0
Your Καλαθι
Τα νησιά
Περιγραφή
Η νησιώτικη Ελλάδα είναι το ένα από τα δυο σκέλη στα οποία η χώρα στηρίζει την ύπαρξή της, με τη συμβολή της στην εθνική οικονομία, από τη ναυτιλία, τον τουρισμό και την αγροτική παραγωγή.
Κάθε νησιώτικη ενότητα έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, τόσο σε εδαφολογική διαμόρφωση, όσο και σαν κοινωνία ανθρώπων με επιχειρηματική δραστηριότητα. Οι άνθρωποι εδώ διατηρούν ατόφιες τις δικές τους πολιτισμικές καταβολές, όπως τις κληρονόμησαν από τους προγόνους αλλά και τις επιδράσεις που δέχτηκαν από ξένες εθνότητες που συναντήθηκαν και έζησαν για χρόνια μαζί. Γενικά, παρουσιάζουν έντονες επιδράσεις από δυνάμεις που κατά καιρούς διαφέντεψαν τον τόπο τους και εξουσίαζαν τη ζωή τους. Διατηρούν, επίσης, αρχέγονα στοιχεία από τη ζωή και την καταγωγή τους. Στα όμορφα ακρογιάλια και στα γραφικά λιμανάκια, που άλλοτε λικνίζονταν οι τριήρεις του Οδυσσέα, τώρα αράζουν τα τρεχαντήρια και ξεψαριάζουν τα δίχτυα τους τα ψαροκάικα. Ίδιος ο τόπος, ίδια η ζωή σε μια άλλη μορφή.
[...] Κώστας Μπαλάφας
ΚΡΙΤΙΚΗ
O φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας την περίοδο 2000-2004 έχει παρουσιάσει μια σειρά μεγάλες φωτογραφικές εκδόσεις, από φωτογραφικό έργο 60 ετών, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικές κοινωνιολογικές καταγραφές ή ανθρωπολογικές μελέτες. H επίμονη και συχνά «υπερβολική» εκτίμησή του για τον άνθρωπο είναι και σε αυτό το βιβλίο απολύτως εμφανής. Και το αποτέλεσμα είναι αναμενόμενο. Οχι μόνο γιατί η θεματογραφία του βιβλίου είναι στενά συνδεδεμένη με τα ζητούμενα της εποχής κατά την οποία ξεκίνησε να φωτογραφίζει ο Μπαλάφας - τη δεκαετία 1940-1950 -, εστιασμένη κατά βάση στην καταγραφή του χώρου και του τρόπου ζωής των ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου, αλλά κυρίως γιατί η αναζήτησή του και εδώ επικεντρώνεται στη διατήρηση της γνήσιας ελληνικής παράδοσης.
Οι φωτογραφίες του μεταφέρουν μια μοναδική αίσθηση διάρκειας, όπου οι άνθρωποι, τα ήθη, τα έθιμά τους, οι ενασχολήσεις τους μοιάζουν να μη μεταβάλλονται μέσα στον χρόνο. Μοιάζει να μην είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Μπαλάφας επέλεξε να μη δώσει ημερομηνίες παραγωγής σε καμία φωτογραφία του βιβλίου του, όπως άλλωστε μαρτυρούν και οι λεζάντες τους, γραμμένες σε παρόντα χρόνο: «Ειδικοί τεχνίτες του μετάλλου κατασκευάζουν από παράδοση τα περίφημα λευκαδίτικα μαχαίρια που εξάγουν στην ηπειρωτική Ελλάδα».
Στη πραγματικότητα ο Μπαλάφας μάς αποκαλύπτει έναν κόσμο ανέγγιχτο, αμόλυντο, αγνό, ξεκομμένο από τις νέες συνήθειες και τις αλλαγές του χρόνου και μας δηλώνει την επιθυμία διατήρησής του στην αιωνιότητα. Πρόκειται για συγκομιδή φωτογραφιών από κάποια ταξίδια που έκανε κατά τη διάρκεια της ζωής του: στα Επτάνησα, στα νησιά του Αργοσαρωνικού, στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα, στις Κυκλάδες και στις Σποράδες.
Με τις φωτογραφίες του, που πολλές φορές δεν αποφεύγουν τη γραφικότητα, ψάχνει να βρει τον ελληνικό λαό μέσα από μια χειρονομία, τον τρόπο ζωής ενός έθνους σε μια γωνιά ενός κυκλαδίτικου δρόμου. Σε αντίθεση με τη μέθοδο λήψης του ομοτέχνου του Σπύρου Μελετζή και τα «ηρωικά» πορτρέτα του που καταλαμβάνονται από τη ρομαντικότητα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, η προσέγγιση του Μπαλάφα τον οδηγεί να επιλέξει ανθρώπους απλούς, καθημερινούς, με τους οποίους έχει κοινά πράγματα να ανταλλάξει.
Ο Μπαλάφας στέκεται δίπλα στον βοσκό που αρμέγει τα πρόβατά του στην Κρήτη, στον ψαρά που τακτοποιεί τα δίχτυα του στη Λευκάδα, στη γιαγιά που ζυμώνει πασχαλινά κουλουράκια στην Κάρπαθο. Είναι απορροφημένος από τον πόνο μιας γυναίκας που πενθεί, από την κατάνυξη κάποιου πιστού που περιμένει το θαύμα της Παναγίας, από την προσήλωση του λυράρη στο τραγούδι του, από το βλέμμα μιας μάνας που καμαρώνει την κόρη της.
Αυτός ο «αρχοντικός» λαός των νησιών ενσαρκώνει την αξιοπρέπεια και την ειλικρίνεια, έννοιες στις οποίες ο Μπαλάφας αποδίδει μεγάλη σημασία. Αντικρίζει τα αντικείμενά του όχι από την απόσταση κάποιου που αναζητεί μέσα από τον φακό να δώσει απαντήσεις σε αισθητικούς προβληματισμούς και προσωπικές αναζητήσεις που αφορούν τη φόρμα και το περιεχόμενο της εικόνας του.
Ο Μπαλάφας ταυτίζεται με τους ανθρώπους που φωτογραφίζει, παίρνει μέρος στα δρώμενα, νιώθουμε ότι μπορούμε να τον διακρίνουμε μέσα στις εικόνες του. Ετσι η φωτογραφική στιγμή του Μπαλάφα γίνεται μια βιογραφική αλλά ταυτόχρονα και ιστορική στιγμή, η διάρκεια της οποίας καθορίζεται από την πίστη και τις αξίες που ενστερνίστηκε σε όλη του τη ζωή.
Μοιάζει να έχει επιλέξει από πριν τι θα φωτογραφίσει. Σπανίως αναζητεί το απρόοπτο και οι φωτογραφίες του είναι άμεσες, χωρίς επιτήδευση, χωρίς περιττά «φτιασιδώματα», αποκλείοντας οποιαδήποτε αισθητικοποίηση στα θέματά του. Τα πορτρέτα του είναι τα περισσότερα μετωπικά, αγνοούν τις λεπτομέρειες του χώρου που τα περιβάλλουν, οι άνθρωποι σπανίως κοιτούν στον φακό. Αλλά υπάρχει και μια παρόμοια αίσθηση μετωπικότητας σε πολλές από τις τοπιογραφίες του. H ματιά του παρασύρεται από την ομορφιά του τοπίου, την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των Κυκλάδων, τα σπίτια στο Πυργί της Χίου διακοσμημένα με την τεχνική του «ξυστού».
H κοινωνική ευαισθησία στις φωτογραφίες του διακρίνεται ακόμη πιο πολύ όταν μας προσκαλεί σε σύγκριση δύο κόσμων, όπου μετά τη φωτογραφία της πλούσιας Καρπαθιώτισσας με την κόρη της μας αποκαλύπτει δύο άλλες φωτογραφίες με γυναίκες- μάνες, που ενώ φαίνονται παρόμοια ντυμένες εν τούτοις είναι πολύ φτωχότερες.
Οι καλύτερες φωτογραφίες του είναι πυκνές όχι με την έννοια των σκούρων ή καμένων τόνων, αλλά με την έννοια ότι είναι εμποτισμένες με μια ποσότητα ουσίας που προκύπτει από τον τρόπο που προσεγγίζει τα αντικείμενά του. Παίρνοντας ως παράδειγμα το πορτρέτο των δύο κοριτσιών του εξωφύλλου που στέκονται στο μπαλκόνι ενός παραδοσιακού σπιτιού στην Κάρπαθο, ενώ μπροστά τους, διαχυμένο στο φως, απλώνεται το βουνό και η θάλασσα. Εδώ δεν είναι η ουσιαστικότητα της επιφάνειας που εμποτίζει πέρα ως πέρα την εικόνα, αλλά η «καρπαθιώτικη» αίσθηση της απόστασης, μια αίσθηση του κενού ανάμεσα στη θάλασσα και στα κρεμασμένα σπίτια. Και κάτι περισσότερο, είναι σχεδόν αδύνατο να διαχωρίσουμε αυτή την ουσία από την παρουσία των δύο μορφών.
Παρ' ότι στο παρόν λεύκωμα, το τρίτο κατά σειρά του Μπαλάφα, από τις εκδόσεις Ποταμός σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη, δηλώνεται η διάθεση του εκδοτικού οίκου για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του φωτογραφικού έργου ενός σημαντικού «κλασικού» φωτογράφου, εν τούτοις υπάρχουν κάποια προβλήματα που αφορούν τη διάταξη και την τοποθέτηση των φωτογραφιών στις σελίδες του βιβλίου. Για παράδειγμα, καθώς πολλές φωτογραφίες «κολλούν» μεταξύ τους, δεν επιτρέπουν στον αναγνώστη να διακρίνει εύκολα το τέλος της μιας φωτογραφίας και την αρχή της άλλης. Επιπλέον η χρήση διαφορετικών φωτογραφικών «format» και ασύμμετρων άσπρων κενών ανάμεσα στις φωτογραφίες δυσκολεύει το ξεφύλλισμα του κατά τα άλλα εξαιρετικά εκτυπωμένου λευκώματος.
Αυτή η έκδοση του Μπαλάφα, όπως και οι προηγούμενες, καταλαμβάνεται από εμμονές σε επαναλήψεις πανομοιότυπων εικόνων, χαρακτηριστικό που ίσως έχει την αφετηρία του στους ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς που κρατούν τον Μπαλάφα δεμένο με τα γεγονότα που έζησε, συνδέοντας τις φωτογραφίες με μνήμες και αναμνήσεις γεμάτες νοσταλγία. «Τα νησιά» με αυτή την έννοια συνθέτουν εικόνα.
Κοιτώντας ξανά και ξανά το λεύκωμα, ίσως δεν είναι σκόπιμο να μείνουμε στην «κατάρα» των τυπογραφικών παραλείψεων ή να κρίνουμε τη φωτογραφική ικανότητα του Μπαλάφα, αλλά να ξαναδούμε μαζί του ακόμη μία φορά την Ελλάδα και πώς αυτός την έζησε.
NINA ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 31-10-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις