0
Your Καλαθι
Ανίερη συμμαχία
Η Ελλάδα και η Σερβία του Μιλόσεβιτς
Περιγραφή
[...]
Η έμφαση του βιβλίου κατά συνέπεια δεν είναι οι κυβερνητικές πολιτικές αλλά οι γενικότερες κοινωνικο-πολιτικές διαδικασίες. Σε τελική ανάλυση, αυτές ίσως αποδειχθούν σημαντικότερες· τουλάχιστον από την άποψη της ατομικής ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Τα γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας κατέδειξαν τις αδυναμίες της ελληνικής κοινωνίας, την τρωτότητά της απέναντι στις σειρήνες τις αδιαλλαξίας και την προθυμία της να υποκύπτει σε αυτό που ο Τομ Νερν αποκαλεί «δέλεαρ» του εθνοτικού εθνικισμού. [...]
Από την Εισαγωγή του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Βοσνία, Κόσοβο: Τι μας θυμίζουν; Προσωπικά, πριν διαβάσω το βιβλίο του Τάκη Μίχα, είχα αρχίσει να ξεχνώ. Η Βοσνία και το Κόσοβο έχουν περάσει στην «ιστορία». Μαζί με όλη τη δεκαετία του 1990. Η εθνοκαθαρτική δεκαετία στην πρώην ενωμένη Γιουγκοσλαβία φαίνεται να έχει απωθηθεί τόσο πολύ, αν κρίνω από τη δική μου πάντα μνήμη, στην καλύτερη περίπτωση είναι προϊόν μιας μικρής ανάμνησης.
Αλλά, γιατί θα πρέπει να τα θυμόμαστε όλα αυτά; Αραγε, από τι θα έπρεπε, αν θα έπρεπε, να «διδαχθούμε»; Ξαναμιλώντας -και ξαναδιαβάζοντας για- τη γιουγκοσλαβική περιπέτεια, σε τι θα συνεισέφερε μία αναμόχλευση πολιτικών παθών; 'Η, μάλλον, του φιλοσερβικού πάθους με το οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών αλλά και της πολιτικής τάξης δεξιώθηκε τους εν λόγω «πολέμους»; Ο συγγραφέας είναι επ' αυτού ιδιαίτερα διαυγής: το χρονικό των κρίσεων στη Γιουγκοσλαβία, έτσι όπως αυτό προσελήφθη από την κοινή γνώμη στην Ελλάδα, από τους πολίτες, τα ΜΜΕ, τις κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις, το ίδιο το κράτος, φανέρωσε τις εγχώριες εθνοτικο-θρησκευτικές μονομανίες που βασανίζουν τη σημερινή συλλογική μας συνείδηση. Η χωρίς προϋποθέσεις ταύτιση της Ελλάδας και των Ελλήνων με τη Σερβία του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς δεν ήταν μία ορθολογική επιλογή κατανόησης έστω ή και κριτικής συμπόρευσης με το σερβικό λαό, αλλά μια κορυφαία συναισθηματική προσχώρηση στον ιδεολογικό προπαγανδιστικό ρόλο της ηγεσίας του, «εκδηλώσεις του συμβολικού πεδίου, "ίχνη" που οδηγούν στην αποδόμηση του ευρύτερου (ελληνικού) ιδεολογικού πεδίου των πολιτιστικών αξιών, ιδεών και αντιλήψεων».
Μια ιερή συμμαχία διαπλέχθηκε ανάμεσα στον εθνικιστικό φονταμενταλισμό της Σερβίας του Μιλόσεβιτς και στον ελληνικό εθνικισμό, ο οποίος κάνει την εμφάνισή του με το λεγόμενο «Σκοπιανό», στις αρχές της δεκαετίας του '90. Προσοχή: η ελληνική «άψογη στάση» απέναντι στο ζήτημα δεν ήταν απλώς μια μεθοδευμένη αντίδραση των πολιτικών ελίτ, αλλά κυρίως μια μαζική εθνοτικοποιημένη κοινωνική δυναμική η οποία υπαγόρευε, κατά κάποιον τρόπο, τη συγκεκριμένη αντίδραση. Τα ελληνικά ΜΜΕ, παραδείγματος χάρη, τα οποία, σύμφωνα με τον Τ. Μίχα, πρωτοστάτησαν στη μονόπλευρη κάλυψη των γεγονότων, «συνωμότησαν» κατά της αλήθειας επειδή υφίσταντο μία άνευ προηγουμένου κοινωνική πίεση. Αν η κοινωνία των πολιτών χειραγώγησε τα ΜΜΕ, το ίδιο συνέβη και με την πολιτική τάξη, σχεδόν στο σύνολό της. Μόνο που, εδώ, οι πολιτικοί φορείς, κυβερνητικοί και αντιπολιτευτικοί, δεξιοί και αριστεροί, δεν διαβρώθηκαν απλώς από την ιδεολογική εθνικιστική συναίνεση, αλλά τη συντήρησαν και την αναπαρήγαγαν. Οι ομόθυμες, τιμητικές και διαπολιτικές γονυκλισίες στις επισκέψεις του Ράντοβαν Κάρατζιτς στην Ελλάδα, στις οποίες ο Τ. Μίχας ορθώς στέκεται σε αρκετά σημεία του βιβλίου του, είναι εξαιρετικά εύγλωττες.
Ο συγγραφέας επιμένει ιδιαίτερα στην ευθύνη του ίδιου του ελληνικού κράτους. Αναφέρεται σε οικονομικές συναλλαγές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με το καθεστώς Μιλόσεβιτς, προκειμένου ο τελευταίος να χρηματοδοτήσει τις εθνοκαθαρτικές του πρακτικές, στην άτυπη παραβίαση του εμπάργκο καυσίμων που είχε επιβληθεί στη Σερβία, σε «διαρροή» απόρρητων επιχειρησιακών σχεδίων του ΝΑΤΟ προς τη «φίλη» χώρα αλλά και στις επίσημες σιωπές περί συμμετοχής Ελλήνων πολιτών στη σφαγή της Σρεμπρένιτσα, στην «υπονόμευση», ήδη από την ίδρυσή του, το 1993, του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για τη Γιουγκοσλαβία.
Συναντάμε, εδώ, ένα ιδεώδες καθεστώς «διαπλοκής», με στέρεα κοινωνική συγκατάθεση. Ολοι «ενωμένοι σαν γροθιά», με επικεφαλής την υπερκομματική Εκκλησία. Ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος, έλεγε, παραδείγματος χάρη: «(...) οι Σέρβοι πολεμούν με το σταυρό στο ένα χέρι και το όπλο στο άλλο. Βλέπουν τους Μουσουλμάνους από την άλλη πλευρά, εκπαιδευμένους από φανατικούς Μουτζαχεντίν που έχουν έλθει από διάφορες ισλαμικές χώρες να πολεμούν στο όνομα του Αλλάχ, να καταστρέφουν εκκλησίες, να βιάζουν, να σφάζουν αμάχους χωρίς περιορισμό (...) όλα εκεί στη Βοσνία εξελίσσονται "φυσιολογικά", με τους ορθόδοξους να είναι το "μαύρο πρόβατο" στη ράχη του οποίου έχουν φορτώσει οι πάντες τις ευθύνες και τις ενοχές, και με τους μουσουλμάνους να απολαμβάνουν προστασίας και ενισχύσεως στην προσπάθειά των να επιβάλουν κράτος τρόμου, σφαγής και διακρίσεων εις βάρος των Σέρβων, που έχουν και αυτοί αναφαίρετα δικαιώματα στην πατρώα γη. Το πρόβλημα, κατά συνέπειαν, είναι πώς και πότε θα λειτουργήσει αποτελεσματικότερα ο "ορθόδοξος άξονας" στα Βαλκάνια».
Ορθόδοξος άξονας έναντι του «μουσουλμανικού τόξου»: γύρω από αυτούς τους όρους μοιάζει να υφαίνεται η ελληνική μονομανία. Η θρησκευτική διάσταση του ελληνικού εθνικισμού δεν είναι παρένθετη, αλλά δομική. Εθνος και θρησκεία, σύμφωνα με τον Τ. Μίχα, συνιστούν ένα αξεδιάλυτο σύνολο, το οποίο υπαγόρευσε ουσιαστικά έναν κοινωνικό αυτοματισμό. Είναι σαν οι ελληνικές αντιδράσεις έναντι του «διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας» να ήταν έτοιμες από καιρό, αναμένοντας τις αφορμές για την ανάδειξή τους. Δεν λαθεύει επ' αυτού ο συγγραφέας. Πράγματι, πάνω σε έναν τέτοιο κινητοποιητικό πολιτικό μύθο εδράζεται το νεοελληνικό φαντασιακό, η ελληνική εθνική ταυτότητα. Ωστόσο, και ταυτόχρονα, ο πολιτικός μύθος εν γένει, μόνον κατά το ήμισυ είναι μύθος· ό,τι απομένει είναι μια πραγματικότητα ή, μάλλον, πολλές πραγματικότητες μαζί, ιδιόμορφα συναρθρωμένες. Αυτές οι τελευταίες -π.χ. η ανύπαρκτη ευρωπαϊκή πολιτική επί του ζητήματος, ακόμα και η δαιμονοποίηση της Σερβίας ως τέτοιας από ορισμένα δυτικά ΜΜΕ -ας θυμηθούμε τον «Μιλόσεβιτς Χίτλερ» ως απάντηση στον «Κλίντον Χίτλερ» αλλά και, κυρίως, τη μορφή που προσέλαβε η στρατιωτική επέμβαση ειδικά στο Κόσοβο- τροφοδότησαν με άφθονη πρώτη ύλη το ελληνικό φαντασιακό. Πάνω και σε τέτοια πραγματικά στοιχεία γονιμοποιήθηκε η εθνική ομοψυχία, τη διάσταση αυτή δεν θα πρέπει να τη λησμονούμε, όχι βέβαια για να νομιμοποιείται και να δικαιώνεται η εξαιρετικά επικίνδυνη σπασμωδικότητα των ελληνικών αντιδράσεων (δαιμονοποιώντας τους άλλους...), αλλά για να ανασυστήνεται στην πληρότητά του το συνολικό πλαίσιο εντός του οποίου αναζωπυρώνονται εθνικιστικο-θρησκευτικές εξάρσεις.
Το βιβλίο του Τάκη Μίχα, χρονικό των ελληνικών αντιδράσεων στους πολέμους στην πρώην Γιουγκοσλαβία και επιχείρηση εντοπισμού των ιδεολογικών αιτίων που ύφαναν την «ελληνική εξαίρεση», διαθέτει τρία σημαντικά προσόντα: Μας ξαναθυμίζει πράγματα τα οποία όλοι οφείλουμε να έχουμε διαρκώς κατά νου, παρενοχλώντας την πλησμονή η οποία αρκετά συχνά επικάθεται πάνω σε ό,τι πέρασε. Και μας τα ξαναθυμίζει με ένα σπάνιο αφηγηματικό ύφος: το βιβλίο διαβάζεται σαν μυθ-ιστόρημα, ακόμα και εκεί όπου ο λεγόμενος «μέσος αναγνώστης» καλείται από το συγγραφέα να κατανοήσει τη θεωρητικά σύνθετη διαπλοκή του εθνικού με το θρησκευτικό. Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό προσόν: το βιβλίο δεν είναι από καθ' έδρας ανάλυση και καταγγελία, όχι ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αναγκαστικά κακό, αλλά συνδυάζει, όπως παρατηρεί και ο Σάμιουελ Χάντινγκτον, στην αρχή του βιβλίου, «προσωπικές παρατηρήσεις, εξαντλητική έρευνα, ανθρωπιστικά ενδιαφέροντα και πολιτική ανάλυση».
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 17/10/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις