Ο κύριος Επισκοπάκης
30%
Περιγραφή
Ο κύριος Επισκοπάκης ζει συμβατικά. Πανικόβλητος, στέκει πάντα απ' έξω και από εκεί παρατηρεί, χωρίς να αποτολμά να μπει στη ζωή και να τη βιώσει. Στα πενήντα περίπου χρόνια του συναντά όμως τον έρωτα. Εμπλέκεται εκών άκων στο παιχνίδι, ερωτεύεται με πάθος, αλλά, εν τέλει, αποσύρεται. Προκρίνει την επιστροφή στην ασήμαντη καθημερινότητά του. Για να καλύψει την εμπλοκή του, να ξαναβρεί την πρότερη τάξη, δεν διστάζει να μεθοδεύσει και να οργανώσει το θάνατο της γυναίκας που αγάπησε. Η τιμωρία του όμως θα είναι τρομακτική.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Ο Ανδρέας Μήτσου ξεπερνά την τετριμμένη σοβαροφάνεια, μας ψυχαγωγεί
Ο φόβος κρατάει το κλειδί
«ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΑΙΖΟΥΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ. ΕΓΩ ΔΕΝ ΔΕΧΟΜΑΙ
ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΩΣ ΙΣΧΥΡΟ ΠΑΘΟΣ. Ο ΦΟΒΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΙΣΧΥΡΟ
ΠΑΘΟΣ. ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΑΝ
ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΔΟΚΙΜΑΣΕΙ ΤΙΣ ΠΙΟ ΕΝΤΟΝΕΣ ΑΠΟΛΑΥΣΕΙΣ ΤΗΣ
ΖΩΗΣ». ΤΟ ΜΟΤΟ ΠΟΥ ΔΙΑΛΕΓΕΙ Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ ΓΙΑ
ΤΗ ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΗΣ.
Ο Ανδρέας Μήτσου έχει μια μακρά πορεία, 25 χρόνια φέτος (1982-2007), στο λογοτεχνικό προσκήνιο. Παρά την επιτυχία των δύο του μυθιστορημάτων (Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος, 1996), νομίζω ότι παραμένει ένας σημαντικός διηγηματογράφος (έξι συλλογές διηγημάτων) με επίμονο, νεανικό ενθουσιασμό για τη γραφή. Το τελευταίο βιβλίο του είναι μια νουβέλα. Ο κύριος Επισκοπάκης ο τίτλος, Η εξομολόγηση ενός δειλού ο υπότιτλος. Στην εποχή του μυθιστορήματος που διανύουμε, «η αγαπημένη φόρμα της νουβέλας» κατά τον Χένρι Τζέιμς, έχει υποστεί μια εκδοτική απαξίωση, αν και έχει επιδείξει λαμπρά επιτεύγματα και παλαιότερα και πρόσφατα. Το εξαίρετο Κουαρτέτο του Κουμανταρέα, στην τελευταία συλλογή διηγημάτων του, νουβέλα είναι. Και πόσα σύγχρονα μυθιστορήματα δεν είναι σκιάχτρα παραγεμισμένα με άχυρο, γύρω από τον σκελετό μιας απλής νουβέλας; Το μότο του βιβλίου, απόσπασμα από τη Λέσχη της αυτοκτονίας του Ρ. Λ. Στίβενσον, υπονομεύει την αγάπη και μας εισάγει στον φόβο. Η νουβέλα του Μήτσου εξιστορεί μια διπλή μοιχεία και την εμπλοκή που προκαλεί στην τακτοποιημένη ζωή του αφηγητή. Ο χώρος απόλυτα αναγνωρίσιμος, η σύγχρονη αστική Αθήνα, πολιτεία φοβική. Η αφήγηση σφικτή, ασφυκτική, νευρώδης, τονισμένη στον ρυθμό των μικρών προτάσεων, των ολιγόλεκτων κεφαλαίων. Πρωταγωνιστούν τέσσερα πρόσωπα, μια γυναίκα και τρεις άνδρες. Η Αντιγόνη οδοντίατρος, παντρεμένη. Ο Σωτήρης, ο σύζυγός της, πλοίαρχος του Λιμενικού που κάθε Πέμπτη αναλαμβάνει αξιωματικός υπηρεσίας. Η Αντιγόνη τις Πέμπτες, κατά τη διάρκεια της μεσημεριανής διακοπής, συναντά σε ξενοδοχείο των Εξαρχείων, τον αφηγητή- τον κύριο Επισκοπάκη.
Ερωτεύθηκε
Ο αφηγητής, σχεδόν μεσόκοπος, πρώην καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας, τώρα πλούσιος κοσμηματοπώλης, παντρεμένος σε δεύτερο γάμο, με μικρό παιδί. Τη στιγμή που όλα στη ζωή του πάνε κατά ευχήν, ερωτεύεται την Αντιγόνη. Για το ιδιαίτερο ψεύδισμα της φωνής της και γιατί μόνο αυτή ανιχνεύει τους φόβους του, μόνο αυτή αγάπησε τη σιωπή του. Το καλά κουρντισμένο σκηνικό της αστικής ευτυχίας σχίζεται με την εισβολή του τέταρτου προσώπου, του Τοντόρ Χελιδονόπουλου. Του Βούλγαρου, του μετανάστη, του άσχημου, του φαφούτη, του μονόφθαλμου, του εκβιαστή. Το ξένο λαίμαργο αγρίμι στήνει το ακατέργαστο δίχτυ του φόβου. Με αυτόν η Αντιγόνη θα αντικαταστήσει στο κρεβάτι του ξενοδοχείο τον αφηγητή. Με τον Χελιδονόπουλο που είναι άνδρας και αξίζει να ζει.
Η κατάληξη δραματική: ο αξιωματικός του Λιμενικού, οδηγημένος από τηλεφώνημα του αφηγητή, θα σκοτώσει την Αντιγόνη και τον Βούλγαρο εραστή της, στο αγροτόσπιτο όπου θα τους ανακαλύψει και θα τους κάψει. Ο δολοφόνος συλλαμβάνεται και κλείνεται στη φυλακή. Στα χέρια του αφηγητή, ύστερα από χρόνια, θα πέσουν τα φύλλα του ημερολογίου της Αντιγόνης που θα τα φωτίσουν όλα. Η Αντιγόνη τον αφηγητή αγαπούσε και αυτή κατέστρωσε το καταχθόνιο σχέδιο. Θα οδηγούσε τον ζηλιάρη σύζυγό της να σκοτώσει τον Βούλγαρο εκβιαστή και απαλλαγμένη και από τους δύο, ελεύθερη, θα ζούσε τον έρωτά της με τον αφηγητή. Ο φόβος για τη ζωή του αφηγητή, η ολέθρια, ζηλόφθονη παρέμβασή του έφεραν την κατάρρευση και την τιμωρία όλων.
Ο αφηγητής παρουσιάζει την Αντιγόνη να λατρεύει τον Τζέιμς, να δανείζεται σκέψεις του και να έχει «μια ιερή μανία... με ό,τι έπλαθε μες στο κεφάλι της. Και πίστευε πως μόνο έτσι ήταν τα πράγματα και η αλήθεια... και με τον ίδιο τρόπο ήθελε να πραγματώνονται».
Ο Ανδρέας Μήτσου παρωθεί τη μυθοπλασία, την εμπιστοσύνη στη νεωτερική αφήγηση και προσβάλλοντας τη νομιμοποίηση κάθε «αληθινής» αναπαράστασης μιας ψευδούς (;) πραγματικότητας φτάνει στα σύνορα μιας μεταμοντέρνας συνθήκης: «Όσοι έχουμε επιλεγεί και μετέχουμε σε κάθε ιστορία, απλώς κουβαλάμε τα πράγματα έως εδώ. Τα ξετυλίγουμε, κι αυτά ερήμην μας μετά κυλάνε. Είμαστε μόνο οι φορείς κάποιου κρυμμένου, συχνά ακατάληπτου νοήματος...».
Αυτοτιμωρήθηκε
Ο αφηγητής οδηγώντας την Αντιγόνη στον θάνατο, τιμωρεί τον εαυτό του και αφηγηματικά και πραγματικά. Το αντικείμενο του έρωτά του καταπίπτει μέσα από τα χέρια του. Ο Άγγελος που έχει καθήκον να σώσει τον κόσμο γίνεται μαντατοφόρος του θανάτου. Η τραγική ειρωνεία υποδηλώνεται και με την έλλειψη πένθους για τον διπλό θάνατο και με την ανάγνωση των σελίδων του ημερολογίου της Αντιγόνης. Τελικά δεν θριαμβεύει ο θάνατος αλλά η αγάπη της γυναίκας. Της Αντιγόνης που έξω από καθεστώτες νόμους προσφέρει στην εγωκεντρική, κενή ύπαρξη του αφηγητή τη γεύση της ζωής. Και ο αφηγητής, στερημένος από κάθε πόθο, αρνείται την αφύπνιση και απαγγέλλει την καταδίκη του. Όταν η ζωή του μπαίνει στους παλιούς ρυθμούς και αφού καταχώνιασε το ημερολόγιο της Αντιγόνης σε σκοτεινό συρτάρι, απροσδόκητα άρχισε να μιλά όπως εκείνη. «Ίδιες αποχρώσεις της φωνής, ίδιες διακυμάνσεις της έντασης». O αφηγητής χάνει τον λόγο της μυθοπλασίας και αποκτά τη φωνή της παρωδίας. Ένας υποψιασμένος πεζογράφος μάς ψυχαγωγεί με μια αφήγηση αξιώσεων, πέραν της δρομολογημένης πορείας των πραγμάτων και της τετριμμένης σοβαροφάνειας.
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΟΗΜΑΤΩΝ
Όλη η νουβέλα στήνεται με την ένταση της μαγικής εικόνας. Όλα φανερώνονται και όλα κρύβονται. Όλα είναι και δεν είναι. Ο Χελιδονόπουλος εμφανίζεται στη σελίδα 22, αλλά ως ανώνυμη φιγούρα, φευγαλέα έχει εμφανιστεί στην πρώτη σελίδα και κατόπιν εξαφανίζεται μαρσάροντας το μαύρο του τρίκυκλο. Στη μέση της αφήγησης, από το στόμα του εκβιαστή αποκαλύπτεται ότι ο αφηγητής είναι ο κύριος Επισκοπάκης του τίτλου. Ο αφηγητής είναι ο δειλός που εξομολογείται. Τα ονόματα στις αφηγήσεις του Μήτσου είναι αμφίσημα και ποτέ τυχαία. Ας θυμηθούμε τον Ορέστη Χαλκιόπουλο στο ομώνυμο μυθιστόρημα, που είναι και αυτός που χαλκεύει, κατασκευάζει ειδήσεις, αλλά και ο τόπος γέννησης του συγγραφέα, το Χαλκιόπουλο Αιτωλοακαρνανίας. Ο Χελιδονόπουλος ο εκβιαστής είναι και αυτός που προαναγγέλλει την έλευση της άνοιξης. Η Αντιγόνη είναι αυτή που αντιτίθεται στους κώδικες, άνθρωπος σκληρός, αλαζονικός, ανυποχώρητος. Σωτήρης ονομάζεται ο σύζυγος και δολοφόνος. Και ο αφηγητής, ο Άγγελοςαυτός που εκτελεί τη βούληση του Θεού ή ο αγγελιαφόρος- και Επισκοπάκης, αυτός ο οποίος εξετάζει τα συμβάντα. Η πρόκληση της παρανάγνωσης με τραβά από το μανίκι.
Μήπως το όνομα Επισκοπάκης υπονοεί το στρατηγικό τέχνασμα του Χ. Τζέιμς, την «οπτική γωνία», την ανεπαρκή διορατικότητα της αυθεντίας του αφηγητή και την ταύτισή του με την οπτική του φόβου που στο τέλος θα τον αφήσει στην αφόρητη ανυπαρξία;
Τάσος Χατζητάτσης, Τα Νέα, 28/7/2007
Κριτική:
Ο έρωτας του θανάτου
Πάθη που αιφνιδιάζουν και ανακατανομές που πρωτοτυπούν
Εχω και άλλοτε διατυπώσει την άποψη ότι ο συγγραφέας αυτός, ο οποίος συγκαταλέγεται στους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους της νεωτερικής γραφής στον χώρο της δημιουργικής μας πεζογραφίας, τιμημένος άλλωστε, μεταξύ άλλων, και με Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, γράφει «χωρίς ζαβολιές», όπως, ως γνωστόν, απαιτούσε συστηματικά από τον εαυτό του πρωτίστως, αλλά και από τους άλλους, ο πληθωρικός, αλλά ευθύβολος νομπελίστας Ερνεστ Χέμινγουεϊ. Με το έβδομο αυτό βιβλίο του, ο Ανδρέας Μήτσου, για μία ακόμη φορά, επικαλείται τη στοιχειώδη κειμενική σύμβαση, η οποία, ως εκ των πραγμάτων, είναι ικανή και αναγκαία όχι μόνο να εγκαταστήσει μιαν άκρως λειτουργική σχέση του αφηγητή με τους αναγνώστες του, αλλά και να μεταδώσει στους τελευταίους τον σπινθήρα μιας ζωοποιού, αισθητηριακής φώτισης. Πρόκειται εν ολίγοις για το κυρίαρχο αίτημα που διατυπώθηκε ξεκάθαρα στο μυθιστόρημά του «Τα ανίσχυρα ψεύδη» του Ορέστη Χαλκιόπουλου, που κυκλοφόρησε το 1999, επίσης από τις εκδόσεις «Καστανιώτη». Παραθέτω: «Είναι ανάγκη, σε οριακές τουλάχιστον στιγμές της διήγησης, να εμπιστευόμαστε τον συγγραφέα. Να μπορούμε να διακινδυνεύσουμε ακόμα και την εξαπάτηση και τον εμπαιγμό. Τούτο πιστοποιεί, μου φαίνεται, τη διακαή επιθυμία μας να ακούσουμε το ότι έχουμε αυτή την ικανότητα. Οτι είμαστε ζωντανοί. Οι πεθαμένοι τα 'χουν όλα ίδια».
Εξού και οι αλλεπάλληλες ανατροπές, οι απροσδόκητες συναιρέσεις του Καλού και του Κακού, οι αδιέξοδοι, ενίοτε υστερικοί μονόλογοι, οι καινοτόμοι χαρακτήρες, οι καταλυτικές υπονομεύσεις της δοτής ή μη ηθικής στο όνομα της απόλυτης οργασμικής έξαρσης. Τα τέσσερα πρόσωπα του οικογενειακού δράματος συνιστούν χαρακτηριστικές περσόνες του δυναμικού διηγητικού μικρόκοσμου του Ανδρέα Μήτσου, όπου ταυτοχρόνως τελείται η αποθέωση, αλλά και το εκφυλιστικό πέρας της ανθρώπινης ύπαρξης στο σύνολό της. Πρόκειται για έναν πανούργο πλάνητα, πρώην μυξοβάρβαρο, φερτό εκ Βουλγαρίας, έναν εκβιαστή που εξελληνίζεται σφόδρα, ονόματι Τοντόρ ή Θιονδόρ Χελιδονόπουλο, έναν πλοίαρχο του Λιμενικού Σώματος, τον απαραίτητο δηλαδή σύζυγο - θύμα - θύτη, τον περιδεή, εμφανώς αναστοχαστικό Επισκοπάκη και την πολυσχιδή ερωμένη του, την οδοντίατρο Αντιγόνη, την οποία μοιράζονται οι ανωτέρω τρεις διαδοχικά. Η πληθωρική εσωτερικά, εμφανέστατων μαζοχιστικών ροπών και τάσεων μοιραία οδοντίατρος-μετανεωτερική Μαντάμ Μποβαρί γνωρίζει σε βάθος το έργο του Χένρι Τζέιμς και όχι μόνον, ενώ «η κάθε της λέξη έπεφτε ξεχωριστά, σε αυτόνομη, θαρρείς, λειτουργία μέσα στην πρόταση. Ολη η ομιλία της όμως, ένας επίμονος ψίθυρος, σαν ατελείωτο μυστικό. Δεν την ένοιαζε καθόλου την Αντιγόνη να αιτιολογήσει και να πείσει. Σε επίπεδο ήχων και ρυθμού επέμενε αυτή να παίζει».
Ο Επισκοπάκης υιοθετεί εκών άκων τον τρόπο του ομιλήματος της Αντιγόνης: το εγώ τρόπον τινά αφομοιώνεται επιτέλους από το εσύ μεταθανατίως. Η ταύτιση είναι δυνητικά παραγωγική όσο και γκροτέσκα. Η θυσιαστική επιλογική πράξη είναι βέβαια αναπόφευκτη. Η νουβέλα - οπερέτα αίματος θέλει άλλωστε συνειδητά να συμμορφωθεί περίτεχνα με την πάγια αρχή του Οσκαρ Ουάιλντ «Ολοι οι άνθρωποι σκοτώνουν αυτό που αγαπούν». Ο λόγος αντιλαμβάνεται πολύ καλά πώς να προοικονομεί αυτά ακριβώς που τον αφορούν. Η αποστροφή είναι ενδεικτική των συγγραφικών προθέσεων: «Ξέρω ωστόσο πως το αίμα είναι αδύνατο να αποφευχθεί. Γιατί στο τέλος κάθε ιστορίας γίνεται μια σφαγή. Και αυτή τη σφαγή τρέμει πάντα ο συγγραφέας» (βλ. εν προκειμένω την προτελευταία σελίδα ενός προηγηθέντος βιβλίου του Ανδρέα Μήτσου, με τίτλο «Ο χαρτοπαίκτης έχει φοβηθεί», ομοίως από τις εκδόσεις «Καστανιώτη», 2006). Η σπατάλη του αίματος είναι εδώ το κατ' εξοχήν στρατηγικό παραπλήρωμα.
Η πικρή γεύση της αποτυχίας του ανθρώπου να ξεπεράσει την καρναβαλική έκφανση και να ουσιώσει το Αγαθό είναι κι εδώ διάχυτη. Η τυφλή παρόρμηση, η παντοδύναμη δύναμη, η οποία οδηγεί τα τέσσερα αυτά άτομα από το ένα υπαρξιακό βάραθρο στο άλλο, κατά τρόπο παραπλανητικό και ανελέητο, προτού τα ρίξει μέσα στην τρύπα του ολοκληρωτικού, ανέκκλητου βεβαίως αφανισμού, προλαβαίνει να πει το όνομά της: είναι ο έρωτας του θανάτου. Και πάλι ο λόγος του Ανδρέα Μήτσου δεν ηχεί περιοριστικά ή αυταρχικά. Οι διακειμενικές συγκυρίες ποικίλλουν, οι κατηγοριοποιήσεις των παθών αιφνιδιάζουν, οι ανακατανομές των γνωσιολογικών δεδομένων πρωτοτυπούν, ο δε ενδιάθετος σολιψισμός αυτοελέγχεται. Ο εκλεκτικός συγκερασμός εν ολίγοις διαπρέπει.
Σε πολλές περιπτώσεις το εμβληματικό αναγνωστικό παρελθόν του κόσμου διαλάμπει. Τα παραδείγματα αφθονούν. Επιλέγω εξ όνυχος το εξής: ο καταληκτικός αφορισμός της σελ. 126 «Αλήθεια όμως είναι πως οι πραγματικοί πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας, της κάθε ιστορίας, δεν είμαστε ποτέ εμείς. Ούτε οι σημαντικοί ήρωές της. Παρά κελύφη είναι τα κορμιά μας, καρικατούρες άψυχες και μαριονέτες, κι αλλιώς ορίζονται τα πράγματα. Απ' αλλού. Μοίρα ή Θεό, δεν μ' ενδιαφέρει να το βρω», παραπέμπει εμμέσως πλην σαφώς στην καταστατική δυσφορία του περιώνυμου Δανού πρίγκιπα: «Και η διάθεσή μου είναι, πράγματι, τόσο άσχημη, που ως κι αυτό το όμορφο δημιούργημα, η γη, μού φαίνεται σαν χέρσο ακρωτήρι [...] Τι έργο τέχνης ο άνθρωπος! Στη λογική ευγενής, στις ικανότητές του ανεξάντλητος. Στη μορφή και στην κίνηση εκφραστικός, αξιοθαύμαστος. Στις πράξεις του σαν άγγελος, στη διάνοια σαν θεός: το κόσμημα της οικουμένης, το εντελέστερο πλάσμα του κόσμου. Κι όμως, τι είναι για μένα αυτή η πεμπτουσία της σκόνης;» (βλ. «Αμλετ», μετάφραση Ερρίκος Μπελιές, εκδόσεις «Υψιλον», 1999, πράξη 2η, σκηνή 2η).
Αν όντως «ο συγγραφέας είναι ένα είδος μάρτυρα, που βιώνει στο πραγματικό τους μέγεθος και στην απόλυτη εντελέχειά τους τα πράγματα και που με περισσεύματα δικά του πυροδοτεί τη ζωή των άλλων και μ' αυτό τον τρόπο μετέχει ο ίδιος στη ζωή», όπως προκύπτει με υποδειγματική ευκρίνεια στο προαναφερόμενο έργο «Ο χαρτοπαίκτης έχει φοβηθεί», τότε αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς ότι ο Επισκοπάκης συνιστά άλλη μια εκδοχή του alter ego του ίδιου του δημιουργού του. Κι αυτό είναι κάτι που έχει ήδη εντοπιστεί από τον οξυδερκή Κώστα Γ. Παπαγεωργίου σε ένα από τα τελευταία τεύχη του περιοδικού «Αντί». Συμπερασματικά θα έλεγα ότι οι Επισκοπάκης - Μήτσου συναποτελούν το κρίσιμο δίπολο όχι μόνον των άριστα συγκερασμένων εκφάνσεων, αλλά και των εμπεδώσεων του οριακού πάθους, της μόνης ίσως ανοιχτής οδού για τη Γνώση.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/11/2007
Κριτικές
17/08/2012, 10:58
02/10/2010, 19:27