0
Your Καλαθι
Μεγαλεία και δυστυχίες των κουρτιζάνων
Περιγραφή
Η σύγχρονη Μητρόπολη, αυτό το οργιαστικό, κοινωνικό δάσος που το δαιμονικό του χαρακτήρα ανέδειξαν πρώτοι οι Μπαλζάκ και ο Μπωντλαίρ, είναι μια συμπυκνωμένη εικόνα της Κοινωνίας. Έτσι η φιγούρα του προικισμένου, φιλόδοξου νέου που έρχεται από την επαρχία για να «κερδίσει» το Παρίσι είναι σχεδόν αρχετυπική, θα λέγαμε, στον Μπαλζάκ. Δεν είναι τυχαίο που ο Λυσιέν ντε Ρυμπαμπρέ, ενσάρκωση της παραπάνω φιγούρας, είναι ο ήρωας που απασχόλησε τον Μπαλζάκ περισσότερα χρόνια από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο της Ανθρώπινης Κωμωδίας και πρωταγωνιστεί σε δύο από τα βαθύτερα και ωριμότερα μυθιστορήματά του, τις Χαμένες Ψευδαισθήσεις, και την συνέχειά του, το Μεγαλεία και Δυστυχίες των Κουρτιζάνων. Μέσα από το αρχετυπικό αυτό σχήμα, μέσα από τούτη την «αναμέτρηση» του Λυσιέν με το Παρίσι στις παραμονές της Ιουλιανής Επανάστασης του 1830, η οποία εισάγει τις κοινωνικές δομές και το οικονομικό σύστημα όπου βρίσκονται και οι δικές μας ρίζες, ο Μπαλζάκ δεν μας δίνει μόνο μια περιγραφή και ανάλυση της κοινωνίας αυτής, αλλά φέρνει στο φως και την βαθειά κρίση, το πρόβλημα που σοβεί σ' αυτόν τον κατ' εξοχήν «ανθρωπολογικό» αιώνα ο οποίος θέλησε να πραγματοποιήσει μια εποχή όπου ο άνθρωπος θα ήταν για τον εαυτό του ο μόνος Θεός και ο μόνος Κόσμος.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Φτωχή συγγενής της λογοτεχνικής οικογένειας, η μετάφραση κυκλοφορεί εν μέσω εκδοτικής ευημερίας ρακένδυτη και πένης (σχήμα λόγου βέβαια, αλλά η πραγματική κατάσταση του μεταφραστή λίγο απέχει!): ήταν και παραμένει υποτιμημένη, παραγνωρισμένη και σκιώδης, και αυτό παρ' όλη την καίρια συμβολή της στα πολιτισμικά πράγματα. Και απόδειξη της απαξιωτικής αντιμετώπισης της μετάφρασης, η ελάχιστη μνεία που της γίνεται από την πλειονότητα των βιβλιοπαρουσιάσεων: ωσεί φάντασμα, σπάνια αποτυπώνεται η δύσμοιρη στον καθρέφτη της κριτικής!
Πράγματι, για να παρακάμψουν την κοπιώδη (πλην όμως αναγκαία) αντιπαραβολή πρωτοτύπου και μεταφράσματος, οι περισσότεροι σχολιαστές λησμονούν αποινεί ότι το μετάφρασμα δεν είναι πρωτότυπο αλλά αναδημιουργία, ότι λογοδοτεί σε κάποιο άλλο κείμενο, ότι η αξία του δεν είναι ποτέ απόλυτη αλλά αποτιμάται πάντα σε σχέση μ' αυτό. Έτσι λοιπόν, είτε δεν λένε λέξη για την ιδιόχειρη σφραγίδα του μεταφραστή είτε καταφεύγουν στην αοριστία του αμήχανου καταληκτικού επαίνου: «Αψογη..., ρέουσα..., εξαιρετική η μετάφραση του τάδε», παραχώρηση αναξιόπιστη (καθότι αβασάνιστη) στον ανεκτίμητο και μηδέποτε επαρκώς εκτιμηθέντα μεταφραστικό μόχθο.
Αλλά, όπως κάθε παραγωγός πνευματικής υπεραξίας, ο μεταφραστής δικαιούται να αξιώσει μια τεκμηριωμένη κριτική. Θα μου πείτε, υπάρχει έγκυρη μέθοδος αξιολόγησης της μετάφρασης; Φρονώ πως ναι: το κριτήριο μιας καλής μετάφρασης ανιχνεύεται στην αδιάψευστη πιστότητά της (ή καλύτερα στην πρόθεση πιστότητάς της, γιατί η πιστή αντανάκλαση είναι προφανώς αίτημα ουτοπικό) σε αυτό που αποκαλώ συνεκτική ποιητική του πρωτοτύπου, δηλαδή στον διακριτό τρόπο του να βλέπει τον κόσμο, στην κοσμο-θεωρία του ή, όπως θα έλεγε ο Προυστ, στο «ύφος» του.
Ο κριτικός μετάφρασης είναι όπως ο κριτικός γαστρονομίας ο οποίος πρέπει πρώτα να απομονώσει τα υλικά, τα αρώματα, τις γεύσεις που συνθέτουν ένα πιάτο και ύστερα να εκτιμήσει αν η εκτέλεση του συγκεκριμένου μάγειρα αναδεικνύει την πολύπλοκη χημεία τους, τη σοφή ισορροπία τους.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε σε μετάφραση, προλογισμό και σημειώσεις του Ξενοφώντα Κομνηνού (στο ταλέντο του Ξ. Κομνηνού οφείλουμε επίσης μεταφράσεις του Κόνραντ, Ο αράπης του Νάρκισσου, Ζώδιον, 1986, Η γραμμή σκιάς, Ινδικτος 2000, του Ε. Γκόφμαν, Ασυλα, Ευρύαλος, 1994, καθώς και πρωτότυπα μυθιστορήματα αξιοπρόσεκτης γλωσσοπλαστικής δεινότητας, Τα παιδιά του Λειδινού, Έντομο 1992, Η μονή των Ασωμάτων, Ίνδικτος 2001). Το κολοσσιαίο (865 σελίδες!) μυθιστόρημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ (1799-1850) Μεγαλεία και δυστυχίες των κουρτιζάνων (Splendeurs et miseres des courtisanes). Μια επιφύλαξη ως προς την απόδοση του τίτλου: αυτό το «κουρτιζάνων» ηχεί αδέξιο, ακόμη περισσότερο που η γενική πληθυντικού είναι ασαφής ως προς το γένος (μολονότι ομολογώ ότι δεν βρήκα καλύτερη λύση), θα προτιμούσα δε το «αθλιότητες» για το miseres ή και τον παρωδιακό υπαινιγμό του ενικού «μεγαλείο και αθλιότητα...» κατά το «rise and fall of...»). Τούτο το έργο, μια ακόμη ψηφίδα στο μωσαϊκό της Ανθρώπινης κωμωδίας, δημοσιεύτηκε σπονδυλωτά από το 1838 ως το 1847: μέσα από μια ανεκδιήγητη, τυπικά μπαλζακική σειρά ερωτικών, οικονομικών, αστυνομικών, δικαστικών δολοπλοκιών, ο Μπαλζάκ αναπαριστά το Παρίσι στα πρόθυρα της Ιουλιανής Επανάστασης του 1830, ένα Παρίσι σύμβολο και επιτομή του προπετούς ατομικισμού που οικοδομείται ήδη πάνω στην τέφρα του χριστιανικού ανθρωπισμού. Η επική του αφήγηση, το πλήθος των ηρώων των οποίων οι τύχες ολοένα διασταυρώνονται στο κλεινό τούτο άστυ της ασωτίας εντυπωσίασαν τους αναγνώστες της εποχής του· η μοίρα του νεαρού ποιητή Λυσιέν ντε Ρυμπαμπρέ και της κοκότας Εστέρ, αθύρματα στα χέρια του εωσφορικού Ζακ Κολλάν, ο θρίαμβος, η πτώση και τελικά η αυτοχειρία των δύο άτυχων εραστών συγκίνησαν τόσο βαθιά, ώστε και αυτός ο Όσκαρ Γουάιλντ είπε ότι ο θάνατος του Λυσιέν ντε Ρυμπαμπρέ ήταν «ο μεγαλύτερος καημός της ζωής του».
Για τον μεταφραστή, οι απαιτήσεις του μπαλζακικού κειμένου είναι μεγάλες· από τις βασικότερες είναι ο σεβασμός της συντακτικής αλληλουχίας του: ο Ξ. Κομνηνός αναπαράγει ανελλιπώς τον ρυθμό ad majorem των περιόδων του Μπαλζάκ, που πάγια ξεκινούν με φράσεις σύντομες για να διογκωθούν προοδευτικά και να χωρέσουν τις θεωρητικές γενικεύσεις του συγγραφέα· αποφεύγει λοιπόν να τις κατατεμαχίσει σε μικρότερες ενότητες όπως κάνουν συστηματικά και αναίτια τόσοι μεταφραστές. Η Marion Ayton Crawford, φέρ' ειπείν, ή η Sylvia Raphael.
Πέρα όμως από τη χαρακτηριστική του σύνταξη, ο μπαλζακικός λόγος διακρίνεται για τον τεράστιο ιδιωματικό του πλούτο· οι ήρωες του Μπαλζάκ μιλούν χίλιες γλώσσες: άλλη η γαλλική των σαλονιών και άλλη του υποκόσμου, άλλη η γλώσσα των δικολάβων και άλλη η αργκό της φυλακής, άλλα τα στραπατσαρισμένα γαλλικά του γερμανόφωνου τραπεζίτη και άλλα τα μαργιόλικα γαλλικά της κουρτιζάνας.
Ο Ξενοφών Κομνηνός αναπαράγει τα τόσα ιδιώματα και γλωσσικά επίπεδα με ακρίβεια και ακμαία ευρηματικότητα. Βρίσκει την έμπνευσή του σε όλα τα αποθέματα της ελληνικής αργκό με την οποία είναι τόσο εξοικειωμένος όσο είναι με τη γαλλική ο Μπαλζάκ: «Η ανδρική κυλότα είναι μια τσιτωμένη. [...] Στην αργκό δεν κοιμάται κανείς, αβέλει τούφες» (σελ. 700) («une culotte est une montante. [...] En argot on ne dort pas on pionce»), ενώ οι θανατοποινίτες αποκαλούν την γκιλοτίνα «Μονή της Στανικής Αναβάσεως» (σελ. 701) («Abbaye de Monte-a-Regret»)!
Χαρισματικός μεταφραστής, ο Ξ. Κομνηνός βαδίζει άφοβα στα μυστικά μονοπάτια της μητρικής του γλώσσας, αιφνιδιάζοντας ολοένα τον αναγνώστη του: χρησιμοποιεί τεζάχι (σελ. 201) αλλά και μπεζαχτάς (σ. 277) για το comptoir, βαρτάλιζε (σελ. 259) για το baragouinait, δαψίλεια (σελ. 320) για το profusions, ευήθειες (σελ. 323) για το naivetes· οι νεολογισμοί δεν τον τρομάζουν, δείχνεται μάλιστα πιο σπινθηροβόλος ενίοτε και από αυτόν τον Μπαλζάκ: «Θα είναι σίγουρα κανένας από αυτούς τους μπηχτομάτηδες άνδρες» (σελ. 204) («qui ont l'oeil a femmes»)· είναι γόνιμος όταν πρόκειται να μεταλαμπαδεύσει τα ευφυολογήματα της αγοραίας Εστέρ: «Θέλω να κάνω τον άνθρωπό μου να περάσει ζωή και κοκότα» (σελ. 361) («heureux comme un coq en platre»), είτε αυτά του τετραπέρατου Ζακ Κολλάν: «Να' τον πάλι που έπιασε τη λύρα ή τους λήρους» (σελ. 103) («Encore des sonnets ou des sornettes!»), είτε ακόμη όταν αναπλάθει τα παρατσούκλια των κατεργαρέων που ενοικούν στο Μεγαλεία...: Αλάνης (Rouleur), Μπιρσίμης (Fil-de-Soie), Εφτάψυχος (Trompe-la-Mort)!
Δεν υστερεί όμως ούτε ο λυρικός του λόγος: η φλόγα μαρμαίρει (σελ. 39) (rayonne), «μια φυλλωσιά ακραγγίζει τα νερά» (σελ. 414) («un feuillage a fleur d'eau»), η πορσελάνη είναι «ραδινής λεπτότητας» (σελ. 322) (charmante)· είναι τέλος συχνά σαγηνευτική η ποιητική ρυθμικότητα της φράσης του: «Πάει καιρός τώρα που άκουγα να βουίζουν οι μεγάλες φτερούγες του ιλίγγου που ζυγιαζόταν πάνωθέ μου» (σελ. 634) («Il y a longtemps que j'entendais bruire les grandes ailes du vertige planant sur moi»).
Ζείδωρη γλώσσα!
Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου (μεταφράστρια), ΤΟ ΒΗΜΑ , 16-06-2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Χωρίς ψυχή, χωρίς καρδιά. Όλα νεκρώθηκαν... Θα πεθάνω εξαντλημένος. Θα πεθάνω από τη δουλειά και την αγωνία, το αισθάνομαι... Όχι μόνο η καρδιά και η ψυχή έχουν προσβληθεί, αλλά, σ' το λέω μόνο εσένα, χάνω τη μνήμη των ουσιαστικών και είμαι τρομερά αναστατωμένος. Το κεφάλι μου θολώνει. Δούλευε, μικρέ συγγραφέα της "Ανθρώπινης Κωμωδίας"...».
Με αυτό το απόσπασμα μιας από τις τελευταίες του επιστολές προς την αγαπημένη του Εύα Χάνσκα ξεκινούσαμε πριν από δύο χρόνια περίπου την παρουσίαση ενός άλλου βιβλίου του «μικρού συγγραφέα της Ανθρώπινης Κωμωδίας», του «Οίκου Νισενζέν». Και αν το επαναλάβαμε, είναι επειδή αυτή η τραγική αποστροφή του Μπαλζάκ παραμένει πάντα επίκαιρη, καθώς δίνει το μέτρο της αγωνίας του αυθεντικού δημιουργού μπροστά στο μη τελειωμένο έργο.
Το «Μεγαλεία και δυστυχίες των κουρτιζάνων» είναι ένα τυπικά μπαλζακικό μυθιστόρημα, με όλα τα χαρακτηριστικά της γραφής που κατέστησαν διάσημο το Γάλλο συγγραφέα: από τη συγκεκριμένου τύπου περιγραφή των κλειστών χώρων μέχρι την ατιθάσευτη λατρεία του για τους «ανθρώπινους τύπους», τα «Μεγαλεία» συνιστούν έναν από τους πιο ογκώδεις -και σημαντικούς- λίθους στο μεγαλεπήβολο οικοδόμημα της «Ανθρώπινης Κωμωδίας».
Το βιβλίο αυτό, του ακραιφνέστερου ίσως ρεαλιστή του 19ου αιώνα, ξεκινά με μία κατ' εξοχήν αντιρεαλιστική συνθήκη: σ' ένα χορό μεταμφιεσμένων· έτσι, δίνεται η ευκαιρία στο συγγραφέα να κάνει κάτι που μοιάζει με το «θέατρο μέσα στο θέατρο», κάτι που υπονομεύει την ακλόνητη αλήθεια της πραγματικότητας, αντιστρέφοντας τους όρους του παιχνιδιού: το ψεύδος της πραγματικότητας υπερφαλαγγίζει την κειμενική αλήθεια, κι η ρεαλιστική γραφή γίνεται μέρος της αντιρεαλιστικής ζωής που την τροφοδοτεί.
Η συνέχεια είναι η επιτομή της μπαλζακικής δεξιοτεχνίας και των συναφών εμμονών της: μέσα από ένα λαβύρινθο καταστάσεων και αφού ανεβάσει επί σκηνής έναν πολυπρόσωπο θίασο, πλέκει το ειδύλλιο ανάμεσα στο νεαρό Λισιέν ντε Ριμπαμπρέ και την Εστέρ με φόντο το Παρίσι του 1830. Έπειτα από αναρίθμητες περιπέτειες, δολοπλοκίες και πάσης φύσεως εμπλοκές, υποκινημένες από έναν από τους μεγαλύτερους ραδιούργους που γνώρισε η λογοτεχνία, τον Ζακ Κολάν, το ζευγάρι οδηγείται στην αυτοκτονία.
Η άποψη του Μπαλζάκ για το μυθιστόρημα είναι γνωστή, ρητή και αμετάκλητη: «Ο μυθιστοριογράφος είναι ο γραμματέας της Ιστορίας». Αυτή την άποψη επιβεβαιώνουν πανηγυρικά τα «Μεγαλεία...». Εκκινώντας από μία σχεδόν μαθηματική αντίληψη για τη λογοτεχνία, αποτελούν ένα καλό δείγμα, ίσως το σημαντικότερο, της μπαλζακικής γεωμετρίας: «Όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής διατυπώνονται με τύπους» (από το γενικό πρόλογο του Μπαλζάκ στην «Ανθρώπινη Κωμωδία» του, ένα πολύτιμο κείμενο όπου εκτίθενται οι βασικές αρχές της κοσμοθεωρίας του).
Είναι αδύνατον για τον αναγνώστη του 21ου αιώνα να κατανοήσει το τιτανικό σχέδιο της «Ανθρώπινης Κωμωδίας» αν δεν γνωρίζει το εσωτερικό, κλειστό, θεωρητικό σύστημα αναφοράς του συγγραφέα της. Ο Μπαλζάκ -ο οποίος σε όλη τη ζωή του υπήρξε πιστός καθολικός και αμετάπειστα φιλομοναρχικός, θεωρώντας μάλιστα πως ο χριστιανισμός είναι η μόνη δυνατή θρησκεία για τον άνθρωπο- ήθελε, με το μυθιστόρημα, να γράψει μια «ιστορία των ηθών», έχοντας μάλιστα πλήρη επίγνωση του μυθιστορηματικού ψεύδους: «Αλλά το μυθιστόρημα δεν θα ήταν απολύτως τίποτε αν, μέσα σ' αυτό το μεγαλοπρεπές ψέμα του, δεν ήταν αληθινό στις λεπτομέρειες».
Ο Μπαλζάκ λοιπόν επιφυλάσσει στον εαυτό του το ρόλο του ιστορικού των ηθών. Πιστεύοντας πως ο ρόλος του συγγραφέα είναι παραπληρωματικός του ιστορικού και του πολιτικού, εφοδιάζει τη λογοτεχνία του με εκείνο το άλλο στο οποίο οφείλει η γραφή να παραπέμπει, το οποίο στην περίπτωσή του είναι η ηθογραφία (ο όρος ας μην εκληφθεί υποτιμητικά) και η, ευρύτερα εννοούμενη βέβαια, πολιτική παρέμβαση. Έτσι όμως, ο Μπαλζάκ, έχοντας μια ιεραποστολική (πιθανόν υγιή στην εποχή του) αντίληψη για το μυθιστόρημα, εγκαινιάζει άθελά του, μια από τις παιδικές ασθένειες του ρεαλισμού: το διδακτισμό.
Γράφοντας την «Ανθρώπινη Κωμωδία» (γιατί έτσι πρέπει να τον δούμε: ως τον συγγραφέα του ενός και μοναδικού βιβλίου) και καθώς του περισσεύει η οξυδέρκεια και το ταλέντο, ο Μπαλζάκ γνωρίζει (σε μια πολύ πρώιμη εποχή) πως ουδέτερο μυθιστόρημα δεν μπορεί να υπάρξει· δεν μπορεί να υπάρξει αυθεντικό μυθιστόρημα που να μην κουβαλάει, έκτυπο κάποτε κάποτε, το στοχασμό του μυθιστοριογράφου, αυτή την κινητήρια δύναμη της γραφής, που συνδέεται μαζί της όπως το φίδι με την ουρά του. Έτσι, στα «Μεγαλεία», πέρα από τις συνήθεις εμμονές του (ο φιλόδοξος νέος που προσπαθεί να αναρριχηθεί στην παρισινή κοινωνία ή η personna της γυναίκας-μοίρας), παρενθέτει μικρά, αυτόνομα κομμάτια σκέψεων και στοχασμών που, εκτός από τη συγγραφική του δεινότητα, αναδεικνύουν το στοχαστικό του βάθος.
Εν κατακλείδι: τα «Μεγαλεία..», πέρα από τον κομβικό τους ρόλο στο σύνολο της «Ανθρώπινης Κωμωδίας», συνιστούν ένα από τα καλύτερα δείγματα του ανερχόμενου ρεαλισμού στα ταραγμένα μέσα του 19ου αιώνα.
Η μετάφραση του Ξενοφώντα Κομνηνού είναι από κείνες που κρύβουν πίσω τους τη συγκεκριμένη, αισθητικά και πραγματολογικά, άποψη του μεταφραστή. Κρύβει επίσης πραγματικό μόχθο, καθώς η απόδοση του μπαλζακικού κόσμου με τα μπαλζακικά γλωσσικά μέσα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο συχνά μακροπερίοδος λόγος, τα δύστροπα συντακτικά σχήματα και, κυρίως, οι πολλές, αναμειγνυόμενες ιδιόλεκτοι καθιστούν πολύ δυσχερή την απόδοσή τους. Σε πολλά σημεία ο μεταφραστής έχει εύστοχες και, συχνά, ευρηματικές λύσεις. Σε άλλα όμως, η μεταφραστική του άποψη τον προδίδει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, πέρα από μερικές μικρές, απολύτως συγγνωστές για ένα τέτοιο έργο αβλεψίες, είναι οι αποδόσεις ορισμένων επιθέτων της γαλλικής αργκό με λαϊκοφανείς, μη χρησιμοποιούμενες πλέον, ανατολικότροπες ή τουρκογενείς λέξεις, οι οποίες, όπως και να το κάνουμε, ηχούν παράταιρα σ' ένα κείμενο που γεννήθηκε στην καρδιά της Εσπερίας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/08/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις