0
Your Καλαθι
Στο cafe της χαμένης νιότης ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
8%
8%
Περιγραφή
«Παρίσι, δεκαετία του '60· μια νεαρή γυναίκα εξαφανίζεται. Το μόνο που γνωρίζουμε γι' αυτήν είναι το ψευδώνυμό της: Λουκί. Συχνάζει μαζί με άλλους μποέμ τύπους στο "cafe της χαμένης νιότης".
Μα ποια ήταν; Ο Πατρίκ Μοντιανό δίνει τον λόγο σε όλους όσοι τη γνώριζαν, μα ελάχιστα την ήξεραν πραγματικά: έναν ιδιωτικό ντεντέκτιβ, έναν φοιτητή, έναν εκκολαπτόμενο μυθιστοριογράφο, αλλά και τον σύζυγο της Λουκί. Παράλληλα την ακούμε να περιγράφει τη ζωής της, μια ζωή χωρίς ορίζοντα, σ' ένα Παρίσι φωτογραφημένο σε άσπρο-μαύρο.
Ο Μοντιανό είναι μια από τις πιο ωραίες φωνές της γαλλικής λογοτεχνίας, αλλά και μια μουσική που συνοδεύεται από απλές λέξεις και σιωπές. Δεν ξέρουμε με πια μαγεία ο συγγραφέας επιτυγχάνει τη δημιουργία αυτής της ατμόσφαιρας, γεμάτης μυστήριο και μελαγχολία. Κατορθώνει να ρίξει φως σε ανώνυμα πρόσωπα και να τα καταστήσει ιδιαιτέρως σαγηνευτικά».
Mohammed Aissaoui, Le Figaro Litteraire
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το Παρίσι, που στο κέντρο του βρίσκεται το cafe του τίτλου, δεν είναι τόσο η Πόλη του Φωτός όσο μια πόλη φαντασμάτων που αργοπεθαίνουν, ρουφηγμένων, όπως και οι ζωντανοί της κάτοικοι, από τη «σκοτεινή ύλη» της αστικής τοπιογραφίας. Οι τέσσερις φωνές του βιβλίου μοιάζουν να έρχονται μέσα από τις μαύρες τρύπες του Παρισιού, τις «ουδέτερες ζώνες» του, «μεταβατικές ζώνες», όπου «απολάμβανες κάποια ασυλία» και οι οποίες στοίχειωναν με την ασάλευτη, σιωπηρή τους ζωή έναν από τους αφηγητές που φιλοδοξούσε κάποτε να τις χαρτογραφήσει. Τέσσερις μάρτυρες εξιστορούν με τεταμένη τη μνήμη τους, θαρρείς και βρίσκονται ενώπιον ενός ανυπόμονου ανακριτή, τις παρελθοντικές τους διαδρομές σε μια πόλη ανύπαρκτη πια, ή και ανέκαθεν, παλεύοντας να εξηγήσουν, πρωτίστως στους ίδιους, την αιφνίδια εξάχνωση των προσώπων και των τόπων που εκ των υστέρων αντιλαμβάνονται πως συγκεφαλαίωναν τη νεότητά τους, αιφνίδια εξαφανισμένη και αυτή. Το ενδεχόμενο αποτύπωμα των μετακινήσεών τους, ανακλημένων με τοπογραφική αναλυτικότητα, πάνω στον χάρτη της γαλλικής πρωτεύουσας, θα φανέρωνε ασύμπτωτα δρομολόγια που για μια στιγμή μόνο διασταυρώθηκαν, σταθμεύοντας σε ένα cafe της Αριστερής Οχθης· ένα cafe-επιτομή των παρισινών κλισέ. Η εμμονή της καταγραφής που μοιράζονται οι αφηγητές απηχεί την ανάγκη ανεύρεσης σταθερών σημείων προκειμένου να αντισταθμιστεί η ρευστότητα μιας αστικής γεωγραφίας που διαψεύδει διαρκώς τα βήματά τους. Οι ανιστορούμενες διαδρομές δεν αναπαριστούν παρισινά τοπία, αλλά περισσότερο ερμηνεύουν τους ίδιους τους περιπατητές.
Μια πόλη-φάντασμα
Οσο πιο σχολαστικά ο Πατρίκ Μοντιανό εγκατασπείρει στο βιβλίο τοπωνύμια οδών, βουλεβάρτων, περιοχών και διαμερισμάτων του Παρισιού τόσο πιο φαντασιώδης προβάλλει η πόλη που τα περιέχει. Ο συγγραφέας εμπιστευόμενος την άρνηση της μνήμης του να θυμηθεί, ανακαλεί τη δεκαετία του '60 για να καταστήσει το οικείο ανοίκειο και έτσι να το οικειοποιηθεί ξανά. Η παρέα των νεαρών μποέμ στο cafe «Conde» γίνεται η πυξίδα του σε αυτό τον τόπο της φαντασίας του. Οι τέσσερις αφηγητές αρκετό καιρό μετά τη μετάλλαξη του «Conde» σε κατάστημα δερμάτινων ειδών, αρχίζουν να πισωδρομούν για να επιστρέψουν στη στιγμή που η Ζακλίν Ντελάνκ με το παρωνύμιο «Λουκί» έμπαινε στο cafe από την «πόρτα του ίσκιου», για να φύγει ανεπίστρεπτα μερικά χρόνια αργότερα από μια άγνωστη έξοδο. Η νεαρή γυναίκα παίρνει και αυτή τη σκυτάλη της αφήγησης, αντιτάσσοντας στο δέος των υπόλοιπων τριών αφηγητών που αντικρίζουν στο πρόσωπό της ένα άπιαστο ιδεώδες ομορφιάς και αυτάρκειας, τη σκιαγράφηση μιας ύπαρξης σακατεμένης από τη μοναξιά. Η «Λουκί» δεν είναι περισσότερο απτή από μια φαντασίωση, ένα σκιώδες όραμα μιας νιότης προ πολλού εκπνευσμένης. Οι μονόλογοι των τριών ανδρών εστιάζονται στην εξαφάνισή της μόνο για να παρασιωπήσουν απώλειες πολύ πιο θλιβερές. Ο πρώτος αφηγητής με φωνή που σπάει αναθυμούμενη την απόμακρη μορφή της, κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση, τόσο διεισδυτική που έρχεται σε αντίστιξη με την εκστατική του αναπόληση, επισημαίνοντας την πλασματική επιθυμία φυγής αυτής της γυναίκας που είχε εξισώσει την αέναη μετακίνηση με τη σωτηρία της. Ανακαλώντας μια τυχαία συνάντησή τους θυμάται πως εκείνη απομακρύνθηκε βραδύνοντας το βήμα της «[...] σαν να 'θελε να δώσει σε κάποιον την ευκαιρία να την προλάβει». Η συστολή του προρρηθέντος αφηγητή βρίσκεται σε αντιστοιχία με την αντιδεοντολογική στάση ενός άλλου, ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ που στο τέλος της μαρτυρίας του ομνύει ευλαβικά στην απούσα, δεσμευόμενος πως θα καταπατήσει κάθε επαγγελματική δέσμευση προκειμένου εκείνη να γίνει «οριστικά απρόσιτη». Προφανώς αμφίσημη η καταληκτική του υπόσχεση: «Δεν θα πήγαινα στο ραντεβού». Με απόσταση ο πιο ελκυστικός αφηγητής, ο Ρολάν, με το «τόσο γαλλικό» του ψευδώνυμο, ο τελευταίος εραστής της «Λουκί», ο μόνος που δεν εναποθέτει στην πραγματικότητα την απαντοχή ενός ακόμα ραντεβού μαζί της. Αντιλαμβανόμενος τη ριζική μεταβολή των διαστάσεων του κόσμου του ξέρει πως εκείνη δεν θα μπορούσε να ανήκει πια σ' αυτόν. «Η γραμμή του ορίζοντα ήταν μακριά μπροστά μας, εκεί κάτω, προς το άπειρο». Επειδή ακριβώς ο ορίζοντας είναι πλέον εγγύτερα από ποτέ, ο Ρολάν αρκείται σε υπερβατικές αυταπάτες, φαντασιωνόμενος ένα σπίτι με τα φώτα ανοιχτά να περιμένει τον ερχομό τους στο διηνεκές, αν κι εκείνοι έχουν πετάξει τα κλειδιά τους ή ένα ξενοδοχείο που θα μπορούσε να γίνει σπίτι, ακόμα και αν έχει το πολύ χειμερινό όνομα «Hivernia», καταστρέφοντας έτσι το όνειρό τους για μια φωτόλουστη ζωή ευδίας, όπου ο χρόνος θα ήταν σταματημένος στο μεσημέρι.
«Επιζώντες»
Κυκλωμένος από επάλληλους θανάτους, κυριολεκτικούς και μεταφορικούς, ο Ρολάν έχει την αίσθηση πως είναι «ένας επιζών». Το «Conde» υπήρξε για τους «επιζώντες» που περιέθαλψε ένα υπερχρονικό καταφύγιο, ένα άσυλο για την εσωτερική τους ζωή. Αν κάτι παραμένει ασπαίρον από τη ζωή αυτή είναι ο φόβος του χρόνου. Η ειδοποιός διαφορά της νεότητας από την ωριμότητα έγκειται στη μετατόπιση της χρονικής απειλής. Την πρώτη φοβίζει η ευρυχωρία του μέλλοντος, ενώ τη δεύτερη η συρρίκνωση του παρόντος. Αν ο Ρολάν θέλει να σωθεί από το παρόν, οι νεαροί θαμώνες του παρισινού cafe λιποψυχούσαν στην προοπτική του μέλλοντος που προέβλεπαν με σιγουριά πως δεν θα ήταν διόλου δελεαστικό. Αντίβαρο σε αυτή την επικείμενη δυστυχία πρόσφερε η ιδεοληπτική μανία της καταγραφής, η οποία μπορεί να ιδωθεί σαν απαθανάτιση από την ανάποδη· μια ληξιαρχική πράξη αφανισμού στον βαθμό που ό,τι καταγράφεται έχει ανέκκλητα παύσει. Εξοχη η διατύπωση: «Οταν όλα καταγράφονται ξεκάθαρα, αυτό σημαίνει ότι όλα έχουν τελειώσει, όπως στα μνήματα, όπου είναι χαραγμένα ονόματα και ημερομηνίες».
Το τετράδιο του «Λοχαγού», ενός ιδιόρρυθμου ενοίκου του «Conde», κατάφορτο με ονόματα και ακριβείς ώρες αφίξεων και αναχωρήσεων, το φωτογραφικό λεύκωμα έτερου θαμώνα στις λεζάντες του οποίου κείτονταν άψυχα τα ονόματα των εικονιζομένων, το σημειωματάριο του ντετέκτιβ όπου με αδέξιο γραφικό χαρακτήρα συνέλεγε επουσιώδεις πληροφορίες, πειστήρια της ύπαρξης των «καταζητούμενών» του, ένα πολυγραφημένο κείμενο κενό περιεχομένου, αλλά σπουδαίο, καθώς στο κάτω μέρος του ήταν σημειωμένος ο αριθμός τηλεφώνου της «Λουκί», το πάρκο της οδού Αλεξάντρ-Καμπανέλ, ονομασία που ο Ρολάν απολαμβάνει να γράφει, καθότι συνώνυμη με την πρώτη τους συνάντηση, ένας κατάλογος βιβλίων αγορασμένων από ένα άφαντο πια βιβλιοπωλείο, όλα αυτά τα καταγεγραμμένα τεκμήρια παραπέμπουν σε αναθηματικές στήλες· μικροσκοπικά μνημεία που εναντιώνονται στην ανωνυμία και το τυχαίο. Οι τέσσερις αφηγητές -βιογράφοι ανωνύμων, απογραφείς σκιών και χαρτογράφοι μιας ουτοπίας- γνωρίζουν καλά πως δεν θα βρουν πουθενά ίχνη από ό,τι αναζητούν. Αν πασχίζουν να θυμηθούν είναι επειδή θέλουν να βεβαιωθούν πως έχουν ξεχάσει, πως έχουν ξεμπερδέψει μια και καλή με ενοχλητικούς «κομπάρσους» του παρελθόντος, με φαντάσματα που απαιτούν αναδρομικά την εξόφληση αρχαίων λογαριασμών. Οταν όμως οι φασματικοί εκβιαστές παύουν να τους επισκέπτονται, τους εγκαταλείπουν σε μια αδιανόητη ερημιά, «χωρίς κατευθυντήριες πινακίδες».
Η γραφή του Μοντιανό, ψευδεπίγραφα ρεαλιστική, πιστή ει μη μόνον στις χίμαιρες του λυρισμού, καθηλώνει με την υποβλητική της νωχέλεια και την καταθλιπτική της βραδυκινησία, ευεργετούμενη διακριτικά από τα έκπαγλα ελληνικά του Αχιλλέα Κυριακίδη.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 20/06/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις