0
Your Καλαθι
Από την Τύνιδα στο Καϊρουάν
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το ταξίδι του γάλλου συγγραφέα Γκυ ντε Μοπασάν στην Τυνησία, τότε που η ηδονή του ταξιδιώτη δεν ήταν μόνο να δει αλλά και να γίνει ένα με τον Άλλο και με το Διαφορετικό. Ο τουρισμός δεν είχε εφευρεθεί ακόμη.
Το «Από την Τύνιδα στο Καιρουάν» είναι ένα ταξιδιωτικό βιβλίο που γράφτηκε χρόνους πολλούς πριν από την εμφάνιση του τουρίστα που αντικατέστησε τον ταξιδιώτη. Η διαφορά ανάμεσά τους είναι θεμελιακή και ίσως σε αυτήν οφείλεται το γεγονός ότι η ταξιδιωτική λογοτεχνία όλο και συρρικνώνεται.
Ο τουρίστας θεωρεί το ταξίδι πετυχημένο όσο λιγότερο έχει συναντήσει το «διαφορετικό». Η ηδονή του ταξιδιώτη είναι ακριβώς αντίθετη. Είναι η πλήρης αποδοχή της αλλαγής που φθάνει σχεδόν στην απώλεια της ταυτότητας, η καλλιέργεια μιας δεκτικότητας που επιτρέπει την πρόσβαση σε έναν άλλον κόσμο.
Ο Γκυ ντε Μοπασάν υπήρξε παθιασμένος ταξιδιώτης. Το ταξίδι του στην Τυνησία αρχίζει έτσι ακριβώς όπως πρέπει να αρχίζει ένα ταξίδι. Με μια εσωτερική αλλά πλήρη απόρριψη του ως τότε τρόπου ζωής του. Το Παρίσι πνίγει τον Μοπασάν και ο αστός τού προκαλεί έντονη απέχθεια. Κυριεύεται από μια βαθιά, ανίατη αηδία για την καθημερινή ζωή, για τον συγχρωτισμό με τον εφησυχασμένο βλάκα της διπλανής πόρτας. Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου γράφει για τους γείτονές του. «Μιλούν για ένα γάμο, έπειτα για κάποιο θάνατο και ύστερα για το κοτόπουλο που είναι τρυφερό, τέλος για την υπηρέτρια που δεν είναι τίμια. Ανησυχούν για ένα σωρό πράγματα άχρηστα κι ανούσια. Βλάκες! Η θέα του διαμερίσματός τους όπου μένουν δεκαοκτώ χρόνια τώρα με γεμίζει αηδία και αγανάκτηση. Αυτό λοιπόν είναι η ζωή! Τέσσερις τοίχοι, δύο πόρτες, ένα παράθυρο, ένα κρεβάτι, καρέκλες, ένα τραπέζι! Φυλακή, φυλακή! Τελικά κάθε χώρος όπου ζούμε για καιρό γίνεται φυλακή!».
Με μια υπέροχη λέξη χαρακτήριζε ο Καρκαβίτσας αυτή τη διάθεση: «αειφυγία». (Σωστά το γράφει η Ευγενία Φακίνου πως και μόνο γι' αυτή τη λέξη αξίζει να καταταγεί ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς).
«Αειφεύγων» λοιπόν ο Μοπασάν. «Αειφεύγων» αλλά και γράφων. Το ταξίδι του στην Τυνησία έδωσε ένα από τα γοητευτικότερα κείμενα της πεζογραφίας του αλλά και γενικότερα της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Κατ' αρχήν πρόκειται για ένα μεγάλο τοπιογράφο. Πολλές φορές μίλησαν οι σύγχρονοι του κριτικοί για τη φωτογραφία ή τη ζωγραφική θέλοντας να χαρακτηρίσουν τις περιγραφές του Μοπασάν. Είναι πιστεύω γιατί δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμη το ντοκυμαντέρ. Κατά τη γνώμη μου ο Μοπασάν είναι ένας μεγάλος ντοκυμαντερίστας.
Το μάτι του είναι ένας τέλειος κινηματογραφικός φακός. Ο ίδιος χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του είχε πει: «Είμαι ένας άνθρωπος που βλέπει». Αλλού γράφει: «Αλήθεια δεν ζω παρά μόνο με τα μάτια (...). Τα μάτια μου είναι ανοιχτά σαν πεινασμένο στόμα, καταβροχθίζουν τη γη και τον ουρανό. Ναι, έχω τη σαφή και βαθιά αίσθηση ότι τρώω τον κόσμο και ότι χωνεύω τα χρώματα όπως χωνεύει κανείς το κρέας ή τα φρούτα».
Το τραγικό είναι ότι η πολύ κακή κατάσταση της υγείας του, ήδη πολύ πριν από το ταξίδι στην Τυνησία, θα προσβάλλει το όργανο που του είναι διπλά πολύτιμο στη συγγραφική του δουλειά: το μάτι. Χρόνιες φλεγμονές και στα δύο μάτια δεν θεραπεύονται με τα μέσα της εποχής. Πενθήμερες παραμονές στο σκοτάδι, βδέλλες και κολλύρια δεν σταματούν τους πόνους. Δύο χρόνια μετά το ταξίδι στην Αφρική ο γιατρός θα του απαγορεύσει να γράψει έστω και ένα γράμμα.
Οι εικόνες του φωτός και των χρωμάτων που υπάρχουν στο βιβλίο πρέπει να προξένησαν τους φοβερούς πόνους. Στο κείμενο μένουν μόνον ονειρικά στιγμιότυπα όπως αυτό ενός πρωινού δίπλα σε μια λίμνη με ερωδιούς. «(Οι ερωδιοί) μοιάζουν με λευκές και κόκκινες κηλίδες που επιπλέουν στο νερό ή με τεράστια άνθη που στηρίζονται σε ένα λεπτεπίλεπτο πορφυρό μίσχο, μαζεμένα ανά εκατοντάδες στην όχθη ή μέσα στο νερό. Θα έλεγε κανείς πως μοιάζουν με πλατιές σειρές από κόκκινους κρίνους, από όπου ξεπροβάλλουν, σαν μέσα από κάλυκα, τα κεφάλια των πτηνών με κόκκινες κηλίδες στην άκρη ενός λεπτού και κεκαμμένου λαιμού. Πλησιάζω ακόμη περισσότερο και ξαφνικά η πιο κοντινή ομάδα με βλέπει ή με αισθάνεται και φεύγει. Στην αρχή πετά ένας μόνο, έπειτα φεύγουν όλοι μαζί. Πραγματικά είναι σαν μια ονειρική απογείωση ενός ολόκληρου κήπου, όπου όλα του τα παρτέρια, το ένα μετά το άλλο, ορμούν στον ουρανό (...)».
Στο βιβλίο δεν συναντάμε μόνο τοπία. Περιγραφές από αραβικές πόλεις παρουσιάζουν ένα πολύχρωμο πλήθος που κινείται στα ηλιόλουστα δαιδαλώδη δρομάκια με τα χαμηλά ασβεστωμένα σπίτια από όπου ξεπετάγονται τρούλοι τζαμιών και καμπαναριά μιναρέδων. Κάποτε το βλέμμα σταματά σε παράξενες παρουσίες όπως αυτές των νεαρών γυναικών της εβραϊκής συνοικίας. Ώς τα δεκαπέντε τους είναι «θαύματα ομορφιάς, φινέτσας και χάρης». Όταν όμως φθάσουν σε ηλικία γάμου, βάζουν τα δυνατά τους να παχύνουν όσο γίνεται γιατί όσο πιο παχιά είναι μια γυναίκα τόσο περισσότερες ελπίδες έχει να παντρευτεί. Ακίνητες, καταβροχθίζον τεράστιες ποσότητες φαγητού, αφού πιουν βότανα για να ερεθίσουν το στομάχι τους. Το Σάββατο, ημέρα επίδειξης και επισκέψεων, βλέπει κανείς μέσα στα ορθάνοιχτα σπίτια τα τερατώδη ανθρώπινα κήτη που μοιάζουν με τις εφιαλτικές γυναικείες μορφές που συναντάμε κάποτε στις ταινίες του Φελίνι.
Ο Μοπασάν ταξιδεύει με ενδιαφέρον εθνολόγου. Δεν αρκείται στην εικόνα. Κάτω από αυτήν γυρεύει τη σκέψη του άλλου. Γι' αυτό και επισκέπτεται χώρους όπου γυμνώνεται η ψυχή. Στα σουκ, όπου ο άνθρωπος γυρεύει το κέρδος, στα τζαμιά, όπου συνομιλεί με τον θεό του, στους οίκους ανοχής, όπου κατασιγάζει την επιθυμία του, σε ένα τρελοκομείο, όπου ο νους παίρνει αλλόκοτους δρόμους και οι συναντήσεις με την παραφροσύνη μοιάζουν συναντήσεις με το πεπρωμένο. Είναι η στιγμή που ο γάλλος συγγραφέας συναντάει τον μοχθηρό παράφρονα στην αραβική αυλή του ασύλου που ουρλιάζει δείχνοντας έναν έναν τους επισκέπτες: «Εσύ, εσύ είσαι τρελός».
Το ταξίδι όμως τελειώνει τόσο σημαντικά όπως αρχίζει. Αν οι σελίδες της αρχής προετοιμάζουν την αναχώρηση, οι τελευταίες προετοιμάζουν την επιστροφή. Οι υπέροχες εικόνες του τέλους και το αίσθημα που τις συνοδεύει είναι βαθύτατα συμβολικά.
Περπατώντας τη νύχτα στους δρόμους της Τύνιδας, ο ταξιδιώτης σταματά μπροστά από μια ανοιχτή πόρτα που αφήνει να φαίνεται μια σκάλα στολισμένη με φαγιάντσα και φωτισμένη «από ένα αόρατο φως, μια στάχτη, μια φωτεινή σκόνη που πέφτει, ένας Θεός ξέρει από πού. Κάτω από αυτή την ανείπωτη λάμψη, κάθε φαγεντιανό σκαλοπάτι περιμένει κάποιον. (...) Ποτέ μου δεν είχα καταλάβει ούτε αισθανθεί την αναμονή έτσι όπως μπροστά σε αυτή την ανοιχτή πόρτα και την άδεια σκάλα όπου μια αόρατη λάμπα ξαγρυπνά». Ο Μοπασάν αναρωτιέται μήπως μέσα σε αυτό το σπίτι βρίσκεται «η Ιουλιέτα της Αραβίας με την τρεμάμενη καρδιά».
Δεν θα τολμήσει όμως. Θα αντισταθεί στο κάλεσμα και θα προσπεράσει χωρίς να διαβεί το κατώφλι. Το ταξίδι δεν θα φθάσει ως την αληθινή περιπέτεια που είναι εσωτερική. Η ολοκληρωτική συνάντηση με τον Άλλο, το ρίσκο της εγκατάλειψης στο διαφορετικό.
Λίγα χρόνια αργότερα ο Γκυ ντε Μοπασάν θα πεθάνει σε ένα φρενοκομείο του Παρισιού. Ένα χρόνο πριν έχει κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Η σύφιλη που τον φόβο της είχε εξορκίσει με μια κραυγή θριάμβου στο γράμμα που είχε στείλει όταν ήταν νέος σε ένα φίλο «Έχω σύφιλη! Επιτέλους! Πραγματική!» τον οδηγεί στην τρέλα και στον θάνατο.
Η μετάφραση του βιβλίου έγινε από την Αλεξάνδρα Σκλαβούνου. Όπως φαίνεται και από τα αποσπάσματα που παραθέσαμε, διατηρήθηκε όλη η χάρη και η διαύγεια του ύφους του συγγραφέα.
Λίνα Λυχναρά, ΤΟ ΒΗΜΑ, 15-03-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις