Άγγελοι καμένοι

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 19.82
11.89
Τιμή Πρωτοπορίας
+
279550
Συγγραφέας: Μονταικύ, Τιμπώ ντε
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες:240
Μεταφραστής:ΚΟΡΤΩ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/03/2006
ISBN:9789600512489
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Γόνος πλουσίων, εκτυφλωτικής υγείας και ομορφιάς, πρωταθλητής του τένις περιτριγυρισμένος από διασκεδαστικούς φίλους και χαριτωμένα κορίτσια, ο Ζυστέν διαθέτει, απ' ό,τι φαίνεται, τα πάντα. Τα πάντα; Μια ηλιόλουστη μέρα πηδάει από το μπαλκόνι και τσακίζεται. Σαν κεραυνοβολημένος άγγελος.
Ο -νεαρότατος επίσης- συγγραφέας του μυθιστορήματος αυτού περιγράφει με πρωτοφανή αγριότητα τη χρυσή νεολαία μιας προηγμένης δυτικής χώρας, εν προκειμένω μια παρισινή κάστα βυθισμένη στον κομφορμισμό, τη μηδαμινότητα, και την ενασχόληση με τα καμάκια, τα σπορ και τη μωροφιλόδοξη αναρρίχηση... Περιγράφει γονείς ανάξιους, δειλούς κι επιδεικτικούς οι οποίοι μεγαλώνουν παιδιά-αντίγραφά τους. Κοντολογίς, ένας κόσμος ανυπόφορος για τον αθώο ήρωα, ο οποίος, θανάσιμα ερωτευμένος με την εξαδέλφη και σύντροφο των παιδικών του αναμνήσεων, διακρίνει και προκρίνει ως μόνη διέξοδο την τρέλα και την αυτοκτονία.

Μια συγγραφική ματιά σπάνιας καθαρότητας και ευαισθησίας πάνω στην ενηλικίωση και τη μύηση στον δυτικό τρόπο ζωής.

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)


Κριτική:


«...Αφιξη στην κορυφή, αποβίβαση και προετοιμασία. Δεν έχει νόημα να πάρεις άλλο τελεφερίκ, υπάρχει έλεγχος, κι επιπλέον οι πίστες γίνονται πολύ τραχιές μετά. Κορίτσια με τζιν αγκομαχάνε ήδη. Αρα θα πάνε στην μπλέ πίστα, όπου ο καθένας θα δοκιμάσει τα ψευτοαγωνιστικά σκι, τύπου "Ξέρω το σκι της αρκούδας στο ίσιωμα", και μετά τρως τα μούτρα σου....Σκι που καρφώνονται νωχελικά, τούφες χιόνι, ωραίο κομμάτι, ξελιγωνόμαστε κι αγαπιόμαστε, όμοιος ομοίω. Τακ! Τακ! Χιόνι αστραφτερό, πρόσωπα επίσης. Αστράφτει με κάθε τρόπο, αυτή η χρυσαφένια νιότη που κατεβαίνει, ξέγνοιαστη απ' ότιδήποτε άλλο πλην του εαυτού της...»


Από το μυθιστόρημα


Προσεγγίζοντας ένα πεζογράφημα που μας φαίνεται ενδιαφέρον, συνήθως φυλακιζόμαστε στο περιεχόμενο και στη σημειολογία του. Εκεί εξαντλούμε κάθε είδους κοινωνιολογικές παρατηρήσεις, αγνοώντας τι μας έχει οδηγήσει στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ποιο μέσο το έχει χρωματίσει έτσι ώστε να μας ερεθίζει δημιουργικά. Φυσικά εννοώ τη γλώσσα.


Ο αντίλογος σε αυτή τη διαπίστωση είναι εύκολος («ας μην εμπλακούμε πάλι στην αιώνια συζήτηση εάν προέχει η μορφή ή το περιεχόμενο») πλην, όμως, αυτή η «ντρίμπλα» αποπροσανατολίζει. Γιατί την τέχνη που φτιάχνεται με λέξεις οφείλουμε να την αντιμετωπίζουμε με βάση το κύριο υλικό της, τη γλώσσα, τη «δίκαιη, ακριβή» λέξη του Φλομπέρ, για να μείνω σε ένα κλασικό παράδειγμα και να μην προχωρήσω σε πιο πειραματικές, νεότερες μορφικές προτάσεις, που άλλαξαν την πορεία της λογοτεχνίας: άσχετα εάν σήμερα, για λόγους μαζικής κατανάλωσης, κάποιοι υποστηρίζουν άλλες, παρωχημένες μορφές.


Η εισαγωγή αυτή, βέβαια, επιβάλλεται επειδή το σύντομο, πλήν ευάγωγο, μυθιστόρημα του νεαρότατου Γάλλου Τιμπό ντε Μοντεγκί (1979) μας αναγκάζει να σκεφτούμε εάν προέχει η καταιγιστική του γλώσσα ή η εικόνα της σύγχρονης, «χαμένης» μεγαλοαστικής νεολαίας που περιγράφεται στις σελίδες του. Και πάλι θα μας απαντήσει κάποιος ότι χωρίς το σημαίνον «θέμα» η γλώσσα θα βίδωνε στο κενό. Σύμφωνοι, αλλά μόνο κάποιος χαρισματικός συγγραφέας σαν τον Ντε Μοντεγκί είναι σε θέση να αναπαραστήσει με το κατάλληλο, νόμιμο (juste) ύφος όλο αυτό το κλίμα του αδιέξοδου τοπίου ενός κόσμου σε πλήρη (αυτο)καταστολή. Να διευκρινίσω: το παρόν μυθιστόρημα επ' ουδενί θα μπορούσε να ενταχθεί σε πειράματα τύπου Σολέρς, για να θυμηθούμε έναν σύγχρονο και ρηξικέλευθο Γάλλο πεζογράφο, κάθε άλλο. Είναι, όμως, αξιοσέβαστο, καθώς ο λόγος του δεν ακολουθεί στερεότυπα, καίτοι το θέμα του κολυμπά στην κοινοτοπία. Γιατί το πλαίσιο που ζωντανεύει ο συγγραφέας μας δεν είναι δα και άγνωστο. Καθόλου πρωτότυπο, εξαντλημένο θα 'λεγες από τα life style περιοδικά και τις πάσης φύσεως καταναλωτικές εικόνες που μας κατακλύζουν γύρω από τα ήθη της «μπουρζουαζίας».


Εδώ έχουμε να κάνουμε με τον βίο και την πολιτεία νεοσσών της σύγχρονης μεγαλοαστικής τάξης της Εσπερίας, τυπικών εκπροσώπων ενός συνηθισμένου, τυποποιημένου τρόπου ζωής, εξαντλημένου μεταξύ χειμερινών σπορ, μόδας, κλαμπ, ντρόγκας, σεξ και μαύρης πλήξης. Στο κέντρο αυτής της σκηνής ένας γοητευτικός νεαρός, ο Ζιστέν, τοξινώνεται συνεχώς από κάθε είδους ενέσεις ευζωίας. Ο Ντε Μοντεγκί τον παρακολουθεί ασθματικά, πότε δανειζόμενος, σε πλάγιο λόγο, το βλέμμα του, πότε σε ζουμ-άουτ ανάμεσα στις παραληρούσες παρέες των συνομηλίκων του.


Δεν είναι μεγάλο το χρονικό διάστημα που διανύει ο Ζιστέν από την αρχή της δράσης μέχρι το τραγικό φινάλε της. Ομως είναι τόση η θερμοκρασία που εκπέμπει ο λόγος του Ντε Μοντεγκί, ώστε έχεις την εντύπωση ότι παρέλαβες τον ήρωα από τις σελίδες ενός ογκώδους μυθιστορήματος. Χωρίς υπερβολή, νομίζεις ότι η γλώσσα με ζηλευτή ευθυβολία και οικονομία παρακάμπτει τις περιφράσεις κατακτώντας με νεύρο έναν κοιτασματικό ορίζοντα. Διαπερνά τα πάντα, δεν περιορίζεται στις επιφάνειες, ακολουθώντας τις εντολές ενός σκληρού μετρονόμου που ρυθμίζει την κυκλοφορία ενός αδυσώπητου, εσωτερικού χρόνου, μεταμορφωμένου μοιραία σε εξωτερικό όριο ζωής.


Η «φλόγα» του Ζιστέν μπορεί να «τρεμοσβήνει», αλλά σε τίποτα η εξωτερική συνθήκη που τη φιλοξενεί δεν θυμίζει σκηνικό άλλων «μοιραίων» ηρώων από το πρόσφατο, σχετικά, παρελθόν της γαλλικής λογοτεχνίας και της εικονιστικής αφήγησης. Εν προκειμένω συμβαίνει ο ήρωάς μας να μεταφέρει την απελπισία του σε ένα επίπεδο μη συνειδητό, ως αόριστη αίσθηση, κάπου μόλις ορατή μέσα στο καθημερινό κυνήγι της απόλαυσης, έτσι όπως το επιδιώκει χειραγωγημένος από τις συνήθειες των ανιόντων. Αυτοί οι τελευταίοι, πληκτικοί έως επικίνδυνοι μπουρζουάδες, σκιτσαρισμένοι σκληρά, σε στιλ Μπουνιουέλ, του κληροδοτούν μια πνιγηρή μυθολογία, την οποία εκείνος πρέπει να ασπασθεί.


Χαρτογραφώντας τη συγκεκριμένη περιοχή, που τα όριά της μας υποδεικνύουν περιορισμένους και ασφυκτικούς μέσα στην κλειστή επαναληπτικότητά τους χώρους δράσης και -κυρίως- διασκέδασης, ο Ντε Μοντεγκί κερδίζει το στοίχημα, καθώς μετατρέπει αυτούς τους τελευταίους σε συμβολικούς τόπους δοκιμασίας. Η διαχείρισή του υπό άλλες συνθήκες (δηλαδή εάν διαπραγματευόταν το θέμα ένας άλλος συγγραφέας, χωρίς το παρελθόν της γαλλικής αφηγηματικής κουλτούρας), θα θύμιζε αναπαραγωγή κλισέ ενός αγοραίου, «μοντέρνου» ιδιώματος χωρίς βάθος πεδίου. Οι «Αγγελοι...», όμως, κατορθώνουν να ανάγουν τη συνηθισμένη περιπτωσιολογία και το κοινό ήθος σε κάτι που να μας αφορά ειδικά, γιατί η γλωσσική χημεία και οι υπόγειες ρυθμολογίες της καθιστούν το όλο εγχείρημα μια υπόθεση καθολική.


Και θα 'λεγα ότι ο Ντε Μοντεγκί είναι αξιοθαύμαστος, επίσης, γιατί βγαίνει αλώβητος από μια βεβαρημένη υπόθεση: εννοώ από το ολισθηρό τοπίο της νεανικής θεματολογίας, η οποία πολύ μας έχει ταλανίσει στον εγχώριο και εν πολλοίς στον διεθνή χώρο. Συνήθως όσοι καταγίνονται με αυτό το αντικείμενο πέφτουν θύματα ανακλαστικών περιγραφών, μιας ευκολογραφίας ή ενός δήθεν παραβατικού ύφους, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά κενό γράμμα.


Ο Ντε Μοντεγκί υιοθετεί κοφτές φράσεις, σύντομες προτάσεις, ύφος καλά τροχισμένης ταχυγραφίας, που αναγκάζει σε ανάδυση τα πάντα. Ο φακός του κινείται παλινδρομικά, εστιάζοντας τρελά, καθώς παρακολουθεί στενά τον ήρωα στην αγχωμένη διαδρομή του. Αφορμή για την απελπισία του Ζιστέν, το πάθος του για την εξαδέλφη του και σύντροφο των παιδικών του χρόνων Αμπρ. Στο μοτίβο αυτό πολύ εύκολα κανείς βρίσκει αναλογίες με παλιά παρόμοια «στερεότυπα» της γαλλικής λογοτεχνίας, και όχι μόνον. Το έρμα του Ζιστέν είναι αυτός ο έρωτας και οι προβολές της μνήμης. Ο νεαρός ζει μέσα από το φαντασιακό του, χρησιμοποιώντας προσχηματικά το δέλεαρ των υλικών αγαθών. Κοινωνεί μόνο με την Αρμπρ, στην οποία, όμως, δυσκολεύεται να εξωτερικεύσει τα πυκνά, ίσως και νεφελώδη, αισθήματά του. Ο Ντε Μοντεγκί έξοχα μπερδεύει την τράπουλα και χωρίς να υπαινιχθεί κάποια νεύρωση, μας συστήνει το θυμικό του Ζιστέν ως κάτι που φλερτάρει, εν πλήρει συγχύσει, με το ακραίο (θα τολμούσα να χαρακτηρίσω μεταρομαντικού τύπου αυτή τη διάθεση).


Για μεταφράσεις όπως αυτή του Αύγουστου Κορτώ δεν έχεις παρά μόνον επαίνους. Αξιοζήλευτο αποτέλεσμα, μορφοποιημένο μέσα από μια επιδέξια, ευφάνταστη και καίρια διαχείριση.


ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/04/2007

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!