Θα ήθελα ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ

Έκπτωση
62%
Τιμή Εκδότη: 12.78
4.90
Τιμή Πρωτοπορίας
+
476311
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Ημερομηνία Έκδοσης:01/04/2005
ISBN:2229600340141

Περιγραφή


Ο μπαμπάς βλέπει πυγολαμπίδες. Η μαμά δοκιμάζει στα κρυφά παπούτσια χορού. Η μία κόρη έχει ευαίσθητα αυτιά. Η άλλη στρώνει υποδειγματικά το κρεβάτι της. Έξω βρέχει. Οι αμυγδαλιές ανθίζουν. Κι ένας κόκκινος μπερές στροβιλίζεται στον αέρα. Ποιος γράφει, όμως, τις ιστορίες στο Θα ήθελα; Όσοι δεν έχουν υπομονή για αινίγματα ας πάνε κατευθείαν στην τελευταία ιστορία. Όποιος, όμως διαβάσει το βιβλίο γραμμικά θα ανταμειφθεί με την ενορχήστρωση ενός κατακερματισμένου, αποδομημένου μυθιστορήματος με μια παράταξη και συνήφανση των τρόπων ζωής σήμερα.
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου παρατηρεί τον κόσμο πότε με συμπόνια, πότε με οξύτητα, πότε και με τα δύο. Οι ήρωές της είναι αξαιγάπητοι και αξιολύπητοι ταυτοχρόνως. Συναισθάνονται, αυτοσχεδιάζουν στις συμφορές, αλλά τους λείπει το ταλέντο να συγχωρούν -τους άλλους και τον εαυτό τους.
Παρότι μοιάζει να απέχουν μίλια μεταξύ τους, αποτελούν ενσαρκώσεις της ίδιας βασικής απορίας:
Τι χρειαζόμαστε για να ζήσουμε ευτυχισμένοι;
Παρακολουθούμε τις αβέβαιες προσπάθειές τους να βρουν απάντηση· το γαϊτανάκι των ερωτικών τους σχέσεων· το οικογενειακό τους κωμειδύλλιο. Κι όλα αυτά μέσα στην κινητή γιορτή, τη δίνη της πόλης και τη σιωπή των προαστίων, τον παραλογισμό και τη γενναιοδωρία της καθημερινότητας.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



Η συγγραφική διαδικασία μπορεί να εικασθεί, να αναλυθεί και να διερευνηθεί μόνο εκ των υστέρων. Ακόμα και ο δημιουργός, κατά την εξέλιξη της δουλειάς του, δεν έχει απόλυτη συνείδηση του τρόπου με τον οποίο ένα ερέθισμα, ένα βίωμα, ένα τραύμα, ένα απωθημένο μεταποιείται σε λογοτεχνικό έργο, του πώς οι αμφιβολίες καταλήγουν σε αποφάσεις και οι ρευστοί συνειρμοί, οι εμβρυακές ιδέες τιθασεύονται κάποτε σε λεκτικά σύνολα. Το πώς και το γιατί της γραφής απαντώνται μόνο κατόπιν εορτής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι απαντήσεις αυτές δεν έχουν τίποτα να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν από το περατωμένο δημιούργημα. Στα κριτήρια που καθορίζουν την αξία του δεν περιλαμβάνονται τα στάδια κυοφορίας και μορφοποίησής του. Οι παραπάνω σκέψεις προκύπτουν από την τελευταία ιστορία του πρόσφατου βιβλίου της Αμάντας Μιχαλοπούλου, ενός βιβλίου με εξομολογητική διάθεση. Ο χαρακτηρισμός «διηγήματα» στο εξώφυλλο ακυρώνεται τόσο από το επιλογικό σημείωμα της συγγραφέα όσο και από την προτροπή του οπισθόφυλλου για γραμμική ανάγνωση (όχι απαραίτητη σε μια συλλογή διηγημάτων). Η έκπληξη που επιφυλάσσει η τελευταία ιστορία αφορά την αποκάλυψη των συστατικών υλικών των προηγούμενων και των συνδετικών αρμών μεταξύ των μερών αυτού του θρυμματισμένου μυθιστορήματος. Εν ολίγοις, οι τελευταίες σελίδες ιχνηλατούν τη διαδικασία γραφής των ιστοριών που απαρτίζουν το βιβλίο.



Η ανίερη οικογένεια



Ενα πορσελάνινο γατί που παίζει μ' ένα κουβάρι μαλλιού φιγουράρει σε όλα τα διηγήματα. Η συγγραφέας αναλαμβάνει την αποκωδικοποίηση του συμβόλου. Οι ήρωές της δεν εκλαμβάνουν τον τρόπο ζωής τους ως επιλογή αλλά ως έξωθεν επιβολή ή άσχημο πεπρωμένο, «σαν τις γάτες που κυνηγάνε το κουβάρι και πιστεύουν ότι το κουβάρι ζει, ενώ εκείνες τα κάνουν όλα». Εκτός από την προτίμησή τους στις πορσελάνες τα πρόσωπα μοιράζονται επίσης κοινές σκέψεις, διατυπωμένες σε απαράλλακτες φράσεις, σκέψεις που μεταφράζονται σ' ένα αίσθημα εκτεταμένης απογοήτευσης, κόπωσης και βαθιάς δυσαρέσκειας με ό,τι συνθέτει το μικρόκοσμό τους. Παρά τις μεταξύ τους αποκλίσεις ως προς την ηλικία, την επαγγελματική δραστηριότητα, το προσωπικό δράμα, τις επιδιώξεις, τις συναισθηματικές τους εκδηλώσεις, τα εσωτερικά προσκόμματα, είναι επαναλαμβανόμενο το γενικότερο μοτίβο των συμφορών τους. Ενα περιορισμένο βιοτικό πλαίσιο που δεν τους αφήνει να αναπνεύσουν ανεμπόδιστα. Οι περισσότεροι πρωταγωνιστές υποφέρουν από στομωμένες καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, ενώ αρκετοί είναι εκείνοι που πνίγονται μέσα στην οικογένεια, είτε αυτή που δημιούργησαν είτε αυτή μέσα στην οποία ενηλικιώθηκαν. Στο οικογενειακό περιβάλλον εντοπίζεται η βασική εστίαση του βιβλίου. Αν συνταιριαστούν οι διακριτικές και διάσπαρτες -αλλά ιδιαίτερης βαρύτητας- ομοιότητες των διηγημάτων, απολήγουν σε μία κεντρική ιστορία που τροφοδοτεί ποικιλόμορφα και τις υπόλοιπες. Πρόκειται για την περίπτωση μιας οικογενειακής ευτυχίας που εξαερώνεται ακαριαία όταν ο πατέρας εγκαταλείπει την ανάπηρη γυναίκα του και τις δύο κόρες του για να συζήσει με μια νεαρή κοπέλα. Η ιστορία αυτή παραλλάσσεται και διογκώνεται, διαμελίζεται σε μικρά επεισόδια. Η ανταγωνιστική σχέση των δύο αδερφών και το υπόγειο αλλά ισχυρό συναισθηματικό τους δέσιμο, οι αποσιωπημένες ενοχές του πατέρα και ο ραγισμένος ψυχισμός της ερωμένης του εμπνέουν αρκετά από τα διηγήματα. Η συγγραφέας εκφράζει σε παραλλαγές τον προβληματισμό της για τις στρεβλώσεις που επιφέρει σε όλα τα μέλη της η πανίσχυρη και σαρκοβόρα ελληνική οικογένεια. Οι συμβαλλόμενοι του οικογενειακού συμβολαίου αλυσοδένονται σε ασφυκτικές υποχρεώσεις και εξουθενωτικά καθήκοντα, βαλτώνουν σε καταπνιγμένες προσδοκίες, μηρυκάζουν ο ένας τις μειονεξίες του άλλου και όλοι μένουν μ' ένα «θα ήθελα» να σφραγίζει ισόβια τα χείλη τους, σε μία ατελέσφορη προσευχή. Τα νεαρότερα και πιο ευάλωτα μέλη δέχονται μοιραία τη μεγαλύτερη πίεση, ειδικά όταν οι ρόλοι αντιστρέφονται και καλούνται να αναστυλώσουν (να ανακουφίσουν, πιο εκλεπτυσμένα) εκείνα τους γονείς τους. Μείζον χαρακτηριστικό της αγίας ελληνικής οικογένειας. Η αυτοθυσία είναι η πιο βαριά κληρονομιά των απογόνων. Η Μιχαλοπούλου με οξεία ειρωνεία και με την οικεία περιπαικτική της τάση αποκαθηλώνει το θεσμό της οικογένειας από το εικονοστάσι του, φωτίζοντας τα αναίμακτα, καλοπροαίρετα, αλλά και εξίσου άγρια εγκλήματα που συντελούνται κεκλεισμένων των θυρών, ανάμεσα στα πιο αγαπημένα πρόσωπα. «Ολοι είναι καλοί», επαναλαμβάνουν αυτιστικά οι ήρωές της. Ως μόνη διέξοδος, και αυτή αμφίβολης δραστικότητας, υποδεικνύεται η δημιουργία μέσω της οποίας το άτομο τρέφει τη ματαιοδοξία του με τις ίδιες του τις σάρκες, κομματιάζει, δηλαδή, τη βιογραφία του σε μυθοπλαστικές, παραμυθητικές διηγήσεις.



Παιδική οπτική



Η θλίψη, η αποθάρρυνση, η ηττοπάθεια συνοψίζουν τα κοινά γνωρίσματα των ηρώων και χρωματίζουν ανάλογα το κλίμα του βιβλίου. Ωστόσο, η οπτική της Μιχαλοπούλου παραμένει ανάλαφρη, αισιόδοξη, έντονα παιδική. Η συγγραφέας έχει την ιδιοτυπία να διυλίζει ακόμα και τις πλέον δύσκολες καταστάσεις μέσα από τη ματιά ενός παιδιού, ανεξαρτήτως αφηγητή. Το ύφος παιδικότητας τείνει να αποκρυσταλλωθεί σε αναγνωρίσιμη συγγραφική ταυτότητα και τις περισσότερες φορές δεν ζημιώνει το αποτέλεσμα ούτε φαίνεται ασύμβατο με τις επιδιώξεις του κάθε βιβλίου. Η Μιχαλοπούλου επιμένει να σκιαγραφεί τους μυθοπλαστικούς της κόσμους υιοθετώντας την αδιαμόρφωτη ιδιοσυγκρασία ενός ανήλικου ατόμου. Η εξοικείωσή της με αυτόν τον τρόπο αφήγησης της επιτρέπει να χειρίζεται με άνεση και επιδεξιότητα την εκτύλιξη των γεγονότων. Επιπλέον, η ανέφελη, «χαμογελαστή» γραφή της Μιχαλοπούλου προικίζει τις εξιστορήσεις της με γλυκύτητα, ζωντάνια και ευαισθησία, μαλακώνοντας τις σκληρές τους όψεις. Αν και πίσω από την πεισματικά χαρούμενη φωνή τού εκάστοτε αφηγητή ακούγεται σταθερά ένας σβησμένος θρήνος για τη χαμένη παιδικότητα. Και οι δώδεκα ιστορίες του παρόντος βιβλίου επιπλέουν στην αφέλεια, τη σύγχυση, την απορία, το θυμό, την επιπολαιότητα ενός παιδικού βλέμματος. Κατά τη γνώμη μου, η πρακτική αυτή έχει πια αγγίξει τα όριά της. Οι χαρακτήρες και τα προβλήματά τους αντιμετωπίζονται επιδερμικά, οι κρίσεις ακουμπούν σε στερεότυπα, οι χαριτολογίες είναι συχνά άστοχες, ενώ η θεματική αρκετών διηγημάτων αποσπάται από την πιο πεζή, πολυχρησιμοποιημένη καθημερινότητα. Ακόμα και η θέαση της οικογένειας, το πιο αξιοπαρατήρητο παρακλάδι της προβληματικής, υπονομεύεται ενίοτε από τη διάχυτη ελαφρότητα και ευκολία. Να σημειώσω επιπρόσθετα ότι η επανειλημμένη καταφυγή σ' αυτό το χαριτωμένο ύφος γραφής, κινδυνεύει -ιδιαίτερα στο συγκεκριμένο βιβλίο- να εκληφθεί άλλοτε σαν συγκαλυμμένο αίτημα επιείκειας κι άλλοτε σαν βεβιασμένο άλλοθι. Η κύρια αναστολή του αναγνώστη στο να μην εγκαταλείψει τη διαδοχική προσπέλαση των ιστοριών οφείλεται (πέρα από την προειδοποίηση του οπισθόφυλλου) στην έκδηλη όσο και γριφώδη διασταύρωσή τους. Και πράγματι, η αναμονή ανταμείβεται με την ανάγνωση της δέκατης τρίτης ιστορίας, η οποία δικαιολογεί -εν μέρει- την ανωριμότητα του ύφους και επεξηγεί το γιατί μια συλλογή διηγημάτων θα ήθελε να είναι μυθιστόρημα. Η Μιχαλοπούλου ενορχηστρώνει με δεξιοτεχνία και απόλυτη συνέπεια το συγγραφικό της παιχνίδι. Αν κανείς ξαναπιάσει το βιβλίο από την αρχή, υποψιασμένος και πιο προσεκτικός, δεν θα βρει τίποτα να καταλογίσει στη διεκπεραίωση αυτού του τεχνάσματος. Η συγγραφέας θίγει και εδώ τη θεματική εμμονή της, το ζήτημα της γραφής, με περισσότερη τόλμη και επινοητικότητα από κάθε άλλη φορά. Η ιδέα της δεν είναι μόνο πρωτότυπη και διασκεδαστική αλλά επίσης εντείνει την περιέργεια μέχρι την τελική φανέρωσή της. Οπως, όμως, επισήμανα αρχικά, οι εκ των υστέρων διευκρινίσεις για την επιλογή των υλικών και τη μέθοδο πλασίματος ενός δημιουργήματος ελάχιστα ενδιαφέρουν. Κάτι παρόμοιο επιχειρεί η Μιχαλοπούλου στο δέκατο τρίτο διήγημα (ή κεφάλαιο), αποκαλύψεις, δηλαδή, αναφορικά με ήδη σχηματισμένες ιστορίες. Με άλλα λόγια, το ευφυές και πολύ σωστά μεθοδευμένο εύρημα του βιβλίου δεν μπορεί να αμβλύνει τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες των ξεχωριστών μερών που το συγκροτούν. Αν και η επιλογή αντιτίθεται στη μυθιστορηματική δομή, θα ήθελα, παρ' όλα αυτά, να απαλλάξω από τις παραπάνω επιφυλάξεις τα διηγήματα: «Ο μπαμπάς και η παιδική ηλικία», «Φως», «Τι θα κάνεις μετά;», «Το κυνήγι των πυγολαμπίδων», «Η συγκίνηση της νύφης» και «Διήγημα για χαζούς».



ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΩΝ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 24/06/2005

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!