0
Your Καλαθι
Οι αόρατοι
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Το μυθιστόρημα αυτό δεν έχει σημεία στίξης. Θα παρακαλούσαμε τον αναγνώστη να αφεθεί στο χειμαρρώδες ύφος του και μετά τις πρώτες σελίδες, που αυτή η έλλειψη θα πάψει να τον ξενίζει, να απολαύσει έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους ιταλούς λογοτέχνες, διαπλέοντας ταυτόχρονα ένα ποτάμι, ένα ορμητικό ποτάμι: το ιταλικό κίνημα - από τις πηγές του στα 1968 μέχρι τις εκβολές του στις αρχές της δεκαετίας του '80. Αναμφίβολη κορύφωση το '77, εξαιτίας των ισχυρών ανέμων αυτονομίας που έπνεαν ενός πολύμορφου και πολυάριθμου κινήματος. Οι αόρατοι, οι ήρωες στο μυθιστόρημα του Μπαλεστρίνι, είναι αυτή η γενιά.
Μια γενιά έξω και ενάντια στα πολιτικά κόμματα, αλλά και δίχως κόμματα στη στίξη. Διότι η σύνδεση των νοημάτων ήταν αυτονόητη: το πολιτικό ταυτιζόταν με το προσωπικό, η καθημερινή ζωή ένα με την πολιτική δράση? η δε διάκριση των νοημάτων επίσης σαφής: εμείς κι εκείνοι? εμείς, οι οποίοι αναζητάμε την ταυτότητά μας μέσα στον ποταμό της νεότητάς μας και της δράσης μας, στον ποταμό που ποτέ δεν είναι ο ίδιος, και εκείνοι, οι καπιταλιστές, οι μπουρζουάδες, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, οι χριστιανοδημοκράτες, οι μαφιόζοι, τα στελέχη και τα μέλη του ιταλικού ΚΚ (συντηρητικά, ευρωσταλινικά και μικροαστικοποιημένα), οι συνδικαλιστές - για να πουλάνε τους αγώνες.
Σ' αυτό το ηρακλείτειο ποτάμι, όπου οι εμπειρίες αλληλοδιαδέχονταν η μία την άλλη, πού χώρος για τελείες; Ερωτηματικά; Όλο το κίνημα ήταν μια ερώτηση! Θαυμαστικά; Μια γενιά που θέλησε να αλλάξει τον κόσμο τι να θαυμάσει από τον παλιό που θέλησε να «καταστρέψει». Εισαγωγικά; Μια υπεκφυγή για κείνους που δεν θέλουν να πουν τα πράγματα με τ' όνομά τους, τους επαγγελματίες γραφιάδες. Άνω τελεία; Περιττή φιλολογική πολυτέλεια για «τους νέους με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες».
Μετά ήρθε η καταστολή. Ωμή, συνεπικουρούμενη από τα ΜΜΕ, έκανε τις σκευωρίες κανόνα του καθεστώτος εν ονόματι του «πολέμου κατά της ''τρομοκρατίας''», το Δίκαιο έγινε λάστιχο, το δίκιο σου δεν μπορούσες να τό βρεις. Γι' αυτό, φίλε αναγνώστη, να προσέχεις τι διαβάζεις! Να αποφεύγεις τα βιβλία χωρίς σημεία στίξης. Γιατί τώρα ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» παγκοσμιοποιείται.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Λίγα βιβλία «λογοτεχνίας» στις μέρες μας έχουν πραγματικό λόγο ύπαρξης, και ακόμη λιγότερα διαβάζονται με αληθινή σαρκική οδύνη. Το βιβλίο τού Νάνι Μπαλεστρίνι Οι αόρατοι (Gli invisibili, 1987) είναι ένα απ' αυτά. Είναι το βιβλίο με το οποίο ολοκληρώνεται η τριλογία La Grante Rivolta (Η μεγάλη εξέγερση), ντοκουμέντο της καυτής δεκαετίας 1968-77 στην Ιταλία, που επανακυκλοφόρησε σε συγκεντρωτική έκδοση το 1999 στο Μιλάνο. Τα δύο άλλα έργα που την απαρτίζουν είναι: Τα θέλουμε όλα, η αφήγηση της εργατικής εξέγερσης του 1969 με τα μάτια ενός νεαρού εργάτη από τη Νότιο Ιταλία στον βιομηχανικό Βορρά, και Ο εκδότης, μυθιστορηματική βιογραφία του εκδότη Τζάκομο Φελτρινέλι που προσχώρησε στον ένοπλο αγώνα και βρήκε τραγικό θάνατο από έκρηξη βόμβας το 1972 (και τα δύο κυκλοφορούν ήδη στα ελληνικά, από τις εκδόσεις «Στοχαστής» και «Γνώση», αντιστοίχως).
Πρόκειται λοιπόν γι' αυτό που καλούμε λογοτεχνία-ντοκουμέντο, από έναν προικισμένο συγγραφέα που έχει κατά πολλούς τρόπους συμμετάσχει στα ρεύματα της ιταλικής καλλιτεχνικής (και πολιτικής) πρωτοπορίας, από τα τέλη τής δεκαετίας του '50. Γεννημένος το 1935 στο Μιλάνο, ο Νάνι Μπαλεστρίνι εμφανίζεται το 1954-'56 στην ποίηση και στις αρχές της δεκαετίας του '60 συμμετέχει στο κίνημα της «νέο-πρωτοπορίας» που συσπειρώνεται γύρω από το περιοδικό «Il Verri» (ο Τζανφράνκο Σανγκουινέτι και ο Ουμπέρτο Εκο είναι μέλη του ίδιου κύκλου)· συνεργάζεται με τους ζωγράφους Πιέρο Μαντσόνι και Ενρίκο Μπάι στα περιοδικά «Il Gesto» και «Azimuth» και γράφει κείμενα για την πειραματική μουσική τού Λουίτζι Νόνο· το 1963 πρωτοστατεί στην ίδρυση της λογοτεχνικής ομάδας «Gruppo 63» στο Παλέρμο, και από το 1966 αρχίζει να παρουσιάζει μια σειρά μυθιστορημάτων που εμπνέονται υφολογικά από το γαλλικό nouveau roman, την αφηγηματική φόρμα τής «συνειδησιακής ροής», και αξιοποιούν ακόμη πιο πειραματικές μορφές όπως το κολάζ, το cut up και τη μείξη ποίησης, φωτογραφίας και ρεπορτάζ. Εργάζεται ταυτόχρονα στις εκδόσεις «Feltrinelli» και το 1969 συμμετέχει στην ίδρυση της οργάνωσης Potere Operaio («Εργατική Εξουσία»). Στα πογκρόμ του 1979 εκδίδεται ένταλμα σύλληψής του και διαφεύγει με σκι από τα Λευκά Ορη στη Γαλλία, για να επιστρέψει μόνο το 1984, όταν η δίωξη εναντίον του έχει καταπαύσει λόγω «έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων».
Το μυθιστόρημα Οι αόρατοι είναι σχεδιασμένο σαν ένα συγκλονιστικό χρονικό των λεγόμενων «χρόνων του μολυβιού», της σκοτεινής περιόδου από το 1977 ώς τα μέσα τής δεκαετίας του '80 όταν μια τυπική ευρωπαϊκή δημοκρατία με ισχυρό εργατικό και κοινωνικό κίνημα και με παράδοση αντιφασιστικών αγώνων, η Ιταλία μετατράπηκε σε εφιαλτικό ολοκληρωτικό καθεστώς, που η ωμότητά του υπερέβη πολλές συμβατικές δικτατορίες από τη στιγμή που τα θεμέλια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, και ο μηχανισμός διασφάλισης των συμφερόντων του, το αστικό κράτος, απειλήθηκαν σοβαρά από τη μεγάλη λαϊκή εξέγερση που κορυφώθηκε ανάμεσα στα 1968 και 1977. Πιστός σε μια παράδοση ρεαλισμού ιδιαζόντως ιταλική -ας θυμηθούμε τον ιταλικό κινηματογράφο από τη δεκαετία του '50 ώς τα μέσα του '70- ο Μπαλεστρίνι βάσισε τα κορυφαία δείγματα της γραφής του σε προσωπικές μαρτυρίες ανώνυμων ανθρώπων: το Τα θέλουμε όλα στηρίχτηκε στην προφορική αφήγηση ενός νεαρού προλετάριου, του Αλφόνσο Νατέλα, τον οποίον ο Μπαλεστρίνι μαγνητοφώνησε και ξανάγραψε προσθέτοντας αποσπάσματα από ντοκουμέντα και προκηρύξεις των αυτόνομων εργατικών συνελεύσεων της FIAT καθώς και άρθρα εφημερίδων της άκρας Αριστεράς, πασχίζοντας να αναπλάσει την εμπειρία εκείνου του κοινωνικού στρώματος που ιστορικά χαρακτηρίστηκε «εργάτης-μάζα» μέσ' από το παράδειγμα ενός μεμονωμένου προσώπου· στους Αόρατους, αντίστοιχα, η αφήγηση βασίζεται στην αληθινή ιστορία ενός νεαρού αυτόνομου, του Σέρτζο Μπιάνκι, τον οποίον ο Μπαλεστρίνι συνάντησε στη Γαλλία. Στο υλικό αυτό ενσωματώθηκαν αφηγήσεις άλλων εξορίστων καθώς και προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα, συντεταγμένες στο ύφος μίας και μοναδικής πρωτοπρόσωπης αφήγησης, που διαπνέεται από φωτογραφικό ρεαλισμό και υποτονίζει σκόπιμα κάθε ίχνος ψυχολογίας του ήρωα.
Υπάρχουν μία σειρά περαιτέρω υφολογικές καινοτομίες στις οποίες υποβάλλει ο συγγραφέας αυτό το πρώτο στρώμα του υλικού του, οι οποίες, παραδόξως, αντί να μετριάζουν κάνουν πολύ πιο δραστικό τον ωμό του ρεαλισμό. Εν πρώτοις, σε όλο το έργο δεν υπάρχει κάνενα απολύτως σημείο στίξης· χωρίς τελείες, κόμματα, ερωτηματικά, παρενθέσεις, αποσιωπητικά, ο λόγος τρέχει σαν φουσκωμένο ποτάμι κάνοντας τον αναγνώστη να λαχανιάζει πίσω του με τον παράλογο φόβο ότι η ροή των γεγονότων θα του ξεφύγει χωρίς να μπορεί να γυρίσει πίσω να ξαναδεί μία λεπτομέρεια ή ένα γεγονός. Ολα τα ονόματα ή άλλα αναγνωριστικά στοιχεία έχουν απαλειφθεί δίνοντας μία άχρονη, ιδεοτυπική βαρύτητα στα συμβάντα, ενώ τα ονόματα των ηρώων αντικαθίστανται αλληγορικά με ονόματα καρποφόρων δέντρων για τα πρόσωπα του κινήματος (Δάφνη, Κίνα, Κοκοφοίνικας, Φουντουκιά, Ιασμος) και σαρκοβόρων ζώων για τους διώκτες τους (ο αστυνόμος-Νυφίτσα, ο δικαστής-Λύγκας, ο λυκειάρχης-Μαντρόσκυλο κ.ο.κ.). Εκτός από τα 48 αριθμημένα κεφάλαια κατανεμημένα σε τέσσερα μέρη, η μόνη διαίρεση του κειμένου είναι ανά ισομήκεις σχεδόν παραγράφους, χωριζόμενες μεταξύ τους από την παύση μίας σειράς - ουσιαστικά, εάν συνυπολογίσει κανείς το απαρέγκλιτο ρυθμικό μέτρο της αφήγησης (που έχει διατηρηθεί έξοχα στην ελληνική μετάφραση), ποιητικές στροφές. Ο κριτικός Μάριο Σπινέλα είχε πρώτος επισημάνει αυτή τη λανθάνουσα στροφική δομή σε παλαιότερο πεζογραφικό έργο τού Μπαλεστρίνι -παρομοιάζοντάς το με το Επος του Ρολάνδου- και, πράγματι, συνειδητοποιεί κανείς ότι ανάμεσα στα εκπληκτικά υφολογικά επιτεύγματα του έργου είναι η διπλή, αριστοτεχνική ειδολογική μεσολάβηση: σε πρώτο επίπεδο ανάμεσα στην ιστορική καταγραφή και στη λογοτεχνική ανάπλαση, σε δεύτερο επίπεδο ανάμεσα στην αφηγηματική πρόζα και στη μετρική ποίηση.
Στην πραγματικότητα, εάν μιλάμε αυστηρά, η μεσολάβηση είναι τριπλή: διότι στην εκτύλιξη της πλοκής ο Μπαλεστρίνι επιβάλλει εν συνεχεία μια κινηματογραφική σύνταξη, αξιοποιώντας την τεχνική του μοντάζ. Υπάρχουν τουλάχιστον δέκα αφηγηματικά επεισόδια που φαντάζεται κανείς ότι συνδέονται ιστορικά με μια ορισμένη χρονική αλληλουχία -παιδικά χρόνια σε ένα θρησκόληπτο και αποπνικτικό χωριό τού Βορρά, κατάληψη του γυμνασίου από τους μαθητές, δημιουργία κοινοβίου, πολιτικής οργάνωσης και πειρατικού ραδιοσταθμού, διαδήλωση, παρεμπόδιση εκλογών, κατάληψη αποθήκης χημικών, σύλληψη, προανάκριση και δίκη, προφυλάκιση και μεταφορά σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, εξέγερση στις φυλακές υψίστης ασφαλείας και κτηνώδης σφαγιασμός της- όμως κατά την εξιστόρηση παρεμβάλλονται με τρόπο χρονικά ανακόλουθο και εξελίσσονται διακεκομμένα· μόνο στο τελευταίο μέρος του βιβλίου οι παράλληλες και αλληλοδιακοπτόμενες αφηγήσεις επιστρέφουν σε μία και μόνη δεσπόζουσα τελικά αφήγηση: τη ζωή στη φυλακή μετά το σαδιστικό σακάτεμα των εξεγερμένων, θλιβερό απολογισμό ταυτόχρονα ενός ονείρου που ακινητοποιήθηκε στην ανελέητη καταστολή, στον φόνο και στην προδοσία των «μετανοούντων», στο πέπλο της ανθρωποκτόνας σιωπής που σκεπάζει σιγά σιγά τα πάντα...
Είναι, όπως είπα, ένα βιβλίο που διαβάζεται με το σώμα, που η ανάγνωσή του πονάει σαν πληγή που δεν μπόρεσε ποτέ να κλείσει. Η γεύση του αίματος μπουκώνει σε όλα της τα διάκενα αυτή τη μοναδική γραφή. Οσοι έχουν γνωρίσει τη μακάβρια πίσω όψη του τέρατος που λέγεται αστική δημοκρατία, θα βρουν μέσα της την υπόμνηση ενός εφιάλτη που σε όλη τους τη ζωή προσπαθούν μάταια να ξεχάσουν - ενός εφιάλτη καταπνιγμένου, βωβού, που κανείς δεν έχει αυτιά να τον ακούσει· όσοι πάλι μέσα στην αυτάρεσκη άγνοιά τους νανουρίζονται με φαρσικές ρητορείες περί δημοκρατίας σαν απώθηση του μοναδικού ερωτήματος που θα έδινε νόημα στη συζήτηση -ποιος κατέχει τα μέσα παραγωγής, ποιος αγοράζει και πουλά την ανθρώπινη ζωή και μοίρα- θα βρουν, εάν θέλουν, εδώ ένα ισχυρό ξυπνητήρι για τη νάρκη τους.
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 08/04/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις