0
Your Καλαθι
Πολύ αργά για ήρωες
Κείμενα για την εφηβική ηλικία μιας γενιάς
Περιγραφή
Η βραχνή φωνή του Μπομπ Ντύλαν και ο δυναμισμός του Νόρμαν Μέηλερ. Οι περιπλανήσεις του Τζακ Κέρουακ και τα παιχνίδια στη σκακιέρα του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ. Ο ανατόμος της απόγνωσης, ο Σάμιουελ Μπέκετ, και τα αινίγματα του Νίκου Καρούζου. Το τρελό ροκ-εντ-ρολ του Τζέρυ Λη Λιούις και η παράφορη ζωγραφική του Τζάκσον Πόλοκ. Η μεθυσμένη γραφομηχανή του Τσαρλς Μπουκόφσκι και το κόκκινο βλέμμα μιας γενιάς που αναζητάει την ταυτότητά της και θέλει να χαρτογραφήσει το χάος της σύγχρονης ζωής.
«Αν η ενηλικίωση διδάσκει ένα πένθος για την εφηβεία, ο Μπαμπασάκης είναι βέβαιο ότι ξέρει να πενθεί.»
Κωστής Παπαγιώργης, Αθηνόραμα
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αν ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης έχει πάρει κάτι, έστω και το ελάχιστο, από τον καθένα από τους δεκατέσσερις ήρωές του, τότε το «Πολύ αργά για ήρωες» είναι ασφαλώς μια υπό εξέλιξη αυτοβιογραφία. Και πρέπει να έχει πάρει, γιατί η γραφή τού Μπαμπασάκη παραπέμπει σε όλους μαζί αλλά και στον καθένα χωριστά, λες και έβαλε ο ίδιος σε μίξερ το απόσταγμα του έργου τους και τώρα απολαμβάνει το περιεχόμενό του σερβίροντάς το και σε μας υπό μορφή βιβλίου.
Οι ήρωες του Μπαμπασάκη είναι κολασμένοι ανατροπείς, αγγελικά πλασμένοι, που ιερουργούν με το ύφος, τη γλώσσα, τη μουσική, τη ζωγραφική, τη φιλοσοφία. Από τους δεκατέσσερις μόνο τρεις είναι εν ζωή: ο Νόρμαν Μέιλερ, ο Μπομπ Ντίλαν και ο Τζέρι Λι Λιούις ενώ ο μοναδικός έλληνας ήρωας είναι ο Νίκος Καρούζος. Φαντάζομαι ότι αν υπήρχαν και άλλοι Ελληνες που ήταν ανατροπείς και αμφισβητίες αλλά και που έπιναν όσο και ο Καρούζος, ίσως να έβρισκαν μια θέση στο πάνθεο των ηρώων της γενιάς του '80. Οι άλλοι δέκα ήρωες είναι, με τη σειρά που παρουσιάζονται, οι Τζακ Κέρουακ, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Τζάκσον Πόλοκ, Σάμιουελ Μπέκετ, Γουίλιαμ Μπάροουζ (για τον οποίο ο συγγραφέας έχει γράψει ολόκληρο βιβλίο στις εκδόσεις Οξύ), Μάλκολμ Λόουρι, Ράινερ Βένερ Φασμπίντερ, Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, Αντρέ Μπρετόν και Γκυ Ντεμπόρ. (Πολύ αδύναμο βρήκα το κείμενο για τον Τζέρι Λι Λιούις. Πρόκειται για έναν καλλιτέχνη, που σε όλο το αυτοκαταστροφικό διάβα της ζωής του έσπειρε παντού καταστροφή, έκανε πολύ κόσμο δυστυχισμένο με το πείσμα, την αλαζονεία, την παιδοφιλία και τον εγωκεντρισμό του αλλά φυσικά ήταν μεγάλος καλλιτέχνης του ροκ-εν-ρολ. Το κείμενο είναι αδύναμο διότι δεν το έχει γράψει ο Μπαμπασάκης αλλά ο Νικ Τότσις και ο συγγραφέας απλώς το διασκεύασε μεταφράζοντάς το, αν και, κατά τη γνώμη μου, κακώς παρεισέφρησε ο «σκανδαλιάρης ταραξίας του Νότου» στους ήρωες του βιβλίου.)
Διαπιστευτήρια για να χαρακτηριστούν «ήρωες» οι πρωταγωνιστές του Μπαμπασάκη είναι ο αλκοολισμός, το τσιγάρο και το τσιγαριλίκι, ο παραλογισμός, το πάρε-δώσε με τοξικές ουσίες, ο ασυναρμολόγητος βίος, το χάος των αντιφάσεων, τα σκοτεινά τοπία του ιδιωτικού οράματος, οι συναναστροφές με το περιθώριο και οι εμπλοκές με τον νόμο.
Αλλά το κύριο διαπιστευτήριο είναι το έργο να αγγίζει την τρέλα, να χαρακτηρίζεται από έλλειψη συμβατικότητας και σοβαροφάνειας, να είναι επαναστατικό, δυνατό και να ξεχειλίζει από ανατροπές. Βέβαια υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ του αρχιμάστορα του λόγου Ναμπόκοφ και του καταθλιπτικού Λόουρι, του βετεράνου των κοινωνικών συγκρούσεων και κυκλοθυμικού Μέιλερ και του εφιαλτικού Μπουκόφσκι, του επαναστάτη Μπρετόν και του συνεχώς «στο δρόμο» Κέρουακ, αλλά κοινός παρονομαστής όλων είναι η μέθη της δημιουργίας και η λυτρωτική αφαίρεση της λογοτεχνίας. Ολες οι μονογραφίες των ηρώων είναι καλογραμμένες, με αληθινό πάθος, αυθεντική αφοσίωση και πρωτοφανή διαίσθηση του σημαίνοντος λόγου. Ο Μπαμπασάκης έκανε μια περίφημη χαρτογράφηση δεκατεσσάρων μορφών των γραμμάτων, της μουσικής ροκ, του κινηματογράφου και της ζωγραφικής του 20ού αιώνα που επηρέασαν με το έργο τους πολλούς ομοτέχνους τους ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της γενιάς του συγγραφέα, η οποία φαίνεται ότι τον εξουσιοδότησε να μιλάει για λογαριασμό της τουλάχιστον στον τομέα του Beat και του Rock 'n' Roll.
Ο υπότιτλος του βιβλίου είναι «Κείμενα για την εφηβική ηλικία μιας γενιάς» και αυτό εξηγεί τον τίτλο «Πολύ αργά για ήρωες». Αραγε, «πολύ αργά» υπό την έννοια ότι δεν είμαστε πια νέοι για να έχουμε καινούργιους ήρωες; «Πολύ αργά» για τον κόσμο να έχει ήρωες επειδή ζει σε μια μίζερη εποχή; Ή «πολύ αργά» για τους ήρωες διότι δεν υπάρχει πια κοινό να τους λατρεύει; Δεν θα συμφωνούσα με καμία από τις τρεις εκδοχές, διότι ήρωες συνεχώς θα υπάρχουν, ακόμη και του διαμετρήματος των ηρώων της γενιάς του Μπαμπασάκη. Ας μην εκπλαγεί ο αναγνώστης αν σε λίγα χρόνια κυκλοφορήσει ένα άλλο βιβλίο με τον ίδιο τίτλο και με ήρωες τους Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ, Τρούμαν Καπότε, Ζαν Ζενέ, Μαρσέλ Ντισάν, Ρέιμον Κάρβερ, Μπομπ Κάουφμαν, Χένρι Μίλερ, Πιερ Πάολο Παζολίνι, Αλεν Γκίνσμπεργκ, Ελβις Πρίσλεϊ, Πολ Μπόουλς, Τομπάιας Γουλφ, Τζανέτ Γουίντερσον, Πάτι Σμιθ, Τζακ Χίρσμαν, Τομ Γουέιτς, Μιχάλη Κατσαρό, Ηλία Πετρόπουλο και άλλους, λάτρεις του ποτού, όμορφα καταραμένους, αυτόφωτους αστέρες, που έζησαν με το ένα ποδάρι στη σκιά και με το άλλο στο κέντρο της αυτοδίδακτης δημιουργικότητάς τους και των «ηρωικών» εξελίξεων της εποχής τους. Οι ήρωες που διάλεξε ο συγγραφέας υπήρχαν και υπάρχουν παντού σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης.
Στην εισαγωγή του ο Μπαμπασάκης γράφει: «Οι ήρωές μου είναι αγριολούλουδα, και είθε να παραμείνουν». Αυτό μου θυμίζει ένα παλιό αμερικάνικο λαϊκό τραγούδι που το τραγουδάει η πληθωρική Ντόλι Πάρτον και φέρει τον τίτλο «Wildflowers don't care where they grow» τουτέστιν τα αγριολούλουδα δεν πολυσκοτίζονται πού φυτρώνουν.
Ντίνος Σιώτης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 22-07-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης, γνωστός συγγραφέας, εκδότης περιοδικού και μεταφραστής, κυρίως αμερικανικής και αγγλοσαξωνικής λογοτεχνίας, μας ανακοινώνει σε ένα ενιαίο αυτή τη φορά σώμα, τις αγαπημένες του μορφές από το χώρο της τέχνης και της σκέψης, κάνοντάς μας παραλήπτες, ταυτόχρονα, προσωπικών εξομολογήσεων περί του ζην.
Δημοσιευμένα τα περισσότερα κείμενα του βιβλίου αυτού σε διάφορα περιοδικά, κατά κύριο λόγο, όπως και στη «Βιβλιοθήκη», τα τελευταία χρόνια συνιστούν ένα είδος προσωπικού, ελεγειακού «λευκώματος» («άλμπουμ» φιλολογικών «εραστών», θά 'λεγα) και μαζί, ας πούμε, μια κάποια δήλωση βιοθεωρητικών αρχών...
Δεκατέσσερα πρόσωπα, εξέχουσες φυσιογνωμίες το καθένα στο χώρο του (από τον Νίκο Καρούζο έως τον Γκι Ντεμπόρ και από τον Νόρμαν Μέιλερ ή τον Τζάκσον Πόλοκ μέχρι τον Μάλκολμ Λόουρι και τον Αντρέ Μπρετόν), αποτελούν τη βασική πινακοθήκη των «μύθων» του συγγραφέα, πλαισιωμένα από τρία ανεξάρτητα, θεωρητικά και ποιητικού ύφους κομμάτια.
Οι προσωπικότητες που δεξιώνεται ο Μπαμπασάκης, κατά κάποιο τρόπο αυτοβιογραφούνται διά χειρός οικοδεσπότη, προτείνοντας τα πεπραγμένα τους ως ένα ακόμα έργο Τέχνης. Εδώ και δύο δεκαετίες ο Γ. Ι. Μπαμπασάκης, μαζί με ορισμένους ακόμα ομηλίκους του συγγραφείς, όπως π.χ. τον Θάνο Σταθόπουλο και τον Γιάννη Τζώρτζη, δημοσιοποιεί με διάφορους τρόπους τα θερμά του αισθήματα για μια γκάμα διανοουμένων και καλλιτεχνών, η οποία φιλοξενεί κυρίως «μπιτ» εκπροσώπους σε διάφορες παραλλαγές αυτής της έννοιας. Με μια όχι και πολύ μεγάλη ελευθερία, μπορούμε, ξεφεύγοντας από γραμματολογικούς περιορισμούς, να αντιμετωπίσουμε τη συγκεκριμένη έννοια ως εκφραστική ενός αντικομφορμιστικού πνεύματος, μιας αποκλίνουσας, σχεδόν «καταραμένης» στάσης ζωής.
Κατά τον Μπαμπασάκη, ο Μπρετόν είναι και αυτός, τρόπον τινά, ένας αναρχικός μπίτνικ του καιρού του, όπως και ο Ντεμπόρ, ο Τζέρι-Λι Λιούις, ο Μπέκετ ή ο Ναμπόκοφ: αυτή η οπτική νομιμοποιείται μέσα από τον σχετικό χειρισμό του αντικειμένου, την φιλοτέχνηση δηλαδή των πορτρέτων με φόντο ένα νεορομαντικό κόσμο, πνευματικής και σωματικής αναζήτησης νέων ηδονών ή και μιας αριστοκρατικής, αν θέλετε, υπαρξιακής αποξένωσης...
«Rebels without a cause» αλλά και ιδεολόγοι, εχθροί του κατεστημένου ή του συρμού είναι οι «μπεάτοι» που θαυμάζει ο Μπαμπασάκης: ατομικοί επαναστάτες, έχουν πάρει διαζύγιο από τον κανόνα και μέσα από την κατά μόνας εξέγερση μας προτρέπουν, λέει ο Μπαμπασάκης, να εισπράξουμε την αύρα της διά του αποτελέσματος της γραφής. Η πέννα, η μουσική ή ο χρωστήρας τους, αλλά κυρίως η ζωή τους, δημιούργησε έργα που μόνο τον αίνο μας προκαλούν...
Ο Μπαμπασάκης (γεν. το 1960) μπορεί και υποστηρίζει με άνεση και γνώση τα ινδάλματά του, χωρίς να φέρνει σε δυσχερή θέση εκείνους, οι οποίοι με πολύ πειστική, αντίθετα, επιχειρηματολογία θα ήταν ικανοί να αμφισβητήσουν τις επιλογές του: το μυστικό (;) αυτής της πειθούς βρίσκεται, νομίζω, στους δύο άσους που κρατάει ο Μπαμπασάκης. Τον ένα τον υπαινίχθηκα ήδη και αφορά την τεχνική του συγγραφέα να αφήνει το ίδιο το πορτρέτο του αγαπημένου του διανοούμενου να γίνεται ελκυστικό μέσω της ίδιας του της ζωής: η Ιστορία, δηλαδή να μιλήσει ως... στόρι.
Οχι ότι ο Μπαμπασάκης δεν εκδηλώνεται, είπαμε, μένοντας στο περιθώριο αυτής της διαδικασίας. Αντίθετα, με ένα συγκινημένο ιδιαιτέρως λόγο, αρθρώνει τα ελεγεία του τονίζοντας τις παραμέτρους που τον ενδιαφέρουν, εμφαντικά. Τότε τι συμβαίνει; Απλώς ο Μπαμπασάκης, ξέροντας να επιλέγει το «ωφέλιμο», καθιστά το βιογραφικό υλικό μία άλλη ενδιαφέρουσα, πρωτότυπη αφήγηση.
Προσωπικά, διαβάζοντας παλαιότερα μία από τις πρώτες δημοσιεύσεις, κάπως βιαστικά (στη διάρκεια ενός ταξιδιού, θυμάμαι), ένιωσα εν τούτοις την ανάγκη να κρατήσω πολλές εικόνες από τις διυλισμένες αυτές βιογραφίες: ενός Μπουκόφσκι, για παράδειγμα, που παρακινεί με μια χαρούμενη απελπισία για συγγραφική εργασιοθεραπεία ή ενός επτασφράγιστου Μπέκετ σε κάποιο καφέ, διαθέσιμου για την πιο ακραία δωρεά σε έναν επαίτη κ.λπ.
Ο διανοούμενος, λοιπόν, προσφέρει (και) τη ζωή του ως ερέθισμα και ο Μπαμπασάκης την αισθητικοποιεί: την κάνει ένα δικό του σχόλιο για τα πράγματα, πάντα με το ανεπίληπτο αίσθημα του δέους, που διαπερνά μια μεσολάβηση σαν τη δική του. Να το επαναλάβω: η ιστορία της Τέχνης και των γραμμάτων μεταμορφώνεται σε μια μυθοπλασία. Ο Μπαμπασάκης μπορεί και αντιμετωπίζει το επισήμως καταγεγραμμένο ως κάτι πρωτότυπο. Τον έτοιμο μύθο ως συλλεκτικό είδος... Και τα καταφέρνει σ' αυτή την αλχημεία.
Ισως, κάποτε, η δοξολόγηση να περισσεύει. Ομως το αντιστάθμισμα βρίσκεται... στο ίδιο το συγκεκριμένο ελάττωμα, με τη μορφή μιας παιδικής εμμονής σε προσφιλή φαντάσματα, σε αθεράπευτα φετίχ ενός ανηλίκου που δεν εννοεί -και καλώς πράττει από μιαν άποψη- να μεγαλώσει: αυτός είναι ο δεύτερος άσος που κρατάει ο συγγραφέας για να μας ενώσει με τις μυθολογίες του.
Ο Μπαμπασάκης δεν φοβάται να αφήσει στο αντικείμενο τη βαρύτητά του: έτσι μυθοποιημένο τον ενδιαφέρει και επ' αυτού θύει. Οι αγιογραφίες του δηλαδή συντηρούνται με τον τρόπο του ήρωα από τον «Τύμβο» του Χένρι Τζέιμς: επειδή οι «εικόνες» των αγαπημένων δεν είναι περιορισμένες στις τυπικά συγγενικές, αλλά ευρύτερες, δίπλα στη φωτογραφία της χαμένης ερωμένης το πορτρέτο του Ουάιλντ ή του Πόε δέχεται και αυτό την αφή του κεριού. Ποιος δεν θυμάται το πρόχειρο εικονοστάσιο με τη ζωγραφιά του Μπαλζάκ που έχει πάνω από το κρεβάτι του το παιδάκι στα «400 χτυπήματα» του Τριφό;
Ο Μπαμπασάκης ανασύρει τα εγκόλπιά του: αποκόμματα εφημερίδων και εντύπων και πάσης φύσεως ενθύμια (αλλά και βιωματικές ιστορίες), που ένας μονομανής κρατά για θρυλικές φυσιογνωμίες. Το τονίζει, έτσι κι αλλιώς, χωρίς να μας αφήνει ούτε μία αμφιβολία σχετικά με την ειλικρίνεια και το σεβασμό του για κάτι σεπτό.
Η γραφή του, με το ένα πόδι στην εξομολόγηση και με το άλλο στην απολαυστική πληροφόρηση, μαρτυρά ότι ο χειριστής της δεν επιζητεί να επιβάλει στον εαυτό του αφορμές για συγκίνηση και πένθος. Με άλλα λόγια, ο Μπαμπασάκης δεν αισθάνεται την ανάγκη μιας ευκαιρίας να νιώσει συντετριμμένος, οιονεί εξεγερμένος ή χαμένος εξ αντανακλάσεως μέσα από τις ανάλογες διαθέσεις που ένιωθαν τα πρότυπά του... Ας είναι οπαδός τους...
Το αντίθετο συμβαίνει, ακριβώς διότι ο Μπαμπασάκης αποτίει τον ενδεδειγμένο φόρο τιμής με την ασφάλεια εκείνου που έχει αληθινά εγκύψει με εσωτερικό ψίθυρο πάνω από τον κόσμο των αξιοσημείωτων ανθρώπων του... Χωρίς, πάλι, αυτό να σημαίνει ότι οι καταθέσεις του υπονομεύονται από την εξεζητημένη συνοφρύωση, που κάποτε συνοδεύει το «επίσημο ένδυμα» ενός μνημόσυνου. Αντίθετα, οι προτιμήσεις του, όπως δηλώνονται, διαθέτουν την αφοπλιστικότητα της άμεσης και αστάθμητης χειρονομίας εκείνου που με γοητευτική ανωριμότητα σε πιέζει να δεις το παιδικό του φωτογραφικό άλμπουμ, χωρίς να σε γνωρίζει καλά. Ετσι ο Μπαμπασάκης κερδίζει το στοίχημα: από την ανάλαφρη διάθεση στην πιο «σοβαρή» και πάλι πίσω, ανοίγει και κλείνει τους διαλόγους του ή μάλλον εξοφλά τους λογαριασμούς του με εφηβικές εκκρεμότητες. Ο,τι καταβάλλει όμως ο Μπαμπασάκης ως φόρο, δεν έχει το χαρακτήρα εκδίκησης, όπως θα 'λεγε ο Καρούζος σχετικά με τη συμπεριφορά της ποίησης απέναντι στην πραγματικότητα. Αγαπά αρκούντως το παρελθόν του, γι' αυτό με το χρόνο δεν είναι ήπιος. Αλλά ούτε και μίζερα θρηνητικός.
Εάν στο προηγούμενο βιβλίο του Μπαμπασάκης «Au revoir», η αναδρομή ήταν πιο ρευστή, στο «Πολύ αργά για ήρωες» το χθες αναβιώνει με τη μορφοποίηση των σεβάσμιων σκιών. Και το ερώτημα μπαίνει: οι δεητικές αναφορές, άραγε, δεν είναι δυνατόν από ένα σημείο και μετά να μην εξορκίζουν στο βάθος τον κίνδυνο η φιλολογία να γίνει πραγματικότητα; Το είδωλο να βγει από την οθόνη και να ζήσει μαζί σου; Οσο το ίνδαλμα κυκλοφορεί στο μύθο προσφέρεται παραδειγματικά ακόμα και προς ένα απολαυστικό σφαγιασμό εκ μέρους μας (Η γνωστή σχέση θαυμαστή και «σταρ»). Στην απτή ζωή όλα απομυθοποιούνται.
Ομως ο Μπαμπασάκης τα πάει καλά με τους επωνύμους του και τους φέρεται ανυπόκριτα. Οι υποκλίσεις του εκφράζουν υπόρρητα σε τελευταία ανάλυση (αυτό το αισθάνεσαι χωρίς να μπορείς να το αποδείξεις), ένα δέος απέναντι σε πολιτισμούς συμπεριφορών, απέναντι σε πρόσωπα των οποίων ο αληθινός περίγυρος επέτρεψε να έχουν την πολυτέλεια να ζήσουν και να απολεσθούν «ηρωικά»...
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/06/2001
«Αν η ενηλικίωση διδάσκει ένα πένθος για την εφηβεία, ο Μπαμπασάκης είναι βέβαιο ότι ξέρει να πενθεί.»
Κωστής Παπαγιώργης, Αθηνόραμα
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αν ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης έχει πάρει κάτι, έστω και το ελάχιστο, από τον καθένα από τους δεκατέσσερις ήρωές του, τότε το «Πολύ αργά για ήρωες» είναι ασφαλώς μια υπό εξέλιξη αυτοβιογραφία. Και πρέπει να έχει πάρει, γιατί η γραφή τού Μπαμπασάκη παραπέμπει σε όλους μαζί αλλά και στον καθένα χωριστά, λες και έβαλε ο ίδιος σε μίξερ το απόσταγμα του έργου τους και τώρα απολαμβάνει το περιεχόμενό του σερβίροντάς το και σε μας υπό μορφή βιβλίου.
Οι ήρωες του Μπαμπασάκη είναι κολασμένοι ανατροπείς, αγγελικά πλασμένοι, που ιερουργούν με το ύφος, τη γλώσσα, τη μουσική, τη ζωγραφική, τη φιλοσοφία. Από τους δεκατέσσερις μόνο τρεις είναι εν ζωή: ο Νόρμαν Μέιλερ, ο Μπομπ Ντίλαν και ο Τζέρι Λι Λιούις ενώ ο μοναδικός έλληνας ήρωας είναι ο Νίκος Καρούζος. Φαντάζομαι ότι αν υπήρχαν και άλλοι Ελληνες που ήταν ανατροπείς και αμφισβητίες αλλά και που έπιναν όσο και ο Καρούζος, ίσως να έβρισκαν μια θέση στο πάνθεο των ηρώων της γενιάς του '80. Οι άλλοι δέκα ήρωες είναι, με τη σειρά που παρουσιάζονται, οι Τζακ Κέρουακ, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Τζάκσον Πόλοκ, Σάμιουελ Μπέκετ, Γουίλιαμ Μπάροουζ (για τον οποίο ο συγγραφέας έχει γράψει ολόκληρο βιβλίο στις εκδόσεις Οξύ), Μάλκολμ Λόουρι, Ράινερ Βένερ Φασμπίντερ, Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, Αντρέ Μπρετόν και Γκυ Ντεμπόρ. (Πολύ αδύναμο βρήκα το κείμενο για τον Τζέρι Λι Λιούις. Πρόκειται για έναν καλλιτέχνη, που σε όλο το αυτοκαταστροφικό διάβα της ζωής του έσπειρε παντού καταστροφή, έκανε πολύ κόσμο δυστυχισμένο με το πείσμα, την αλαζονεία, την παιδοφιλία και τον εγωκεντρισμό του αλλά φυσικά ήταν μεγάλος καλλιτέχνης του ροκ-εν-ρολ. Το κείμενο είναι αδύναμο διότι δεν το έχει γράψει ο Μπαμπασάκης αλλά ο Νικ Τότσις και ο συγγραφέας απλώς το διασκεύασε μεταφράζοντάς το, αν και, κατά τη γνώμη μου, κακώς παρεισέφρησε ο «σκανδαλιάρης ταραξίας του Νότου» στους ήρωες του βιβλίου.)
Διαπιστευτήρια για να χαρακτηριστούν «ήρωες» οι πρωταγωνιστές του Μπαμπασάκη είναι ο αλκοολισμός, το τσιγάρο και το τσιγαριλίκι, ο παραλογισμός, το πάρε-δώσε με τοξικές ουσίες, ο ασυναρμολόγητος βίος, το χάος των αντιφάσεων, τα σκοτεινά τοπία του ιδιωτικού οράματος, οι συναναστροφές με το περιθώριο και οι εμπλοκές με τον νόμο.
Αλλά το κύριο διαπιστευτήριο είναι το έργο να αγγίζει την τρέλα, να χαρακτηρίζεται από έλλειψη συμβατικότητας και σοβαροφάνειας, να είναι επαναστατικό, δυνατό και να ξεχειλίζει από ανατροπές. Βέβαια υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ του αρχιμάστορα του λόγου Ναμπόκοφ και του καταθλιπτικού Λόουρι, του βετεράνου των κοινωνικών συγκρούσεων και κυκλοθυμικού Μέιλερ και του εφιαλτικού Μπουκόφσκι, του επαναστάτη Μπρετόν και του συνεχώς «στο δρόμο» Κέρουακ, αλλά κοινός παρονομαστής όλων είναι η μέθη της δημιουργίας και η λυτρωτική αφαίρεση της λογοτεχνίας. Ολες οι μονογραφίες των ηρώων είναι καλογραμμένες, με αληθινό πάθος, αυθεντική αφοσίωση και πρωτοφανή διαίσθηση του σημαίνοντος λόγου. Ο Μπαμπασάκης έκανε μια περίφημη χαρτογράφηση δεκατεσσάρων μορφών των γραμμάτων, της μουσικής ροκ, του κινηματογράφου και της ζωγραφικής του 20ού αιώνα που επηρέασαν με το έργο τους πολλούς ομοτέχνους τους ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της γενιάς του συγγραφέα, η οποία φαίνεται ότι τον εξουσιοδότησε να μιλάει για λογαριασμό της τουλάχιστον στον τομέα του Beat και του Rock 'n' Roll.
Ο υπότιτλος του βιβλίου είναι «Κείμενα για την εφηβική ηλικία μιας γενιάς» και αυτό εξηγεί τον τίτλο «Πολύ αργά για ήρωες». Αραγε, «πολύ αργά» υπό την έννοια ότι δεν είμαστε πια νέοι για να έχουμε καινούργιους ήρωες; «Πολύ αργά» για τον κόσμο να έχει ήρωες επειδή ζει σε μια μίζερη εποχή; Ή «πολύ αργά» για τους ήρωες διότι δεν υπάρχει πια κοινό να τους λατρεύει; Δεν θα συμφωνούσα με καμία από τις τρεις εκδοχές, διότι ήρωες συνεχώς θα υπάρχουν, ακόμη και του διαμετρήματος των ηρώων της γενιάς του Μπαμπασάκη. Ας μην εκπλαγεί ο αναγνώστης αν σε λίγα χρόνια κυκλοφορήσει ένα άλλο βιβλίο με τον ίδιο τίτλο και με ήρωες τους Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ, Τρούμαν Καπότε, Ζαν Ζενέ, Μαρσέλ Ντισάν, Ρέιμον Κάρβερ, Μπομπ Κάουφμαν, Χένρι Μίλερ, Πιερ Πάολο Παζολίνι, Αλεν Γκίνσμπεργκ, Ελβις Πρίσλεϊ, Πολ Μπόουλς, Τομπάιας Γουλφ, Τζανέτ Γουίντερσον, Πάτι Σμιθ, Τζακ Χίρσμαν, Τομ Γουέιτς, Μιχάλη Κατσαρό, Ηλία Πετρόπουλο και άλλους, λάτρεις του ποτού, όμορφα καταραμένους, αυτόφωτους αστέρες, που έζησαν με το ένα ποδάρι στη σκιά και με το άλλο στο κέντρο της αυτοδίδακτης δημιουργικότητάς τους και των «ηρωικών» εξελίξεων της εποχής τους. Οι ήρωες που διάλεξε ο συγγραφέας υπήρχαν και υπάρχουν παντού σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης.
Στην εισαγωγή του ο Μπαμπασάκης γράφει: «Οι ήρωές μου είναι αγριολούλουδα, και είθε να παραμείνουν». Αυτό μου θυμίζει ένα παλιό αμερικάνικο λαϊκό τραγούδι που το τραγουδάει η πληθωρική Ντόλι Πάρτον και φέρει τον τίτλο «Wildflowers don't care where they grow» τουτέστιν τα αγριολούλουδα δεν πολυσκοτίζονται πού φυτρώνουν.
Ντίνος Σιώτης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 22-07-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης, γνωστός συγγραφέας, εκδότης περιοδικού και μεταφραστής, κυρίως αμερικανικής και αγγλοσαξωνικής λογοτεχνίας, μας ανακοινώνει σε ένα ενιαίο αυτή τη φορά σώμα, τις αγαπημένες του μορφές από το χώρο της τέχνης και της σκέψης, κάνοντάς μας παραλήπτες, ταυτόχρονα, προσωπικών εξομολογήσεων περί του ζην.
Δημοσιευμένα τα περισσότερα κείμενα του βιβλίου αυτού σε διάφορα περιοδικά, κατά κύριο λόγο, όπως και στη «Βιβλιοθήκη», τα τελευταία χρόνια συνιστούν ένα είδος προσωπικού, ελεγειακού «λευκώματος» («άλμπουμ» φιλολογικών «εραστών», θά 'λεγα) και μαζί, ας πούμε, μια κάποια δήλωση βιοθεωρητικών αρχών...
Δεκατέσσερα πρόσωπα, εξέχουσες φυσιογνωμίες το καθένα στο χώρο του (από τον Νίκο Καρούζο έως τον Γκι Ντεμπόρ και από τον Νόρμαν Μέιλερ ή τον Τζάκσον Πόλοκ μέχρι τον Μάλκολμ Λόουρι και τον Αντρέ Μπρετόν), αποτελούν τη βασική πινακοθήκη των «μύθων» του συγγραφέα, πλαισιωμένα από τρία ανεξάρτητα, θεωρητικά και ποιητικού ύφους κομμάτια.
Οι προσωπικότητες που δεξιώνεται ο Μπαμπασάκης, κατά κάποιο τρόπο αυτοβιογραφούνται διά χειρός οικοδεσπότη, προτείνοντας τα πεπραγμένα τους ως ένα ακόμα έργο Τέχνης. Εδώ και δύο δεκαετίες ο Γ. Ι. Μπαμπασάκης, μαζί με ορισμένους ακόμα ομηλίκους του συγγραφείς, όπως π.χ. τον Θάνο Σταθόπουλο και τον Γιάννη Τζώρτζη, δημοσιοποιεί με διάφορους τρόπους τα θερμά του αισθήματα για μια γκάμα διανοουμένων και καλλιτεχνών, η οποία φιλοξενεί κυρίως «μπιτ» εκπροσώπους σε διάφορες παραλλαγές αυτής της έννοιας. Με μια όχι και πολύ μεγάλη ελευθερία, μπορούμε, ξεφεύγοντας από γραμματολογικούς περιορισμούς, να αντιμετωπίσουμε τη συγκεκριμένη έννοια ως εκφραστική ενός αντικομφορμιστικού πνεύματος, μιας αποκλίνουσας, σχεδόν «καταραμένης» στάσης ζωής.
Κατά τον Μπαμπασάκη, ο Μπρετόν είναι και αυτός, τρόπον τινά, ένας αναρχικός μπίτνικ του καιρού του, όπως και ο Ντεμπόρ, ο Τζέρι-Λι Λιούις, ο Μπέκετ ή ο Ναμπόκοφ: αυτή η οπτική νομιμοποιείται μέσα από τον σχετικό χειρισμό του αντικειμένου, την φιλοτέχνηση δηλαδή των πορτρέτων με φόντο ένα νεορομαντικό κόσμο, πνευματικής και σωματικής αναζήτησης νέων ηδονών ή και μιας αριστοκρατικής, αν θέλετε, υπαρξιακής αποξένωσης...
«Rebels without a cause» αλλά και ιδεολόγοι, εχθροί του κατεστημένου ή του συρμού είναι οι «μπεάτοι» που θαυμάζει ο Μπαμπασάκης: ατομικοί επαναστάτες, έχουν πάρει διαζύγιο από τον κανόνα και μέσα από την κατά μόνας εξέγερση μας προτρέπουν, λέει ο Μπαμπασάκης, να εισπράξουμε την αύρα της διά του αποτελέσματος της γραφής. Η πέννα, η μουσική ή ο χρωστήρας τους, αλλά κυρίως η ζωή τους, δημιούργησε έργα που μόνο τον αίνο μας προκαλούν...
Ο Μπαμπασάκης (γεν. το 1960) μπορεί και υποστηρίζει με άνεση και γνώση τα ινδάλματά του, χωρίς να φέρνει σε δυσχερή θέση εκείνους, οι οποίοι με πολύ πειστική, αντίθετα, επιχειρηματολογία θα ήταν ικανοί να αμφισβητήσουν τις επιλογές του: το μυστικό (;) αυτής της πειθούς βρίσκεται, νομίζω, στους δύο άσους που κρατάει ο Μπαμπασάκης. Τον ένα τον υπαινίχθηκα ήδη και αφορά την τεχνική του συγγραφέα να αφήνει το ίδιο το πορτρέτο του αγαπημένου του διανοούμενου να γίνεται ελκυστικό μέσω της ίδιας του της ζωής: η Ιστορία, δηλαδή να μιλήσει ως... στόρι.
Οχι ότι ο Μπαμπασάκης δεν εκδηλώνεται, είπαμε, μένοντας στο περιθώριο αυτής της διαδικασίας. Αντίθετα, με ένα συγκινημένο ιδιαιτέρως λόγο, αρθρώνει τα ελεγεία του τονίζοντας τις παραμέτρους που τον ενδιαφέρουν, εμφαντικά. Τότε τι συμβαίνει; Απλώς ο Μπαμπασάκης, ξέροντας να επιλέγει το «ωφέλιμο», καθιστά το βιογραφικό υλικό μία άλλη ενδιαφέρουσα, πρωτότυπη αφήγηση.
Προσωπικά, διαβάζοντας παλαιότερα μία από τις πρώτες δημοσιεύσεις, κάπως βιαστικά (στη διάρκεια ενός ταξιδιού, θυμάμαι), ένιωσα εν τούτοις την ανάγκη να κρατήσω πολλές εικόνες από τις διυλισμένες αυτές βιογραφίες: ενός Μπουκόφσκι, για παράδειγμα, που παρακινεί με μια χαρούμενη απελπισία για συγγραφική εργασιοθεραπεία ή ενός επτασφράγιστου Μπέκετ σε κάποιο καφέ, διαθέσιμου για την πιο ακραία δωρεά σε έναν επαίτη κ.λπ.
Ο διανοούμενος, λοιπόν, προσφέρει (και) τη ζωή του ως ερέθισμα και ο Μπαμπασάκης την αισθητικοποιεί: την κάνει ένα δικό του σχόλιο για τα πράγματα, πάντα με το ανεπίληπτο αίσθημα του δέους, που διαπερνά μια μεσολάβηση σαν τη δική του. Να το επαναλάβω: η ιστορία της Τέχνης και των γραμμάτων μεταμορφώνεται σε μια μυθοπλασία. Ο Μπαμπασάκης μπορεί και αντιμετωπίζει το επισήμως καταγεγραμμένο ως κάτι πρωτότυπο. Τον έτοιμο μύθο ως συλλεκτικό είδος... Και τα καταφέρνει σ' αυτή την αλχημεία.
Ισως, κάποτε, η δοξολόγηση να περισσεύει. Ομως το αντιστάθμισμα βρίσκεται... στο ίδιο το συγκεκριμένο ελάττωμα, με τη μορφή μιας παιδικής εμμονής σε προσφιλή φαντάσματα, σε αθεράπευτα φετίχ ενός ανηλίκου που δεν εννοεί -και καλώς πράττει από μιαν άποψη- να μεγαλώσει: αυτός είναι ο δεύτερος άσος που κρατάει ο συγγραφέας για να μας ενώσει με τις μυθολογίες του.
Ο Μπαμπασάκης δεν φοβάται να αφήσει στο αντικείμενο τη βαρύτητά του: έτσι μυθοποιημένο τον ενδιαφέρει και επ' αυτού θύει. Οι αγιογραφίες του δηλαδή συντηρούνται με τον τρόπο του ήρωα από τον «Τύμβο» του Χένρι Τζέιμς: επειδή οι «εικόνες» των αγαπημένων δεν είναι περιορισμένες στις τυπικά συγγενικές, αλλά ευρύτερες, δίπλα στη φωτογραφία της χαμένης ερωμένης το πορτρέτο του Ουάιλντ ή του Πόε δέχεται και αυτό την αφή του κεριού. Ποιος δεν θυμάται το πρόχειρο εικονοστάσιο με τη ζωγραφιά του Μπαλζάκ που έχει πάνω από το κρεβάτι του το παιδάκι στα «400 χτυπήματα» του Τριφό;
Ο Μπαμπασάκης ανασύρει τα εγκόλπιά του: αποκόμματα εφημερίδων και εντύπων και πάσης φύσεως ενθύμια (αλλά και βιωματικές ιστορίες), που ένας μονομανής κρατά για θρυλικές φυσιογνωμίες. Το τονίζει, έτσι κι αλλιώς, χωρίς να μας αφήνει ούτε μία αμφιβολία σχετικά με την ειλικρίνεια και το σεβασμό του για κάτι σεπτό.
Η γραφή του, με το ένα πόδι στην εξομολόγηση και με το άλλο στην απολαυστική πληροφόρηση, μαρτυρά ότι ο χειριστής της δεν επιζητεί να επιβάλει στον εαυτό του αφορμές για συγκίνηση και πένθος. Με άλλα λόγια, ο Μπαμπασάκης δεν αισθάνεται την ανάγκη μιας ευκαιρίας να νιώσει συντετριμμένος, οιονεί εξεγερμένος ή χαμένος εξ αντανακλάσεως μέσα από τις ανάλογες διαθέσεις που ένιωθαν τα πρότυπά του... Ας είναι οπαδός τους...
Το αντίθετο συμβαίνει, ακριβώς διότι ο Μπαμπασάκης αποτίει τον ενδεδειγμένο φόρο τιμής με την ασφάλεια εκείνου που έχει αληθινά εγκύψει με εσωτερικό ψίθυρο πάνω από τον κόσμο των αξιοσημείωτων ανθρώπων του... Χωρίς, πάλι, αυτό να σημαίνει ότι οι καταθέσεις του υπονομεύονται από την εξεζητημένη συνοφρύωση, που κάποτε συνοδεύει το «επίσημο ένδυμα» ενός μνημόσυνου. Αντίθετα, οι προτιμήσεις του, όπως δηλώνονται, διαθέτουν την αφοπλιστικότητα της άμεσης και αστάθμητης χειρονομίας εκείνου που με γοητευτική ανωριμότητα σε πιέζει να δεις το παιδικό του φωτογραφικό άλμπουμ, χωρίς να σε γνωρίζει καλά. Ετσι ο Μπαμπασάκης κερδίζει το στοίχημα: από την ανάλαφρη διάθεση στην πιο «σοβαρή» και πάλι πίσω, ανοίγει και κλείνει τους διαλόγους του ή μάλλον εξοφλά τους λογαριασμούς του με εφηβικές εκκρεμότητες. Ο,τι καταβάλλει όμως ο Μπαμπασάκης ως φόρο, δεν έχει το χαρακτήρα εκδίκησης, όπως θα 'λεγε ο Καρούζος σχετικά με τη συμπεριφορά της ποίησης απέναντι στην πραγματικότητα. Αγαπά αρκούντως το παρελθόν του, γι' αυτό με το χρόνο δεν είναι ήπιος. Αλλά ούτε και μίζερα θρηνητικός.
Εάν στο προηγούμενο βιβλίο του Μπαμπασάκης «Au revoir», η αναδρομή ήταν πιο ρευστή, στο «Πολύ αργά για ήρωες» το χθες αναβιώνει με τη μορφοποίηση των σεβάσμιων σκιών. Και το ερώτημα μπαίνει: οι δεητικές αναφορές, άραγε, δεν είναι δυνατόν από ένα σημείο και μετά να μην εξορκίζουν στο βάθος τον κίνδυνο η φιλολογία να γίνει πραγματικότητα; Το είδωλο να βγει από την οθόνη και να ζήσει μαζί σου; Οσο το ίνδαλμα κυκλοφορεί στο μύθο προσφέρεται παραδειγματικά ακόμα και προς ένα απολαυστικό σφαγιασμό εκ μέρους μας (Η γνωστή σχέση θαυμαστή και «σταρ»). Στην απτή ζωή όλα απομυθοποιούνται.
Ομως ο Μπαμπασάκης τα πάει καλά με τους επωνύμους του και τους φέρεται ανυπόκριτα. Οι υποκλίσεις του εκφράζουν υπόρρητα σε τελευταία ανάλυση (αυτό το αισθάνεσαι χωρίς να μπορείς να το αποδείξεις), ένα δέος απέναντι σε πολιτισμούς συμπεριφορών, απέναντι σε πρόσωπα των οποίων ο αληθινός περίγυρος επέτρεψε να έχουν την πολυτέλεια να ζήσουν και να απολεσθούν «ηρωικά»...
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/06/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις