0
Your Καλαθι
Σαμποτάζ στους Ολυμπιακούς Αγώνες
Περιγραφή
Και ενώ η πόλη ζει στους ρυθμούς των Ολυμπιακών Αγώνων... εξαφανίζονται μυστηριωδώς οι λαμπαδηδρόμοι, κινδυνεύουν τα μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, κυκλοφορούν παντού φήμες για συνωμοσίες, απειλούνται πολιτικές αναταραχές και πολεμικές συγκρούσεις, συγχέονται οι στόχοι με τους υπόπτους και το ενδεχόμενο ενός πολλαπλού σαμποτάζ σπέρνει τον πανικό και την ανασφάλεια. Ο δαιμόνιος Πέπε Καρβάλιο με όπλα του το καυστικό χιούμορ και την ανελέητη σάτιρα είναι ο μόνος που μπορεί να ανακαλύψει τι συνέβη -ή τι δεν συνέβη- στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Ο HPΩAΣ TΟY MANΟYEΛ BAΘKEΘ MΟNTAΛMΠAN, ΠEΠE KAPBAΛIΟ, ΠPΟΣΠAΘEI, KAT' ENTΟΛHN ΣAMAPANK, NA EΞIXNIAΣEI ΣAMΠΟTAZ ΣTΟYΣ ΟΛYMΠIAKΟYΣ THΣ BAPKEΛΩNHΣ - KAI ΔIAKΩMΩΔEI ΟΛΟ TΟ TEXNHTA XAPΟYMENΟ KΛIMA TΟYΣ TΟYΣ.
«Θα σας πληρώσουμε όσο θέλετε, παρ' όλα αυτά να έχετε υπόψη ότι το κίνημά μας είναι ένα φιλοσοφικό και φιλανθρωπικό κίνημα», είπε ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ. «Ακούγοντας αυτούς τους χαρακτηρισμούς, ορισμένα μέλη της ΔΟΕ έπεσαν καταγής και τραντάζονταν από τα διαβολικά θα 'λεγε κανείς χάχανα. Ανήκαν στον αριστοκρατικό χώρο και από τα μικράτα τους είχαν μάθει πως δεν είχαν λόγο να κρύβουν τα συναισθήματά τους».
Μπορούμε να υποπτευθούμε τι θα 'λεγε ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, αν ζούσε, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες που επιστρέφουν επιτέλους στην πόλη που γεννήθηκαν. Γιατί ξέρουμε τι είπε για τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης, που έγιναν στην πόλη όπου γεννήθηκε αυτός. Στο απολαυστικό «Σαμποτάζ στους Ολυμπιακούς Αγώνες», ένα μικρό αστυνομικό μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον γνωστό ήρωά του, Πέπε Καρβάλιο, περνάει γενεές δεκατέσσερις όλο το σύστημα του σύγχρονου Ολυμπισμού και, μέσω αυτού, όλο το σύμπλεγμα της παγκόσμιας εξουσίας: από τους Αμερικανούς μέχρι τον Πάπα, από τα μέσα ενημέρωσης μέχρι τις πολυεθνικές αθλητικών παπουτσιών. Αν το διαβάσουμε μπορεί να τρελαθούμε πριν από την ώρα μας, πρέπει ωστόσο να λάβουμε υπόψη μας τι συνέβαινε στη Βαρκελώνη με τους «τρελούς»: «Αν δεν έκλειναν κανέναν στον τρελάδικο επειδή ήταν ενάντια στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν ήταν από ανεκτικότητα, μα από επίδειξη της ανεκτικότητας».
Γιατί όμως να απευθυνθεί ένας Σάμαρανκ στον ντέντεκβιβ Καρβάλιο; Μα γιατί η κατάσταση είχε ξεφύγει εντελώς απ' τα χέρια του. Κατ' αρχήν ο Μπεν Τζόνσον, που στη Σεούλ είχε χάσει το μετάλλιο ως ντοπαρισμένος, επανήλθε και έκανε τα 100 μέτρα σε... 6 δευτερόλεπτα και 4 δέκατα! Το αντιντόπινγκ κοντρόλ δεν έδειξε τίποτα. Αυτό όμως δεν ήταν το μόνο πρόβλημα. Το 40% των μαύρων αθλητών δεν ήταν... πραγματικοί μαύροι, αλλά εφάρμοζαν μία μέθοδο αντίθετη με του Μάικλ Τζάκσον για να μαυρίσουν (γιατί οι μαύροι αθλητές είναι δημοφιλείς).
Τα σενάρια για το ποιος κρυβόταν πίσω από το σαμποτάζ ήταν πολλά: Σέρβοι που επιθυμούσαν τη μεταφορά του προβλήματος στην Ισπανία, δηλαδή τη βαλκανοποίηση της Ιβηρικής. Ο... Τζούλιο Αντρεότι γιατί ήταν αφεντικό του χόλντινγκ όλων των μυστικών εταιρειών του κόσμου. Μια νέα σοσιαλιστική διεθνής. Ούτως ή άλλως, όμως, όλα τα σενάρια καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Ο Νταν Κουέιλ, αντιπρόεδρος του Μπους σένιορ, αποφάσισε ότι έπρεπε να βομβαρδίσει τη Βαρκελώνη, την οποία μπέρδεψε με τη Βαγδάτη (και τους Καταλανούς τούς μπέρδεψε με τους Κούρδους) και όσους χάρτες και να του δείχνανε ήταν αμετάπειστος.
Ούτως ή άλλως, ο Καρβάλιο ασφυκτιούσε με όσα συνέβαιναν στην πόλη του. Ο δρόμος του, ευτυχώς, «ήταν από τους ελάχιστους που σεβάστηκε η σκαπάνη», αλλά η πόλη «είχε καταληφθεί για 17 ημέρες από μια πλατιά μειοψηφία βέρων αθλητών και μια τεράστια πλειοψηφία αθλητών της πολυθρόνας». Επιπλέον, «μια πόλη κατεχόμενη από ανθρώπους μεταμφιεσμένους σε υγιείς μπορεί να καταντήσει ανυπόφορη».
Από την πένα του Μονταλμπάν δεν γλιτώνει κανείς. Το κοινό σημείο του Σάμαρανκ με τον Σαλβαντόρ Νταλί είναι, λέει, ότι και οι δύο είναι οικουμενικοί Καταλανοί. H διαφορά τους είναι ότι ο πρώτος έγινε φρανκιστής πριν να γίνει οικουμενικός, ενώ ο δεύτερος μετά. Όσο για τον Πιερ Φρεντί, γνωστότερο ως βαρόνο Ντε Κουμπερτέν... «Ήταν ένας πρήχτης άνευ προηγουμένου, σύμφωνα με τα λεγόμενα όσων των γνώρισαν» που «τον πασιφισμό τον θυμήθηκε στα γεράματα. Αλλωστε και τα καλά αισθήματα συνήθως απορρέουν από τη σωματική και διανοητική αδυναμία να έχεις κακά αισθήματα».
ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΣΕΞ
Μα καλά, τίποτα χαρούμενο δεν υπάρχει στις Ολυμπιάδες; Μα βέβαια... Το σεξ. Μόνο που «η σεξουαλική έξαψη των Ολυμπιακών της Βαρκελώνης είχε να κάνει με την πληροφορία ότι η απόδοση των αθλητριών βελτιώνεται αν έχουν κάνει έρωτα λίγες ώρες πριν το αγώνισμα». Αντίθετα η απόδοση των ανδρών χειροτερεύει και «η γυναικεία αθλητική φιλοδοξία, σε συνδυασμό με τη σύγκρουση των δύο φύλων» είχε οδηγήσει σε ένα «κυνήγι του Ολυμπιακού άντρα».
ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΙΜΠΛΗΣ
ΤΑ ΝΕΑ, 05-06-2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο πρόσφατα μακαρίτης (2003) Μονταλμπάν μπορεί να κοιμάται ήσυχος: πεθαίνοντας, έχει αφήσει πίσω του έργο σημαντικό, στο οποίο αξίζει να συναριθμηθεί το «Σαμποτάζ...»
Ο Μονταλμπάν, όσο και αν ο ίδιος θα το αρνιόταν, ανήκει σ' ένα είδος μετανεωτερικής σάτιρας, είναι ένας συγγραφέας που σε όλο το μήκος του έργου του παρωδεί συστηματικά όχι μόνο τις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες, αλλά και -με μια γενναία δόση αυτοσαρκασμού- το λογοτεχνικό εαυτό του: έχοντας πλήρη επίγνωση ότι στη μεταμοντέρνα εποχή μας ο μεσολαβών είναι συχνότατα και μεσολαβούμενος, δεν διεκδικεί το ρόλο του κριτή, αλλά υποβάλλει τον εαυτό του και το έργο του στη βάσανο της αυτοδιάψευσης.
Στο «Σαμποτάζ...» ο Ισπανός συγγραφέας επανέρχεται σε μία από τις αγαπημένες του τεχνικές: ενσπείρει στοιχεία του φανταστικού -καλύτερα: επινοήσεις εκτός πραγματικότητας- σ' έναν απολύτως πραγματικό καμβά, εδώ: στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης, το 1992. Πιο συγκεκριμένα:
Σπάζοντας την πολυπόθητη εθνική ομοφωνία και κοινωνική ομοψυχία, ο διαβόητος επιθεωρητής Καρβάλιο όχι απλώς είναι αντίθετος στη διεξαγωγή τους, αλλά και σφοδρός πολέμιος τού, υποτιθεμένως αγνού, ολυμπιακού πνεύματος - σε ένδειξη διαμαρτυρίας, σηκώνοντας τη σημαία της ιδιαιτερότητάς του, αποφασίζει να κλειστεί σπίτι του.
Ωστόσο στη διάρκεια των Αγώνων συμβαίνουν διάφορα δυσεξήγητα περιστατικά: λαμπαδηδρόμοι εξαφανίζονται, απειλείται η ζωή των μελών της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, φήμες για επικείμενες συρράξεις και βομβαρδισμούς διατρέχουν την πόλη, κι έτσι καταφεύγουν στον Καρβάλιο, εκλιπαρώντας την παρέμβασή του.
Το «Σαμποτάζ...», περισσότερο ίσως απ' ό,τι άλλα βιβλία του Ισπανού συγγραφέα, έχει σχέση με την πολιτική. (Ο Μονταλμπάν, όπως και ο άλλος διάσημος Ιβηρας, ο Σαραμάγκου, ποτέ δεν αποτίναξε από πάνω του το αριστερό παρελθόν του, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι δεν άσκησε, τόσο με τα βιβλία του όσο και με την εν γένει δημόσια παρουσία του, δριμύτατη κριτική στα αριστερά κόμματα, όπως τα γνωρίσαμε τις προηγούμενες δεκαετίες.) Είναι διαποτισμένο από αυτήν, καθώς σατιρίζει -έως σαρκασμού- την ψευδοδημοκρατική όψη των ευρωπαϊκών κοινωνιών μας.
Το ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ για κάτι τέτοιο προσφορότερη θα ήταν η ιστορική μέθοδος ή, τέλος πάντων, η προσφυγή στην ιστορία, ο Μονταλμπάν, όπως και στον «Κένεντί» του, καταφεύγει στην ελεγχόμενη μελλοντολογία, που και αυτή όμως έχει τις ιδιοτυπίες της, καθώς βασίζεται σ' ένα πραγματικό γεγονός -τους Ολυμπιακούς Αγώνες- με μη πραγματικές όμως συνέπειες και προεκτάσεις: όλο το βιβλίο είναι χτισμένο πάνω σε μια θεμελιώδη αφαίρεση και μια αυθαίρετη κατασκευή: ο Καρβάλιο (μετά το τέλος των Αγώνων άραγε;) αποφασίζει να μη συμμετάσχει σ' αυτούς -μια πεισματική άρνηση ν' ασχοληθεί με οτιδήποτε έχει σχέση με αυτούς, κάτι σαν ενεργητική αδιαφορία, μια επιδεικτική, σημαίνουσα απουσία.
Ο Μονταλμπάν, κατά την προσφιλή του συνήθεια, ανεβάζει στο μυθιστορηματικό προσκήνιο πασίγνωστα πρόσωπα από την πολιτική, την τέχνη, τον αθλητισμό, σε μια βεβαίως αυθαίρετη και προκλητική κατασκευή, μεταγγίζοντας έτσι στοιχεία από τη σύγχρονη ιστορία στο μυθιστόρημά του. Από την πριγκίπισσα Αννα της Αγγλίας ώς τον Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ -τον οποίο ευθέως καταγγέλλει ως φιλοφρανκιστή χουντικό- και από θρυλικές μορφές της σύγχρονης θεωρίας της λογοτεχνίας, όπως ο Στάινερ, ο Φράι και ο Τοντόροφ, μέχρι τα μέλη της βασιλικής ισπανικής οικογένειας, τίποτε δεν μένει όρθιο κάτω από τα πυρά της διαβρωτικής ειρωνείας του και του γνήσιου αντικομφορμισμού του.
Ωστόσο ο Μονταλμπάν δεν αρκείται στις τεχνικές της αφήγησης. Γνωρίζοντας το μοναδικό τρόπο με τον οποίο μπορεί να λειτουργήσει η εισαγωγή του «φανταστικού» στο μηχανισμό της αφήγησης, προσυμφωνεί κατά κάποιον τρόπο με τον αναγνώστη για τον ξεχωριστό χαρακτήρα των μεν (των στοιχείων της πραγματικότητας) και των δε (των φανταστικών στοιχείων) και συνεχίζει απρόσκοπτα τη διήγησή του διαπλέκοντας τα στοιχεία και των δύο κατηγοριών, χωρίς να νοιάζεται για την αληθοφάνεια ή την πειστικότητά τους. Ετσι, η σύμβαση παραμένει αλώβητη και ενεργός: τόσο ο συγγραφέας όσο και ο αναγνώστης γνωρίζουν τις περιοχές του ψεύδους και της αλήθειας, και η αφήγηση κυλάει ανεμπόδιστη προς τον τελικό της στόχο: τη σύμπραξη του πρώτου με τον δεύτερο σ' ένα περιβάλλον -άλλοτε διανοητικής και άλλοτε συναισθηματικής- συγκίνησης.
Προς το τέλος του βιβλίου και αφού διαδραματιστούν τα όσα παράδοξα και εξωφρενικά μέλλεται να συμβούν, εμφανίζεται η μεγαλοφυής σύλληψη: οι Ολυμπιακοί Αγώνες να μην πραγματοποιηθούν αλλά, απλώς, να σχεδιαστούν: μια εικονική πραγματικότητα που υποκαθιστά την «πραγματική» -κι ίσως αυτό να είναι η πραγματική αγωνία του συγγραφέα Μονταλμπάν: μια μετανεωτερική, εικονική πραγματικότητα στη θέση της πραγματικής- εκεί όπου φωλιάζει το πραγματικό συναίσθημα, το βίρτσουαλ υποκατάστατό του- εκεί όπου πριν υπήρχαν, όσο υπήρχαν,
Αυθεντικές ανθρώπινες σχέσεις, το εικονικό τους αντίδοτο -και, κυρίως, εκεί όπου υπήρχε η αυθεντική λογοτεχνία, το τύποις αντίγραφό της, που μια γενναία δόση του, έτσι κι αλλιώς, συναντούμε σήμερα.
Το «Σαμποτάζ...», όπως όλα τα βιβλία του Μονταλμπάν, τελειώνει με τρόπο αιφνιδιαστικό και υπαινικτικό. Ο συγγραφέας του γνωρίζει πως η αφήγηση ως ψυχοδιανοητικός μηχανισμός απευθύνεται, λειτουργεί και συγγενεύει πολύ περισσότερο με τη μνήμη παρά με την προσδοκία. Εχοντας υπηρετήσει τη θητεία του στο μοντερνισμό, έχει κρατήσει από αυτόν τα γόνιμα στοιχεία του, συνδυάζοντάς τα με τρόπους μιας παραδοσιακότερης αφήγησης. Πειστικός ιστορητής και εξωφρενικός τερατολόγος, εντάσσεται αβίαστα -αν και από διαφορετική οδό- στο περίφημο ιβηρικό γκροτέσκο που εγκαινίασε ο Θερβάντες και πλούτισαν στις μέρες μας, μεταξύ άλλων, συγγραφείς όπως οι δυο νομπελίστες, ο Θέλα και ο Σαραμάγκου.
Ωστόσο το σημαντικότερο ερώτημα που θέτει το «Σαμποτάζ...» -ένα μετανεωτερικό μυθιστόρημα γραμμένο από έναν σφοδρό πολέμιο της μετανεωτερικότητας, το οποίο όμως δεν στέκει στο ίδιο ύψος με το «Βραβείο» ή με τις «Θάλασσες του Νότου»- είναι αν γίνεται ο μετανεωτερικός άνθρωπος να μη γράφει μετανεωτερικό μυθιστόρημα.
Η μετάφραση της Χριστίνας Θεοδωροπούλου, η οποία έχει να επιδείξει εξαιρετικές μεταφράσεις, είναι μεν ικανοποιητική σε γενικές γραμμές, αλλά κάπως ρουτινιάρικη αυτή τη φορά.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 20/08/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις