ' εξοχήν διηγηματογράφος. Ωστόσο, το 1996, τιμάται με το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο για το μυθιστόρημά του. Μάλιστα, είναι η πρώτη φορά που το κρατικό βραβείο απονέμεται σε έναν από τους νεότερους πεζογράφους. Σε κάθε περίπτωση, το πρόσφατο βιβλίο του Α. Μήτσου, ένα ώριμο δείγμα γραφής, είναι και πάλι συλλογή διηγημάτων. Ανεξάρτητα από το αν το οπισθόφυλλο κάνει λόγο για «συγκινητική σπονδυλωτή ιστορία». Αποψη που φαίνεται να υπερασπίζεται και ο τίτλος του βιβλίου, υπογραμμίζοντας ένα κοινό μοτίβο των διηγημάτων, τα γέλια που επισφραγίζουν την καθεμιά ιστορία, μάλλον σπαρακτικά παρά ξεσπάσματα χαράς.
Κυνηγώντας με επιμονή το εξαιρετικό στο θέμα, ο Α. Μήτσου, αν σιτίσθηκε ή μαθήτευσε στον Μοπασάν και τον διηγηματικό Πιραντέλο, είναι μάλλον δύσκολο να εξακριβωθεί. Πάντως, στην καινούργια συλλογή, υπάρχει θεματική συγγένεια. Σκληρός ο ρεαλισμός των δέκα διηγημάτων, σε ορισμένα αγγίζει τα όρια του παραλόγου και του γκροτέσκου. Όλες οι ιστορίες εστιάζονται στα οδυνηρά ως νοσηρά αισθήματα που δημιουργεί η οποιαδήποτε απουσία. Από την έλλειψη ενός παιδιού για το άκληρο ζευγάρι που βρίσκεται έρμαιο στη μοχθηρία ολόκληρου του χωριού, ως τη στέρηση ενός ζευγαριού «γυαλιστερά σκαρπίνια», και ό,τι αυτό σήμαινε για κάποιο μεγαλωμένο στη δύσκολη δεκαετία του '50. Ακόμη, η μη αναγνώριση και ο παραγκωνισμός για έναν φιλόδοξο ποιητή ως την οριστική απουσία του θανάτου. Σε αντίθεση με τον έρωτα, που λείπει σχεδόν προκλητικά από τα πρόσφατα διηγήματα, ο θάνατος επανέρχεται σε διαφορετικές εκδοχές· η απειλή μιας επάρατου νόσου, ο θάνατος του πατέρα, ή οι ενοχές που ο νεκρός δημιουργεί με την αναχώρησή του.
Όπως και στα προηγούμενα διηγήματα του Α. Μήτσου, οι ήρωες, μοναχικοί και ανερμάτιστοι, βρίσκονται υπό διωγμό. Μόνο που στις παλαιότερες ιστορίες υπήρχε ελάχιστο περιθώριο διαφυγής. Στα πρόσφατα διηγήματα, ο κλοιός του φόβου δεν επιτρέπει διέξοδο. Η απειλή έρχεται από τους πολλούς, που ενωμένοι αποκτούν δύναμη και ζητούν με τη χλεύη να σπαράξουν το θύμα τους. Και αυτό, όμοιο με «κούφιο δέντρο», κουβαλά «κουκουβάγιες», τα συμπλέγματα μιας ζωής. Αν θέλουμε να εντοπίσουμε, χωρίς να είναι και αναγκαίο, κάποια ενοποιό ιδέα στη συλλογή, αυτή θα ήταν το μάταιο κάθε προσπάθειας· ένα ρεφρέν ουσιαστικότερο από τα εμβόλιμα γέλια.
Σε αντίθεση με το μυθιστόρημα, «Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου», στα πρόσφατα διηγήματα ο Α. Μήτσου, περιορίζει την παρέμβαση του συγγραφέα στην ανέλιξη της ιστορίας. Επίσης, δείχνει να αποποιείται τον προσφιλέστερο των αφηγητών του· το alter ego ενός αντισυμβατικού καθηγητή και συνάμα ποιητή. Αυτή η πρόθεση γίνεται εμφανέστερη σε δύο διηγήματα, «Τα κόκκινα σκαρπίνια» και η «Η κραυγή», που είχαν παρουσιασθεί σε πρώτη μορφή στη συλλογή «Ο φόβος της έκρηξης», και εδώ δίνεται διαφορετική εκδοχή, από την οποία και απαλείφεται ο συγκεκριμένος αφηγητής. Νομίζουμε πως, με τον συγγραφέα μάλλον αθέατο, τα διηγήματα αναπτύσσονται πλέον αβίαστα. Αλλωστε, το συγγραφικό σύμπαν, όσον αφορά τις υπόλοιπες συντεταγμένες του, παραμένει σταθερό. Ολα συμβαίνουν στο τρίγωνο, Κραβασαράς (επί το ελληνικώτερον, Αμφιλοχία) Γιάννενα - Αθήνα και τα χωριά της ορεινής ενδοχώρας. Ο επαρχιακός χώρος δεν σκιαγραφείται ειδυλλιακός, αντίθετα μοιάζει άγριος στους κώδικες συμπεριφοράς και βάναυσος στους τρόπους.
Γι' αυτόν τον αποπνικτικό και ζοφερό περιβάλλοντα χώρο, μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίωσης, προϊδεάζει η μαύρη φιγούρα στο εξώφυλλο του βιβλίου που φαίνεται να ετοιμάζει ανθρωποφαγία. Ο αποφαντικός και επίσημος χαρακτήρας της αφήγησης τονίζει την εντύπωση τελετουργίας, σε αυτό συμβάλλει και το λεκτικό ύφος. Όσα διηγήματα επικεντρώνονται στον θάνατο, όπως το «Χαιρέκακη και αιμοβόρα», κερδίζουν με την πυκνότητα της διήγησης. Το ίδιο όμως θέμα, αλλού, παρεκτρέπει τον συγγραφέα σε μια φιλοσοφίζουσα θεώρηση του χρόνου, που πιθανόν βαραίνει ορισμένα διηγήματα, όπως λ.χ. «Το μπαστούνι του παππού».
Ως επί το πλείστον, οι συγγραφείς αποφεύγουν να διακωμωδούν εαυτούς. Ωστόσο, υπάρχει σειρά πεζογραφημάτων που σαρκάζει το λογοτεχνικό συνάφι και τη συγγραφική ματαιοδοξία. Για να περιορισθούμε στα μεταπολεμικά χρόνια, ένα πρώτο σατιρίζον μυθιστόρημα είναι το τελευταίο βιβλίο του Κώστα Χατζηαργύρη «Ο δρόμος προς τη δόξα», το 1957. Χρόνια αργότερα, προστίθενται το μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Κοτζιά, «Φανταστική περιπέτεια», το 1985, και ορισμένα διηγήματα του Τόλη Καζαντζή από τη συλλογή «Καταστροφές», που πρωτοδημοσιεύθηκαν τη δεκαετία του '80, αλλά πήραν τη μορφή βιβλίου, μεταθανατίως, το 1994. Σε αυτή την παρακαταθήκη, ο Α. Μήτσου προσθέτει το διήγημα «Ανώφελη ζήλια». Παρωδία της αντιζηλίας δύο νέων ποιητών που διαγκωνίζονται για την εύνοια ενός επιφανούς και πρεσβύτερου ποιητή, ενώ, αυτόν, το μόνο που τον συγκινεί είναι η κολακεία. Μας φαίνεται προφανές το επιμύθιο του διηγήματος· η επιβίωση στον λογοτεχνικό χώρο δεν εναπόκειται στο ταλέντο.
Σε κάθε περίπτωση, οι κοινοί τόποι στα λογοτεχνικά κείμενα παρουσιάζουν πάντοτε ενδιαφέρον, γιατί αναδεικνύουν τους διαφορετικούς αφηγηματικούς τρόπους.
Μάρη Θεοδοσοπούλου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 13-09-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις