0
Your Καλαθι
Ο ανακριτής
Περιγραφή
Στο τρίτο υπόγειο της Ασφάλειας.
Ξαπλωμένος όπως ήταν στο σιδερένιο κρεβάτι, είχε το βλέμμα του διαρκώς καρφωμένο στο λυγισμένο του γόνατο. Η αχνή λωρίδα του φεγγαριού έμοιαζε ζωντανή, καθώς, μπαίνοντας από το φεγγίτη, γλιστρούσε αργά, πολύ αργά, προς τον μηρό. Του πέρασε η ιδέα πως το φως μπορεί να ήταν λεπίδα κι αυτό τον έκανε προς στιγμή ν' ανατριχιάσει και ασυναίσθητα να φέρει τις δυο του παλάμες στο πρόσωπο. "Λεπίδα η ματιά σου και με σφαγιάζει υπέροχα". Η μορφή της είχε σφηνωθεί στο μυαλό του... Της μιλούσε με αυτοσχέδιους στίχους. Κάθε φορά που την κοιτούσε στα μάτια, σαν κάτι να ριγούσε μέσα του. Τα λοξά λόγια του 'βγαιναν αυθόρμητα τόσο που κι ο ίδιος ξαφνιαζόταν, όταν μια φράση ηχούσε περίεργα με τα παράλογα κι ασυνταίριαστα φορτία που άθελά της κουβαλούσε. Έκλεισε τα μάτια. Η εικόνα της χτυπούσε στα τοιχώματα των κροτάφων του, σαν να 'θελε να βγει έξω και να πλημμυρίσει το σκοτεινό κελί.
Μα, όχι. Έπρεπε να αποδιώξει τον σαγηνευτικό επισκέπτη. Γιατί, όσο κι αν του απάλυνε το άλγος, δεν έπαυε η παρουσία της να τον ξεμακραίνει. Ναι. Έπρεπε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. Έπρεπε. Το πρωί, βαθιά χαράματα, θα 'ρχόταν εκείνος ο απαίσιος με τον οξειδωμένο κουβά για να τον περιλούσει και παντού θ' απλωνόταν μια αποκρουστική οσμή αποπάτου. [...] (Από την έκδοση)
Ξαπλωμένος όπως ήταν στο σιδερένιο κρεβάτι, είχε το βλέμμα του διαρκώς καρφωμένο στο λυγισμένο του γόνατο. Η αχνή λωρίδα του φεγγαριού έμοιαζε ζωντανή, καθώς, μπαίνοντας από το φεγγίτη, γλιστρούσε αργά, πολύ αργά, προς τον μηρό. Του πέρασε η ιδέα πως το φως μπορεί να ήταν λεπίδα κι αυτό τον έκανε προς στιγμή ν' ανατριχιάσει και ασυναίσθητα να φέρει τις δυο του παλάμες στο πρόσωπο. "Λεπίδα η ματιά σου και με σφαγιάζει υπέροχα". Η μορφή της είχε σφηνωθεί στο μυαλό του... Της μιλούσε με αυτοσχέδιους στίχους. Κάθε φορά που την κοιτούσε στα μάτια, σαν κάτι να ριγούσε μέσα του. Τα λοξά λόγια του 'βγαιναν αυθόρμητα τόσο που κι ο ίδιος ξαφνιαζόταν, όταν μια φράση ηχούσε περίεργα με τα παράλογα κι ασυνταίριαστα φορτία που άθελά της κουβαλούσε. Έκλεισε τα μάτια. Η εικόνα της χτυπούσε στα τοιχώματα των κροτάφων του, σαν να 'θελε να βγει έξω και να πλημμυρίσει το σκοτεινό κελί.
Μα, όχι. Έπρεπε να αποδιώξει τον σαγηνευτικό επισκέπτη. Γιατί, όσο κι αν του απάλυνε το άλγος, δεν έπαυε η παρουσία της να τον ξεμακραίνει. Ναι. Έπρεπε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. Έπρεπε. Το πρωί, βαθιά χαράματα, θα 'ρχόταν εκείνος ο απαίσιος με τον οξειδωμένο κουβά για να τον περιλούσει και παντού θ' απλωνόταν μια αποκρουστική οσμή αποπάτου. [...] (Από την έκδοση)
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις