0
Your Καλαθι
Ο Οστεοφύλαξ
Περιγραφή
Ένα καυστικό αφήγημα, στο οποίο αποτυπώνονται πτυχές της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνίας μέσα από το ιδιάζον σκηνικό ενός οστεοφυλακίου καθώς και του διαχειριστή του.
Από τον εκδότη
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στον «Οστεοφύλακα» του Μάριου Μιχαηλίδη, μια καθαρόαιμη παρωδία, είναι προφανές ότι το όλο σκηνικό, εξ ορισμού προσχηματικό, θα μετέχει της αλληγορίας. Ας το δούμε από πιο κοντά:
Ενας οστεοφύλακας ζει, κινείται και δρα στην επικράτεια του οστεοφυλακίου του, η οποία, εκτεινόμενη, γίνεται Οστεόπολη. Σ' αυτό το οστεοφυλάκιο φυλάσσονται, ως είθισται, τα οστά των κεκοιμημένων, χωρίς σειρά και ιεραρχία. Ηγεμόνας αδιαμφισβήτητος στην αρχή, βλέπει σιγά σιγά να αμφισβητούν την ηγεμονία του υποχθόνια συμφέροντα που δρουν βάσει οργανωμένου σχεδίου.
Ολο το αφήγημα, ως όφειλε, περιβάλλεται με εκείνο το αραχνοΰφαντο πέπλο ειρωνείας, που όχι μόνο ασφαλίζει την απόσταση του αφηγητή, αλλά κι επιτρέπει τη μη κυριολεκτική χρήση του υλικού του.
(Ενα από τα πιο αδύνατα σημεία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής -αδυναμία που συνδέεται με την αντίστοιχη απροθυμία και αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να ρίξει την παραμικρή, έστω, αυτοσαρκαστική ματιά στο κουρασμένο σώμα της- είναι ακριβώς ότι ο συγγραφέας, και τις περισσότερες φορές και ο αφηγητής, δεν μπορεί να αποσπαστεί από το υλικό του, από την κατά κυριολεξία ιστόρηση των γεγονότων. Και αν αυτό δεν επηρεάζει τις αφηγήσεις που διαθέτουν μεγάλο βάθος, είδος έτσι κι αλλιώς δυσεύρετο στη σύγχρονη λογοτεχνία μας, γίνεται αμάρτημα μη συγγνωστό στις επιφανειακές αφηγήσεις, που μεταχειρίζονται το υλικό τους με ακλόνητη βεβαιότητα.)
Ο Οστεοφύλακας καταδύεται στην ατομική -και κάποτε κάποτε στη συλλογική- μνήμη, για να ανασύρει από κει τα απαραίτητα θραύσματα: εφηβικούς έρωτες με την καθηγήτριά του, τεχνηέντως συγκαλυμμένους, φιλίες, φιγούρες από το ποδόσφαιρο κ.λπ. Παράλληλα ο Μιχαηλίδης, ως γνήσιος παρωδός, αναμειγνύει πρόσωπα υπαρκτά της Ιστορίας, κάπως στο περιθώριό της, με πλάσματα της φαντασίας, φόβους πραγματικούς του συλλογικού μας συνειδητού ή υποσυνειδήτου με φόβους φασματικούς, απότοκους μιας αίσθησης εθνικής μειονεξίας, που μας χαρακτηρίζει. Κάθε αποστροφή της διήγησης δίνει στον συγγραφέα την αφορμή να πραγματοποιήσει ένα σκωπτικό άλμα στην Ιστορία μας, σύγχρονη και παλαιότερη, από τον Εμφύλιο ώς τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Ο Οστεοφύλακάς του, εκτός από σκηνοθέτης της δικής του ατομικής ιστορίας, θέλει να είναι και ο παρωδιακός θεματοφύλακας της εθνικής κιβωτού της Ιστορίας μας...
Οπως είναι αναμενόμενο σε μια παρωδία, το ύφος παίζει κεντρικό ρόλο. Τώρα πια που η ολοκληρωτική γλωσσική εξάρθρωση του κειμένου δεν θεωρείται σημείο πρωτοπορίας, καθώς η πλήρης ακαταληψία δεν φαίνεται να αποτελεί απαραίτητο συστατικό της μυθιστορηματικής αφήγησης, μένει η προωθημένη υφολογική εξάρτυση, το περίφημο στιλ, για να προστατέψει τις πιο εξευγενισμένες λογοτεχνικές αφηγήσεις, που προσπαθούν να κάνουν και κάτι άλλο πέρα από το να πουν μια ιστορία.
Και σ' αυτό το σημείο ο Μιχαηλίδης παίρνει άριστα. Με μια νευρώδη καθαρεύουσα, στην οποία αναμειγνύει ακόμη αρχαϊκότερα αλλά και άλλα, λαϊκότροπα, στοιχεία, στήνει τον καλύτερο στιλιστικό καμβά για να εντάξει την αφήγησή του. (Νομίζουμε ότι η «καθαρεύουσα», γενικώς, είναι η αρμοδιότερη γλώσσα για να διεκπεραιώσει την παρωδία. Με τις λεπτές της αποχρώσεις, τη συνθετικότητα και την πυκνότητά της -σε αντίθεση με το υπερβολικά αναλυτικό πνεύμα της «δημοτικής»- και, σε ό,τι αφορά τα καθ' ημάς, επειδή περικλείει την ανάμνηση του απαράμιλλου ροΐδειου ύφους, η περιπαικτική και παιγνιώδης αυτή παλαιότερη γλωσσική μορφή προσφέρεται για παντός είδους γλωσσικά και διακειμενικά παιχνίδια, παιχνίδια που συνιστούν την πεμπτουσία της παρωδίας. Τι κρίμα -και τι πολιτισμικό λάθος- για την Αριστερά να τη χαρίσει στην αντίπαλη παράταξη χωρίς καμία διάκριση ή διαφοροποίηση. Κι ακόμα μεγαλύτερο η δαιμονοποίησή της...)
Στην παρωδία (σε κάθε παρωδία) υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί παρώδησης. Η γνώση του αφηγητή (και η αποκάλυψή της μέσα στο κείμενο) αλλά και, μέσω της αυτοσυνειδησίας της αφήγησης, η γνώση της παρωδίας ότι παρωδεί, μας οδηγούν, όπως είναι φυσικό, σ' έναν δεύτερο βαθμό παρώδησης. Συχνά τότε το παρωδούμενο γεγονός, διά του ex contrario συλλογισμού, ξαναβρίσκει την προτεραία του σοβαρότητα - ή την κυριολεξία. Ταυτόχρονα τότε επιστρέφουμε στο «σοβαρό» σκέλος της παρωδίας, με άλλα λόγια στην παρωδία που όχι μόνο γνωρίζει ότι παρωδεί, αλλά και, αυτοπαρωδούμενη, γυρίζει στη «σοβαρή», κυριολεκτική πηγή της. Αλλά και αυτό το δίκοπο μαχαίρι -που, αν ο συγγραφέας το αμελήσει, υπονομεύει ευθέως την ποιητική της ανατροπής στην οποία στηρίζεται η παρωδία- το αποφεύγει με επιδέξιους χειρισμούς ο Κύπριος συγγραφέας.
Ο «Οστεοφύλακας», σε ό,τι αφορά την αφηγηματική του τεχνική, είναι απλός: ένας τριτοπρόσωπος, παντού ο ίδιος, εξωτερικός, αδιατάρακτος αφηγητής αναλαμβάνει να μας διηγηθεί τα γεγονότα. Οσο για το υλικό του, αυτό είναι ένα παιγνιώδες κράμα ατομικής και συλλογικής μνήμης, που μέσα από -πραγματικές, επινοημένες ή μεταπλασμένες- δευτερεύουσες λεπτομέρειες υποβάλλει, ειρωνικά πάντα, την ατομική διαδρομή του ήρωα, αλλά και τη συλλογική της ιστορίας. Η ιδέα είναι απλή: το μέρος αντί του όλου.
Για το βιβλίο του Μιχαηλίδη οι τόνοι μας θα ήταν ακόμη υψηλότεροι, αν δεν πιστεύαμε ότι η παρωδία είναι μεν ένα ενδιαφέρον είδος, αλλά, στην αμιγή μορφή της, δεν επηρεάζει ουσιαστικά την ισορροπία του λογοτεχνικού συστήματος. Για λόγους που δεν είναι της παρούσης να σχολιάσουμε, η παρωδία κατέχει μια μάλλον περιθωριακή θέση μέσα στο σύστημα αυτό. Οπως και να έχει όμως, ο «Οστεοφύλακας», πρώτο πεζό έργο του συγγραφέα, είναι μια άκρως επιτυχημένη παρωδία: διατηρώντας το ανοιχτό της τέλος, παραμένει στέρεη στην κατασκευή, διαυγής στη σύλληψη και ευθύβολη στη στόχευσή της. Κυρίως όμως διαθέτει μια αυθύπαρκτη γλωσσική και υφολογική σκευή, η οποία, αν και παρωδιακή, δεν μιμείται τον εαυτό της.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/11/2007
Κριτικές
13/11/2011, 21:30
26/08/2010, 12:05