Σφήκες

Διηγήματα
Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 11.70
8.19
Τιμή Πρωτοπορίας
+
119500
Συγγραφέας: Μήτσου, Ανδρέας
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:147
Ημερομηνία Έκδοσης:01/03/2001
ISBN:9789600330137
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Κοινό γνώρισμα των δεκαοχτώ διηγημάτων του Ανδρέα Μήτσου η ενοχή. Από αυτήν προσπαθεί να απαλλαγεί, συνθέτοντας συναρπαστικές ιστορίες. Προσποιείται μάλιστα και δηλώνει αποστασιοποίηση από τα τεκταινόμενα ο αφηγητής και ψύχραιμη ενατένιση των συμβάντων. Δόλιος, παριστάνει τον αμέτοχο και τον παρατηρητή. Βάζει, θαρρείς, ένα μεγεθυντικό καθρέφτη μπροστά στις ιστορίες του και αποδίδει υπερμεγέθη τα πρόσωπα και τις καταστάσεις. Άλλοτε γυρνά τον καθρέφτη, οπότε όλα μικραίνουν αφύσικα. Ιστορίες παράδοξες, βάναυσες και τρυφερές μαζί, γεμάτες νοσταλγία, εγκλήματα και βιαοπραγίες.






ΚΡΙΤΙΚΗ



Εκ πρώτης όψεως αριστοφανικός μόνο ο τίτλος του έβδομου βιβλίου του Α. Μήτσου, με την πρόοδο ωστόσο της ανάγνωσης διαφαίνεται και μια αριστοφάνεια τόλμη στη γλώσσα, η οποία δεν υπήρχε στο προηγούμενο έργο του. Δεκαοκτώ ιστορίες, γραμμένες τα τελευταία δύο χρόνια, που παρουσιάζονται, σε σύγκριση με τα παλαιότερα διηγήματά του, συντομότερες και ταυτόχρονα βιαιότερες. Στις περισσότερες δεν υπάρχουν ήρωες, αλλά και σε όσες εμφανίζονται παραμένουν δευτερεύοντες χαρακτήρες, καθώς κυρίαρχο πρόσωπο αναδεικνύεται ο αφηγητής, από τον οποίο εκπορεύεται ή πάνω στον οποίο ασκείται η βάναυση, συχνά και μοχθηρή, συμπεριφορά. Ακόμη και σε εκείνα τα λιγοστά διηγήματα του βιβλίου όπου ο αφηγητής δεν πρωταγωνιστεί αλλά ανιστορεί διηγήσεις παλαιότερων, ο ταραγμένος ψυχισμός του παραμένει καθοριστικός της οπτικής γωνίας πρόσληψης όσων συμβαίνουν.

Φαντασιακές προβολές καθ' υπέρβασιν της πραγματικότητας, με έκδηλο τον καταναγκαστικό, σχεδόν τελετουργικό, χαρακτήρα της συγγραφικής σκηνοθεσίας. Ως μότο του βιβλίου επανέρχεται εκείνο το δημοτικό από την Πόλη της τρίτης συλλογής διηγημάτων του Α. Μήτσου, Ιστορίες συμπτωματικού ρεαλισμού, που είχε κυκλοφορήσει το 1990: «Ήρθανε κυρά μου / στα παράθυρά μου / τσαλαπετεινοί / κι-κι-κι βουίζουν / κου-κου-κου τσιρίζουν / και με λοιδορούν». Πιθανώς και για να τονιστούν οι αγροτικές ρίζες, που σε αυτό το βιβλίο γίνονται και πάλι εμφανείς, καθώς η έμπνευση του συγγραφέα αντλεί οιστρηλατούσες εικόνες από αρχέγονες δοξασίες και ένα παρελθόν μακράν του άστεως.

Και οι παλαιότερες ιστορίες κινούνται, συμπτωματικά μόνο ή μάλλον κατ' επίφασιν, εντός ρεαλιστικών πλαισίων, στρεφόμενες γύρω από ένα άτομο υπό διωγμό. Ωστόσο, σε εκείνες, λανθάνει η υπόσχεση της ερωτικής λύτρωσης. Δραματικότερες οι ψυχικές καταστάσεις που αισθητοποιούν οι καινούργιες ιστορίες, με τη γυναικεία παρουσία πλέον ως απειλή. Περιδεές το εγώ τού αφηγητή συνειδητοποιείται μέσα σε έναν εχθρικό περίγυρο σαν σε σφηκοφωλιά. Μικρό και ασήμαντο αντιμετωπίζει τις υπερμεγέθεις εικονικές αντανακλάσεις του, με τις οποίες παιδιόθεν ταυτίστηκε και αντίστοιχα πορεύτηκε. Το οπισθόφυλλο κάνει λόγο για έναν μαγικό καθρέφτη που άλλοτε μεγεθύνει και άλλοτε σμικρύνει πρόσωπα και καταστάσεις. Σε μια δεύτερη ανάγνωση αποδεικνύεται πως είναι ένας λακανικός καθρέφτης. Οι αφηγήσεις αποπειρώνται αναδρομές στη νεότητα, στις οποίες δίνονται επίφοβες διαστάσεις, όπως συνοδεύονται από τερατογόνες αλλαγές στον ήρωα και στον περιβάλλοντα χώρο.

Μια συλλογή διηγημάτων, στην οποία πρωτοστατούν τα ζώα, τελείως όμως διαφορετική από τις φιλόζωες ιστορίες άλλων συγγραφέων. Η μοναξιά και ο τρόμος, όπως σωρευτικά έρχονται με τον χρόνο, στις ιστορίες του Α. Μήτσου υφαίνουν το κουκούλι τους πάνω σε καταχωνιασμένες ενοχές και συμπλέγματα. Διαδοχικές αναβιώσεις πρωτόγονων φόβων, που παίρνουν μυθολογικές διαστάσεις με ζωόμορφες παραστάσεις. Στον πυρήνα των ιστοριών, εικόνες εξπρεσιονιστικής σύλληψης, όπου τονίζονται τα χρώματα, ενώ οι ιδιότητες αποδίδονται σε απόλυτο βαθμό. Κατά κανόνα, καταλυτικές εικόνες, και μόνον κατ' εξαίρεσιν παρηγορητικές, όπως συμβαίνει στο υπερρεαλιστικής πνοής διήγημα Το σπίτι με τα γαλάζια παράθυρα.

Εμφανής η φροϋδική φόρτιση των συμβόλων, στα οποία ο συγγραφέας καταφεύγει ηθελημένα ή μη. Ενδεικτικό το διήγημα Η επιστροφή και τα σκυλιά, όπου πραγματικό και φαντασιακό επίπεδο εναλλάσσονται με δεξιότητα, ενώ σχόλια φιλοσοφικής προδιάθεσης χωνεύονται στις συρραφές της διήγησης: έπειτα από μακρόχρονη απουσία, ο αφηγητής επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο, το εγκαταλελειμμένο τοπίο της ελληνικής επαρχίας, όπου τον υποδέχονται αγριεμένα τσομπανόσκυλα. Έμμεση παραπομπή στην ερωτική παρόρμηση και την απειλή από τη λιβιδινική λίμναση. Μόνο όταν θα αφεθεί να γίνει βορά των αγριμιών, σε πείσμα των αναστολών, θα γευτεί την ευτυχία.

Η ίδια καταδιωκτική εικόνα μιας πρωτόγονης γενετήσιας ορμής που τρομάζει το εγώ του αφηγητή εμπνέει και άλλα διηγήματα ­ Τα μυστικά του βάτου, Μια παλιά φωτογραφία με δέντρο ή Το πράσινο αεροπλάνο ­, χωρίς όμως να φτάνουν σε αντίστοιχη ολοκλήρωση.

Κατά κανόνα η σύλληψη είναι πρωτότυπη, όπως η επανερχόμενη εικόνα μιας φαλλοφόρου φύσεως. Αν και κάποτε ο συμβολισμός φαίνεται μάλλον βεβιασμένος, σαν τον βαμμένο με πράσινη λαδομπογιά γάιδαρο που αποκαλείται «αεροπλάνο», ώστε με τη βοήθεια και του σαρτρικού μότο «Η κόλαση είναι οι άλλοι» να παραπέμπει στα δεινά του ανδρισμού. Μόνο όμως όταν το διήγημα είναι δυνατό, αντέχει το συμβολικό φορτίο.

Κάποια διηγήματα ­ Σφήκες, Ασθένειες μνήμης ­ που μυθοποιούν μνησίκακα παρελθοντικές ερωτικές περιπέτειες πιστεύουμε ότι θα απαιτούσαν μεγαλύτερο άπλωμα για να λειτουργήσει υπόγεια και διαβρωτικά η ειρωνική οπτική του αφηγητή. Σε αντίθεση, Ο μαινάτης, που ένας συγγραφέας του άστεως ερωτοτροπώντας με τον Ε. Α. Πόου πιθανώς να τιτλοφορούσε «Το κοράκι», όπου ο αφηγητής βρίσκεται στο έλεος μιας άγριας μάινας της οικογένειας των κορακοειδών, που τον εκδικείται για εγκαταλείψεις και προδοσίες, αποβαίνει καίριο καθώς η δράση συγκεντρώνεται χρονικά.

Παράξενες ιστορίες, λιγότερο ή περισσότερο αληγορικές και φιλόδοξες, με κορυφαία, όπως και στην προηγούμενη συλλογή Γέλια, εκείνη που προτάσσεται με τον τίτλο αυτή τη φορά να παραπέμπει στον Γ. Βιζυηνό. Το μόνο της αμάρτημα, της ηρωίδας, της 14χρονης παρθενικής Μαρίας, είναι η γυναικεία της υπόσταση. Ένα ακόμη διήγημα στο οποίο δεσπόζει ο όφις, το κατ' εξοχήν φαλλικό σύμβολο, και ως συνέχεια του παλαιότερου και αντιπροσωπευτικού για το συγγραφικό σύμπαν, «Οικουρός Οφις».

Στο εξώφυλλο του βιβλίου ο πίνακας «Οι τρομεροί μουσικοί» του βέλγου ζωγράφου Τζέιμς Ένσορ, γνωστού για τις εντυπωτικές συνθέσεις του, με φαντασία παραδόξως ακροβατούσα. Παρομοίως ο Α. Μήτσου στηρίζεται στη δυναμική της γλώσσας, επιμένοντας ακόμη περισσότερο στο έντονο, προσωπικό χρώμα και στη μουσικότητα της έκφρασης. Για τις περισσότερες ιστορίες προβλέπεται ένα καθησυχαστικό επιμύθιο, το οποίο όμως τελικά μοιάζει σαν πρόσκαιρη υποχώρηση του συγγραφέα προς τον αναγνώστη, ενώ η θύελλα συνεχίζει να μαίνεται στο συναισθηματικό τοπίο του αφηγητή.

ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟY, ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-07-2001




ΚΡΙΤΙΚΗ



Είναι δύσκολο να συναντήσουμε πεζογράφο, και μάλιστα στα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια, που να έχει και να διατηρεί τόσο ρυθμική αίσθηση στην αφηγηματική του γλώσσα όσο ο συγγραφέας Ανδρέας Μήτσου. Ρυθμική αίσθηση που, για να την ορίσουμε ακριβέστερα, έχει εδώ δύο έννοιες. Πρώτα, τον εσωτερικό και ενδιάθετο τόνο με τον οποίο πραγματοποιούνται συνήθως οι περιγραφές, οι οποίες και διακόπτονται με σιωπές ή προεκτείνονται με συνειρμικές, ονειρικές εικόνες, που μάλλον ποιητικά και υποβλητικά συνεργούν στην ανάγνωση παρά επεξηγηματικά. Έπειτα, την έννοια της συχνής προσφυγής τού πεζογράφου σε μια χαμένη στο βάθος του χρόνου παράδοση, η οποία και συνδέει την αρχαιοελληνική και μεσαιωνική θρηνητική νέκυια με τη νεότερη, δημώδη στην καταγωγή της, παράδοση ασμάτων που έχουν να κάνουν με το θάνατο, όπως το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού».

Το πόσο έχουν επιδράσει στο έργο του Μήτσου αυτές οι δύο πανίσχυρες καταβολάδες, των τραγικών δηλαδή και της δημώδους ποίησης, είναι αμέσως αναγνωρίσιμο τόσο στα διηγήματά του -με μια ιστορία ιερής μανίας και θεοδικίας αρχίζουν και οι Σφήκες, το πρόσφατο βιβλίο του- όσο και στο κατάσπαρτο από συμβολικές αναφορές μυθιστόρημά του Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου (1995). Παντού στα πεζά του εμφανίζονται πρόσωπα που επαναλαμβάνουν με τις πράξεις τους ό,τι και τα τραγικά «πρότυπά» τους: ας πούμε, το πουλί που επανέρχεται ως άλλη Ερινύα και αναταράζει τη συμβατική ζωή του μοναχικού άντρα στο διήγημα «Μάινα», ή η κοπέλα στο διήγημα «Ο έκτος άντρας», από τη συλλογή Ιστορίες συμπτωματικού ρεαλισμού (1990), που σαν άλλη Αντιγόνη θεραπεύει την απανθρωπιά του νόμου, φροντίζοντας τα νεκρά σώματα των αγωνιστών της Αντίστασης ωσάν να ήταν σώματα αδελφών της. Και, τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε την ανάπλαση με σύγχρονα μέτρα του μύθου της οικογένειας των Ατρειδών, που εμφανώς έχει χρησιμεύσει ως υπόδειγμα στο μυθιστόρημα που αναφέραμε προηγουμένως, έναν μύθο που η λογοτεχνική του μετάλλαξη εξακολουθεί να είναι δραστική στη σύγχρονη πεζογραφία μας.

Στα Γέλια (1998), την προηγούμενη συγκέντρωση διηγημάτων του, ο Ανδρέας Μήτσου νομίζω ότι είχε φτάσει σε μια κορυφαία στιγμή έκφρασης του μόνιμα κλειστοφοβικού του κόσμου, ενός κόσμου τον οποίο εκδιπλώνει συνέχεια, αρχίζοντας ουσιαστικά από τα σύντομα πεζά του Φόβου της έκρηξης (1987). Το ότι όλα αυτά τα χρόνια έχει μείνει συνεπής σ' ένα είδος αφήγησης που λίγο-πολύ εντάσσεται στην κατηγορία του φανταστικού και αλλόκοτου, ενισχύει, από τη μια μεριά, την προσπάθεια δημιουργίας ενός έργου εν προόδω, αποτελούμενου από διηγήματα και νουβέλες, με αναγνωρίσιμο το στίγμα του μεταξύ των πεζογράφων, οι οποίοι παρουσιάστηκαν γύρω στο 1975. Και αυτό έχει πράγματι γίνει. Από την άλλη όμως μεριά, η «συνέπεια» ή ο μονήρης προσανατολισμός του στην αποκάλυψη των σκοτεινών όψεων της ανθρώπινης ζωής, ή, καλύτερα, των βίαιων και αιματηρών εκδοχών όψεων της ανθρώπινης ζωής, ή, καλύτερα των βίαιων και αιματηρών εκδοχών της, που μπορούν ανά πάσα στιγμή να ξεπηδήσουν από το πουθενά και να μετατρέψουν την άνευρη καθημερινότητά μας σε εφιάλτη, αποτελεί για το συγγραφέα ένα επώδυνο και επικίνδυνο fatum. Θέλω να πω ότι ο κίνδυνος προφανώς δεν υπάρχει όσο ο συγγραφέας έχει ακόμα την ευχέρεια να κατευθύνει τη δημιουργική του φαντασία, αλλά προκύπτει όταν από ένα σημείο και πέρα οδηγείται από αυτήν σ' ένα σύμπαν προσώπων και καταστάσεων που εκτός από ορισμένο γίνεται πλέον περιορισμένο και οριακό.

Με τα εισαγωγικά αυτά ήθελα να δείξω ή μάλλον να υποδείξω ότι στα διηγήματα των Σφηκών ο Μήτσου βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο. «Πειραματίστηκε» ίσως σε μια σειρά από πρόζες, όπως «Ο μαινάτης», «Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο άλλος», «Ο Κωνσταντίνος και η σιωπή», «Οι σφήκες», «Ρατσιστικό», όπου ο αυτοσαρκασμός, η παρωδία και η ειρωνεία έχουν δώσει αναμφίβολα έναν πιο γοργό ρυθμό και μια ένταση στην αφήγηση. Όπως επίσης έχουν δώσει στο συγγραφέα τη δυνατότητα να εναλλάσσει, με έναν λόγο κινητικό και νευρώδη, τις θέσεις από τις οποίες εστιάζεται στις ιστορίες του. Άλλοτε διατηρώντας αποστάσεις από τη δράση και άλλοτε συμμετέχοντας σ' αυτήν. Εντούτοις, σ' αυτήν ακριβώς την ομάδα των διηγημάτων του ο υπερτονισμός της βίας, η μη δικαιολογημένη από τα συμφραζόμενα της αφήγησης βαναυσότητα και η έκρυθμη φαντασιώση των προσώπων, υπαινίσσονται κάτι που τελικά δεν μένει ως απόγευση στον αναγνώστη -και επομένως δεν διαγράφεται στον ορίζοντα του. Έτσι, νομίζω ότι σε κάποιες από τις ιστορίες του ο Μήτσου περισσότερο παγιδεύεται από την παρόρμησή του (δεν ξέρω πώς να την ονομάσω αλλιώς) να προικίσει με μια υπερβολική οίηση ορισμένα από τα πρόσωπά του ή να αναμιχθεί ο ίδιος στη ροή των πραγμάτων, έχοντας την πόζα του παντογνώστη αφηγητή. Θα έλεγα λοιπόν ότι κατά περίεργο τρόπο στα διηγήματα αυτά οι συνήθως τόσο ταιριαστές με τον πυρετώδη ρυθμό της φαντασίας τερατογενέσεις, που δημιουργούνται από τα μονήρη άτομα -ανέκαθεν αγαπητά στο συγγραφέα- αποδυναμώνονται και ευτελίζονται από τον υποτιθέμενο ψύχραιμο και ειρωνικό λόγο του.

Αντιθέτως, για να περάσουμε τώρα στη διαφορετική κλίμακα ορισμένων άλλων πεζών που συνοίκησαν στις Σφήκες, λόγου χάριν στα πέντε εξαιρετικής τέχνης (σελ. 121-147) που είναι προς το τέλος του βιβλίου, μα και σε μερικά ενδιάμεσα, όπως «Το πράσινο αεροπλάνο» και «Η ενηλικίωση», πιστεύω ότι όσο ο συγγραφέας στέκεται σε απόσταση και δεν παρεμβαίνει συνειδητά για να μας θυμίζει την παρουσία του, τόσο και η ροή της αφήγησης είναι λειτουργικότερη και εναρμονίζει τα «εξ αντικειμένου» με τα «ονειρικά» στοιχεία της. Και το ίδιο ισχύει στην περίπτωση που ο συγγραφέας ταυτίζεται με κάποιο από τα βασικά του πρόσωπα, αλλά δεν συγχέει το εδώ με το εκεί, δηλαδή το ρόλο του παντογνώστη αφηγητή με το ρόλο του υποστασιοποιημένου και ενσωματωμένου οργανικά μέσα στην ιστορία αφηγητή.

Ο κόσμος του Ανδρέα Μήτσου, έτσι όπως τουλάχιστον έχει σχηματιστεί από τα πεζά του μιας εικοσαετίας, είναι ένας κόσμος γενετικά διχασμένος, δισυπόστατος, σχιζοειδής. Μοιράζεται ανάμεσα στο ενστικτώδες και στο λογικό, ανάμεσα στην παράνοια και τη σωφροσύνη, ανάμεσα στη συμβατική αντίληψη και την ψυχωσική διόγκωση της έννοιας του πραγματικού. Έτσι και στις ιστορίες του αναδεικνύονται συνέχεια και πολλές φορές αίρονται, μέσα από τη σύγκρουσή τους δύο αντιθετικές δυνάμεις. Αφ' ενός, η εσωτερική, ταραγμένη ψυχικά κατάσταση του μοναχικού ανθρώπου που κυριαρχεί μέσα του, παρακινημένη από επουσιώδεις πολλές φορές αφορμές, και η κατάσταση που επιβάλλεται ως κανόνας από έξω, από την κοινότητα και το περιβάλλον, και που συνήθως εξοντώνει τελικά, από φόβο, κακία ή μοχθηρία, το αιρετικό, το αποκλίνον, το διαφορετικό. Παραδείγματα αυτού του διχασμού και αυτής της αντίθεσης υπάρχουν πάμπολλα γενικώς στα διηγήματα του Μήτσου, και αρκετά στις Σφήκες -ας πούμε το πρώτο και το τελευταίο, όπου τα πράγματα «αφήνονται», έτσι ώστε να κάνουν τον κύκλο τους και να δικαιολογήσουν εκ των έσω, χωρίς επιπλέον παρεμβολές, την ηθική παράβαση που συντελέστηκε· νομίζω ότι το αποτέλεσμα αναδεικνύει για μια ακόμα φορά την υψηλή τέχνη τού συγγραφέα.

ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/11/2001

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!