0
Your Καλαθι
Ο πύργος της Βαβέλ
Περιγραφή
O Πύργος της Bαβέλ είναι ένα μεγαλόπνοο επίτευγμα, μια περιγραφή όλων των ιδιωτικών και δημόσιων παθών της Bρετανίας τη δεκαετία του 1960. Στην καρδιά του υπάρχουν δύο περιπέτειες: η οδυνηρή αγωγή διαζυγίου και η δίωξη ενός «άσεμνου» βιβλίου. H Φρεντερίκα, η ανεξάρτητη νεαρή ηρωίδα των προηγούμενων μυθιστορημάτων της Mπάιατ, έχει αιφνιδιάσει τους φίλους της με το γάμο της μ’ ένα νεαρό εφοπλιστή και μέλος της τοπικής αριστοκρατίας. Eνώ εκείνη και ο γιος της ζουν έγκλειστοι στο περιφραγμένο τους αγρόκτημα, ο γαμπρός της, ο Nτάνιελ, ακούει απελπισμένες φωνές από το τηλέφωνο, στην κρύπτη μιας αγγλικής εκκλησίας.
Nιώθουμε την υποβόσκουσα αμηχανία, τα υπόγεια ρεύματα σεξουαλικότητας και βίας. H ένταση ξεσπάει με αφορμή ένα βιβλίο· μια αφήγηση στημένη σε κάποια παρελθούσα επαναστατική εποχή, όπου μια ομάδα ανθρώπων αποσύρεται σ’ έναν πύργο για να ιδρύσει την ιδανική κοινότητα. Σ’ αυτό το βιβλίο, όπως και στα δικαστήρια, στα σεμινάρια ενηλίκων ή στην επιτροπή για «τη διδασκαλία της γλώσσας», οι άνθρωποι λειτουργούνόλο και πιο ομαδικά. Σε πολλούς έχει γίνει έμμονη ιδέα η προστασία τωννέων, αλλά η αντίληψη του συρμού που θέλει τα παιδιά αθώα κι ελεύθερα σιγά σιγά αρχίζει να φαντάζει ευσεβής πόθος και δη επικίνδυνος. Γύρω από τη Φρεντερίκα και τους φίλους της περιδινούν σύννεφα από μισοσχηματισμένες θεωρίες από τη θεολογική αντίληψη για το Θάνατο του Θεού και την ψυχολογία του Λενγκ μέχρι τη γέννηση της γλώσσας των υπολογιστών. Bρισκόμαστε στη δεκαετία όπου λαμβάνουν χώρα γεγονότα όπως η υπόθεση της Λαίδης Tσάτερλι, το σκάνδαλο Προφιούμο και η πρώτη κυβέρνηση Xάρολντ Oυίλσον. Στο όραμα της Mπάιατ η κυρίαρχη μεγαλοφυΐα της δεκαετίας του 1960 μοιάζει να είναι μια διασταύρωση μεταξύ Mαρκήσιου Nτε Σαντ και Xόμπιτ. H σύγχυση που επακολουθεί, χαρτογραφημένη με μεγαλοφυή και ευφάνταστη συμπάθεια, είναι εξίσου κωμική, όσο και απειλητική και παράδοξη.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η αγγλίδα συγγραφέας Α.Σ. Μπάιατ (γενν. 1936) συνέλαβε ένα τολμηρό και φιλόδοξο σχέδιο: μια σειρά μυθιστορημάτων με πρωταγωνίστρια μια νεαρή γυναίκα της δικής της γενιάς, παιδείας και ταξικής προέλευσης μέσα από την ενηλικίωση της οποίας θα κατέγραφε την πολιτισμική εξέλιξη της χώρας της από τα μονότονα χρόνια του 1950 στην κοινωνική επανάσταση της γενιάς του 1960.
Η Μπάιατ σχεδίασε τέσσερα μυθιστορήματα. Στο πρώτο (The Virgin in the Garden, 1978) η νεαρή Φρεντερίκα Πόρτερ, κόρη δύο μεσοαστών διανοουμένων, ξεκινά τη φοιτητική ζωή της στο Κέιμπριτζ, ενώ το δεύτερο (Still Life, 1985) τελειώνει με την ερωτική σχέση της ηρωίδας με τον αριστοκράτη Νάιγκελ Ράιβερ, τον πρώτο άντρα στη ζωή της που καταφέρνει να την αφυπνίσει σεξουαλικά.
Ο Πύργος της Βαβέλ είναι το τρίτο μυθιστόρημα της σειράς και ξεκινά έξι χρόνια μετά, το 1964, όταν η Φρεντερίκα είναι ήδη παντρεμένη και έχει αποκτήσει ένα γιο. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου γίνεται φανερό ότι η Φρεντερίκα δεν είναι ευτυχισμένη. Αποκλεισμένη σ' ένα απομονωμένο αγρόκτημα, μακριά από τους διανοούμενους φίλους της και τα βιβλία της με τα οποία έχει μάθει να ζει, χωρίς καμιά δημιουργική απασχόληση εκτός από τους ατέλειωτους, μοναχικούς περιπάτους στην αγγλική φύση, η νεαρή γυναίκα νιώθει παγιδευμένη. Ο μονίμως απών σύζυγός της της απαγορεύει κάθε ενασχόληση που δε σχετίζεται με τα καθήκοντά της ως μητέρας και συζύγου. Δε διστάζει, μάλιστα, να ασκήσει βία, προκειμένου να την κρατήσει κοντά του, έχοντάς την στην κυριολεξία φυλακισμένη και αποξενωμένη από κάθε τι που θυμίζει το φοιτητικό της παρελθόν. Έτσι, όταν η Φρεντερίκα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια επιβίωσης δραπετεύει, παίρνοντας μαζί της και το μικρό της γιο, ο αναγνώστης είναι βέβαιος ότι θα επακολουθήσουν πολλές σκηνές συζυγικών διαπληκτισμών και αντιδικίας.
Η αποτυχία όμως ενός γάμου που θα καταλήξει σε μια οδυνηρή αγωγή διαζυγίου δεν είναι το κεντρικό θέμα του Πύργου της Βαβέλ. Στόχος της Μπάιατ είναι να ερμηνεύσει τις αιτίες που οδηγούν την ανεξάρτητη, ευφυή ηρωίδα της στην επιλογή ενός τόσο αταίριαστου συντρόφου. Η εξήγηση που δίνει η Φρεντερίκα στην προσωπική, σχεδόν μαζοχιστική της, εξάρτηση από τον Νάιγκελ είναι η ερμηνεία της συγγραφέως για τη σεξουαλική παθολογία ολόκληρης της γενιάς εκείνης που έφτασε στην ενηλικίωση τη δεκαετία του 1950. Πρόκειται γι' αυτούς τους ανθρώπους που γαλουχήθηκαν με τα μυθιστορήματα του Ντ. Χ. Λόρενς, ο οποίος έβλεπε τον έρωτα ως «ένα μίγμα δύο υπάρξεων εκείνου κι εκείνης που δημιουργεί μια ύπαρξη νέα, μια ένωση καινούρια». Είναι αυτή η γενιά που ασπάστηκε το πιστεύω του Φόρστερ, ο οποίος υποστήριξε με πάθος την τέλεια σύνδεση και την απόλυτη ένωση. Στην προσπάθειά της να επαναπροσδιορίσει την ύπαρξή της, η ηρωίδα θα χρειαστεί να επανεξετάσει τις αρχές του φιλελεύθερου ουμανισμού στον οποίο βασίστηκε η εκπαίδευσή της. Θα καταλήξει, για παράδειγμα, στο μεταμοντέρνο πρότυπο της προσωπικότητας που δε στηρίζεται στην ένωση αλλά στην αντιπαράθεση, που δε λαχταρά τη σύντηξη αλλά το διαχωρισμό, αυτό που η ίδια ονομάζει διαστρωματώσεις του εαυτού και επιχειρεί να καταγράψει με έναν επίσης μεταμοντέρνο τρόπο γραφής, το κολάζ. Μόνο με αυτόν τον τρόπο της ασύνδετης γραφής η γλώσσα θα πάψει να μοιάζει με ένα δίχτυ φτιαγμένο από λέξεις και θα μπορέσει να αγκαλιάσει τα άσχετα μεταξύ τους κομμάτια στα οποία μοιάζει να διαλύεται η ζωή της Φρεντερίκα.
Ένα μεγάλο μέρος του πολυσέλιδου μυθιστορήματος της Μπάιατ είναι αφιερωμένο στη σχέση της Φρεντερίκα με το γιο της Λίο, ο οποίος, με το δικό του απαιτητικό τρόπο, πασχίζει να κρατήσει τους γονείς του μαζί και, όταν αυτό φαίνεται πια αδύνατο, γαντζώνεται πάνω της και διεκδικεί την πλήρη υποταγή της ευτυχίας της μητέρας του στη δική του. Μέσα από αυτή τη σχέση η Φρεντερίκα βιώνει την απολυτότητα της μητρικής αγάπης που φτάνει στα όρια της εξάλειψης της δικής της προσωπικότητας. Σκέψεις για την ευημερία του Λίο εναλλάσσονται με διλήμματα για τη σωστή αγωγή του, όταν η Φρεντερίκα γεμάτη ενοχές ανακαλύπτει πως κουβαλά στους ώμους της την ευθύνη της ευτυχίας του γιου της. Με αφορμή την εκπαίδευση του Λίο, η Μπάιατ καταγράφει τις διαφορετικές θεωρίες για την αγωγή και εκπαίδευση των νέων καθώς και τις επικρατέστερες παιδαγωγικές τάσεις στη Βρετανία του 1960 και δε διστάζει να καυτηριάσει μερικές απόψεις για τη διδασκαλία και τη μάθηση, όπως αυτές που παρουσιάζονται από την Κυβερνητική Έρευνα για τη διδασκαλία της Γλώσσας στην οποία συμμετέχουν άνθρωποι του περιβάλλοντός της. Αλλά και η ίδια η Φρεντερίκα αργά ή γρήγορα αναμιγνύεται με την εκπαίδευση προκειμένου να είναι οικονομικά ανεξάρτητη. Κάνει μαθήματα λογοτεχνίας σε ενηλίκους και διαβάζει ξανά τους αγαπημένους συγγραφείς της νιότης της για να ανακαλύψει πόσο παρωχημένοι είναι ο Λόρενς και ο Φόρστερ με το ρομαντικό τους πόθο για Σύνδεση και πόσο αποκομμένη είναι η αγγλική λογοτεχνία από την ευρωπαϊκή που δέχτηκε τις επιδράσεις του Νίτσε, του Φρόιντ, του Φλομπέρ, του Κάφκα, του Ντοστογέφσκι και του Προυστ. Με τη διάθεση αυτοανάλυσης που τη διακρίνει, τη σχολαστικότητα και την ευφυΐα της, η Φρεντερίκα μεταμορφώνεται σε μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, την ολοκλήρωση της οποίας ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει σε κάθε της φάση και με κάθε λεπτομέρεια μέσα από τις παρεμβάσεις της συγγραφέως, τις ανολοκλήρωτες συζητήσεις για την οικολογία, την αγάπη και την τέχνη, τις μισοσχηματισμένες θεωρίες για το κακό, το Θεό και τη γέννηση της γλώσσας, αλλά κυρίως μέσα από τα ημερολόγια της ηρωίδας. Υπάρχει στον Πύργο της Βαβέλ διάχυτη η εντύπωση ότι η Φρεντερίκα αρχίζει να ανακαλύπτει το συγγραφικό της ταλέντο και δεν έχουμε παρά να περιμένουμε το τέταρτο και τελευταίο μυθιστόρημα της τετραλογίας για να διαπιστώσουμε αν αυτό θα συμβεί.
Σε μια συνέντευξή της η Μπάιατ είχε εκφράσει το θαυμασμό της για το έργο της βικτοριανής συγγραφέως, Τζορτζ Έλιοτ, τονίζοντας το ευρύ κοινωνικό φάσμα, το πλήθος των χαρακτήρων και το γλωσσικό πλούτο των μυθιστορημάτων της προκατόχου της. Αν και ο Πύργος της Βαβέλ έχει σαφώς τα χαρακτηριστικά ενός μεταμοντέρνου μυθιστορήματος (πολλές αφηγηματικές ιστορίες που διαδραματίζονται ταυτόχρονα, χαλαρή πλοκή, συνύπαρξη μυθιστορηματικών και ιστορικών γεγονότων ή προσώπων, και πολλαπλούς γλωσσικούς κώδικες), διατηρεί παρ' όλα αυτά πολλά γνωρίσματα από το κλασικό αγγλικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Μια πρόχειρη καταμέτρηση των ηρώων που εμφανίζονται στον Πύργο της Βαβέλ ξεπερνά τους 100, χωρίς να υπολογιστούν σ' αυτό τον αριθμό τα ιστορικά πρόσωπα ή οι ήρωες από παραμύθια ή ιστορίες που συμπεριλαμβάνονται στο μυθιστόρημα. Μια τέτοια πληθώρα χαρακτήρων που ξεπερνά ακόμη και τις προδιαγραφές του Ντίκενς εκτός του ότι καθιστά αδύνατη μια ολοκληρωμένη παρουσίασή τους, δυσχεραίνει την ανάγνωση και απόλαυση του βιβλίου. Ο Μαρκ Τουέιν είχε παρατηρήσει ότι όταν ένας αμερικανός συγγραφέας δεν ξέρει τι τέλος να δώσει στην ιστορία του, σκοτώνει τους ήρωές του. Φαίνεται πως και η Μπάιατ, όταν αμφιβάλλει για την εξέλιξη της ιστορίας της, εισάγει νέους χαρακτήρες στη σκηνή.
Το αποτέλεσμα και βασικό μειονέκτημα του Πύργου της Βαβέλ είναι η πληθώρα χαρακτήρων, μερικοί από τους οποίους αρχικά υπόσχονται μια δυναμική παρουσία στην εξέλιξη του μυθιστορήματος, αλλά για κάποιο λόγο ποτέ δεν αναπτύσσονται πραγματικά, ώστε να συμμετέχουν λειτουργικά (όπως για παράδειγμα, ο γαμπρός της ή ο αδελφός της Φρεντερίκα, χαρακτήρες που ο αναγνώστης αναγνωρίζει από τα προηγούμενα μυθιστορήματα της τετραλογίας και αναμένει να δει την εξέλιξή τους). Το ίδιο συμβαίνει και με τις διάφορες μικρότερης σημασίας πλοκές τις οποίες η Μπάιατ εισάγει χωρίς ωστόσο ποτέ να τις αναπτύξει με πληρότητα και να εκμεταλλευτεί τη μεταφορική τους σημασία ως προς την κύρια πλοκή. Παράδειγμα αποτελούν τα μακροσκελή αποσπάσματα από το ουτοπικό βιβλίο Ο Πύργος της Βαβέλ: Ένα Παραμύθι για τα παιδιά της Εποχής μας, του περιθωριακού Τζουντ Μέισον, με τον οποίο η Φρεντερίκα γνωρίζεται στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου εκείνη παραδίδει μαθήματα λογοτεχνίας και εκείνος εργάζεται ως μοντέλο. Χρησιμοποιώντας τη γνωστή μεταμοντέρνα τεχνική του μυθιστορήματος μέσα στο μυθιστόρημα, η Μπάιατ εισάγει ολόκληρα κεφάλαια του βιβλίου του Μέισον στο δικό της μυθιστόρημα. Στα αποσπάσματα που επιλέγονται περιγράφεται η τραγική κατάληξη της προσπάθειας μιας ομάδας ανθρώπων σε παρελθούσα επαναστατική εποχή να ιδρύσουν μια ιδανική κοινωνία, όπου τα μέλη της θα είναι ελεύθερα να κάνουν πράξη κάθε τους κρυμμένη ή καταπιεσμένη επιθυμία. Η ανεμπόδιστη άσκηση των σεξουαλικών κυρίως ορμών καταλήγει στην καταστρατήγηση της αρχής της ελευθερίας του ατόμου και η ιδανική κοινωνία μοιάζει επικίνδυνα με τα Σόδομα του Ντε Σαντ. Είναι φανερό ότι ο στόχος της Μπάιτ είναι η κριτική όλων των ουτοπικών στοχαστών που οραματίστηκαν ιδανικές κοινωνίες, από τον Φουριέ ως τον Μάο, συμπεριλαμβανομένων και των αφελών ή και παράλογων ουτοπιστικών οραμάτων της δεκαετίας του 1960. Επιπλέον, επειδή το βιβλίο του Μέισον διώκεται λόγω του «πορνογραφικού» και «άσεμνου» περιεχομένου του, η υπόθεση αυτή καταλήγει στα δικαστήρια και δικάζεται παράλληλα με την αγωγή διαζυγίου της Φρεντερίκα. Ακολουθεί ένας μεγάλος αριθμός μονότονων καταθέσεων μαρτύρων καθώς και οι κουραστικές αγορεύσεις ενόρκων, δικαστών, συνηγόρων και δικηγόρων κατηγορίας και από τις δύο δίκες που σκοπό έχουν να σκιαγραφήσουν τα ήθη και τα έθιμα μιας εποχής ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στη δεκαετία όπου λαμβάνουν χώρα γεγονότα όπως η υπόθεση της Λαίδης Τσάτερλι, το σκάνδαλο Προφιούμο και η πρώτη κυβέρνηση Χάρολντ Ουίλσον.
Για μία ακόμη φορά η Μπάιατ επιχειρεί να σατιρίσει την τάση της εποχής να κρίνει τη λογοτεχνία, και την τέχνη γενικότερα, αναγωγικά και σε σχέση με την ικανότητά της να διδάξει και να νουθετήσει. Και η ίδια όμως η Μπάιατ δεν καταφέρνει πάντοτε να ξεπεράσει τον παραδοσιακό, ηθικοπλαστικό τρόπο αφήγησης. Παρά τη μεταμοντέρνα θεώρηση της μυθοπλασίας που φαίνεται να κυριαρχεί στον Πύργο της Βαβέλ, υπάρχει διάχυτη η νοσταλγία για μια εποχή που ο κόσμος της λογοτεχνίας είχε ηθικές αξίες και ήταν ακόμη κατοικήσιμος. Όπως και η ηρωίδα της, η Μπάιατ φαίνεται να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο παρελθόν το οποίο πρέπει να εκμεταλλευτεί και στο παρόν το οποίο πρέπει να δημιουργήσει. Είναι οπωσδήποτε ευκολότερο και πιο ασφαλές να απεικονίζει κανείς ένα αποσαφηνισμένο παρελθόν, όμως η Μπάιατ επέλεξε να περιγράψει τη νέα, μεταμοντέρνα εποχή στη γέννησή της και αυτό το δύσκολο εγχείρημα μοιραία περιέχει μειονεκτήματα, ασάφειες, ανακολουθίες και προβλήματα. Αναμφίβολα όμως αυτή η προσπάθεια δεν παύει να περιέχει κάτι το ενδιαφέρον, το προκλητικό, το ειλικρινές. Κι αυτό ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να το αναγνωρίσει ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του Πύργου της Βαβέλ.
Ντόρα Τσιμπούκη, ΤΟ ΒΗΜΑ, 02-08-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις