0
Your Καλαθι
Η αρχαιολογία της ανάπτυξης
Πράσινες προοπτικές
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
H ανάπτυξη υπήρξε η κυρίαρχη ιδεολογία στον μεταπολεμικό κόσμο. Yπήρξε ακόμη η κυρίαρχη νομιμοποιητική διαδικασία σε Bορρά και Nότο, Aνατολή και Δύση. Eξέφρασε κατά τον σαφέστερο και υλικότερο δυνατό τρόπο την έννοια της προόδου, κεντρική στη Δυτική σκέψη από την Aναγέννηση και μετά. Στον τόμο αυτό, ο M. Mοδινός πραγματεύεται την ιστορία της έννοιας της ανάπτυξης, ανασκάπτοντας τα ερείπια της οικολογικής υποβάθμισης και κοινωνικής πτώχευσης στις οποίες αυτή έχει οδηγήσει. Θεωρώντας ότι η ανάπτυξη συνιστά τον κοινό παρονομαστή στις καπιταλιστικές, σοσιαλιστικές ή μικτές οικονομικές μορφές που συγκρότησαν την Παγκόσμια Oικονομία, αναζητά πράσινες προοπτικές εξόδου από την κρίση: τους δρόμους εκείνους, δηλαδή, που θα οδηγήσουν σε αναδιαπραγμάτευση της σχέσης κοινωνίας-φύσης. Προς τούτο, αποδύεται σε μια προσπάθεια αποδιάρθρωσης των μύθων που συνιστούν τους ακρογωνιαίους λίθους της σύγχρονης ομογενοποιούμενης κοινωνίας, υποστηρίζοντας ότι η ανθρώπινη ευημερία και η φυσική σταθερότητα οφείλουν να απαγκιστρωθούν από τη γραμμική, εξελικτική εκδοχή της Iστορίας.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Υπάρχουν λέξεις που βασίζουν τη δύναμή τους περισσότερο στο «σημαινόμενο» παρά στο «σημαίνον». Ιδίως μάλιστα όταν έχουν περιβληθεί ένα μυθικό μανδύα. Τέτοια είναι αναμφισβήτητα η λέξη ανάπτυξη. Την «εφεύρεση» και τις συνέπειες της έννοιας αυτής ως ιδεολογίας και ως διαδικασίας πραγματεύεται το τελευταίο και σημαντικότερο βιβλίο του Μιχάλη Μοδινού («Η Αρχαιολογία της Ανάπτυξης. Πράσινες Προοπτικές», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1997) που πέρασε σχεδόν απαρατήρητο.
Ιδεολογικά η ανάπτυξη σημασιολογήθηκε ως εμπεριέχουσα κάτι το συγκριτικά και αξιολογικά θετικό: το μεγαλύτερο, το περισσότερο, το τελειότερο και τελικά το (παγκόσμιο) καλύτερο ακόμη και σε σχέση με τις... δικές της (ατελείς ή ατυχείς) εκφάνσεις του παρελθόντος, δημιουργώντας έτσι κατά τον συγγραφέα ένα «γοητευτικό φαύλο κύκλο». Ως παγκόσμια πλέον αξία ο παγκόσμιος μύθος εμπεριέχει το άλλοθι για οποιαδήποτε επιλογή, κατασκευάζοντας έτσι την έννοια της υπανάπτυξης και της φτώχειας, βοηθούσης και της μαρξιστικής θεωρίας περί εξελικτικών σταδίων και της θεωρίας περί γραμμικής προόδου της ιστορίας.
Γρήγορα όμως αποδείχθηκε ότι η υπανάπτυξη ήταν η άλλη όψη του νομίσματος (της ανάπτυξης), η «δίδυμη αδελφή της».
Σε αυτό συνέβαλε και η εξ ορισμού (ιστορικά) λανθασμένη έννοια (ερμηνεία) της φτώχειας, που προσδιορίστηκε (και μετρήθηκε) από το δυτικό μέτρο των ψυχολογικών και συνακόλουθα ατέρμονων εσωτερικών και ανατροφοδοτούμενων υλικών αναγκών. Όπως όμως αποδείχθηκε εθνολογικά, οι τοπικές κοινωνίες που οι βόρειοι ανεπτυγμένοι ήθελαν να «αναπτύξουν» δεν ήσαν και τόσο φτωχές, στερημένες και άδικες. Ήσαν εκούσια λιτές και κοινοτικά ελεγχόμενες και δίκαιες. Επιπλέον η φύση αντιμετωπιζόταν ως κεντρικό στοιχείο της κοινωνίας, δηλαδή ως άμεσο ταυτισμένο περιβάλλον, εξασφαλίζοντας την «ευρεία αναπαραγωγή του κοινωνικού σχηματισμού μέσω μιας συμβιωτικής αλληλεγγύης».
Από τη δεκαετία του '70, που αρχίζει η Κρίση και διαπιστώνεται το όλο και διευρυνόμενο χάσμα ανεπτυγμένων και «υπανάπτυκτων», παρά την ευημερία των αριθμών των δεύτερων, αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε ότι «η ανάπτυξη δημιούργησε την υπανάπτυξη» και τη διαρκή και σταθερή εκπτώχευση όλο και περισσότερων στρωμάτων του παγκόσμιου πληθυσμού. Έγινε πρόδηλο ότι η ανάπτυξη ευνοούσε (και εξακολουθεί να ευνοεί) μια μερίδα μόνο του πληθυσμού, αυτή που κατέχει το κεφάλαιο. Η ενσωμάτωση των τοπικών κοινωνιών στο «παγκόσμιο οικονομικό σύστημα» ήταν μια ηθελημένη πλάνη υπό το πρόσχημα της καταπολέμησης της φτώχειας, η οποία μάλιστα αργότερα θα καταγγελθεί και επίσημα ως... υπεύθυνη της οικολογικής κρίσης! Όπως γράφει ο Μ. Μοδινός, η φτώχεια λοιπόν «ανακαλύφθηκε», δηλαδή κατασκευάστηκε μέσω της αγοράς. Η διαδικασία της αγοραιοποίησης της οικονομίας (αλλά και της κοινωνίας και του περιβάλλοντος) και της δημιουργίας καταναλωτών είχε αρχίσει προ πολλού (δύο αιώνες πριν) και η τοπική παραγωγή έπρεπε να πάρει τον δρόμο της αγοράς, τα αγαθά δηλαδή να γίνουν εμπορεύματα, η αξία χρήσης να υποκατασταθεί από την ανταλλακτική αξία. Με άλλα λόγια, η ιδεολογία της ανάπτυξης βασίστηκε στη χρήση των φυσικών πόρων στην εμπορευματική παραγωγή και στη συσσώρευση του κεφαλαίου.
Αργότερα μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί και ιδίως η (πρώην) GATT συνέβαλαν αποφασιστικά σε αυτό και έτσι δημιουργήθηκε ένα παγκόσμιο μοντέλο απεριόριστης και αέναης ανάπτυξης, στο οποίο η ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων και η ποιότητα ζωής τους εξαρτώνται όχι από τις πραγματικές ανάγκες αλλά από την «παγκόσμια αγορά». Η ίδια αυτή αγορά όμως δεν θα μπορέσει ποτέ να δώσει την «πραγματική» (και ποια είναι αυτή αναρωτιέται ο Μ. Μοδινός) τιμή στους φυσικούς πόρους. Η τιμή που πολλοί πρεσβεύουν στα πλαίσια της νεοπαγούς «οικολογικής οικονομίας» θα είναι πάντα «αγοραία». Η τελευταία συμφωνία που συζητείται στα πλαίσια του ΟΟΣΑ, η Πολυμερής Συμφωνία για τις Επενδύσεις (ΜΑΙ), αποτελεί την κορύφωση αυτής της διαδικασίας.
Ή ανάπτυξη λοιπόν (μέσω της αγοράς) ή περιθώριο και εξαφάνιση. Κοινωνία, πολιτική, πολιτισμός ανάγονται και υπάγονται στην οικονομία, δηλαδή στην ανάπτυξη, δηλαδή στο κατά κεφαλήν εισόδημα, χωρίς μάλιστα ποτέ να συνυπολογίζονται (αρνητικά) σε αυτήν (ανάπτυξη) οι εξωτερικές επιβαρύνσεις (ρύπανση, καταστροφή και υποβάθμιση της φύσης).
Ακόμη και σήμερα, και παρ' όλο που δεν υπάρχει έστω συνολικό «αναπτυξιακό» (ούτε περιβαλλοντικό) σχέδιο, η έννοια της ανάπτυξης εξακολουθεί να είναι οικουμενική, κυρίαρχη και μαζικά ριζωμένη (ακόμη και στην τελευταία Συνάντηση των Αθηνών το θέμα ήταν «Ειρήνη και Ανάπτυξη»).
Τελευταία (δεκαετία του '80) η έννοια αυτή έχει δεχθεί τον πιο «μοδάτο» αλλά και ιδιοφυή επιθετικό προσδιορισμό, αυτόν της «βιώσιμης» ή «αυτοσυντηρούμενης» ανάπτυξης. Η εκδοχή αυτή, που παρουσιάζεται ως επίσημη συνέχεια της οικοανάπτυξης, περιβάλλεται με τον πιο ευρύ και για τούτο θαμπό και ασαφή (και τελικά αντιφατικό) μανδύα (υπολογίζονται σε 60 περίπου οι ορισμοί της βιώσιμης ανάπτυξης). Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αφού αυτή προσπαθεί να συμβατοποιήσει τα εξ ορισμού (ιστορικά) ασύμβατα: η οικολογική κρίση γεννήθηκε από την (οικονομική) ανάπτυξη και, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, άλλη ανάπτυξη δεν έχει υπάρξει ούτε φαίνεται να μπορεί να υπάρξει (σ. 62).
Πράγματι η τελευταία εκδοχή (όπως και οι προηγούμενες) της «ανάπτυξης» φαίνεται να παίρνει ως δεδομένη, να στηρίζει και να εκτρέφει παραπέρα την ενιαία, συγκεκριμένη και κυρίαρχη (εδώ και δύο αιώνες και ιδιαίτερα το τελευταίο μισό του αιώνα) οικονομική ανάπτυξη νομιμοποιώντας την, αλλάζοντας το χρώμα του μανδύα της (πράσινος καπιταλισμός) και εξοπλίζοντάς την με την (κατά τεκμήριο) καλύτερη (πράσινη) διαχείριση, τεχνορυθμιστικής και αποσπασματικής φύσεως, και υιοθετώντας, ως αρμόζει στη μόδα, την τρέχουσα οικολογική γλώσσα. Αν όχι η κρυφή πεποίθηση, η υποψία όμως υποβόσκει ότι και η αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη, αναπτυσσόμενη... αενάως, ταυτίζεται με την οικονομική «αειφόρο μεγέθυνση». Ταυτόχρονα, σε επίπεδο νομικού αντιστοίχου, η αντίληψη αυτή υπονομεύει την αυτονομία του περιβαλλοντικού δικαίου συγχωνεύοντάς το με το οικονομικό δίκαιο και υποδηλώνει ότι στα πλαίσια αυτής της «αμαλγαμάτωσης» «δεν υφίσταται πλέον καμία σύγκρουση ανάμεσα στην περιβαλλοντική προστασία και στην οικονομική ανάπτυξη και ότι η τελευταία έχει καταστεί ένα αναγκαίο συμπλήρωμα, ή και όρος ακόμη, της πρώτης».
Έτσι μια νέα κεφαλαιοποίηση-τιμολόγηση της φύσης έχει αρχίσει χωρίς, όπως προείπαμε, συνολικό κοινωνικό ή έστω περιβαλλοντικό σχέδιο αλλά με ένα νέο υποκλάδι της οικονομικής επιστήμης να εμφανίζεται και να γνωρίζει ημέρες λαμπρές, η «οικολογική οικονομία» (ακόμη και η «οικο-λογιστική»!).
Γίνεται φανερό, και ο Μ. Μοδινός το καταδεικνύει μέσα από πολλές ατραπούς και «διαχειρίζοντας το πολύπλοκο», ότι καμία αναφορά στην «ανάπτυξη» ως επιστήμη (αν είναι τέτοια) δεν είναι ουδέτερη. Κανένα ιδεολόγημα δεν είναι χωρίς συνέπειες, ιδίως στη φύση.
Την έλλειψη παραπομπών σε υποσημειώσεις αλλά σε λίγες περιπτώσεις και στην τελική βιβλιογραφία (π.χ. Τρεπλ, Αμερι) αναπληρώνει με περίσσεια σε τούτο το μοναδικό ίσως στην ελληνική γλώσσα ποίημα-αναφορά ένα αυστηρό, συμμετρικό πλάνο ιδεών (και όχι θετικιστικό-περιγραφικό) με τίτλους και υπότιτλους που εισάγουν καίρια στο θέμα, με επί μέρους εισαγωγές, διαιρέσεις και συμπεράσματα. Μερικές επαναλήψεις θεματικών (φτώχεια και υπανάπτυξη, σύγκρουση ανάπτυξης και προστασίας της φύσης) γίνονται ασμένως δεκτές αφού κάθε φορά αναλύονται από άλλη (την οικεία) σκοπιά. Η γραφή είναι απλή, λιτή, καθαρή και ακριβής, όροι που πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε επιστημονικό κείμενο αλλά και που είναι αναγκαίοι για την τέρψη των αναγνωστών, όχι μόνο των οικολόγων.
Ο ίδιος ο Μ. Μοδινός μαζί με τον Η. Ευθυμιόπουλο είναι οι επιμελητές της έκδοσης ενός τόμου του νεοσύστατου Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών (ΔΙΠΕ) με τίτλο «Οικολογία και Επιστήμες του Περιβάλλοντος». Είναι πλέον φανερό ότι η οικολογία, εκτός από κίνημα, είναι και φιλοσοφία, είναι και επιστήμη που μελετά τις σχέσεις των οργανισμών με το περιβάλλον τους, της κοινωνίας με τη φύση. Οι σχέσεις οικολογικού κινήματος και επιστημών του περιβάλλοντος διέπονται από μια αμοιβαία καχυποψία, όχι χωρίς λόγο. Η επιστημονικοκρατία, που στον τομέα της οικολογικής διαχείρισης παίρνει τη μορφή ορθολογικής τεχνορύθμισης, δεν αφήνει περιθώρια απεμπόλησης των μοναδικών και «αυτονόητων» απαντήσεων που προσφέρει. Από την άλλη, η οικολογία χρησιμοποιεί τις επιστημονικές απαντήσεις, χωρίς μάλιστα πολλές φορές να τις ενσωματώνει σωστά. Αυτή η αμφιθυμία του οικολογικού κινήματος συνεχίζεται και σήμερα σε μικρότερο βαθμό, αν δεν έχει ενταχθεί ήδη στην κυρίαρχη ιδεολογία της επιστημονικά «αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης», παρ' ότι διαλαλεί τον οικολογικό ολισμό που έχει ως βάση το οικοσύστημα.
Η θεωρία του οικοσυστήματος ως εκφράζουσα τις σχέσεις κοινωνίας και φύσης συνοδεύθηκε από το αίτημα της διακλαδικής συνεργασίας των επιστημών της φύσης με τις κοινωνικές επιστήμες. Μόνο που το οικοσύστημα εξελίχθηκε, ορθότερα «αναπτύχθηκε» σε περιβάλλον και οι επιστήμες καλούνται, αντί να προστατεύσουν το οικοσύστημα, να διαχειριστούν στην ουσία αυτό που περιβάλλει τον άνθρωπο.
Επομένως απομακρυνόμαστε από μια νέα, ενιαία και ενοποιητική αλλά και χειραφετική επιστήμη στην οποία θα υπάγονται οι επί μέρους επιστήμες, εμποδίζοντας τον αφανισμό και δημιουργώντας μια νέα ισορροπία κοινωνίας - φύσης και οπωσδήποτε την αποτροπή της κυριαρχίας της πρώτης επί της δεύτερης.
Η διεπιστημονική αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης κερδίζει συνεχώς έδαφος τα τελευταία χρόνια, με τη δημιουργία μεταξύ άλλων και διατμητικών μεταπτυχιακών σπουδών στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος στα πανεπιστήμια (Πάτρας κ.ά.). Ο παρών τόμος πιστοποιεί και ενισχύει την άποψη αυτή επί της επιβεβλημένης διεπιστημονικής συνεργασίας.
Οι εργασίες που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκδοση είναι και οι εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν από έγκριτους επιστήμονες διαφορετικών πεδίων στο πρώτο οικολογικό θερινό πανεπιστήμιο που έγινε στη Χάλκη και στην Καλαμάτα με μεγάλη επιτυχία και οργανώθηκε από το ΔΙΠΕ με την επιστημονική συνδρομή του ΕΜΠ και την οικονομική υποστήριξη του ΥΠΕΧΩΔΕ.
Οι εισηγήσεις διαιρούνται σε τρεις ενότητες: Η σύγχρονη θεματική (Μέρος Α', με εισηγήσεις των Η. Ευθυμιόπουλου, Μ. Γκαίτλιχ, Στ. Ψωμά, Α. Βασενχόβεν και Δ. Τσαντίλη), Τα αναλυτικά εργαλεία (Μέρος Β', με εισηγήσεις των Β. Πεσμαζόγλου, Λ. Λεοντίδου, Μ. Μοδινού, Κ. Χατζημπίρου και Κ. Σπανού) και Η κοινωνική διάσταση (Μέρος Γ', με εισηγήσεις των Λ. Λουλούδη, Η. Κατσούλη, Α. Γεωργόπουλου, Γ. Στάμου και Ε. Παπαδημητρίου).
Τάκης Νικολόπουλος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-01-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις