0
Your Καλαθι
Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες υπήρξε το πρώτο βιβλίο του Musil και, παρ' όλο που το έγραψε σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, συγκαταλέγεται, σύμφωνα με την έγκυρη εφημερίδα Die Zeit, ανάμεσα στα εκατό αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα βιβλίο προφητικό, γιατί περιγράφει με ακρίβεια τις δικτατορίες του εικοστού αιώνα, αλλά αποτελεί και μια θαυμάσια ανάλυση της εφηβείας, που στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα.
Ο νεαρός Ταίρλες ανακαλύπτει συνεχώς τον εαυτό του και τον κόσμο, τρομάζει κι απορεί. Μέσα αε ένα αυστηρό ίδρυμα των αρχών του εικοστού αιώνα, όπου εκπαιδεύονται τα παιδιά των καλύτερων οικογενειών της Αυστρίας, συμβαίνουν τρομερά πράγματα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Η δυνητική προοπτική της μη-λύσης στον Μούζιλ θέλει να πει ότι κάθε νόμος, κάθε ρύθμιση και κάθε αρχή δεν είναι παρά μόνο συμβατικές. Μόνο όπου παρουσιάζεται η μεγίστη απώλεια κάθε βεβαιότητας και κάθε ιδιότητας, η απώλεια αυτή μπορεί να μετατραπεί σε έκσταση,σε πάθος να δούμε εκείνο που δείχνεται. Στον Μούζιλ δεν υπάρχουν σημασίες, υπάρχουν σχέσεις σημείων. Το υπόλοιπο είναι το ανείπωτο, δηλαδή το μυστικιστικό στοιχείο...» Μ. Cacciari («Krisiς»)
Η άποψη αυτή του Ιταλού κριτικού για την οπτική του Ρόμπερτ Μούζιλ (1880-1942) - δανεισμένη από κείμενο του Γ. Γαβριήλ, στο αφιερωματικό τεύχος (Νο 23/1981) του περιοδικού «Το Δέντρο» για τον Αυστριακό συγγραφέα- νομίζω ότι επισημαίνει εύστοχα τον κύριο άξονα της προβληματικής του σημαίνοντος αυτού πεζογράφου, ποιητή, δοκιμιογράφου και δραματουργού.
Η συγκεκριμένη θεώρηση είχε υπόψη της (και) το ημιτελές, βαρυσήμαντο μυθιστόρημα του τελευταίου, τον «Ανθρωπο χωρίς ιδιότητες». Ομως αυτό δεν έχει σημασία, αφού στον «...οικότροφο Ταίρλες», ένα από τα πρώτα πεζά του Μ., υπάρχουν εν σπέρματι σταθερές, οι οποίες καλλιεργήθηκαν και εκτέθηκαν αναλυτικότερα στο μεγάλο, έσχατο, πλην ανολοκλήρωτο έργο του συγγραφέα.
Ο «Ταίρλες» επανεκδόθηκε σε αναπλασμένη μετάφραση (τρίτη τον αριθμό μέσα σε μία εικοσιπενταετία) από τον Αλέξανδρο Ισαρη, ο οποίος με παρρησία δηλώνει στην κατατοπιστική του εισαγωγή ότι οι προηγούμενες εκδοχές του για μεταγλώττισση του δύστροπου αυτού κειμένου είναι «γερασμένες». Δήλωση ενός τελειομανούς, ο οποίος, ωστόσο, μας είναι άκρως απαραίτητος σε μια εποχή αδρανών αντανακλαστικών και στην περιοχή της μετάφρασης: εδώ ορισμένες κραυγαλέες κακοπάθειες της ελληνικής, όσον αφορά, μάλιστα, σημαντικά έργα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, περνούν απαρατήρητες ή και, το χειρότερο, δικαιολογούνται.
Το μυθιστόρημα αυτό παρουσιάστηκε το 1906 και προξένησε μεγάλη εντύπωση, γιατί επιχείρησε μια βυθομέτρηση της αρσενικής εφηβείας με νέους, για την τότε συγκυρία, ψυχολογικούς όρους. Συνομήλικο με το έργο του Βέντεκιντ «Ανοιξιάτικο ξύπνημα» και περίπου συγκαιρινό με τις πρώτες ανακοινώσεις της ψυχανάλυσης, όρισε το περίγραμμα μιας εντελώς διαφορετικής ψυχοαντίληψης και βιοαντίληψης: προφητικών «ανακοινώσεων» γύρω από συμπεράσματα, στα οποία εν πολλοίς σήμερα έχει καταλήξει η μορφολογική ψυχολογία. Ο Μούζιλ, ας μην ξεχνάμε, υπήρξε βαθύτατος γνώστης της φιλοσοφίας, της λογικής και της πειραματικής ψυχολογίας.
Ο Μούζιλ, όπως είχα γράψει παλαιότερα στη «Β», μαζί με άλλους υπεράξιους γερμανόφωνους συγγραφείς της εποχής του, εκπροσώπησε έναν πολιτισμό, ο οποίος λίγο πριν από την κατάρρευσή του αρθρώνει έναν λόγο εσχατολογικό, εκφραστή μιας επώδυνης διαίσθησης, πως κάθε γλώσσα (λογοτεχνική και άλλη) ήταν ήδη γλώσσα αυτού του τέλους. Η κουλτούρα, η οποία παρήχθη από το έργο των μεγάλων αυτών κεντροευρωπαίων, θεωρείται πλέον ένα είδος προλόγου σε μια «γενεαλογία της μοντέρνας τέχνης». Με άλλα λόγια, όπως φαίνεται πιο ανάγλυφα στον «Ανθρωπο χωρίς ιδιότητες», το άτομο εκείνου του πολιτισμού συλλαμβάνει ως εκπεσμό τη λειτουργία του έξω από τα δεδομένα πνευματικά όρια της συγκυρίας. Ετσι, καθετί νέο (απαραίτητα όχι απορριπτέο με τις αρχές της λογικής), πρέπει να εξορκιστεί ως μια υπόθεση τρόμου και ευτελισμού. Ισως και μιας οδύνης, η οποία δεν απέχει πολύ από την ηδονή μιας καταστροφής... Οχυρωμένοι μέσα σ' αυτήν την περισσότερο συναισθηματική άποψη, συγγραφείς όπως ο Μπροχ ή ο Μαν, ακόμη και ο Μούζιλ, καθηλώθηκαν στην παραδοσιακή γραφή, την οποία εξέτειναν μέχρι τα όριά της, σε σημείο αμέσως μετά απ' αυτούς, ως το μοιραίο επόμενο βήμα, να εμφανίζονται οι μοντερνιστές, η Γουλφ, ο Τζόις κ.ά.
Ο νεαρός, οικότροφος σε στρατιωτική σχολή, Ταίρλες (περσόνα, ώς ένα σημείο, του ίδιου του Μούζιλ, που είχε ανάλογες εμπειρίες στα εφηβικά του χρόνια), εκφράζει με τις απορίες του για τη λογική και τα χάσματά της, για τη διάσταση του αισθητηριακού και του διαισθητικού κόσμου, το μοντέρνο διαπορώντα περί όλων αυτών άνθρωπο. Ο ήρωάς μας, στην ηλικία του λακανικού καθρέφτη, προσπαθεί να γνωρίσει το σώμα του. Παράλληλα, μέσω της λογικής, αλλά και χωρίς να αφίσταται των σαρκικών του επιθυμιών (οι οποίες συνδέονται περίεργα με τα ψυχοδιανοητικά του ερωτήματα), προσπαθεί να εννοήσει την πραγματικότητα. Αυτή, όμως, μένει ανεξιχνίαστη, κρυμμένη, ίσως και πιο εύγλωττη, μέσα στη σιωπή: εκεί όπου δεν μπορεί να εισχωρήσει η λογική. 'Η, μάλλον, η δυνατότητα ομιλίας. Εκεί δεν κατέληξε η δραματουργία του Μπέκετ, μετά ασφαλώς τις «υποδείξεις» του Βιτγκενστάιν; («Για όσα δεν μπορεί να μιλήσει κανείς πρέπει να σωπαίνει»).
Ο, επίσης βιταλιστής, Μούζιλ βάζει τον ήρωά του να επιχειρεί μια σκοτεινή, μυστικιστική διαδρομή προς τη γνώση των πραγμάτων, μέσα από ψυχικές διεργασίες ρευστές και ακατανόητες στους γύρω του. Ο νεαρός οικότροφος κυκλοφορεί με απορία, αλλά και με μεγάλη ταχύτητα, ανάμεσα στο σωματικό και ψυχοδιανοητικό στοιχείο, αναμιγνύοντας και συγχέοντας τα όρια. Τα μαθηματικά δεν τον εκφράζουν έτσι όπως διδάσκονται (θέλει να εισχωρήσει στην ουσία αυτού που ονομάζει φανταστικό αριθμό) ούτε η απόλυτη μεταφυσική σκέψη του Καντ. Η ηθική τον ενδιαφέρει ως μια κοινωνική ανάγκη· έτσι, η επιστροφή στην πολιτισμική μήτρα στο φινάλε αυτό δηλώνει. Εν τω μεταξύ, μέσα από τη λίμπιντο έχει βιώσει μια εντελώς ερεβώδη κλίση του για τα σώματα των άλλων, η οποία, όμως, και πάλι ελέγχεται από ένα αξεδιάλυτο πλέγμα ψυχοδιανοητικών οχυρώσεων και απαιτήσεων. Δεν ξέρει εντέλει τι τον απωθεί και τι τον ελκύει στο επίπεδο του σαρκικού πόθου: ποιες δυνάμεις λειτουργούν αμφίδρομα και τον κρατούν μετέωρο; Οπωσδήποτε προτιμά το ευγενικό σώμα του συναδέλφου του Μπαζίνι, από το βρώμικο και χυδαία διαθέσιμο της πόρνης Μπόζενα. Ο πρώτος, με την ευτελισμένη του αξιοπρέπεια εντούτοις, εξαιτίας της ψυχικής και σωματικής κακομεταχείρισής του από τους αλαζόνες συμμαθητές τους Ράιτινγκ και Χοφμάγερ, δεν τον αποσπά εντελώς από την πρόθεσή του να ενηλικιωθεί στα όρια των δικών του αξιών. Τον απορρίπτει, λοιπόν, και αυτόν, όπως και τους άλλους δύο νεαρούς της παρέας, διαφωνώντας με τις κοσμοθεωρίες τους, που προοικονομούν ως κοινωνικά σύμβολα τους «υπερανθρώπους» του Γ' Ράιχ. Μπορεί στο τέλος να επιστρέφει ανακουφισμένος στη μητρική αγκαλιά ( ίσως στις αρχές της τάξης του, υπό μίαν κριτικορεαλιστική άποψη ή και από ανάγκη για επιστροφή σε μια γενικότερη αφετηρία, μετά την καταλυτική εμπειρία του οικοτροφείου), όμως όλα υπαινίσσονται ότι η ενηλικίωση έχει έλθει μέσα από τη συνείδηση της αναζήτησης μιας ουτοπίας.
Μετασχηματίζοντας τα σύμβολα του νεανικού του αυτού μυθιστορήματος σε σημεία μιας λογοτεχνικής (και, βεβαίως, όχι μόνο) στρατηγικής για το μέλλον, ο Μούζιλ θα προχωρήσει και στα επόμενα έργα του στην προσπάθεια (μιας ανέφικτης εν τέλει) διατύπωσης του ανείπωτου: στην εγκαθίδρυση ανοιχτών σχέσεων με τη διαδικασία έκφρασης του πιο «υψηλού» νοήματος, του αιωρούμενου και ασύλληπτου. Γι' αυτό ο «Ανθρωπος χωρίς ιδιότητες» έμεινε, μάλλον, «ανάπηρος»: για να δηλώσει τοις πράγμασιν τα πεπερασμένα όρια του συμβατικού συντακτικού, του λεξιλογίου μας, της λογοτεχνίας μη εξαιρουμένης. Ο Ταίρλες, μπροστά στο έκπληκτο καθηγητικό συμβούλιο, λίγο πριν πέσει η αυλαία της δράσης του μυθιστορήματος, μιλάει με σκοτεινότητα, ακατάληπτα, αλλά με ορμητικότητα για τα συμβάντα που προηγήθηκαν και τον χάραξαν. Μόνο ο ίδιος καταλαβαίνει την ποιότητα της ωρίμανσής του. Και εμείς, βέβαια, καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα, όχι ως απλοί, μοναχικοί αναγνώστες του βιβλίου, αλλά ως γνώστες, εκ των υστέρων, ενός ακόμα συνολικού βίου (του Μούζιλ) τον οποίο η λογοτεχνία δεν υπεραναπλήρωσε.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/01/2002
Ο νεαρός Ταίρλες ανακαλύπτει συνεχώς τον εαυτό του και τον κόσμο, τρομάζει κι απορεί. Μέσα αε ένα αυστηρό ίδρυμα των αρχών του εικοστού αιώνα, όπου εκπαιδεύονται τα παιδιά των καλύτερων οικογενειών της Αυστρίας, συμβαίνουν τρομερά πράγματα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Η δυνητική προοπτική της μη-λύσης στον Μούζιλ θέλει να πει ότι κάθε νόμος, κάθε ρύθμιση και κάθε αρχή δεν είναι παρά μόνο συμβατικές. Μόνο όπου παρουσιάζεται η μεγίστη απώλεια κάθε βεβαιότητας και κάθε ιδιότητας, η απώλεια αυτή μπορεί να μετατραπεί σε έκσταση,σε πάθος να δούμε εκείνο που δείχνεται. Στον Μούζιλ δεν υπάρχουν σημασίες, υπάρχουν σχέσεις σημείων. Το υπόλοιπο είναι το ανείπωτο, δηλαδή το μυστικιστικό στοιχείο...» Μ. Cacciari («Krisiς»)
Η άποψη αυτή του Ιταλού κριτικού για την οπτική του Ρόμπερτ Μούζιλ (1880-1942) - δανεισμένη από κείμενο του Γ. Γαβριήλ, στο αφιερωματικό τεύχος (Νο 23/1981) του περιοδικού «Το Δέντρο» για τον Αυστριακό συγγραφέα- νομίζω ότι επισημαίνει εύστοχα τον κύριο άξονα της προβληματικής του σημαίνοντος αυτού πεζογράφου, ποιητή, δοκιμιογράφου και δραματουργού.
Η συγκεκριμένη θεώρηση είχε υπόψη της (και) το ημιτελές, βαρυσήμαντο μυθιστόρημα του τελευταίου, τον «Ανθρωπο χωρίς ιδιότητες». Ομως αυτό δεν έχει σημασία, αφού στον «...οικότροφο Ταίρλες», ένα από τα πρώτα πεζά του Μ., υπάρχουν εν σπέρματι σταθερές, οι οποίες καλλιεργήθηκαν και εκτέθηκαν αναλυτικότερα στο μεγάλο, έσχατο, πλην ανολοκλήρωτο έργο του συγγραφέα.
Ο «Ταίρλες» επανεκδόθηκε σε αναπλασμένη μετάφραση (τρίτη τον αριθμό μέσα σε μία εικοσιπενταετία) από τον Αλέξανδρο Ισαρη, ο οποίος με παρρησία δηλώνει στην κατατοπιστική του εισαγωγή ότι οι προηγούμενες εκδοχές του για μεταγλώττισση του δύστροπου αυτού κειμένου είναι «γερασμένες». Δήλωση ενός τελειομανούς, ο οποίος, ωστόσο, μας είναι άκρως απαραίτητος σε μια εποχή αδρανών αντανακλαστικών και στην περιοχή της μετάφρασης: εδώ ορισμένες κραυγαλέες κακοπάθειες της ελληνικής, όσον αφορά, μάλιστα, σημαντικά έργα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, περνούν απαρατήρητες ή και, το χειρότερο, δικαιολογούνται.
Το μυθιστόρημα αυτό παρουσιάστηκε το 1906 και προξένησε μεγάλη εντύπωση, γιατί επιχείρησε μια βυθομέτρηση της αρσενικής εφηβείας με νέους, για την τότε συγκυρία, ψυχολογικούς όρους. Συνομήλικο με το έργο του Βέντεκιντ «Ανοιξιάτικο ξύπνημα» και περίπου συγκαιρινό με τις πρώτες ανακοινώσεις της ψυχανάλυσης, όρισε το περίγραμμα μιας εντελώς διαφορετικής ψυχοαντίληψης και βιοαντίληψης: προφητικών «ανακοινώσεων» γύρω από συμπεράσματα, στα οποία εν πολλοίς σήμερα έχει καταλήξει η μορφολογική ψυχολογία. Ο Μούζιλ, ας μην ξεχνάμε, υπήρξε βαθύτατος γνώστης της φιλοσοφίας, της λογικής και της πειραματικής ψυχολογίας.
Ο Μούζιλ, όπως είχα γράψει παλαιότερα στη «Β», μαζί με άλλους υπεράξιους γερμανόφωνους συγγραφείς της εποχής του, εκπροσώπησε έναν πολιτισμό, ο οποίος λίγο πριν από την κατάρρευσή του αρθρώνει έναν λόγο εσχατολογικό, εκφραστή μιας επώδυνης διαίσθησης, πως κάθε γλώσσα (λογοτεχνική και άλλη) ήταν ήδη γλώσσα αυτού του τέλους. Η κουλτούρα, η οποία παρήχθη από το έργο των μεγάλων αυτών κεντροευρωπαίων, θεωρείται πλέον ένα είδος προλόγου σε μια «γενεαλογία της μοντέρνας τέχνης». Με άλλα λόγια, όπως φαίνεται πιο ανάγλυφα στον «Ανθρωπο χωρίς ιδιότητες», το άτομο εκείνου του πολιτισμού συλλαμβάνει ως εκπεσμό τη λειτουργία του έξω από τα δεδομένα πνευματικά όρια της συγκυρίας. Ετσι, καθετί νέο (απαραίτητα όχι απορριπτέο με τις αρχές της λογικής), πρέπει να εξορκιστεί ως μια υπόθεση τρόμου και ευτελισμού. Ισως και μιας οδύνης, η οποία δεν απέχει πολύ από την ηδονή μιας καταστροφής... Οχυρωμένοι μέσα σ' αυτήν την περισσότερο συναισθηματική άποψη, συγγραφείς όπως ο Μπροχ ή ο Μαν, ακόμη και ο Μούζιλ, καθηλώθηκαν στην παραδοσιακή γραφή, την οποία εξέτειναν μέχρι τα όριά της, σε σημείο αμέσως μετά απ' αυτούς, ως το μοιραίο επόμενο βήμα, να εμφανίζονται οι μοντερνιστές, η Γουλφ, ο Τζόις κ.ά.
Ο νεαρός, οικότροφος σε στρατιωτική σχολή, Ταίρλες (περσόνα, ώς ένα σημείο, του ίδιου του Μούζιλ, που είχε ανάλογες εμπειρίες στα εφηβικά του χρόνια), εκφράζει με τις απορίες του για τη λογική και τα χάσματά της, για τη διάσταση του αισθητηριακού και του διαισθητικού κόσμου, το μοντέρνο διαπορώντα περί όλων αυτών άνθρωπο. Ο ήρωάς μας, στην ηλικία του λακανικού καθρέφτη, προσπαθεί να γνωρίσει το σώμα του. Παράλληλα, μέσω της λογικής, αλλά και χωρίς να αφίσταται των σαρκικών του επιθυμιών (οι οποίες συνδέονται περίεργα με τα ψυχοδιανοητικά του ερωτήματα), προσπαθεί να εννοήσει την πραγματικότητα. Αυτή, όμως, μένει ανεξιχνίαστη, κρυμμένη, ίσως και πιο εύγλωττη, μέσα στη σιωπή: εκεί όπου δεν μπορεί να εισχωρήσει η λογική. 'Η, μάλλον, η δυνατότητα ομιλίας. Εκεί δεν κατέληξε η δραματουργία του Μπέκετ, μετά ασφαλώς τις «υποδείξεις» του Βιτγκενστάιν; («Για όσα δεν μπορεί να μιλήσει κανείς πρέπει να σωπαίνει»).
Ο, επίσης βιταλιστής, Μούζιλ βάζει τον ήρωά του να επιχειρεί μια σκοτεινή, μυστικιστική διαδρομή προς τη γνώση των πραγμάτων, μέσα από ψυχικές διεργασίες ρευστές και ακατανόητες στους γύρω του. Ο νεαρός οικότροφος κυκλοφορεί με απορία, αλλά και με μεγάλη ταχύτητα, ανάμεσα στο σωματικό και ψυχοδιανοητικό στοιχείο, αναμιγνύοντας και συγχέοντας τα όρια. Τα μαθηματικά δεν τον εκφράζουν έτσι όπως διδάσκονται (θέλει να εισχωρήσει στην ουσία αυτού που ονομάζει φανταστικό αριθμό) ούτε η απόλυτη μεταφυσική σκέψη του Καντ. Η ηθική τον ενδιαφέρει ως μια κοινωνική ανάγκη· έτσι, η επιστροφή στην πολιτισμική μήτρα στο φινάλε αυτό δηλώνει. Εν τω μεταξύ, μέσα από τη λίμπιντο έχει βιώσει μια εντελώς ερεβώδη κλίση του για τα σώματα των άλλων, η οποία, όμως, και πάλι ελέγχεται από ένα αξεδιάλυτο πλέγμα ψυχοδιανοητικών οχυρώσεων και απαιτήσεων. Δεν ξέρει εντέλει τι τον απωθεί και τι τον ελκύει στο επίπεδο του σαρκικού πόθου: ποιες δυνάμεις λειτουργούν αμφίδρομα και τον κρατούν μετέωρο; Οπωσδήποτε προτιμά το ευγενικό σώμα του συναδέλφου του Μπαζίνι, από το βρώμικο και χυδαία διαθέσιμο της πόρνης Μπόζενα. Ο πρώτος, με την ευτελισμένη του αξιοπρέπεια εντούτοις, εξαιτίας της ψυχικής και σωματικής κακομεταχείρισής του από τους αλαζόνες συμμαθητές τους Ράιτινγκ και Χοφμάγερ, δεν τον αποσπά εντελώς από την πρόθεσή του να ενηλικιωθεί στα όρια των δικών του αξιών. Τον απορρίπτει, λοιπόν, και αυτόν, όπως και τους άλλους δύο νεαρούς της παρέας, διαφωνώντας με τις κοσμοθεωρίες τους, που προοικονομούν ως κοινωνικά σύμβολα τους «υπερανθρώπους» του Γ' Ράιχ. Μπορεί στο τέλος να επιστρέφει ανακουφισμένος στη μητρική αγκαλιά ( ίσως στις αρχές της τάξης του, υπό μίαν κριτικορεαλιστική άποψη ή και από ανάγκη για επιστροφή σε μια γενικότερη αφετηρία, μετά την καταλυτική εμπειρία του οικοτροφείου), όμως όλα υπαινίσσονται ότι η ενηλικίωση έχει έλθει μέσα από τη συνείδηση της αναζήτησης μιας ουτοπίας.
Μετασχηματίζοντας τα σύμβολα του νεανικού του αυτού μυθιστορήματος σε σημεία μιας λογοτεχνικής (και, βεβαίως, όχι μόνο) στρατηγικής για το μέλλον, ο Μούζιλ θα προχωρήσει και στα επόμενα έργα του στην προσπάθεια (μιας ανέφικτης εν τέλει) διατύπωσης του ανείπωτου: στην εγκαθίδρυση ανοιχτών σχέσεων με τη διαδικασία έκφρασης του πιο «υψηλού» νοήματος, του αιωρούμενου και ασύλληπτου. Γι' αυτό ο «Ανθρωπος χωρίς ιδιότητες» έμεινε, μάλλον, «ανάπηρος»: για να δηλώσει τοις πράγμασιν τα πεπερασμένα όρια του συμβατικού συντακτικού, του λεξιλογίου μας, της λογοτεχνίας μη εξαιρουμένης. Ο Ταίρλες, μπροστά στο έκπληκτο καθηγητικό συμβούλιο, λίγο πριν πέσει η αυλαία της δράσης του μυθιστορήματος, μιλάει με σκοτεινότητα, ακατάληπτα, αλλά με ορμητικότητα για τα συμβάντα που προηγήθηκαν και τον χάραξαν. Μόνο ο ίδιος καταλαβαίνει την ποιότητα της ωρίμανσής του. Και εμείς, βέβαια, καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα, όχι ως απλοί, μοναχικοί αναγνώστες του βιβλίου, αλλά ως γνώστες, εκ των υστέρων, ενός ακόμα συνολικού βίου (του Μούζιλ) τον οποίο η λογοτεχνία δεν υπεραναπλήρωσε.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/01/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις