Νορβηγικό δάσος
Περιγραφή
O Xαρούκι Mουρακάμι, ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους μυθιστοριογράφους, συγγραφέας του αριστουργηματικού Κουρδιστού πουλιού, καταπιάνεται κι εδώ, με το δικό του, μοναδικό τρόπο, με υπαρξιακά ζητήματα – με τις ανθρώπινες προσδοκίες και με τον έρωτα, που είναι υπέροχος ακόμα κι όταν είναι άπιαστος.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Σπαραγμός και αυθυπέρβαση Ιαπώνων
Το αίσθημα της υπερήφανης και αξιοπρεπούς ήττας
«Ετσι είμαι φτιαγμένος εγώ: για να καταλάβω κάτι, πρέπει να το γράψω[...]συνεχίζω να γράφω αυτό το βιβλίο με την απελπισία του πεινασμένου που ρουφάει άψυχα κόκαλα»
(Από το βιβλίο σ.σ. 13 και 21)
Η αφήγηση εδώ δεν μοιάζει καθόλου, για παράδειγμα, με ό, τι παράγει το επιβλητικό ύφος του πολύτροπου Τζουνίτσιρο Τανιζάκι (1886-1965), όπου το παν διαχέεται μέσα στο άκρως διαβρωτικό κιάρο σκούρο των ευφυών αποδόσεων, ούτε ανακαλεί τις συνειδητά αμφίσημες εμπεδώσεις του μεγάλου μάστορα, του νομπελίστα Γιασουνάρι Καουαμπάτα (1899-1971), όπου οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες καταδυναστεύουν μαθηματικά την ύπαρξη. Περισσότερο κοντά στον «πραγματισμό» του Κόμπο Αμπέ (1924-1993) και στη νευρωσική αμεσότητα του άλλου νομπελίστα, του Κενζαμπούρο Οε, (1935-), η γραφή παρακολουθεί την πορεία των χαρακτήρων μέσα στον λαβύρινθο της μεταπολεμικής Ιαπωνίας, χωρίς τις φυγόκεντρες εξακτινώσεις ή τις γοητευτικές παλινωδίες του χειμαρρώδους, αλλά και λυσιτελούς ταυτόχρονα «Κουρδιστού πουλιού», που κυκλοφορεί ήδη και στη γλώσσα μας, σε μετάφραση του Λεωνίδα Καρατζά, από τις ίδιες εκδόσεις, και το οποίο λέγεται ότι είναι ό,τι αρτιότερο έχει γράψει έως σήμερα ο Χαρούκι Μουρακάμι (1949-).
Η παρατεταμένη αμηχανία του φοιτητή Τόρου Βατανάμπε, του κεντρικού ήρωα του εξαιρετικά βατού, ιδαίτερα επιτυχούς και από εμπορική άποψη «Νορβηγικού δάσους», κάθε άλλο παρά πλαστή είναι. Οι αλλεπάλληλες συναντήσεις του με τους παραλογισμούς, οι οποίοι συνέχουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όλες οι αποτυχημένες απόπειρές του να συναρμολογήσει έναν ικανό κι επαρκή εαυτό, ο οποίος θα υπερκεράσει τα αναπόφευκτα εμπόδια της ζωής, τα οποία οι ταγοί της ήδη του τα επισημαίνουν ανενδοίαστα, και βεβαίως οι εμπειρίες των πρώιμων, ματαίων ερώτων είναι επόμενο να τον αποκαρδιώσουν σε μεγάλο βαθμό. Δεν λυγίζει όμως. Ούτε σκέφτεται προς στιγμήν να διαπράξει τον σολοικισμό της αυτοκτονίας. Αλλα στελέχη της κοινωνικής κυψέλης, και μάλιστα μερικά από τα πλέον προσφιλή του, ας φεύγουν από τη ζωή το ένα μετά το άλλο εκουσίως. Ο προσεκτικός αναγνώστης, που θα μετρήσει τις αυτοκτονίες στις σελίδες 46, 254, 368 και 491, θα αισθανθεί να πέφτει βαριά πάνω του η σκιά του μεγάλου αυτόχειρα, τρεις φορές υποψήφιου για το βραβείο Νομπέλ, Κιματάκε Χιροάκα, γνωστότερου βέβαια ως Γιούκιο Μισίμα (1925-1970). Το σύνδρομο της αυτοκτονίας θα έλεγα ότι προσδίδει στο «Νορβηγικό δάσος», το οποίο ειρήσθω εν παρόδω παραπέμπει ευθέως στο ομώνυμο τραγούδι των Μπιτλς που περιέχεται στο περιώνυμο άλμπουμ τους «Rubber Soul», κάτι σκοτεινό και ανυποχώρητα δύσθυμο. Ενα αίσθημα υπερήφανης, αξιοπρεπούς ήττας. Είναι το καύχημα των κυριολεκτικών εραστών του θανάτου, των σαμουράι, που πάσχουν δήθεν από δυσοίωνη, ηρωική παράνοια.
Ο Τόρου Βατανάμπε συνιστά grosso modo, ένα είδος τολμητία του βίου, που επιμένει να κοιτάζει κατάματα τόσο την αθλιότητα των συγκυριών όσο και το ίδιο το τρομερό θηρίο της ετερότητας. Λόγω της συγγνωστής αδυναμίας του να αντιληφθεί σε βάθος τα αίτια και τα αιτιατά του σύγχρονου ιαπωνικού γίγνεσθαι, θα αναζητήσει βοήθεια και αρωγή ψυχής από τα τιμαλφή της δυτικοευρωπαϊκής πολιτιστικής παρακαταθήκης. Θέλοντας να συγκεράσει τις ιαπωνικές εννοιολογικές αποκλίσεις με τις καταστατικές τάσεις της παράδοσης των Ευρωπαιο-αμερικανών, ο στοχαστικός φοιτητής θα επιχειρήσει να χαράξει μια πορεία, η οποία εν τέλει θα αντιμετωπίζει με σθένος τη Χάρυβδη της αυτοϋπονόμευσης του εγώ και θα ακυρώνει, αντιστοίχως, εύκολα τη Σκύλλα της τυποποίησης του ατόμου. Ετσι επιστρατεύονται, μεταξύ άλλων, οι Τόμας Μαν, Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, Ιερώνυμος Δαβίδ Σάλιντζερ και Ρέιμοντ Κάρβερ. Ο Αρθούρος Σοπενχάουερ παρίσταται σε πλείστες περιπτώσεις, σταθερά πίσω από τις κειμενικές κουρτίνες, ως ωτακουστής, αλλά και ως υποβολέας (βλ. πχ. σελ. 12). Η έμμεση πλην σαφής αυτή παρουσία συνιστά έναν ασφαλή δείκτη της διαπολιτισμικής χροιάς, η οποία διαπερνά το «Νορβηγικό δάσος» από την αρχή έως το τέλος. Στη δε επιλογική αποστροφή: «Ο θάνατος του Κιζούκι με είχε διδάξει κάτι, μια πίστη που ένιωθα ότι την είχα κάνει δική μου, κομμάτι του εαυτού μου: Ο θάνατος υπάρχει, όχι ως το αντίθετο της ζωής, αλλά ως μέρος της» (βλ. σελ. 471 επ.), ο ασίγαστος Τόρου Βατανάμπε κλείνει ευθαρσώς το μάτι στον Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ (1770 - 1831), ο οποίος δογμάτισε αναλόγως: «Αλλά η ζωή του πνεύματος δεν φοβάται τον θάνατο, μήτε είναι απαλλαγμένη απ' αυτόν. Ζει μαζί του και διατηρείται ολόκληρη μέσα του».
Το σιταμάτσι και τα συμφραζόμενά του, τα οποία θυμίζουν έντονα την πολιτιστική ιδιοπροσωπία της περιόδου τού Εντο, έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στην εναντιωματική εκδοχή του πολυσχιδούς ύφους γιαμανότε, πολλές δεκαετίες προτού γεννηθεί ο Τόρου Βατανάμπε. Ετσι, όταν ο τελευταίος ακούει για τα επιτεύγματα του σιταμάτσι, αντιλαμβάνεται ότι στην πραγματικότητα έχει να κάνει με ένα τελεσίδικο πέρας, με ένα ακόμη φάντασμα του Εθνους του. Εισπράττοντας την καταλυτική ετυμηγορία της αντιπάλου κατηγορίας γιαμανότε, οριοθετεί τη βάση μιας απόλυτης αλήθειας, της μοναδικής δηλαδή αξίας που εμπεριέχεται στο παρόν, στην αιωνιότητα της κάθε στιγμής. Αντί να περιέλθει σε αυτοκτονική αφασία, ομιλεί, γράφει απερίσπαστος, κατεβαίνει βαθιά μέσα στο τώρα. Κι έτσι εν τέλει επιζεί. Μαζί του επιζεί υφολογικά και ο υβριδικός σε μεγάλο βαθμό Χαρούκι Μουρακάμι, παίζοντας διαρκώς με τις μορφές, μπολιάζοντας με μαεστρία τον λόγο του με τα αποκτήματα-ινδάλματα του δημιουργικού λόγου, που άνθησε και ανθεί ακόμη στην προσιτή πλέον Δύση.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/05/2007
Κριτικές
11/08/2011, 14:15
03/03/2010, 15:21