0
Your Καλαθι
Η δέκατη μούσα
Μελέτες για την κριτική
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το ερευνητικό ενδιαφέρον του Παν. Μουλλά για την κριτική έχει εκδηλωθεί από παλαιά και τον έχει συνοδέψει σταθερά σε όλη τη διάρκεια της επιστημονικής του σταδιοδρομίας. Αρκεί να θυμίσω τόσο τη διδακτορική του διατριβή για την αθηναϊκή πανεπιστημιακή κριτική και το ρόλο της στους ποιητικούς διαγωνισμούς της περιόδου 1851-1877 (παραμένει, δυστυχώς, αμετάφραστη από τα γαλλικά) όσο και τις δύο μεγάλες εισαγωγές του στους μεσοπολεμικούς και τους παλαιότερους πεζογράφους, όπως παρουσιάζονται στις αντίστοιχες ανθολογίες των «Εκδόσεων Σοκόλη» (1993 και 1998). Και δεν θα πρέπει ακόμη να λησμονήσουμε ότι ο Μουλλάς άσκησε για ένα διάστημα, κατά τη δεκαετία του '60, και την επικαιρική (όπως συνηθίζουμε να την ονομάζουμε τα τελευταία χρόνια) κριτική, παρουσιάζοντας σημαντικά έργα της μεταπολεμικής πεζογραφίας μας (τα κείμενα αυτά βρίσκονται συγκεντρωμένα σ' έναν τόμο, στις εκδόσεις «Στιγμή», ήδη από το 1989).
Αρραγές τρίπτυχο
Γιατί, όμως, τόσο μελάνι για την κριτική; Ο Μουλλάς το ξεκαθαρίζει στο καινούργιο του βιβλίο από την πρώτη στιγμή. Επειδή η κριτική αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας της λογοτεχνικής παραγωγής, συγκροτώντας μαζί με την ποίηση και την πεζογραφία ένα αρραγές τρίπτυχο. Εξού, άλλωστε, και ο χαρακτηριστικός τίτλος του τόμου: Η δέκατη μούσα. Κι ας πω με τη σειρά μου πως κριτική εν προκειμένω δεν είναι ένα και μοναδικό πράγμα (μονόχορδο και ξεκαθαρισμένο), αλλά ένα σύνολο πολλαπλών και κάποτε ετερογενών δραστηριοτήτων. Κριτική κάνουν οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι των μέσων του 19ου αιώνα όταν θέτουν τους όρους συμμετοχής στον Ράλλειο και τον Βουτσιναίο Διαγωνισμό, κριτική κάνει και ο Κοραής όταν πολλά χρόνια νωρίτερα γράφει την εισαγωγή του στα Αιθιοπικά του Ηλιοδώρου. Κριτική κάνει ο Παλαμάς όταν τοποθετεί τον Βιζυηνό στις κορυφές της γενιάς τού 1880 (ο κριτικός δημιουργεί την ταυτότητα της γενιάς του), κριτική κάνει και ο Κ.Θ. Δημαράς όταν, λίγο μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, δημοσιεύει την Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Κριτική ακόμη κάνουν (και μάλιστα οργίλη και φανατική) οι ποικίλοι μεσοπολεμικοί πολέμιοι του Καβάφη, όταν προσπαθούν, με όποιο μέσον έχουν στη διάθεσή τους, να διαμελίσουν τον Αλεξανδρινό, όπως κριτική κάνουν και οι πρώτοι μεταπολεμικοί όταν δοκιμάζουν να ορίσουν τις πολιτικές και τις αισθητικές διαφορές τους από τη γενιά του '30. Κι έχουμε επιπροσθέτως τις προσωπικότητες των κριτικών: από τις ιστορικές ή τις σύγχρονες μορφές της Εσπερίας, όπως ο Μοντεσκιέ και ο Τοντόροφ, ώς τους δικούς μας καθιερωμένους σημερινούς κριτικούς, όπως ο Γιάννης Δάλλας και ο Αλέξανδρος Αργυρίου. Έχουμε, όμως, και κάτι άλλο: το θαμμένο σε άψαχτα ακόμη αρχεία και συλλογές κριτικό υλικό του παρελθόντος, που έρχεται με διάφορες ευκαιρίες όλο και πιο συχνά στην επιφάνεια, αλλάζοντας κάθε τόσο (λιγότερο ή περισσότερο, δεν έχει σημασία) την εικόνα που εν παρόδω σχηματίζουμε για την ιστορία του λογοτεχνικού μας τοπίου.
Ευρύ φάσμα αναφορών
Ιδού, λοιπόν, το πεδίο στο οποίο κινείται ο Μουλλάς στη Δέκατη μούσα, όπως και το ευρύ (πολυσύνθετο και πολύτροπο) φάσμα των αναφορών του. Φύσει και θέσει αντιδογματικός, ο λόγος του Μουλλά αγγίζει τα πράγματα σε όλες τις πιθανές εκδοχές τους: η αλήθεια δεν είναι ποτέ μόνο μία και στο εσωτερικό τής κάθε αλήθειας θα βρούμε, αν θέλουμε κι αν ξέρουμε πώς να την αντιμετωπίσουμε, πολλές και αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους παραλλαγές. Τούτο δεν σημαίνει πως ο κριτικός παραδίδεται σ' έναν ανεξέλεγκτο σχετικισμό, όπου καμία τιμή δεν μπορεί να αξιολογηθεί σε χαμηλότερο ή υψηλότερο επίπεδο από την άλλη. Το ανάποδο: η πολυμέρεια της προσέγγισής του τον οδηγεί με ασφαλή τρόπο (με ό,τι μπορεί να σημαίνει η λέξη ασφάλεια στην κριτική) στα ερευνητικά του αποτελέσματα, παρέχοντας όσες περισσότερες εγγυήσεις γίνεται για την αξιοπιστία τους. Κι εδώ θα χρειαστεί να επισημάνω και κάτι άλλο: την ανάγκη του Μουλλά για κατά το δυνατόν αντικειμενικότερα ερμηνευτικά σχήματα -ανάγκη που είναι φανερή (διά γυμνού οφθαλμού ορατή) σε ολόκληρο το βιβλίο του. Η γραμμή την οποία απαιτεί συνεχώς ο κριτικός για τις ερμηνείες του είναι μία: από το μερικό στο συνολικό και από το ειδικό στο γενικό. Φαινόμενα και όχι μεμονωμένα επεισόδια, συνθετικές καταστάσεις και όχι ατομικές περιπτώσεις, κειμενοκεντρικά και όχι προσωποκεντρικά κριτήρια.
Και σ' ένα τέτοιο παιχνίδι παίρνουν σε κάθε περίπτωση μέρος ποικίλοι γνωστικοί κλάδοι και μέθοδοι ανάλυσης: η ιστορία και η θεωρία της λογοτεχνίας, η κοινωνιολογία και η μορφολογία του γούστου, η εκ του σύνεγγυς προσέγγιση, αλλά και ο ιστορικός, ο πολιτικός ή ο κοινωνικός ορίζοντας του λογοτεχνικού κειμένου. Εργαλεία όλα αυτά και, την ίδια ώρα, κλειδιά, για να καταλάβει και να εξηγήσει η κριτική το παλιό και το καινούργιο, το μεγάλο και το μικρό ή το προσωρινό και το μόνιμο. Δεν υπάρχει, νομίζω, αμφιβολία πως το βιβλίο του Μουλλά δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια συζήτηση που εκκρεμεί από καιρό. Μια συζήτηση που περιλαμβάνει στους κόλπους της δύο τουλάχιστον στόχους. Ο ένας είναι να μάθουμε καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει η κριτική στον παρόντα χώρο και χρόνο, διαμορφώνοντας επί καθημερινής βάσεως την προοπτική της. Ο άλλος είναι να μάθουμε καλύτερα τους προγενέστερους: τα προβλήματα και τις δυσκολίες τους, τους περιορισμούς και τις δυνατότητές τους, τις ελλείψεις και τις κατακτήσεις τους. Και όλα τούτα, βεβαίως, δεν είναι λίγα. Μοιάζουν, εξ αντιθέτου, πολλά και ιδιαζόντως απαιτητικά. Δεν διαγράφουν, ωστόσο, ταυτοχρόνως, μιαν εξαιρετικά ερεθιστική πρόκληση;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 12/04/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις