Η κόψη του ξυραφιού ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Περιγραφή
Ο Αμερικανός Λάρυ Ντάρελ, μετά την τραυματική εμπειρία του ως πιλότος της πολεμικής αεροπορίας κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, επιστρέφει στην πατρίδα του, το Σικάγο. Εκεί ξαναβρίσκει τους φίλους και τις καθημερινές συνήθειές του, παρευρίσκεται σε κοινωνικές εκδηλώσεις και επανασυνδέεται με τον παιδικό του έρωτα, την Ισαβέλα. Κάτι όμως έχει αλλάξει. "Ο πόλεμος κάτι έκανε στον Λάρυ" παρατηρεί ο κηδεμόνας του, και έχει απόλυτο δίκιο. Αρνούμενος την προκαθορισμένη πορεία μιας ζωής περιχαρακωμένης στις αστικές συμβάσεις, ο Λάρυ αρνείται τις ανώτερες πανεπιστημιακές σπουδές, τις προτάσεις για εργασία αλλά και το γάμο με μία γυναίκα που, ωστόσο, υπεραγαπά. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κοινωνικού περιβάλλοντός του, αναχωρεί για το Παρίσι, αναζητώντας διακαώς τις απαντήσεις που θα ικανοποιήσουν την ακόρεστη δίψα του για γνώση. Η Ισαβέλα, πάλι, ένα νέο και όμορφο κορίτσι, προσπαθεί να συμβιβαστεί με τις επιθυμίες του αγαπημένου της, αλλά ξεπερνά τα όριά της όταν εκείνος της ζητά να τον ακολουθήσει στο μακρύ και επίπονο πνευματικό ταξίδι του. "Μα εγώ θέλω να κάνω όλα όσα κάνουν οι άνθρωποι, Λάρυ. Θέλω να ζήσω!" θα απαντήσει και θα παρηγορηθεί στην αγκαλιά του πλούσιου χρηματιστή Γκρέι Μάτιουριν, και θα ζήσει στους φρενήρεις ρυθμούς της νέας αλόγιστης ευημερίας.
Ώσπου, ξαφνικά, τα πάντα ανατρέπονται. Το Μεγάλο Κραχ του 1929, που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή των πρωταγωνιστών του βιβλίου, οδηγώντας μεταξύ άλλων τον Γκρέι και την Ισαβέλα στη χρεοκοπία, φέρνει αναπόφευκτα στο μυαλό μας τη σύγχρονη παγκόσμια οικονομική κρίση και προκαλεί ανάλογους προβληματισμούς σχετικά με τα αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη του καταναλωτισμού και της πνευματικότητας.
Παρ' όλα αυτά, στην "Κόψη του Ξυραφιού" δεν γοητεύει μόνο το βαθύτερο νόημα του έργου του Μωμ, αλλά και η ίδια η πλοκή, τα τόσο αληθοφανή πρόσωπα, με τις πραγματικές τους ανάγκες και την απολύτως κατανοητή υποταγή τους στον υλισμό ενός κόσμου πλούσιου και χαρούμενου, παρότι εφήμερου, που ανοίγεται μπροστά τους. Γιατί ο Μωμ δεν κατακρίνει κανέναν. Κι αυτό φέρνει τον αναγνώστη στη σχιζοφρενική θέση να ταυτίζεται εκ περιτροπής με όλα τα πρόσωπα του έργου, χαρακτηριστικό που προσιδιάζει, χωρίς αμφιβολία, μόνο στα έργα της υψηλής λογοτεχνίας.
Η "Κόψη του Ξυραφιού" του Σόμερσετ Μωμ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1944 και θεωρείται ως ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Δύσβατο το μονοπάτι της αυτογνωσίας
«ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΠΡΟΣΓΕΙΩΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΓΗΙΝΟΣ.
ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΘΑΥΜΑΖΩ ΤΗΝ ΑΙΓΛΗ ΜΙΑΣ ΤΕΤΟΙΑΣ
ΣΠΑΝΙΑΣ ΥΠΑΡΞΗΣ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ
ΟΜΩΣ ΝΑ ΜΠΩ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΙΣΧΩΡΗΣΩ
ΣΤΑ ΜΥΧΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΤΗΣ,
ΟΠΩΣ ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ ΤΟ ΚΑΤΑΦΕΡΝΩ
ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΠΛΗΣΙΑΖΟΥΝ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ»
Πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με το πεζογραφικό έργο του Βρετανού συγγραφέα Σόμερσετ Μομ (1874-1965) πριν από είκοσι χρόνια, όταν έπεσε στα χέρια μου το μυθιστόρημα με τον παράξενο τίτλο Το φεγγάρι και μια πεντάρα (Αρσενίδης, 1988). Όπως και στην περίπτωση της συμπατριώτισσάς του, της Δάφνης Ντι Μοριέ, δεν μου έκανε τόσο εντύπωση η επιτηδειότητά του στην ανάπτυξη της πλοκής όσο η σπάνια ικανότητα στη δημιουργία επιβλητικής ατμόσφαιρας- και, στη δική του περίπτωση, ένα χάρισμα επιπλέον: η λεπτή, διεισδυτική ειρωνική παρατήρηση, ένα σταθερό αφηγηματικό μειδίαμα που ακολουθεί τους ήρωες σε όλα τους τα βάσανα, δίχως να τους εμπαίζει, βαθιά συμπονετικό.
Από το Φεγγάρι και μια πεντάρα (1919), όπου μεταπλάθει μυθιστορηματικά την ιστορία του Πολ Γκογκέν, του μετεμπρεσιονιστή ζωγράφου που εγκατέλειψε την «πολιτισμένη» Γαλλία και κατέφυγε στην «πρωτόγονη» Ταϊτή έως την Κόψη του ξυραφιού (1944) μεσολαβεί ένα τέταρτο του αιώνα- και στο διάστημα αυτό ο Σόμερσετ Μομ καθιερώνεται στο καλλιτεχνικό προσκήνιο, πρωτίστως ως θεατρικός συγγραφέας αλλά και δευτερευόντως ως ολιγογράφος πεζογράφος. Παρ΄ ότι δεν απομακρύνεται από το θεματικό μεδούλι του Φεγγαριού - το οποίο, άλλωστε, και μνημονεύει εδώ, στις πρώτες κιόλας σελίδες- η διεθνής του αναγνώριση του επιτρέπει να κρατήσει στο Ξυράφι έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, χωρίς να αλλάξει το όνομά του ή να μεταμφιέσει την περσόνα του: είναι ο «κύριος Μομ» που περιφέρεται με κοσμοπολίτικη άνεση ανάμεσα στο Σικάγο και τη Γαλλική Ριβιέρα του Μεσοπολέμου και καταγράφει με χειρουργική ακρίβεια τα πάθη των τόσο ετερόκλητων συγχρόνων του.
Κεντρομόλος
Παρά την αδρή αποτύπωση και παρέλαση πλήθους ηρώων στην Κόψη του ξυραφιού , αφηγηματική κεντρομόλος δύναμη είναι μία και μοναδική: ο Αμερικανός Λάρι Ντάρελ. Άλλος άνθρωπος στρατεύτηκε ο Λάρι στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο- σχεδόν έφηβος ακόμη, δεκαεπτά χρονώνκαι άλλος άνθρωπος επέστρεψε. Το ελαφρύ άγγισμα του θανάτου θα του δώσει την ελάχιστη εκείνη αναγκαία ώθηση που θα τον ξεστρατίσει ανεπιστρεπτί. Δεν θα σπουδάσει, δεν θα βγάλει λεφτά, δεν θα κάνει καριέρα, δεν θα παντρευτεί την αγαπημένη του.
Ο Λάρι θα γυρίσει όλο τον κόσμο, συχνά δουλεύοντας χειρονακτικά και, τόσο σε καθολικά μοναστήρια όσο και σε ινδουιστικές σκήτες, αυτός ο τύποις Προτεστάντης θα αναζητήσει... τον Θεό, άραγε;
Όχι απαντάει ο Μομ, σαγηνευμένος από τον ήρωά του. Την ηχηρή απουσία του Θεού από τα ανθρώπινα. Τη σκανδαλώδη παρουσία του κακού στον κόσμο. «Αν ένας πανάγαθος και παντοδύναμος Θεός δημιούργησε τον κόσμο», αναρωτιέται ο Λάρι, «γιατί δημιούργησε το κακό; [...] Μου φαινόταν σαν να στέλνεις κάποιον κάπου με μια παραγγελία, και μόνο και μόνο για να του κάνεις πιο δύσκολη την αποστολή, χτίζεις έναν λαβύρινθο που πρέπει να τον περάσει, ύστερα σκάβεις μια τάφρο και τη γεμίζεις νερό και πρέπει να την περάσει κολυμπώντας, και τέλος έναν τοίχο που πρέπει να τον σκαρφαλώσει. Δεν ήμουν πρόθυμος να πιστέψω σ΄ έναν πάνσοφο Θεό που δεν διαθέτει κοινή λογική».
Πέτρος Τατσόπουλος, Βιβλιοδρόμιο, 23/1/2010
Το έχω νιώσει συχνά και πιστεύω ότι κάποιοι από όσους παρακολουθούν την εκδοτική κίνηση θα συμμερίζονται την απόγνωσή μου μπροστά στο πλήθος των νέων τίτλων. Σκέφτομαι ότι σε 20-30 χρόνια οι περισσότεροι από όσους χαιρετίζουμε σήμερα ως ανατέλλοντες αστέρες της διεθνούς λογοτεχνίας ή ακόμη και από όσους πουλάνε χιλιάδες αντίτυπα, θα είναι παντελώς ξεχασμένοι. Οι πιο τυχεροί θα είναι λήμμα σε κάποιο βιογραφικό λεξικό. Ελάχιστοι θα γίνουν «κλασικοί».
Το σκέφτομαι κάθε φορά που ένας κλασικός τίτλος ξαναβγαίνει στα ελληνικά. Και ήταν ευχάριστη η έκπληξη όταν έπεσε στα χέρια μου η νέα μετάφραση ενός μυθιστορήματος που και στην Ελλάδα είχε τεράστια απήχηση τα μεταπολεμικά χρόνια. Η «Κόψη του ξυραφιού» του Σόμερσετ Μωμ, που μόλις κυκλοφόρησε σε μετάφραση Μαρίας Λαϊνά από τις εκδόσεις Μελάνι, γνωρίζει παγκοσμίως νέα εκτίμηση, καθώς εντάσσεται στα μεγάλα μυθιστορήματα που θέτουν τα βασικά ερωτήματα της ζωής.
Βιβλίο του 1944, η «Κόψη του Ξυραφιού», επίκαιρη όσο ποτέ, καθώς ένα μεγάλο μέρος της δράσης καθορίζεται από την οικονομική κρίση του 1929, παραμένει ένα αξεπέραστο ανάγνωσμα. Δεν είναι μόνο η μαεστρία και το στυλ του Σόμερσετ Μωμ, αλλά και η αίσθηση ότι διαβάζει κανείς μεγάλη λογοτεχνία, προσιτή (γιατί υπάρχει έντονη πλοκή και λεπτοδουλεμένοι χαρακτήρες) αλλά και θεμελιώδης ταυτόχρονα. Πόσα από τα βιβλία που βγαίνουν σήμερα, με ομοβροντία προβολής σε όλες τις αγορές του κόσμου, έχουν αυτές τις ιδιότητες; Και αν τις έχουν, αυτές ξεθωριάζουν από την ταχύτητα και την ποσότητα.
Πώς είναι να (ξανα)διαβάζεις Σόμερσετ Μωμ σήμερα; Δεν υπάρχει μια απάντηση, αλλά είναι βέβαιο ότι για να μπει κανείς στον κόσμο του και στην ατμόσφαιρα της γραφής του πρέπει να αφήσει πίσω την αλαζονεία της εποχής μας, που πιστεύει ότι όλα της ανήκουν. Στην «Κόψη του ξυραφιού», όπου ο ήρωας Λάρι Ντάρελ ξεκινάει ένα μακρύ ταξίδι αυτογνωσίας, η ουσία που κατασταλάζει είναι ότι η ανθρώπινη φύση παραμένει στον πυρήνα της αμετάβλητη. Και η απόλαυση της ανάγνωσης, να μην την ξεχνάμε, είναι μεγάλη, αρκεί να της δώσουμε χρόνο. Υπάρχει διαθέσιμος άραγε;
Νίκος Βατόπουλος, Η Καθημερινή, 8/12/2009
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις