Ο σκύλος της Μαρί

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 15.96
11.17
Τιμή Πρωτοπορίας
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €2.80
+
143668
Συγγραφέας: Μήτσου, Ανδρέας
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:264
Ημερομηνία Έκδοσης:01/05/2004
ISBN:9789600332940
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Αρχές της δεκαετίας του 1970. Μια ιστορία ερωτικού πάθους συνταράζει το καζίνο των Αθηνών. Ο Σπύρος Στεργίου, νεαρός υπαξιωματικός της Ασφάλειας του Μον-Παρνές, οδηγείται στην αυτοκτονία παρασυρμένος από παράφορο έρωτα για την αινιγματική κρουπιέρισσα Μαρί. Δύο άντρες του καζίνου αφηγούνται σήμερα την ιστορία μέσα από την δική τους εμπλοκή σ' αυτή, ρίχνοντας φως σ' όλες τις πλευρές εκείνης της σκοτεινής πραγματικότητας.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο εικοσάχρονος Σπύρος Στεργίου, υπαξιωματικός, μέλος του προσωπικού ασφαλείας του Μον Παρνές, είναι προφανώς ανυπεράσπιστος. Χωρίς μεγάλες ψυχικές αντιστάσεις, άπειρος, εμφανώς αδέξιος περί τα δημόσια πράγματα, κοινωνικά μάλλον απροσάρμοστος, κήρυκας μιας ιδιότυπης ηθικής στάσης, είναι το ιδεώδες θύμα της ερωτομανούς, εμβληματικής Γαλλίδας κρουπιέρισσας Μαρί Μπριγιάν. Ενσαρκώνοντας μία ακόμη αρχετυπική παραλλαγή της μοιραίας γυναίκας, όπως μας τη γνώρισε η λογοτεχνία του δέκατου ένατου αιώνα, η Μαρί συνιστά μία αινιγματική, ανθρωποφαγική περσόνα, η οποία σπανίως ομιλεί, αλλά συχνότατα αδικοπραγεί. Επείγεται μάλιστα να κατασπαράξει το πλησιέστερο άρρεν, αφού βεβαίως πρώτα το χρησιμοποιήσει καθ' υπερβολήν προς ίδιον όφελος. Ο Σπύρος και η Μαρί είναι δηλαδή οι δύο πόλοι ενός οικείου ερωτικού αγώνα, ο οποίος θα εκφυλιστεί σχετικά γρήγορα σε ιλαροτραγωδία. Το παιχνίδι που καταλήγει στο πένθος προκαλούσε πάντα τη λογοτεχνία. Ηταν ο ακατανίκητος πειρασμός του απρόοπτου, του απίθανου. Οπως και στη συγκεκριμένη περίπτωση όπου ο εξόφθαλμα αλαφροΐσκιωτος Σπύρος Στεργίου αυτοκτονεί, όχι από πλήξη ή ανία, αλλά από κορεσμό ευτυχίας!

Ολα αυτά τα εκθέτουν εναλλακτικά δυό υπάλληλοι του καζίνου, ο αμφιλεγόμενος Πιέρ Αδαμόπουλος, ο οποίος ασπάζεται ανενδοίαστα έναν αποκλίνοντα ερωτισμό, συμμετέχοντας, μεταξύ άλλων, και σε αδικήματα, αρχαιοκαπηλίας, και ο χωροφύλακας Στράτος Φειλαδιτάκης, που διαβάζει συνεχώς τον κόσμο σαν να πρόκειται για σκοτεινό αστυνομικό γρίφο. Οι μαρτυρίες του Πιέρ και του Στράτου, με όλες τις αντιφάσεις τους, τις εσωτερικές αντινομίες, τις αλληλοαναιρέσεις και τις συχνές ανατροπές τους από μια άλλη, ελαφρώς αληθοφανέστερη, πιθανώς αντικειμενικότερη πραγματικότητα, συνιστούν δύο εκδοχές ερμηνείας του δράματος. Ενίοτε διαμετρικά αντίθετες, σε τέτοιο βαθμό ώστε να συναποτελούν τελικά δύο εντελώς διαφορετικές μυθοπλαστικές εμπεδώσεις - ανελίξεις μέσα στο ίδιο μυθιστόρημα.

Οι λαλίστατοι, επηρμένοι και θανάσιμα ισχυρογνώμονες Πιέρ και Στράτος συνδιαλέγονται, ερίζουν και αλληλοϋπονομεύονται στον αντίποδα του σχεδόν άλαλου, αφανούς, πανούργου θήλεος, της μυστηριακής Μαρί, η οποία προς το τέλος της διπλής αφήγησης μπαίνει στη σφαίρα του θρύλου. Μύθος, φαντασίωση, συνεκδοχή, αλληγορία, μεταφορά, νεύρωση, ψεύδος και ζωή τείνουν να συμπτυχθούν, να συγκληρωθούν στον όρο «ψευδαίσθηση βίου».

Κατά τα άλλα, η κλοπή του αγάλματος της Υπολυμπίδιας Αφροδίτης, οι φόνοι και οι απόπειρες φόνων, οι παράνομες δοσοληψίες στην γκρίζα ζώνη, τις οποίες, ως γνωστόν, κάθε σοβαρό καζίνο θέλει να ακυρώσει, οι εκβιασμοί, οι υπεκφυγές, οι αναστολές των ηθών, υποστηρίζουν αποτελεσματικά την εκτέλεση του κειμενικού σχεδίου. Η κατακλυσμική τομή παραμένει ασφαλώς το απονενοημένο διάβημα του πρωταγωνιστή, του υποτακτικού-σκύλου- σκλάβου της Μαρί, με το οποίο ανοίγει η αυλαία του «μαύρου» αυτού έργου.


Επαρκής γνώστης των σύγχρονων, και όχι μόνον, αφηγηματικών τεχνικών, ο Αντρέας Μήτσου, που έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία, Ελληνική Φιλολογία και Φιλοσοφία, ξέρει πώς να διατηρεί αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, όπως ακριβώς αμείωτο διατηρείται σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος το πάθος του φιλύποπτου, επαγγελματία ερευνητή μυστηρίων, του Στρατού Φηλαδιτάκη, να περιφρουρήσει τη δική του αλήθεια. Και σ' όλα αυτά να προσθέσουμε ακόμη τις συχνές αναφορές σε ορόσημα της ελληνικής και της παγκόσμιας σκέψης, όπως είναι φερ' επείν ο Σοφοκλής (βλ. σελ. 59), ο Ηράκλειτος (βλ. σελ. 15), ο Κάφκα (βλ. σελ. 215), ο Σέξπιρ (βλ. σελ. 218), αλλά και οι Σολωμός, Σοπενχάουερ (πλαγίως), ο Κίρκεγκορ ή και ο Νίτσε εμμέσως στην κρίσιμη φράση «Οχι, δεν προϋπάρχουν τα γεγονότα και τα συμβάντα, κύριε υπενωματάρχα. Εμείς προϋπάρχουμε, οπλισμένες νάρκες» (βλ. σελ. 224), όπου υπονοείται το γνωστό νιτσεϊκό θεώρημα, καταστατικό της «θέλησης για δύναμη», το οποίο πρεσβεύει ότι «δεν υπάρχουν γεγονότα και συμβάντα, αλλά μόνο ερμηνείες».


Καταμετρώντας τις αφορμές και τις αιτίες των εννοιολογικών ανακατατάξεων, όπως αποτυπώνονται στα κεφάλαια του αντιστικτικού αυτού έργου, διαπιστώνει κανείς εύκολα το πλούσιο θεωρητικό υπόβαθρό του, αλλά και την πρόθεση του συγγραφέα να αναχθεί ευθέως στο πλαίσιο ενός αναστοχαστικού, εναργούς φιλοσοφικού λόγου, ο οποίος θέτει η επαναθέτει ερωτήματα και δίδει διαδοχικές, εύλογες ή μη, απαντήσεις. Γύρω από το μείζον θέμα του εκούσιου θανάτου και μάλιστα τη στιγμή της υπέρτατης ευτυχίας, όπως είναι αναμφισβήτητα η πρώτη και η μοναδική φορά που ολοκληρώθηκε σαρκικά ο παράλογος, τρελός έρωτας του Στεργίου για τη θανάσιμη Μαρί, εξυφαίνεται ο ιστός μιας πολυεπίπεδης αφήγησης.


Τα υπόλοιπα δορυφορικά αξιοπερίεργα της δράσης, όπως είναι π.χ. το τέλος της Μαρί, επίσης από το ίδιο της το χέρι, καθώς παίζει ρώσικη ρουλέτα στο Μενίδι, πειθαναγκασμένη από τον παρορμητικό Πιέρ, ή η φυλάκιση και η αποφυλάκιση του τελευταίου και η αυτοαπομόνωση του Στράτου Φειλαδιτάκη στην Τζιά πιστεύω ότι συνδράμουν το έργο της αφαλκίδευτης εξιστόρησης, χωρίς να επιβραδύνουν ή να επιταχύνουν άτακτα τους κειμενικούς ρυθμούς. Η υπολογισμένη παροχή των πληροφοριών δεν ανακόπτει τη σύμμετρη ανάπτυξη των υπόλοιπων παραπληρωματικών στοιχείων. Η εξακτίνωση των λεπτομερειών δεν ξεπέφτει δηλαδή σε κάτι το εντελώς μηχανιστικό, αλλά λειτουργεί αναμνηστικά, αρνείται να υποχωρήσει σε μια ψευδορεαλιστική έκθεση πεπραγμένων.


Η λογική του αυτόχειρα, που συλλαμβάνει το βάθος και την ουσία του εαυτού του και της αβύσσου του ακαριαία, αντανακλάται στην εξέλιξη της γραφής, επιβάλλοντας με τη σειρά της μια ραγδαία υπονόμευση, ένα βίαιο αναποδογύρισμα του λεγόμενου υπαρκτού κόσμου. Εξού και η αποσπασματικότητα, το φευγαλέο των περιγραφών, οι παύσεις, τα διάκενα, η ατονικότητα των εκμυστηρεύσεων. Η δε επιλογική προσπάθεια της αποκατάστασης των πραγμάτων εν αγαθώ, η εδραίωση της υστεροφημίας του ιδανικού αυτόχειρα στις συνειδήσεις μας, είναι το ύστερο τέχνασμα του Αντρέα Μήτσου, να επιχειρήσει ένα είδος κάθαρσης. Και σ' αυτό κρίνεται ότι πετυχαίνει.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/08/2004






ΚΡΙΤΙΚΗ



Υστερα από 82 διηγήματα και ένα μυθιστόρημα, το δεύτερο μυθιστόρημα του A. Μήτσου εμφανίζεται αφηγηματικά περισσότερο δόλιο. Δράση αναλαμβάνει εκείνος ο εικοσάχρονος υπενωμοτάρχης, άρτι αποφοιτήσας από τη Σχολή Υπαξιωματικών Χωροφυλακής, ενός από τα πρώτα διηγήματα του Μήτσου «Βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων της 30.11.1970», που επανέρχεται σε μερικές από τις κατοπινές ιστορίες του, προβιβασμένος πλέον σε ενωμοτάρχη. Στο πρόσφατο όμως μυθιστόρημα βρισκόμαστε ακόμη στο σωτήριο έτος 1970, όταν ο υπενωμοτάρχης διορίζεται επόπτης ασφαλείας στο απαστράπτον καζίνο πρωτευούσης, το περιβόητο «Μον Παρνές», με τρεις χωροφύλακες στις διαταγές του, ηλικιακά μεγαλύτερούς του αλλά μόλις αποφοίτους γυμνασίου. Κάποτε και του δημοτικού, παλιές όμως καραβάνες, όπως ο μεσήλικας Κρητικός που του παραστέκεται.

Ωραίος και φαντασμένος ο υπενωμοτάρχης, αν και βλάχος, καθώς τον αποκαλεί ο ομοφυλόφιλος μόδιστρος που κάνει τον πωλητή στο «Art Shop» του καζίνου. Ο μόδιστρος, ο Κρητικός και ο επωνοματάρχης, αυτοί οι τρεις ιδιόρρυθμοι χαρακτήρες που εμπλέκονται σε μια μυστηριώδη ιστορία με κινητήριο μοχλό μια «δίμετρη» γαλλίδα κρουπιέρισσα, τη Μαρί, θα μπορούσαν να είναι οι πρωταγωνιστές ενός καθαρόαιμου αστυνομικού μυθιστορήματος. Και ίσως, αν τελικά Ο σκύλος της Μαρί γίνει τηλεοπτικό σίριαλ, όπως το πρώτο μυθιστόρημα του Μήτσου, Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου, να καταλήξει σε ένα «νουάρ» στο «Μον Παρνές», επί απριλιανής δικτατορίας, όταν διευθυντής του καζίνου ήταν εκείνος ο κύπριος μεγαλοεπιχειρηματίας που είχε κακή φήμη και άσχημο τέλος. Ακριβώς όπως και στο μυθιστόρημα που συνυφαίνει στην υπόθεση πραγματικά συμβάντα. Προ παντός ζωντανεύει την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής, με τον φοβερό Σκανδάμη στο πιάνο να παίζει Χατζιδάκι και ξαφνικά να απογειώνεται με Ρόλινγκ Στόουνς. Καινοφανή ακούσματα, που θα πρέπει να αιφνιδίαζαν τους ισχυρούς του χρήματος, αν είχαν το μυαλό τους στη μουσική όταν πόνταραν περιουσίες. Το πιθανότερο να τα χαίρονταν μόνο οι ζάπλουτες χήρες, που ανέβαιναν στην Πάρνηθα αποζητώντας αντρική συντροφιά, όπως η σαραντάρα που «χαλβαδιάζει» τον υπενωμοτάρχη.

Μεγαλέμποροι, μαφιόζοι και γόνοι καλών οικογενειών, όλοι τους υποχρεωτικώς γραβατωμένοι, αν και συχνά ένα παπιγιόν συμπληρώνει το λευκό κοστούμι. Αυτό το πολυτελές σκηνικό είναι ένα πρώτο γοητευτικό στοιχείο στο μυθιστόρημα του Μήτσου. Λες και σε μια προηγούμενη ζωή του υπήρξε και αυτός παθιασμένος με την «πουτανίτσα», την μπίλια. Πάντως την καρδιά του υπενωμοτάρχη δεν την κλέβει η μπίλια αλλά μια γυναίκα, αναμφιβόλως πολύ πιο «πουτανίτσα», η αινιγματική Γαλλίδα Μαρί. Και έτσι ξεκινά ένας τρελός έρωτας που μόνο ένας ορεσίβιος και άξεστος μπορεί να νιώσει. Παρθένος ο υπενωμοτάρχης και το ερωτικό πάθος τού προκαλεί έντονα αλλεργικά συμπτώματα, που η περιγραφή τους συναγωνίζεται τον Καζαντζάκη στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Και αυτός, όπως ο Μανολιός, ένας οριακός χαρακτήρας, και η αρρώστια του αντανακλά την κατάσταση της ψυχής του. Οπως άλλωστε και τα βίαια συμβάντα με τις κοπέλες και τους νταβατζήδες, που προκαλεί στον οίκο ανοχής της οδού Αγησιλάου, όπου τον πηγαίνει ο κρητικός υφιστάμενός του μήπως και ανανήψει του πάθους.

Ενώ όμως ο υπενωμοτάρχης βυθίζεται στις επιθυμίες της σάρκας, μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας βρίσκεται σε εξέλιξη, στην οποία ανακατεύονται οι υψηλά ιστάμενοι της Υποδιευθύνσεως Ασφαλείας Προαστίων Πρωτευούσης, όπου υπάγεται και το Τμήμα Ηθών και Λεσχών. Στον ρόλο του κακού ο ταξίαρχος Μπάκας, γνωστή φιγούρα από παλαιότερα διηγήματα του Μήτσου. Οι θησαυροί της χώρας ξεπουλιούνται και τα μουσεία γεμίζουν αντίγραφα, ενώ τα γνήσια αγάλματα εξάγονται λαθραία. Πολυτιμότερο όλων το άγαλμα της Υπολυμπίδιας Αφροδίτης.

Αλλά ο υπενωμοτάρχης, που έχει αναλάβει τον ρόλο του διώκτη, δεν θα μάθει ποτέ τι απέγινε η Υπολυμπίδια Αφροδίτη. Μόλις καταφέρνει τη θεόρατη κρουπιέρισσα, συνεπαρμένος από τη ρώμη του φύλου του, ερωτικά υπερπλήρης, αυτοκτονεί. Ωστόσο σε ένα μυθιστόρημα τα αίτια και οι αφορμές για τα δρώμενα κρέμονται από τον αφηγητή. Οπως και στο πρώτο μυθιστόρημά του, ο Μήτσου τοποθετεί την αφήγηση χρόνια μετά τα συμβάντα, επιστρατεύοντας και πάλι ένα δίδυμο αφηγητών, άκρως υποκειμενικών, μια και τρέφουν έντονο ενδιαφέρον για τον υπενωμοτάρχη· πατρικό ο κρητικός χωροφύλακας, σφοδρώς ερωτικό ο μόδιστρος. Οι αφηγήσεις τους, καθώς συμβαδίζουν, αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοϋπονομεύονται, διατηρώντας ένα κάποιο σασπένς για την έκβαση της ιστορίας, τριάντα χρόνια αργότερα, όταν έρχεται η ώρα της εκδίκησης. Ωστόσο στο ρεαλιστικό σκηνικό μιας αστυνομικής ιστορίας θα ασφυκτιούσε ο Μήτσου, του οποίου ο προσφιλής αφηγηματικός τρόπος είναι η υπερβολή. Στο μυθιστόρημα, από μιας αρχής, δραματοποιεί τις καταστάσεις, ανεβάζοντας τους τόνους, και μεγεθύνει τις ιδιότητες των ηρώων πολύ πέραν των συνηθισμένων μέτρων. Ο υπενωμοτάρχης είναι καθ' υπερβολήν ωραίος και αφελής, αποκλίνοντας προς το γελοίο, ενώ η αστυνομική ιστορία, με τα σύντομα κεφάλαια, τους επιγραμματικούς και εμφαντικούς τίτλους, προπαντός τη διττή εκδοχή, τείνει προς το γκροτέσκο.

Ενας άλλος συγγραφέας θα εκμεταλλευόταν το εξαιρετικό του ήρωά του για να σαρκάσει τον αστικό χώρο στον οποίον αυτός εισβάλλει. Ο Μήτσου όμως δεν παίζει με τους τρόπους της ειρωνείας, που παραμένουν ξένοι προς το συγγραφικό του ταμπεραμέντο. Γι' αυτό και ο ήρωας, που τελικά καθορίζει τη μυθιστορηματική υφή, είναι ο μοναχικός και ματαιωμένος ομοφυλόφιλος, ο οποίος ανεμίζει στην κουβέντα του τη μελαγχολία του ανθρώπου, που απέμεινε εφ' όρου ζωής παρατηρητής. Μόδιστρος μεν, αλλά και απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών στο Παρίσι, με σπουδές στη φιλοσοφία, αντιλαμβάνεται τον θεαματικό αυτοχειριασμό του ωραίου υπενωμοτάρχη ως μια κορυφαία πράξη, που έδωσε τη διάσταση της αιωνιότητας στη στιγμιαία ευτυχία. H αφήγησή του επιδιώκει να δοξάσει το συναίσθημα ως ίδιον του αυθεντικού ανθρώπου. Φαινομενικά, ένας στοχαστικός λόγος που καταπιάνεται με απαξάπασες τις αφηρημένες έννοιες της φιλοσοφίας. Ωστόσο τον προδίδουν τα τσιτάτα και οι εντυπωσιοθηρικές αποφάνσεις. Οπως λ.χ. σε ένα σημείο όπου ο αφηγητής θαυμάζει «την τέλεια διαχείριση του χρόνου που κάνουν μερικές γυναίκες» και καταλήγει πως τα λόγια τους αποκτούν «ένα βάρος που προκύπτει μόνο από τη χρονική συνέπεια και εντροπία». Τις συγγραφικές εμμονές υπηρετεί η ποιητική της γλώσσας, γνωστή και από τα προηγούμενα βιβλία του Μήτσου, αλλά ενισχυμένη έτι περαιτέρω, με την ευρεία χρήση των επιθέτων, συχνά ζευγαρωμένων, και τη ρυθμική εκφορά.



MAPH ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΟ ΒΗΜΑ, 15-08-2004

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!