0
Your Καλαθι
Το κουρδιστό πουλί ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Περιγραφή
Ένα ολόκληρο σύμπαν ασύλληπτης κι απατηλής ομορφιάς από τον σπουδαιότερο Ιάπωνα μυθιστοριογράφο.
Η γάτα του Τόρου Οκάντα εξαφανίζεται κι αυτό αναστατώνει τη γυναίκα του, που γίνεται όλο και πιο απόμακρη.
Ύστερα αρχίζει μια σειρά από μυστηριώδη τηλεφωνήματα. Και καθώς ξετυλίγεται αυτή η συναρπαστική ιστορία, η απλή, μετρημένη και κάπως ανιαρή ζωή του Οκάντα (ο οποίος μαγειρεύει, διαβάζει, ακούει τζαζ και όπερα και πίνει μπίρα στο τραπέζι της κουζίνας του) έρχεται τα πάνω κάτω, και ξεκινάει ένα αλλόκοτο ταξίδι με αφανείς οδηγούς διάφορους παράξενους ανθρώπους, που ο καθένας έχει να διηγηθεί και μια ιστορία.
Ο Μουρακάμι γράφει για τη σύγχρονη Ιαπωνία και το σημερινό κόσμο, για την αποξένωση στις πόλεις και τα ταξίδια αυτογνωσίας, και σ' αυτό το βιβλίο, συνδυάζοντας αναμνήσεις από τον πόλεμο με μεταφυσικές ανησυχίες, όνειρα και παραισθήσεις, υφαίνει ένα ολόκληρο σύμπαν ασύλληπτης κι απατηλής ομορφιάς.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Εναντι της Ιστορίας, που απλώς καταγράφει το γεγονός, και των ΜΜΕ που καταφεύγουν στη κραυγαλέα μετάδοση της είδησης, η λογοτεχνία έχει τη σπάνια ικανότητα να συλλαμβάνει το βήμα, την ανάσα, το βλέμμα και την κίνηση του ανθρώπου. Υπό αυτή την έννοια κατορθώνει να τον αποκρυπτογραφήσει και να τον παρουσιάσει, μέσω της μυθολογίας του, ως οικουμενικό κάτοικο του εαυτού του και όχι απλώς ως κάτοικο ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού διαμερίσματος.
Υπερβαίνοντας τα επίπλαστα αυτά όρια, που συνήθως τον περιχαρακώνουν σε έναν ασφυκτικά περιορισμένης οπτικής κύκλο, η λογοτεχνία τον επαναπροσδιορίζει - και τον εμφανίζει όπως ακριβώς είναι: άνθρωπο -ό,τι κι αν σημαίνει, αν σημαίνει κάτι, αυτό.
Το εν λόγω πολύμορφο και πολυδιάστατο, μυστηριώδες ον, τμήμα του άγνωστου που το περιβάλλει, κι απ' το οποίο, σύμφωνα με την επιστήμη, πιθανώς να κατάγεται, παρουσιάζει ο Ιάπωνας συγγραφέας Χαρούκι Μουρακάμι (Κιότο, 1949), ο σπουδαιότερος πιθανώς διάδοχος του Τζουνιτσίρο Τανιζάκι (1886-1965), του Γιασουνάρι Καβαμπάτα (1899-1972) και του Γιούκιο Μισίμα (1925-1970). Στο ανά χείρας αποκαλυπτικό μυθιστόρημά του, υπό το πρόσχημα μιας πολυδαίδαλης, με πολλές διακλαδώσεις και διακυμάνσεις, ιστορίας, προσεγγίζει και διερευνά τον άνθρωπο από πολλές οπτικές γωνίες. Εκθέτοντάς τον στο προσκήνιο ως δημιουργό -και μόνο υπεύθυνο- των πράξεών του, κατορθώνει να «παγιδέψει» κάτι από το άγνωστο πλάσμα που υποκρύπτεται κάτω από τη μάσκα με την οποία εμφανίζεται. Αποφεύγοντας επιμελώς την αμφιλεγόμενη κλινική ρητορεία της ψυχολογίας, ο Χ.Μ. παρακολουθεί προσεχτικά τους ήρωές του, από μια κάποια απόσταση, καταγράφοντας, κυρίως, τις προαναφερθείσες πράξεις τους, με όλες τις λεπτομέρειες που τις συνιστούν: ομιλίες, ενέργειες, συμπεριφορές. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα γεγονότα, οι σκηνές και οι εικόνες του, ακόμη και κάποια εκκεντρικά επεισόδια, στερούνται συγκινησιακής θερμότητας. Η ελεγχόμενη αποστασιοποίηση, όμως, που επιλέγει, προκειμένου να παρουσιάσει τα δρώμενα στις σωστές τους υπαρξιακές διαστάσεις, και που η περιγραφή τους πιθανώς να τον οδηγούσε στη μελοδραματική εκδοχή τους, μια και επιλέγει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, επιφέρει τελικά πολύ πιο εντυπωσιακά, στιγμές στιγμές, μάλιστα, συγκλονιστικά αποτελέσματα.
Η μετουσίωση της άχρωμης καθημερινότητας
Σπάνιο προσόν του Χ.Μ. είναι η ικανότητά του να μετουσιώνει σε λογοτεχνικό γεγονός μια άχρωμη καθημερινότητα, της οποίας η ποιότητα καλλιεργεί στο έπακρο το «άξενο» των πόλεων, στην ψυχρή, μουντή, ουδέτερη ατμόσφαιρα των οποίων κινείται και αγωνίζεται να επιβιώσει ο κοινός άνθρωπος, που εδώ αντιπροσωπεύεται από το βασικό πρόσωπο του έργου. Την επίθεση αυτής της έτσι κι αλλιώς καταθλιπτικής ατμόσφαιρας ο Χ.Μ. την περιγράφει με καθόλου ωραιοποιημένο λόγο, από τον οποίο δεν λείπει, ωστόσο, μια κάποια ποιητική απόχρωση, κι ας μην του το επιτρέπει ο πίνακας της σύγχρονης δυτικοποιημένης Ιαπωνίας, απ' την οποία αντλεί το υλικό του. Γι' αυτό εξάλλου, πολύ φυσικά, τον σχεδιάζει χωρίς το παραμικρό φολκλορικό στοιχείο στα σκηνικά και στα κοστούμια. Η παραδοσιακή εξωτική ηθογραφία απουσιάζει εντελώς. Το μόνο που έχει απομείνει απ' αυτήν είναι τα ονόματα, αν και αυτά ακόμη έχουν υποστεί την αναπόφευκτη αλλοίωσή τους: μία από τις γυναίκες του έργου ονομάζεται Τζίντζερ. Με αυτό τον τρόπο, η ιστορία του, που εκτυλίσσεται ως μια εντυπωσιακή τοιχογραφία με πάρα πολλά επί μέρους κέντρα, έχοντας ξεπεράσει τον τοπικισμό της, λειτουργεί ως αντανάκλαση του σύγχρονου παγκόσμιου ανθρώπου ο οποίος κάθε άλλο παρά ηρωικός και μεγαλόσχημος εμφανίζεται στο προσκήνιο του έργου. Μια ενδιαφέρουσα περσόνα του είναι ο κεντρικός χαρακτήρας τού ανά χείρας πολυδιάστατου και πολύμορφου μυθιστορήματος.
Ο Τόρου Οκάντα είναι ένας ήσυχος, ήρεμος, χαμηλών τόνων, συνηθισμένος άνθρωπος. Ανεργος, περιφέρεται μέσα στο άδειο του σπίτι -και σε μια γκρίζα καθημερινότητα- αναζητώντας το μέλλον του και ένα λόγο ύπαρξης. Η σύζυγός του Κουμίκο τον διαβεβαιώνει ότι δεν χρειάζεται να δουλεύει, εφ' όσον εργάζεται αυτή. Τίποτε δεν συμβαίνει και τίποτε δεν μοιάζει πιθανό να συμβεί στη μονότονη, επίπεδη ζωή τους, που επαναλαμβάνεται ίδια και απαράλλακτη επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Σταδιακά, όμως, το «υπόγειό» της αρχίζει να αποκαλύπτει τα ποικίλα, σκοτεινά και ανεξιχνίαστα προσωπεία του. Την έναρξή τους εγκαινιάζει η εξαφάνιση της...γάτας του ζεύγους. Το ασήμαντο, έως και αφελές, αυτό γεγονός σηματοδοτεί την έναρξη μιας σειράς γεγονότων. Ενα πρώτο, τα ερεθιστικά τηλεφωνήματα που αρχίζει να δέχεται ο Οκάντα, το περιεχόμενο των οποίων σκιαγραφεί τον προβληματικό ψυχισμό της σύγχρονης απελευθερωμένης γυναίκας, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από τη συμπεριφορά διαφόρων άλλων γυναικών που εμφανίζονται στη ζωή του. Από τις πιο ενδιαφέρουσες η Μαγιού Κασαχάρα, που εκφράζει το «νέο θαυμαστό κόσμο». Στα δεκαέξι της χρόνια αυτονομείται και χαράζει ένα δικό της δρόμο, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραιτήτως ότι θα οδηγηθεί και σε ένα πιο ανθρώπινο αύριο. Το ίδιο σημαντικοί είναι και οι αντρικοί ρόλοι του θιάσου. Οπως, για παράδειγμα, ο υπολοχαγός Μαμίγια, μέσω της τραγικής ιστορίας του οποίου ο συγγραφέας ρίχνει ένα μελαγχολικό βλέμμα στην ιστορία της πατρίδας του, που ξεκινά από τα στρατόπεδα αιχμαλώτων, κατά τους ρωσοϊαπωνικούς πολέμους του 1938-39, και φτάνει μέχρι τις βόμβες της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, το 1945, για ν' αντικρίσει με φρίκη το ανθρώπινο κτήνος του πολέμου και τον αναπόφευκτο θάνατο της χαράς της ζωής, τον οποίο μοιραία συνεπιφέρει. Εξίσου ενδιαφέρων χαρακτήρας είναι ο αμοραλιστής Νομπόρου Γουατάγια, ανερχόμενος πολιτικός, κατασκευαστικό προϊόν των ΜΜΕ.
Η αναζήτηση της ταυτότητας
Στο λαμπερό σκοτάδι της σύγχρονης πραγματικότητας ο κύριος Οκάντα αναζητά την ταυτότητά του και τη χαμένη του σύζυγο, περιφερόμενος συμβολικά σ' ένα έρημο σπίτι και διαμένοντας για κάποιο διάστημα στον πυθμένα ενός ξεροπήγαδου. Θα εισπράξει μόνο σιωπή και μια άχρηστη αυτογνωσία: «Δεν είμαστε όλοι παγιδευμένοι κάπου στο σκοτάδι, όπου μας έχουν αφαιρέσει την τροφή και τον αέρα, κι έτσι πεθαίνουμε σιγά σιγά;» Οπότε: «Δεν υπάρχει τίποτε πιο απάνθρωπο στον κόσμο από την απόγνωση που δημιουργεί ή έλλειψη ελπίδας». Ωστόσο, κατά έναν περίεργο, θαυμαστά συγκινητικό τρόπο, μέσα απ' αυτή την αποκαρδιωτική διαπίστωση, αναδύεται μια κατάφαση ζωής. Κι αυτή είναι η άλλη, η πραγματική ομορφιά του «Κουρδιστού πουλιού».
Ο Χ.Μ. επιλέγει τη μέθοδο των εγκιβωτισμένων ιστοριών προκειμένου να σχεδιάσει το σύγχρονο ιαπωνικό μυθιστόρημά του, που εκτυλίσσεται ως αστυνομική περιπέτεια, διανθισμένη με μεταφυσικά και υπερρεαλιστικά στοιχεία. Με δεξιοτεχνία ξεπερνάει τον τοπικισμό του και μέσω της ιστορίας τού αντιήρωά του κατορθώνει να παρουσιάσει όχι μόνο μια φέτα ζωής, αλλά τη σκυθρωπή όψη του σημερινού παγκόσμιου ανθρώπινου τοπίου. Το κείμενό του, εξαιρετικής λογοτεχνικής ποιότητας, διατηρεί από την αρχή μέχρι το τέλος έναν απόλυτα σωστό ρυθμό που συνεχώς επιταχύνεται -με εντάσεις, κορυφώσεις, υπόκωφους κραδασμούς, ξαφνικές εκρήξεις, αινιγματικές εκφράσεις, υπαινικτικές κινήσεις, κραυγές, ψιθύρους, σιωπές, και με τη γραφή να λειτουργεί ως σχόλιο πάνω στο αιώνιο αίνιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης.
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 31/03/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις