0
Your Καλαθι
Πόσο νεράκι ακόμα να κυλήσει
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Κυκλοφόρησε η τρίτη ποιητική συλλογή της έμμυς μπαξοπούλου, αφιερωμένη:
σ’ όλους που αόρατοι πασχίζουνε ανάμεσά μας.
Χωρισμένη σε τρεις ενότητες: Αρόδου φορτωμένα, Ξυράφια και ποτάμια (ένα σώμα), πόσο νεράκι ακόμα να κυλήσει;
Με δυο πεζοποιήματα στην αρχή και το τέλος της.
«Αποκοιμήθηκα μέσα σ’ ένα σπίτι, γιατί είχα ένα σπίτι για ν’ αποτραβιέμαι, να ησυχάζω, να ξεχνώ. Το ‘χτισε η μαγική φασολιά του Τζακ, η ανάγκη των χεριών να πλέκονται σε δίκλωνες πλεξούδες, τα φορεμένα μου ρούχα κι όλη η γύμνια που κουβαλώ.
Είναι δύσκολο να ξεχωρίσω τα χρώματα απ’ το πικρό μου αστέρι, να το χωρίσω σε λουρίδες, εδώ το φως, εδώ σκοτάδι, να διαλέξω. Μπερδεύονται οι σκιές στης κάμαρας τη χώρα. Γινόμαστε οι κάθε δυο που σμίγουν και χωρούνε στο ίδιο μαξιλάρι. Που ξεδιπλώνονται πηγές κι ανάποδα αναβλύζουν να στεριώνουν ένα εμείς, λουλούδι σαρκοφάγο να μας καταπίνει. Και έπειτα μας φτύνει.
Απλώνει η γύμνια, θέλει να ριζώσει, δε της φτάνει το δικό μας αίμα. Βαφτίζει αγάπη ό,τι θέλει να ξεφύγει, απ’ την ορφάνια. Τίποτα δε της φτάνει.
Κάθε πίστης μου, ο Προμηθέας πατέρας. Και ανεβαίνω μαζί του κι από το βράχο του κατρακυλώ, της αρνησιάς βροχή. Μονάχος, στη γύμνια του έρωτα και του θανάτου που είναι ίδια.
Και στου ύπνου -για να ζήσω- την πατρίδα.»
σ’ όλους που αόρατοι πασχίζουνε ανάμεσά μας.
Χωρισμένη σε τρεις ενότητες: Αρόδου φορτωμένα, Ξυράφια και ποτάμια (ένα σώμα), πόσο νεράκι ακόμα να κυλήσει;
Με δυο πεζοποιήματα στην αρχή και το τέλος της.
«Αποκοιμήθηκα μέσα σ’ ένα σπίτι, γιατί είχα ένα σπίτι για ν’ αποτραβιέμαι, να ησυχάζω, να ξεχνώ. Το ‘χτισε η μαγική φασολιά του Τζακ, η ανάγκη των χεριών να πλέκονται σε δίκλωνες πλεξούδες, τα φορεμένα μου ρούχα κι όλη η γύμνια που κουβαλώ.
Είναι δύσκολο να ξεχωρίσω τα χρώματα απ’ το πικρό μου αστέρι, να το χωρίσω σε λουρίδες, εδώ το φως, εδώ σκοτάδι, να διαλέξω. Μπερδεύονται οι σκιές στης κάμαρας τη χώρα. Γινόμαστε οι κάθε δυο που σμίγουν και χωρούνε στο ίδιο μαξιλάρι. Που ξεδιπλώνονται πηγές κι ανάποδα αναβλύζουν να στεριώνουν ένα εμείς, λουλούδι σαρκοφάγο να μας καταπίνει. Και έπειτα μας φτύνει.
Απλώνει η γύμνια, θέλει να ριζώσει, δε της φτάνει το δικό μας αίμα. Βαφτίζει αγάπη ό,τι θέλει να ξεφύγει, απ’ την ορφάνια. Τίποτα δε της φτάνει.
Κάθε πίστης μου, ο Προμηθέας πατέρας. Και ανεβαίνω μαζί του κι από το βράχο του κατρακυλώ, της αρνησιάς βροχή. Μονάχος, στη γύμνια του έρωτα και του θανάτου που είναι ίδια.
Και στου ύπνου -για να ζήσω- την πατρίδα.»
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις