0
Your Καλαθι
Το πνεύμα των νόμων (δεμ.)
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Μετά τα θεμελιώδη πολιτικά έργα του Χομπς και του Λοκ η «Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη», με ιδιαίτερη υπερηφάνεια, παρουσιάζει για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα τη μνημειώδη πραγματεία του Μοντεσκιέ, της οποίας η σημασία εκτείνεται ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα. Επίκαιρη δεν παραμένει μόνον η προβληματική του χωρισμού των εξουσιών ούτε μόνον η προβληματική του χωρισμού των εξουσιών ούτε μόνον το σύμφυτο μαζί της πρόβλημα της πολιτικής ελευθερίας. Εξ ίσου ενδιαφέρει πάντοτε η σχέση της πολιτειολογικής προβληματικής με την κοινωνιολογική, της ηθικής και της κοινωνικής θεωρίας. Σ' αυτό το κεντρικό έργο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού όλοι τούτοι οι προβληματισμοί συμπλέκονται και συνάμα παίρνουν την κλασική τους διατύπωση, γύρω από την οποία στρέφονται οι θεωρητικές αναζητήσεις εδώ και δυόμισυ αιώνες.
Κριτική:
Το πνεύμα της αγάπης για την ισότητα
Η ελευθερία ως απουσία κοινωνικής εξάρτησης
Ο Μοντεσκιέ (1689-1755) θεωρείται από πολλούς θεμελιωτής της Κοινωνιολογίας. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ραϊμόν Αρόν, είναι ο τελευταίος κλασικός φιλόσοφος και ο πρώτος κοινωνιολόγος. Το μείζον όμως είναι αυτό που επισημαίνει ο Αϊζάια Μπερλίν, ότι οι απόψεις του Μοντεσκιέ έχουν μεγαλύτερη συνάφεια με τη δική μας κοινωνία απ' ό,τι οι απόψεις των στοχαστών του 19ου αιώνα.
Στην παρούσα έκδοση ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης, στην πολύ σημαντική εισαγωγή του, εστιάζει στις αντινομίες που ενυπάρχουν στο έργο του μεγάλου φιλόσοφου. Αντινομίες που εκφράζονται μέσα από την αντίθεση του αιτιώδους με το κανονιστικό στοιχείο και του ζεύγους «συντηρητισμός -φιλελευθερισμός».
Στο «Πνεύμα των Νόμων» (1748) τμήμα του φυσιοκρατικού καθορισμού των κοινωνικών σχέσεων, που έχει εισέλθει κανονικά από την πόρτα της λέσχης της φιλοσοφίας, εκσφενδονίζεται από το παράθυρο του κοινωνιολογικού δωματίου με τη μορφή της απόρριψης του τυχαίου και του Θεού ως δημιουργού των ανθρώπινων κοινωνιών. Αυτός ο μεγάλος ανατόμος του τρόπου λειτουργίας των κοινωνιών αναλαμβάνει να καθαρίσει τη φυσιοκρατική σκόνη που επικάθεται στα έπιπλα αυτής της λέσχης με το ξεσκονόπανο της ελευθερίας της βούλησης, της ισορροπίας των ταξικών σχέσεων πάνω στην πλάστιγγα της ισότητας και του πνεύματος της μετριοπάθειας. Είναι ακριβώς η επίκληση των φυσικών νόμων και αιτιών που οδήγησε μερικούς (Αλτουσέρ) να τον θεωρήσουν τον στοχαστή της νομιμοποίησης των υπαρχουσών σχέσεων κυριαρχίας· και είναι η επίκληση της ελεύθερης βούλησης και της ελευθερίας που τον κατατάσσουν στους συνεπέστερους επικριτές της δεσποτικής διακυβέρνησης.
Αντιφάσεις δεν υπάρχουν, μόνον εκεί που η βούληση του ηγεμόνα ή η εξ αποκαλύψεως αλήθεια καθορίζουν την πορεία των πραγμάτων. Οι αντινομίες της σκέψης του φιλόσοφου εκφράζουν την ουσία του Διαφωτισμού. Μιας εποχής και ενός ρεύματος που ποτέ πριν και ίσως ποτέ μετά ο άνθρωπος δεν ήταν τόσο ανθρώπινος, τόσο αυτόνομος και αυθύπαρκτος. Μιας υπέροχης εποχής με υπέροχους ανθρώπους. Οπου, όμως ο άνθρωπος στήνεται στα δικά του πόδια, όπου γίνεται πραγματικός άνθρωπος και όχι πράγμα ή εξάρτημα μιας εκκλησιαστικής ή πολιτικής αυθεντίας, εκεί οξύνονται και οι αντιφάσεις. Το μεγαλείο του Μοντεσκιέ και του Διαφωτισμού έγκειται στο ότι αποκαλύπτουν τις, κρυμμένες κάτω από το χαλί της θεολογίας και του δεσποτισμού, αντιφάσεις.
Η θεμελιώδης αντίφαση από την οποία ξεκινά ο Μοντεσκιέ είναι ο δυϊσμός του ανθρώπου σε φυσικό ον, που κυβερνάται όπως και όλα τα άλλα σώματα από αμετάβλητους νόμους της φύσης, και σε νοήμον ον, που το ίδιο διαμορφώνει τους έλλογους νόμους που διέπουν τη ζωή του. Αυτός ο διαχωρισμός είναι η αφετηρία του γενικού πνεύματος των νόμων, το οποίο προκύπτει ως συνισταμένη του κλίματος, της θρησκείας, των αρχών του πολιτεύματος, των ηθών και των εθίμων και των επιμέρους νόμων. Κανείς, όσο και να τραβήξει προς τη μία ή την άλλη πλευρά τους παράγοντες που καθορίζουν αυτό το Πνεύμα, δεν μπορεί να εντοπίσει μια δεσπόζουσα πλευρά. Κάθε ένας παράγων που διέπει τους νόμους έχει διαφορετική βαρύτητα, ανάλογα με τον λαό στον οποίο αναφέρεται. Συνεπώς είναι πολύ ξένη στον Μοντεσκιέ η αντίληψη που πρεσβεύει πως ένας μόνο σωστός τρόπος διακυβέρνησης υπάρχει. Το φάντασμα του Βίκο είναι παρόν στο έργο του.
Η διάκριση των πολιτευμάτων
Η ειδοποιός διαφορά στην αντίληψη του για τον διαχωρισμό των πολιτευμάτων σε τρία είδη, Αβασίλευτη Δημοκρατία (republique), Μοναρχία και Δεσποτεία, αυτή καθεαυτήν αριστοτελικής καταγωγής, εντοπίζεται στα κριτήρια και όχι στην ίδια την κατανομή. Ο Μοντεσκιέ διαφοροποιεί τη φύση του κάθε πολιτεύματος, που το κάνει να είναι τέτοιο, από την αρχή του, που το κάνει να λειτουργεί. Σ' όλο του το έργο επιδιώκει, στη βάση απίστευτων πολλές φορές και περιττών λεπτομερειών, να αποδείξει τη βασιμότητα αυτής της θέσης.
Η αρετή, η τιμή και ο φόβος είναι οι αρχές που διέπουν τα τρία κατά σειρά πολιτεύματα. Με την εισαγωγή όμως του κριτηρίου της φύσης του πολιτεύματος διαφοροποιεί τα πράγματα. Η φύση του πολιτεύματος έχει δύο σκέλη. Πρώτον, πόσοι συμμετέχουν στη διακυβέρνηση και δεύτερον, με ποιον τρόπο διαμορφώνονται οι νόμοι. Στο μοναρχικό πολίτευμα έχουμε την εξουσία στα χέρια τού ενός, ο οποίος κυβερνά με πάγιους νόμους. Στο δεσποτικό η εξουσία βρίσκεται πάλι στα χέρια ενός, αλλά εδώ δεν υπάρχουν πάγιοι νόμοι και κανόνες. Οταν όμως εξετάζει το δημοκρατικό πολίτευμα, το διαχωρίζει σε δύο παραλλαγές: αυτήν της αβασίλευτης δημοκρατίας, όπου κυρίαρχος είναι το σύνολο του λαού και αυτήν της αριστοκρατίας, όπου κυβερνούν οι ευγενείς, κατά προτίμηση μη κληρονομικοί.
Στην ουσία εδώ έχουμε να κάνουμε με δύο πολιτεύματα, γιατί στο βάθος της ενιαίας αρχής της αρετής, που διέπει και τα δύο, βρίσκονται δύο διαφορετικές αρχές που τα διαφοροποιούν. Η μεν αβασίλευτη δημοκρατία εμπνέεται από την αρχή της ισότητας, ενώ η αριστοκρατία από την αρχή της μετριοπάθειας. Σίγουρα ο Μοντεσκιέ επιθυμεί η αρχή και το πνεύμα της μετριοπάθειας να διαπερνά όλα τα πολιτεύματα, θεωρεί όμως πως αυτό είναι περισσότερο δυνατό στο πολίτευμα της αριστοκρατίας. Η προτίμηση του προς τη μετριοπάθεια και η αντίληψη του για την ελευθερία ώς το δικαίωμα να κάνει κανείς ό,τι επιτρέπουν οι νόμοι, φαίνεται να γέρνουν την πλάστιγγα προς τη στήριξη του αριστοκρατικού πολιτεύματος. Και εδώ όμως τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Ελευθερία δεν είναι μόνον η εφαρμογή των νόμων που έχουν δημοκρατικά νομιμοποιηθεί μέσα από τον διαχωρισμό των εξουσιών, αλλά και ο μη εξαναγκασμός των πολιτών να κάνουν ό,τι δεν οφείλουν να θέλουν να κάνουν.
Η αντίληψη του για την ελευθερία σε σχέση με το πολίτευμα και για την ελευθερία σε σχέση με τον πολίτη καθορίζει την άποψή του πως ούτε η δημοκρατία ούτε η αριστοκρατία είναι κράτη από τη φύση τους ελεύθερα. Η ελευθερία απαντάται μόνον εκεί όπου κυριαρχούν η μετριοπάθεια και ο διαχωρισμός των εξουσιών.
Ο διαχωρισμός των εξουσιών είναι κοινός τόπος για την εποχή. Αυτό που αποτελεί την καινοτομία στη σκέψη του μεγάλου στοχαστή είναι η σύνδεση αυτού του διαχωρισμού με την αναγκαία κοινωνική διαστρωμάτωση. Ο σκοπός του διαχωρισμού δεν είναι διαχειριστικός, αλλά η διάχυση των εξουσιών σ' όλα τα κοινωνικά στρώματα. Στον ηγεμόνα ανήκει η εκτελεστική εξουσία, στους ευγενείς η γερουσία και στο λαό η βουλή, ως τμήματα της νομοθετικής εξουσίας, η δε δικαστική εξουσία επιμερίζεται σε πρόσωπα εκλεγόμενα από το λαϊκό σώμα. Κριτήριο για το καλύτερο πολίτευμα δεν είναι η δημοκρατική ή μοναρχική του αρχή, αλλά ο καταμερισμός των εξουσιών μεταξύ των τάξεων και των προσώπων.
Μπορεί για τον Μοντεσκιέ η ελευθερία σε σχέση με τον πολίτη να εκφράζει το αίσθημα της προσωπικής ασφάλειας και της προστασίας της ιδιοκτησίας, αλλά το πνεύμα της ελευθερίας σε σχέση με το πολίτευμα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ισορροπία μεταξύ των τάξεων. Ισορροπία η οποία βεβαίως στηρίζεται στο πνεύμα της αγάπης για την ισότητα. Αυτό σημαίνει πως ελευθερία δεν είναι μόνον η απουσία εξωτερικής παρεμβολής, αλλά και η απουσία κοινωνικής εξάρτησης. Το αν στον Μοντεσκιέ, και σ' όλον τον Διαφωτισμό, κυριαρχεί η ελευθερία ή η ισότητα είναι ένα ψευτοερώτημα.
Υπάρχουν, τουλάχιστον, δύο λόγοι για τους οποίους αξίζει να διαβάζει κανείς σήμερα Μοντεσκιέ.
Πρώτον, σε εποχές θρησκευτικού φανατισμού, αλλά και κυριαρχίας του χρήματος και της όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, ο λόγος υπέρ της μετριοπάθειας, της ελευθερίας και της ισότητας είναι ιδιαίτερα επίκαιρος. Η τυπολογία των πολιτευμάτων και η διάκριση των εξουσιών δεν αποτελούν την κατάληξη του φιλοσοφικού του στοχασμού, αλλά τα μέσα για τη διατύπωση κανόνων για τη συμπεριφορά των ανθρώπινων κοινωνιών. Κανόνων που ακόμη και σήμερα έχουν πρακτική σημασία.
Ο δεύτερος αφορά το συναρπαστικό -σε πολλά σημεία- στιλ της γραφής του. Αν θεωρήσουμε τον Μπαλζάκ τον κοινωνικό ανατόμο και οικονομολόγο της λογοτεχνίας, τότε νομιμοποιούμαστε απολύτως να θεωρήσουμε τον Μοντεσκιέ τον λογοτέχνη της Φιλοσοφίας και της Κοινωνιολογίας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/05/2007
Κριτική:
Το πνεύμα της αγάπης για την ισότητα
Η ελευθερία ως απουσία κοινωνικής εξάρτησης
Ο Μοντεσκιέ (1689-1755) θεωρείται από πολλούς θεμελιωτής της Κοινωνιολογίας. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ραϊμόν Αρόν, είναι ο τελευταίος κλασικός φιλόσοφος και ο πρώτος κοινωνιολόγος. Το μείζον όμως είναι αυτό που επισημαίνει ο Αϊζάια Μπερλίν, ότι οι απόψεις του Μοντεσκιέ έχουν μεγαλύτερη συνάφεια με τη δική μας κοινωνία απ' ό,τι οι απόψεις των στοχαστών του 19ου αιώνα.
Στην παρούσα έκδοση ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης, στην πολύ σημαντική εισαγωγή του, εστιάζει στις αντινομίες που ενυπάρχουν στο έργο του μεγάλου φιλόσοφου. Αντινομίες που εκφράζονται μέσα από την αντίθεση του αιτιώδους με το κανονιστικό στοιχείο και του ζεύγους «συντηρητισμός -φιλελευθερισμός».
Στο «Πνεύμα των Νόμων» (1748) τμήμα του φυσιοκρατικού καθορισμού των κοινωνικών σχέσεων, που έχει εισέλθει κανονικά από την πόρτα της λέσχης της φιλοσοφίας, εκσφενδονίζεται από το παράθυρο του κοινωνιολογικού δωματίου με τη μορφή της απόρριψης του τυχαίου και του Θεού ως δημιουργού των ανθρώπινων κοινωνιών. Αυτός ο μεγάλος ανατόμος του τρόπου λειτουργίας των κοινωνιών αναλαμβάνει να καθαρίσει τη φυσιοκρατική σκόνη που επικάθεται στα έπιπλα αυτής της λέσχης με το ξεσκονόπανο της ελευθερίας της βούλησης, της ισορροπίας των ταξικών σχέσεων πάνω στην πλάστιγγα της ισότητας και του πνεύματος της μετριοπάθειας. Είναι ακριβώς η επίκληση των φυσικών νόμων και αιτιών που οδήγησε μερικούς (Αλτουσέρ) να τον θεωρήσουν τον στοχαστή της νομιμοποίησης των υπαρχουσών σχέσεων κυριαρχίας· και είναι η επίκληση της ελεύθερης βούλησης και της ελευθερίας που τον κατατάσσουν στους συνεπέστερους επικριτές της δεσποτικής διακυβέρνησης.
Αντιφάσεις δεν υπάρχουν, μόνον εκεί που η βούληση του ηγεμόνα ή η εξ αποκαλύψεως αλήθεια καθορίζουν την πορεία των πραγμάτων. Οι αντινομίες της σκέψης του φιλόσοφου εκφράζουν την ουσία του Διαφωτισμού. Μιας εποχής και ενός ρεύματος που ποτέ πριν και ίσως ποτέ μετά ο άνθρωπος δεν ήταν τόσο ανθρώπινος, τόσο αυτόνομος και αυθύπαρκτος. Μιας υπέροχης εποχής με υπέροχους ανθρώπους. Οπου, όμως ο άνθρωπος στήνεται στα δικά του πόδια, όπου γίνεται πραγματικός άνθρωπος και όχι πράγμα ή εξάρτημα μιας εκκλησιαστικής ή πολιτικής αυθεντίας, εκεί οξύνονται και οι αντιφάσεις. Το μεγαλείο του Μοντεσκιέ και του Διαφωτισμού έγκειται στο ότι αποκαλύπτουν τις, κρυμμένες κάτω από το χαλί της θεολογίας και του δεσποτισμού, αντιφάσεις.
Η θεμελιώδης αντίφαση από την οποία ξεκινά ο Μοντεσκιέ είναι ο δυϊσμός του ανθρώπου σε φυσικό ον, που κυβερνάται όπως και όλα τα άλλα σώματα από αμετάβλητους νόμους της φύσης, και σε νοήμον ον, που το ίδιο διαμορφώνει τους έλλογους νόμους που διέπουν τη ζωή του. Αυτός ο διαχωρισμός είναι η αφετηρία του γενικού πνεύματος των νόμων, το οποίο προκύπτει ως συνισταμένη του κλίματος, της θρησκείας, των αρχών του πολιτεύματος, των ηθών και των εθίμων και των επιμέρους νόμων. Κανείς, όσο και να τραβήξει προς τη μία ή την άλλη πλευρά τους παράγοντες που καθορίζουν αυτό το Πνεύμα, δεν μπορεί να εντοπίσει μια δεσπόζουσα πλευρά. Κάθε ένας παράγων που διέπει τους νόμους έχει διαφορετική βαρύτητα, ανάλογα με τον λαό στον οποίο αναφέρεται. Συνεπώς είναι πολύ ξένη στον Μοντεσκιέ η αντίληψη που πρεσβεύει πως ένας μόνο σωστός τρόπος διακυβέρνησης υπάρχει. Το φάντασμα του Βίκο είναι παρόν στο έργο του.
Η διάκριση των πολιτευμάτων
Η ειδοποιός διαφορά στην αντίληψη του για τον διαχωρισμό των πολιτευμάτων σε τρία είδη, Αβασίλευτη Δημοκρατία (republique), Μοναρχία και Δεσποτεία, αυτή καθεαυτήν αριστοτελικής καταγωγής, εντοπίζεται στα κριτήρια και όχι στην ίδια την κατανομή. Ο Μοντεσκιέ διαφοροποιεί τη φύση του κάθε πολιτεύματος, που το κάνει να είναι τέτοιο, από την αρχή του, που το κάνει να λειτουργεί. Σ' όλο του το έργο επιδιώκει, στη βάση απίστευτων πολλές φορές και περιττών λεπτομερειών, να αποδείξει τη βασιμότητα αυτής της θέσης.
Η αρετή, η τιμή και ο φόβος είναι οι αρχές που διέπουν τα τρία κατά σειρά πολιτεύματα. Με την εισαγωγή όμως του κριτηρίου της φύσης του πολιτεύματος διαφοροποιεί τα πράγματα. Η φύση του πολιτεύματος έχει δύο σκέλη. Πρώτον, πόσοι συμμετέχουν στη διακυβέρνηση και δεύτερον, με ποιον τρόπο διαμορφώνονται οι νόμοι. Στο μοναρχικό πολίτευμα έχουμε την εξουσία στα χέρια τού ενός, ο οποίος κυβερνά με πάγιους νόμους. Στο δεσποτικό η εξουσία βρίσκεται πάλι στα χέρια ενός, αλλά εδώ δεν υπάρχουν πάγιοι νόμοι και κανόνες. Οταν όμως εξετάζει το δημοκρατικό πολίτευμα, το διαχωρίζει σε δύο παραλλαγές: αυτήν της αβασίλευτης δημοκρατίας, όπου κυρίαρχος είναι το σύνολο του λαού και αυτήν της αριστοκρατίας, όπου κυβερνούν οι ευγενείς, κατά προτίμηση μη κληρονομικοί.
Στην ουσία εδώ έχουμε να κάνουμε με δύο πολιτεύματα, γιατί στο βάθος της ενιαίας αρχής της αρετής, που διέπει και τα δύο, βρίσκονται δύο διαφορετικές αρχές που τα διαφοροποιούν. Η μεν αβασίλευτη δημοκρατία εμπνέεται από την αρχή της ισότητας, ενώ η αριστοκρατία από την αρχή της μετριοπάθειας. Σίγουρα ο Μοντεσκιέ επιθυμεί η αρχή και το πνεύμα της μετριοπάθειας να διαπερνά όλα τα πολιτεύματα, θεωρεί όμως πως αυτό είναι περισσότερο δυνατό στο πολίτευμα της αριστοκρατίας. Η προτίμηση του προς τη μετριοπάθεια και η αντίληψη του για την ελευθερία ώς το δικαίωμα να κάνει κανείς ό,τι επιτρέπουν οι νόμοι, φαίνεται να γέρνουν την πλάστιγγα προς τη στήριξη του αριστοκρατικού πολιτεύματος. Και εδώ όμως τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Ελευθερία δεν είναι μόνον η εφαρμογή των νόμων που έχουν δημοκρατικά νομιμοποιηθεί μέσα από τον διαχωρισμό των εξουσιών, αλλά και ο μη εξαναγκασμός των πολιτών να κάνουν ό,τι δεν οφείλουν να θέλουν να κάνουν.
Η αντίληψη του για την ελευθερία σε σχέση με το πολίτευμα και για την ελευθερία σε σχέση με τον πολίτη καθορίζει την άποψή του πως ούτε η δημοκρατία ούτε η αριστοκρατία είναι κράτη από τη φύση τους ελεύθερα. Η ελευθερία απαντάται μόνον εκεί όπου κυριαρχούν η μετριοπάθεια και ο διαχωρισμός των εξουσιών.
Ο διαχωρισμός των εξουσιών είναι κοινός τόπος για την εποχή. Αυτό που αποτελεί την καινοτομία στη σκέψη του μεγάλου στοχαστή είναι η σύνδεση αυτού του διαχωρισμού με την αναγκαία κοινωνική διαστρωμάτωση. Ο σκοπός του διαχωρισμού δεν είναι διαχειριστικός, αλλά η διάχυση των εξουσιών σ' όλα τα κοινωνικά στρώματα. Στον ηγεμόνα ανήκει η εκτελεστική εξουσία, στους ευγενείς η γερουσία και στο λαό η βουλή, ως τμήματα της νομοθετικής εξουσίας, η δε δικαστική εξουσία επιμερίζεται σε πρόσωπα εκλεγόμενα από το λαϊκό σώμα. Κριτήριο για το καλύτερο πολίτευμα δεν είναι η δημοκρατική ή μοναρχική του αρχή, αλλά ο καταμερισμός των εξουσιών μεταξύ των τάξεων και των προσώπων.
Μπορεί για τον Μοντεσκιέ η ελευθερία σε σχέση με τον πολίτη να εκφράζει το αίσθημα της προσωπικής ασφάλειας και της προστασίας της ιδιοκτησίας, αλλά το πνεύμα της ελευθερίας σε σχέση με το πολίτευμα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ισορροπία μεταξύ των τάξεων. Ισορροπία η οποία βεβαίως στηρίζεται στο πνεύμα της αγάπης για την ισότητα. Αυτό σημαίνει πως ελευθερία δεν είναι μόνον η απουσία εξωτερικής παρεμβολής, αλλά και η απουσία κοινωνικής εξάρτησης. Το αν στον Μοντεσκιέ, και σ' όλον τον Διαφωτισμό, κυριαρχεί η ελευθερία ή η ισότητα είναι ένα ψευτοερώτημα.
Υπάρχουν, τουλάχιστον, δύο λόγοι για τους οποίους αξίζει να διαβάζει κανείς σήμερα Μοντεσκιέ.
Πρώτον, σε εποχές θρησκευτικού φανατισμού, αλλά και κυριαρχίας του χρήματος και της όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, ο λόγος υπέρ της μετριοπάθειας, της ελευθερίας και της ισότητας είναι ιδιαίτερα επίκαιρος. Η τυπολογία των πολιτευμάτων και η διάκριση των εξουσιών δεν αποτελούν την κατάληξη του φιλοσοφικού του στοχασμού, αλλά τα μέσα για τη διατύπωση κανόνων για τη συμπεριφορά των ανθρώπινων κοινωνιών. Κανόνων που ακόμη και σήμερα έχουν πρακτική σημασία.
Ο δεύτερος αφορά το συναρπαστικό -σε πολλά σημεία- στιλ της γραφής του. Αν θεωρήσουμε τον Μπαλζάκ τον κοινωνικό ανατόμο και οικονομολόγο της λογοτεχνίας, τότε νομιμοποιούμαστε απολύτως να θεωρήσουμε τον Μοντεσκιέ τον λογοτέχνη της Φιλοσοφίας και της Κοινωνιολογίας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/05/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις