0
Your Καλαθι
Η μικρή Μπιζού
Περιγραφή
Γαλλία. Παρίσι. Οι στάσεις του μετρό, το Δάσος της Βουλόνης, τα Μεγάλα Βουλεβάρτα, οι λεωφόροι και οι δρόμοι, οι σιδηροδρομικοί σταθμοί (ως τόποι αφίξεων, χωρισμών, αλλά και, κυρίως, σαν πάγια υπενθύμιση της δυνατότητας φυγής), τα cafes και τα καμπαρέ, ο τοίχος του δωματίου πάνω στον οποίο πέφτουν οι χρωματιστές ανταύγειες, τα τρία σκαλοπατάκια που είναι ντυμένα με το άσπρο χνουδωτό ύφασμα... Όλα επανέρχονται απαράλλαχτα, σαν λάιτ μοτίφ, σαν μουσικές φράσεις μιας φούγκας που επικυρώνει το μπαρόκ του κόσμου.
Το μικρό αυτό κομψοτέχνημα του Patrick Modiano, ένα αληθινό thriller με την πιο στενή ετυμολογία του όρου, ένα αληθινό noir με την πιο στενή ετυμολογία του όρου, είναι το ηλεκτρογράφημα μιας ελαττωματικής μνήμης που προσπαθεί ψηλαφητά να ανασυνθέσει μια παιδική ηλικία, όχι για να επουλώσει κάποια τραύματα, αλλά τουλάχιστον να τα εντοπίσει. Η συγκροτημένη κόλαση του Modiano είναι ένα παιδί που περιμένει έξω από το σχολείο αλλά κανείς δεν έρχεται να το πάρει, που χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού αλλά κανείς δεν έρχεται να του ανοίξει· είναι οι ατέλειωτοι διάδρομοι του μετρό, το πλήθος που συνωστίζεται, ένα κίτρινο παλτό που ξεχωρίζει μες το πλήθος· είναι ένας εφιάλτης που αψηφά την εγρήγορση, που συνεχίζεται και μετά, όταν δεν θα υπάρχει πια «φως έξω από το δωμάτιο των παιδιών»...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σε κάποια από τις περίφημες δημοσιευμένες αναλύσεις του Φρόιντ ένας ασθενής τού εκμυστηρεύεται ότι μια παράξενη φράση, που δεν έχει φαινομενικά καμία αντιστοιχία στη ζωή του, τον έχει στοιχειώσει και επανέρχεται βασανιστικά στο μυαλό του. Η φράση αυτή, «χτυπούν ένα παιδί», διάσημη έκτοτε στους ψυχαναλυτικούς κύκλους, αποτέλεσε κλειδί για την ερμηνεία των ασυνείδητων ενορμήσεων του εν λόγω αναλυομένου. Την ίδια περίπου εποχή ο Μαρσέλ Προυστ βάζει στο στόμα του κεντρικού του ήρωα μια μικρή μαντλέν, η γεύση της οποίας ξεκλειδώνει τη μνήμη του και τον παρασύρει στον χαμένο χρόνο της παιδικής του ηλικίας. Μερικές δεκαετίες αργότερα, στη στάση του μετρό Σατλέ στο Παρίσι, η 19χρονη ηρωίδα του Μοντιανό θα δει μια γυναίκα με κίτρινο παλτό, όμοιο με αυτό που φορούσε κάποτε η μητέρα της, και η εικόνα αυτή θα αποτελέσει την απαρχή μιας ολοκληρωτικής ώσμωσης με το απωθημένο ώς τότε παρελθόν της: στο εξής κάθε βήμα της στο σήμερα θα αντηχεί στο «τότε», κάθε μνημονικό ίχνος του «τότε» θα εγγράφεται στις πράξεις, στα λόγια και στις παραλείψεις τού σήμερα. Πού ακριβώς τοποθετείται όμως αυτό το «σήμερα»;
Στη Μικρή Μπιζού η αφήγηση αναπτύσσεται σε τρεις διαφορετικούς όσο και διακριτούς μεταξύ τους χρόνους. Ο πρώτος είναι ο απροσδιόριστος χρόνος της γραφής, το σημείο από το οποίο η αφηγήτρια (και μέσω αυτής ο συγγραφέας) ατενίζει το παρελθόν· ο δεύτερος χρόνος, το αφηγηματικό παρόν, είναι ο χρόνος όπου τοποθετείται η δράση, όταν η ηρωίδα συναντάει για πρώτη φορά τη γυναίκα με το κίτρινο παλτό, και αυτός μοιάζει να είναι στα τέλη της δεκαετίας του '50. Τούτο συνάγεται τόσο από τις σκηνικές λεπτομέρειες της εποχής όσο και από το γεγονός ότι η παιδική ηλικία στην οποία αναφέρεται διαρκώς η αφηγήτρια, ο τρίτος χρόνος της αφήγησης, συμπίπτει με τα χρόνια της ναζιστικής κατοχής. Έτσι, από σπαράγματα της μνήμης ή υπονοούμενα, μαθαίνουμε ότι η μάνα της Τερέζας συγχρωτιζόταν με Γερμανούς, από τη σχέση της με τους οποίους αντλούσε πάσης φύσης προνόμια. Με την Απελευθέρωση, και προκειμένου να αποφύγει τη διαπόμπευση, αναγκάστηκε να διαφύγει στο Μαρόκο - όπου και φέρεται να τέλειωσε τη ζωή της. Πέθανε όμως πραγματικά ή μήπως επανήλθε στη Γαλλία με καινούργια ταυτότητα; Δεν είχε άλλωστε και στο παρελθόν αλλάξει προσωπείο όταν από αποτυχημένη χορεύτρια και ηθοποιός ονόματι Σόνια Καρντέρ μεταλλάχθηκε εν μια νυκτί σε Κόμισσα Ο' Ντογιέ; Τίποτε δεν είναι βέβαιο, πλην ενός: τα ονόματα σε τούτο το μυθιστόρημα δεν αποτελούν αποδεικτικά ταυτότητας. Τα πρόσωπα είτε χρησιμοποιούν ψευδώνυμα είτε χρησιμοποιούν το όνομά τους ως ψευδώνυμο, ενώ ακόμη και το κανονικό όνομα της ηρωίδας (Τερέζα) με το ζόρι αναφέρεται άπαξ. Και αφού ένα ψευδώνυμο, το «Μικρή Μπιζού», αποτελεί τη μοναδική της πια πρόσβαση προς το χαμένο μητρικό αντικείμενο, και άρα προς κάποια συνεκτική ταυτότητα, όλα τα ονόματα της φαντάζουν εξίσου ψευδεπίγραφα· απλές συγκαλύψεις μιας βεβαιότητας που τείνει ανά πάσα στιγμή να καταρρεύσει.
Η Τερέζα διαρκώς αναζητεί, και όταν δεν βρίσκει εφευρίσκει, και όταν η απώλεια γίνεται δυσβάστακτη επιχειρεί να γεμίσει η ίδια το κενό, γίνεται η ίδια Εκείνη: καταλύει στο ξενοδοχείο της, σκηνοθετεί ατυχήματα που την ταυτίζουν μαζί της, στήνει γύρω της αλλεπάλληλους καθρέφτες που αντικατοπτρίζουν τις ίδιες πάντοτε εικόνες: ένα κοριτσάκι που περιμένει μάταια τη μητέρα του, τεράστια άδεια διαμερίσματα, φιγούρες ενηλίκων για τους οποίους αναζητούνται, και ευτυχώς βρίσκονται, «ατελή» υποκατάστατα. Μέσα της όμως το γνωρίζει καλά: το χαμένο πράγμα δεν θα ξαναβρεθεί ποτέ. Το τέλος, παρ' ότι τραγικό, ενέχει μέσα του το σπέρμα της αναγέννησης, ακόμη και της απελευθέρωσης.
Ο Πατρίκ Μοντιανό, στα 57 του χρόνια σήμερα, και με έργο που συνολικά αγγίζει τα 30 βιβλία, θεωρείται στη Γαλλία ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή συγγραφείς. Το έργο του είναι εξαιρετικά συνεκτικό, διάστικτο με εμμονές που επανέρχονται από βιβλίο σε βιβλίο - μία από τις οποίες είναι άλλωστε και η Μικρή Μπιζού με τη μητέρα της, που πρωτοαναφέρονται σε κάποιο παλαιότερο μυθιστόρημα, σχεδόν είκοσι χρόνια πίσω. Είναι ως εκ τούτου κρίμα που τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί, διάσπαρτα, από τόσους διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους (Καστανιώτης, Κέδρος, Πατάκης, Λιβάνης, Χατζηνικολή), γεγονός που σίγουρα δεν βοηθάει στη σφαιρικότερη πρόσληψη του έργου από το ελληνικό κοινό.
Το μικρό αυτό κομψοτέχνημα του Patrick Modiano, ένα αληθινό thriller με την πιο στενή ετυμολογία του όρου, ένα αληθινό noir με την πιο στενή ετυμολογία του όρου, είναι το ηλεκτρογράφημα μιας ελαττωματικής μνήμης που προσπαθεί ψηλαφητά να ανασυνθέσει μια παιδική ηλικία, όχι για να επουλώσει κάποια τραύματα, αλλά τουλάχιστον να τα εντοπίσει. Η συγκροτημένη κόλαση του Modiano είναι ένα παιδί που περιμένει έξω από το σχολείο αλλά κανείς δεν έρχεται να το πάρει, που χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού αλλά κανείς δεν έρχεται να του ανοίξει· είναι οι ατέλειωτοι διάδρομοι του μετρό, το πλήθος που συνωστίζεται, ένα κίτρινο παλτό που ξεχωρίζει μες το πλήθος· είναι ένας εφιάλτης που αψηφά την εγρήγορση, που συνεχίζεται και μετά, όταν δεν θα υπάρχει πια «φως έξω από το δωμάτιο των παιδιών»...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σε κάποια από τις περίφημες δημοσιευμένες αναλύσεις του Φρόιντ ένας ασθενής τού εκμυστηρεύεται ότι μια παράξενη φράση, που δεν έχει φαινομενικά καμία αντιστοιχία στη ζωή του, τον έχει στοιχειώσει και επανέρχεται βασανιστικά στο μυαλό του. Η φράση αυτή, «χτυπούν ένα παιδί», διάσημη έκτοτε στους ψυχαναλυτικούς κύκλους, αποτέλεσε κλειδί για την ερμηνεία των ασυνείδητων ενορμήσεων του εν λόγω αναλυομένου. Την ίδια περίπου εποχή ο Μαρσέλ Προυστ βάζει στο στόμα του κεντρικού του ήρωα μια μικρή μαντλέν, η γεύση της οποίας ξεκλειδώνει τη μνήμη του και τον παρασύρει στον χαμένο χρόνο της παιδικής του ηλικίας. Μερικές δεκαετίες αργότερα, στη στάση του μετρό Σατλέ στο Παρίσι, η 19χρονη ηρωίδα του Μοντιανό θα δει μια γυναίκα με κίτρινο παλτό, όμοιο με αυτό που φορούσε κάποτε η μητέρα της, και η εικόνα αυτή θα αποτελέσει την απαρχή μιας ολοκληρωτικής ώσμωσης με το απωθημένο ώς τότε παρελθόν της: στο εξής κάθε βήμα της στο σήμερα θα αντηχεί στο «τότε», κάθε μνημονικό ίχνος του «τότε» θα εγγράφεται στις πράξεις, στα λόγια και στις παραλείψεις τού σήμερα. Πού ακριβώς τοποθετείται όμως αυτό το «σήμερα»;
Στη Μικρή Μπιζού η αφήγηση αναπτύσσεται σε τρεις διαφορετικούς όσο και διακριτούς μεταξύ τους χρόνους. Ο πρώτος είναι ο απροσδιόριστος χρόνος της γραφής, το σημείο από το οποίο η αφηγήτρια (και μέσω αυτής ο συγγραφέας) ατενίζει το παρελθόν· ο δεύτερος χρόνος, το αφηγηματικό παρόν, είναι ο χρόνος όπου τοποθετείται η δράση, όταν η ηρωίδα συναντάει για πρώτη φορά τη γυναίκα με το κίτρινο παλτό, και αυτός μοιάζει να είναι στα τέλη της δεκαετίας του '50. Τούτο συνάγεται τόσο από τις σκηνικές λεπτομέρειες της εποχής όσο και από το γεγονός ότι η παιδική ηλικία στην οποία αναφέρεται διαρκώς η αφηγήτρια, ο τρίτος χρόνος της αφήγησης, συμπίπτει με τα χρόνια της ναζιστικής κατοχής. Έτσι, από σπαράγματα της μνήμης ή υπονοούμενα, μαθαίνουμε ότι η μάνα της Τερέζας συγχρωτιζόταν με Γερμανούς, από τη σχέση της με τους οποίους αντλούσε πάσης φύσης προνόμια. Με την Απελευθέρωση, και προκειμένου να αποφύγει τη διαπόμπευση, αναγκάστηκε να διαφύγει στο Μαρόκο - όπου και φέρεται να τέλειωσε τη ζωή της. Πέθανε όμως πραγματικά ή μήπως επανήλθε στη Γαλλία με καινούργια ταυτότητα; Δεν είχε άλλωστε και στο παρελθόν αλλάξει προσωπείο όταν από αποτυχημένη χορεύτρια και ηθοποιός ονόματι Σόνια Καρντέρ μεταλλάχθηκε εν μια νυκτί σε Κόμισσα Ο' Ντογιέ; Τίποτε δεν είναι βέβαιο, πλην ενός: τα ονόματα σε τούτο το μυθιστόρημα δεν αποτελούν αποδεικτικά ταυτότητας. Τα πρόσωπα είτε χρησιμοποιούν ψευδώνυμα είτε χρησιμοποιούν το όνομά τους ως ψευδώνυμο, ενώ ακόμη και το κανονικό όνομα της ηρωίδας (Τερέζα) με το ζόρι αναφέρεται άπαξ. Και αφού ένα ψευδώνυμο, το «Μικρή Μπιζού», αποτελεί τη μοναδική της πια πρόσβαση προς το χαμένο μητρικό αντικείμενο, και άρα προς κάποια συνεκτική ταυτότητα, όλα τα ονόματα της φαντάζουν εξίσου ψευδεπίγραφα· απλές συγκαλύψεις μιας βεβαιότητας που τείνει ανά πάσα στιγμή να καταρρεύσει.
Η Τερέζα διαρκώς αναζητεί, και όταν δεν βρίσκει εφευρίσκει, και όταν η απώλεια γίνεται δυσβάστακτη επιχειρεί να γεμίσει η ίδια το κενό, γίνεται η ίδια Εκείνη: καταλύει στο ξενοδοχείο της, σκηνοθετεί ατυχήματα που την ταυτίζουν μαζί της, στήνει γύρω της αλλεπάλληλους καθρέφτες που αντικατοπτρίζουν τις ίδιες πάντοτε εικόνες: ένα κοριτσάκι που περιμένει μάταια τη μητέρα του, τεράστια άδεια διαμερίσματα, φιγούρες ενηλίκων για τους οποίους αναζητούνται, και ευτυχώς βρίσκονται, «ατελή» υποκατάστατα. Μέσα της όμως το γνωρίζει καλά: το χαμένο πράγμα δεν θα ξαναβρεθεί ποτέ. Το τέλος, παρ' ότι τραγικό, ενέχει μέσα του το σπέρμα της αναγέννησης, ακόμη και της απελευθέρωσης.
Ο Πατρίκ Μοντιανό, στα 57 του χρόνια σήμερα, και με έργο που συνολικά αγγίζει τα 30 βιβλία, θεωρείται στη Γαλλία ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή συγγραφείς. Το έργο του είναι εξαιρετικά συνεκτικό, διάστικτο με εμμονές που επανέρχονται από βιβλίο σε βιβλίο - μία από τις οποίες είναι άλλωστε και η Μικρή Μπιζού με τη μητέρα της, που πρωτοαναφέρονται σε κάποιο παλαιότερο μυθιστόρημα, σχεδόν είκοσι χρόνια πίσω. Είναι ως εκ τούτου κρίμα που τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί, διάσπαρτα, από τόσους διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους (Καστανιώτης, Κέδρος, Πατάκης, Λιβάνης, Χατζηνικολή), γεγονός που σίγουρα δεν βοηθάει στη σφαιρικότερη πρόσληψη του έργου από το ελληνικό κοινό.
Κώστας Κατσουλάρης (συγγραφέας), ΤΟ ΒΗΜΑ , 26-05-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις