0
Your Καλαθι
Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
63%
63%
Περιγραφή
Αυτή είναι η ιστορία της επεισοδιακής φιλίας δύο κοριτσιών που συναντιούνται στην Αθήνα τη δεκαετία του '70. Η Αννα έρχεται από το Παρίσι, είναι η μοναχοκόρη μιας οικογένειας αυτοεξόριστων αριστερών. Η Μαρία έρχεται από την άλλη άκρη του πλανήτη, από την άλλη άκρη της πραγματικότητας: γεννήθηκε στην αποικιοκρατούμενη Αφρική. Η φιλία τους, από το δημοτικό ώς τα φοιτητικά χρόνια, διακόπτεται απότομα: ένα απρόσμενο δραματικό γεγονός δίνει τέλος στις εντάσεις, στα αδιέξοδα, στις ανάγκες μιας ασφυκτικής σχέσης. Ύστερα από μερικά χρόνια συναντιούνται ξανά. Μπορεί να έχουν αλλάξει, αλλά κατά βάθος παραμένουν ίδιες.
Πόσα θα καταφέρουν να αντέξουν για χάρη του παρελθόντος και της νοσταλγίας;
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η Μαρία και η Άννα είναι δύο κοπέλες από διαφορετικούς κόσμους, που συναντιούνται 10 χρονών το 1976 στο ίδιο σχολείο, στα Εξάρχεια, και γίνονται οι καλύτερες φίλες - οπαδός και θαυμάστρια η πρώτη, οδηγός η δεύτερη. Η φιλία τους εξελίσσεται παράλληλα με τους μύθους της γενιάς τους (που είναι και η γενιά της συγγραφέως) περνώντας από τον ενθουσιασμό στην προδοσία, στον θυμό και στην απόγνωση και πάλι απ' την αρχή, για να κλείσει δραματικά τον κύκλο της στα 35 τους, όταν και οι μύθοι που γεννήθηκαν με τον Μάη του '68 έχουν πια εκφυλιστεί.
Αυτή τη φορά, με το τέταρτο μυθιστόρημά της, η Αμάντα Μιχαλοπούλου, 36χρονη πλέον και μαμά, κάνει μια στροφή. Αφήνει πίσω της το μεταμοντέρνο στοιχείο και τους πειραματισμούς γύρω από το πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα, που την απασχολούσαν στα τρία πρώτα βιβλία της («Γιάντες», «Όσες φορές αντέξεις», «Παλιόκαιρος» εκδ. Καστανιώτης), και από την εγκεφαλική προσέγγιση των θεμάτων της περνά σε μια βιωματική προσέγγιση. Χρησιμοποιώντας με άνεση διάφορα είδη λόγου - του παιδιού, του έφηβου, του ακτιβιστή (έζησε άλλωστε κοντά σε Γερμανούς ακτιβιστές όταν έγραφε το βιβλίο της), του δημοσιογράφου, του διανοούμενου εκ Παρισίων - κτίζει λοιπόν δύο σύνθετους χαρακτήρες, που εξελίσσονται και αλλάζουν στη διάρκεια της μυθιστορηματικής ζωής τους.
Η Μαρία, που γεννήθηκε στη Νιγηρία, κόρη στελέχους πετρελαϊκής εταιρείας, είναι από τους ανθρώπους που αδυνατούν να ορίσουν τον εαυτό τους και δεν αξιοποιούν την όποια έφεσή τους στη ζωή (νιώθει κοντή ενώ είναι ψηλή, δεν αποφασίζει να ασχοληθεί σοβαρά με τη ζωγραφική που την «καίει», παραχωρεί διαρκώς τη θέση της... ακόμα και τους εραστές της κ.ο.κ.). Μοιάζει με την Αθηνά του «Γιάντες» και τη Βικτώρια του «Παλιόκαιρου». Είναι δυστυχισμένη στην Αθήνα μέχρι που γνωρίζει την Άννα που έρχεται από το Παρίσι. Όμορφη, ξανθιά, κόρη ενός αριστερού διανοούμενου και μιας πολιτικοποιημένης χορεύτριας, η Άννα που παπαγαλίζει τσιτάτα διαπαιδαγωγεί τη Μαρία στην πολιτική ορθότητα της μεταπολιτευτικής Αριστεράς και τελικά την καπελώνει και την ευνουχίζει. Στην ουσία βέβαια, είναι το ίδιο αδύναμη μαζί της αφού για να υπάρξει χρειάζεται να πλάσει κάθε φορά έναν διαφορετικό μύθο (της Γαλλίας, της Αριστεράς, της σεξουαλικής επανάστασης, της προστασίας της φύσης).
Ο αναγνώστης παρακολουθεί τις κοπέλες στα μαθήματα, στα πρώτα τσιγάρα, στους πρώτους γκόμενους, στις πρώτες επαναστάσεις. Όμως σιγά-σιγά το σκηνικό αλλάζει και η αλληλεξάρτησή τους γίνεται όλο και πιο εφιαλτική μέχρι που κάποια εξωτερικά γεγονότα δημιουργούν ρήγματα σ' αυτήν την καταπιεστική ισορροπία. Η Μαρία καταλήγει σε ένα γκρουπούσκουλο αναρχικών, προσπαθώντας να βρει τον εαυτό της κοντά στους εναλλακτικούς ακτιβιστές και η Άννα παντρεύεται έναν αρχιτέκτονα με ευέλικτη πολιτική συνείδηση και ζει μια μεγαλοαστική ζωή. Και αυτό θα αλλάξει όμως, όταν και οι δύο συνειδητοποιήσουν πως έγιναν αυτό που σκόπευαν να αποφύγουν, μόνο που από τα μέσα βλέπουν τα πράγματα αλλιώς...
Ποια τελικά θα σκοτώσει (ή θα «σκοτώσει» ) την άλλη; Και γιατί; Και πώς τα ΜΜΕ, ανάλογα με την τοποθέτησή τους, κι εμείς οι τρίτοι, ανάλογα με την κοσμοθεωρία του και τις προσλαμβάνουσές του ο καθένας, θα τις κρίνουμε; Η Αμάντα Μιχαλοπούλου μάς δίνει υλικό για να προβληματιστούμε. Και σε ένα δεύτερο επίπεδο, μιλά για το βάρος που άσκησε η γαλλική σκέψη του '68 στην καθημερινότητα της Γενιάς του '80 και γενικότερα για την καταπίεση που νιώθει ένας νέος προσπαθώντας να ενστερνιστεί διάφορα μοντέλα συμπεριφοράς ή κουλτούρας, χωρίς να τα έχει αφομοιώσει. Αν όμως την απασχολούν αυτά, δεν την ενδιαφέρει να τα καταγγείλει. «Οι καταγγελίες», λέει, «είναι για τους εισαγγελείς».
ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ
ΤΑ ΝΕΑ , 15-02-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Δυο κορίτσια ξεκινούν μια νέα ζωή στην Αθήνα των μέσων της δεκαετίας του '70: η Αννα και η Μαρία, που συναντιούνται στην Τετάρτη Δημοτικού. Η Αννα έρχεται στην Ελλάδα από το φωτεινό Παρίσι, η Μαρία από την υγρή και ζεστή Νιγηρία. Οι γονείς της Αννας είναι χωρισμένοι και πιστεύουν με πάθος στην Αριστερά, υπό τη στέγη της οποίας και στρατεύονται. Οι γονείς της Μαρίας παραμένουν μαζί ώς το τέλος και οι πολιτικο-κοινωνικές αντιλήψεις τους φέρουν τη στάμπα της συντηρητικής παράδοσης. Μεγαλώνοντας, τα δύο κορίτσια θα ασπαστούν κάθε μορφή πολιτικού ριζοσπαστισμού: από τις θέσεις του Φουκό και τις ιδέες των Καταστασιακών ώς τις ποικιλόχρωμες πεποιθήσεις των ακτιβιστών της αντι-παγκοσμιοποίησης. Κι ο ριζοσπαστισμός θα θρέψει όχι μόνο την εφηβεία και τα χρόνια των σπουδών τους (θα καταπιαστούν αμφότερες με τη ζωγραφική, αν και με πολύ διαφορετικά κατά περίπτωση αποτελέσματα), αλλά και την περίοδο της ωριμότητάς τους, όταν η μία θα είναι κυρία της μεγαλοαστικής τάξης (παντρεμένη με επιτυχημένο αρχιτέκτονα, από τον οποίο και θα αποκτήσει ένα παιδί), ενώ η άλλη θα εξακολουθήσει το χύμα βίο της, διδάσκοντας σε δημοτικό σχολείο το μάθημα των καλλιτεχνικών και μετέχοντας αφειδώς σε διαδηλώσεις.
Αυτό είναι το φόντο στο οποίο τοποθετεί τη δράση και τα πρόσωπα του καινούργιου μυθιστορήματός της η Αμάντα Μιχαλοπούλου, επιστρέφοντας σ' ένα τοπίο το οποίο έχει μάλλον υποχωρήσει τις τελευταίες δεκαετίες από την ελληνική πεζογραφία: στο τοπίο των πολιτικών και των κοινωνικών ζυμώσεων, όπως τις βλέπουμε να παίρνουν σάρκα και οστά σε μια χώρα που δεν έπαψε ποτέ ν' αλλάζει και να μεταμορφώνεται θεαματικά. Η άνοδος των σοσιαλιστών στην εξουσία και η μετατροπή τους σε αναπόσπαστο μέρος της κρατικής μηχανής, η οικονομική και η επαγγελματική επιτυχία αριστερών της εποχής του Μάη του '68 (και εντεύθεν), που δεν θέλησαν, παρ' όλα αυτά, να ξεχάσουν το πολιτικό παρελθόν τους, όπως και η αναβάπτιση της Αριστεράς σε κινήματα (αν δικαιούμαστε όντως να τα αποκαλέσουμε έτσι) χωρίς ιδεολογική συνοχή και σαφή πολιτική γλώσσα, αποτυπώνονται ανάγλυφα και με πολύ καθαρό τρόπο στο μυθιστόρημα της Μιχαλοπούλου. Τίποτε, όμως, από όλα τούτα δεν θα μπορούσε να σταθεί πειστικά μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, και να τελεσφορήσει αφηγηματικά, αν η συγγραφέας δεν είχε φροντίσει να χτίσει δύο πολύ δυνατούς γυναικείους χαρακτήρες και μια συγκλονιστική φιλική σχέση.
Ζωτική ψευδαίσθηση
Υστερα από δύο εμφανώς προβληματικά και ανοικονόμητα βιβλία («Οσες φορές αντέξεις», 1998, και «Παλιόκαιρος», 2001), που πόρρω απέχουν από το αριστοτεχνικό πρώτο μυθιστόρημά της («Γιάντες», 1996), η Μιχαλοπούλου βαδίζει ξανά σε καλό και προσεκτικά χαραγμένο δρόμο: η Αννα και η Μαρία αφήνουν ελεύθερη την ατομικότητά τους μέσα στις σφοδρές συγκρούσεις της θανάσιμης φιλίας τους και κερδίζουν πέρα για πέρα τη συμμετοχή μας στο παιχνίδι ενός δύστροπου όσο και μοιραίου δεσμού, ο οποίος κρατάει κολλημένη τη μία στην άλλη εφ' όρου ζωής. Κολλημένη τη μία στην άλλη: η όμορφη, κτητική, αντιφατική, εγωπαθής και ανυπάκουη Αννα, η ψιλοάσχημη, χαμηλοβλεπούσα, βραδυφλεγής, χαοτική και ανεσταλμένη Μαρία. Θα τα δώσουν όλα μεταξύ τους (θα μοιραστούν παράφορα αισθήματα και θα διστάσουν να πέσουν μαζί στη φωτιά), αλλά και θα διαλύσουν τα πάντα στην αγάπη τους (θα αλληλοϋπονομευτούν, θα αλληλοταπεινωθούν και θα αλληλομισηθούν), δοκιμάζοντας έως τελικής εξαντλήσεως την αντοχή τους.
Γύρω από ένα τόσο θερμό και απτό πλέγμα οργανώνεται ο πολιτικο-κοινωνικός κόσμος στο βιβλίο της Μιχαλοπούλου, δείχνοντας σταδιακά και ένα προς ένα τα χαρακτηριστικά του. Η Αννα και η Μαρία δεν είναι φερέφωνα ή χάρτινοι ήρωες (αφηγηματικά πρόσωπα προγραμματισμένα να απεικονίσουν τις συλλογικές τάσεις του καιρού τους) αλλά, αντιθέτως, έντονα ατομικές και προσωπικές υπάρξεις, που προσπαθούν ακατάπαυστα ν' ανακαλύψουν και να ορίσουν τον εαυτό τους. Και κατά τη διάρκεια αυτής της δραματικής πάλης, αντί να στρέψουν τα νώτα στην πολιτική και να αναζητήσουν προστασία πίσω από το αδιαπέραστο περίβλημα του ιδιωτικού χώρου, ανοίγονται σε όσα συμβαίνουν στο εξωτερικό πεδίο, αντλώντας από εκεί αποθέματα και δυνάμεις προκειμένου να τροφοδοτήσουν τις σωτήριες (πόσο σωτήριες, εντέλει, άραγε;) αυταπάτες ή υπερβάσεις τους. Και η πολιτική μετατρέπεται έτσι σε ζωτικό ψευδαισθητικό στοιχείο της ατομικότητας, σε μέθοδο ανακουφιστικής διαφυγής από ένα ασυμμάζευτο προσωπικό χάος: χάος, βεβαίως, το οποίο, δεν σταματά να έρχεται ξανά και ξανά στην επιφάνεια, σε μιαν ατέρμονη επαφή με τη συλλογική πραγματικότητα, χωρίς ποτέ να συνθλίβεται ή, έστω, να μειώνεται και να περιορίζεται από την παρουσία της. Και είναι τούτη η εγγενώς και εσκεμμένα ασύμμετρη ισορροπία η οποία εξασφαλίζει στο μυθιστόρημα της Μιχαλοπούλου το ενεργό και πειστικό του αποτέλεσμα.
Ας προσθέσω ότι το «Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη» βασίζεται σε μιαν άριστα οργανωμένη πλοκή, από την οποία δεν λείπουν οι αιφνιδιασμοί και το σασπένς, διαθέτει αρκετά ζωηρούς διαλόγους, αφομοιώνει χωρίς προβλήματα τις πολλαπλές πηγές του (από λογοτεχνία και μουσική μέχρι μόδα, πολιτική θεωρία και φιλοσοφία) και δεν δυσκολεύεται κατά το παραμικρό με τα κυκλικά πρωθύστερα μέσω των οποίων ξετυλίγεται η ιστορία του. Η αφηγηματική αρχιτεκτονική της Μιχαλοπούλου συνδυάζεται άριστα τόσο με το πλάσιμο των χαρακτήρων της όσο και με τον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι τοποθετούνται και εξελίσσονται στον περίγυρό τους. Ενα, όπως κι αν το ζυγίσουμε ή το κρίνουμε, προσεγμένο και καλοφτιαγμένο μυθιστόρημα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/05/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις