0
Your Καλαθι
Σπαταλημένες ζωές. Οι απόβλητοι της νεοτερικότητας
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Η παραγωγή «ανθρώπινων απορριμμάτων» (ακριβέστερα, η σπατάλη ανθρώπινων ζωών, η δημιουργία «περιττών» πληθυσμών από μετανάστες, πρόσφυγες κι άλλους παρίες) αποτελεί αναπόδραστη συνέπεια της διαδικασίας του εκσυγχρονισμού, της εξέλιξης της νεοτερικότητας. Είναι μια αναπόφευκτη παρενέργεια της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και της αναζήτησης της κοινωνικής ευταξίας που χαρακτηρίζει τη νεοτερικότητα.
Γι όσο χρονικό διάστημα μεγάλα τμήματα του κόσμου παρέμεναν, πλήρως ή μερικώς, εκτός της διαδικασίας του εκσυγχρονισμού, αντιμετωπίζοτνας από τις εκσυγχρονισμένες κοινωνίες ως τόποι που είχαν τη δυνατότητα να απορροφήσουν τον πλεονάζοντα πληθυσμό των «ανεπτυγμένων χωρών».[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο 81χρονος Ζίγκμουντ Μπάουμαν, Πολωνός εβραϊκής καταγωγής, είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στα Πανεπιστήμια του Λιντς και της Βαρσοβίας, μελετητής και κριτικός της μετανεωτερικής κοινωνίας, της μονόπλευρης οικονομικής παγκοσμιοποίησης, αλλά κι ένας στρατευμένος διανοούμενος υπέρ των κοινωνικών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η ατομική του ιστορία είναι συναρπαστική. Μαχητής της πολωνικής αντίστασης, συμμετείχε στις φιλοσοβιετικές δυνάμεις, όχι μόνο γιατί ήταν κομμουνιστής, αλλά και γιατί στις δυνάμεις της φιλοαγγλικής αντίστασης είχαν εμφιλοχωρήσει ισχυρά θρησκόληπτα και αντισημιτικά στοιχεία. Υποδέχτηκε με ελπίδα την επικράτηση των κομμουνιστικών δυνάμεων, αλλά σύντομα απογοητεύτηκε, και μετά τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία κατέφυγε αρχικά στο Τελ Αβίβ και στη συνέχεια στην Αγγλία.
Σε όλη την πνευματική του διαδρομή ακολουθεί τα δύσβατα και «ουτοπικά» μονοπάτια ενός αναρχικού ανθρωπισμού, παρ' όλο που έχει επηρεαστεί άμεσα και από τη μαρξική σκέψη. Ο Μπάουμαν διατυπώνει μια ιδιόμορφη κοινωνιολογική σκέψη, γιατί αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι πώς λειτουργούν οι ανθρώπινες σχέσεις μέσα στα δομικά συστήματα, αλλά κυρίως πώς βιώνουν οι άνθρωποι τις σχέσεις τους μέσα στα συστήματα και πώς οι παγκόσμιες στρατηγικές κυριαρχίας έχουν άμεσο αντίκτυπο στις ιδιωτικές πτυχές των ανθρώπινων σχέσεων.
Ο Μπάουμαν αντιμετωπίζει με καχυποψία και κριτικό τρόπο την εκσυγχρονιστική πορεία των νεότερων κοινωνιών. Στο στόχαστρό του δεν συμπεριλαμβάνονται απλώς οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, αλλά και η εκσυγχρονιστική λογική τους. Κατά τη γνώμη μας, αποτελεί το σπουδαιότερο Ευρωπαίο εκπρόσωπο της κριτικής του εκσυγχρονισμού ή, με άλλα λόγια, είναι ο Ευρωπαίος Λιούις Μάμφορντ. Ο εκσυγχρονισμός, σύμφωνα με αυτούς τους δύο υψηλού επιπέδου στοχαστές, αντικατέστησε την έκλυτη και απειθάρχητη ιστορία με μια ιστορία λογικά σχεδιασμένη και πειθαρχημένη. Βεβαίως τα όρια ανάμεσα στην κριτική του εκσυγχρονισμού και στην απόρριψη της νεωτερικότητας είναι πολύ δυσδιάκριτα. Αυτό οδηγεί ακόμα και στοχαστές τέτοιου επιπέδου να μετατρέπουν πολλές φορές την επιθυμητή κριτική σε συντηρητικό νοσταλγισμό. Αλλά αν στοχαστές τέτοιου επιπέδου συγχέουν πολλές φορές αυτά τα όρια, τότε οι άκριτοι θαυμαστές τους κινδυνεύουν να εγκλωβιστούν σε ιδεολογικά μοντέλα προνεωτερικής σκέψης.
Οι συνθήκες παραγωγής ανθρώπινων απορριμμάτων αποτελούν τον πυρήνα του παρουσιαζόμενου βιβλίου, γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται μια συνολική κριτική των επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης. Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως η μετάβαση από την κοινωνία των παραγωγών (πρώτη νεωτερικότητα) στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία (δεύτερη ή ρευστή νεωτερικότητα) ή αλλιώς η διαδικασία του εκσυγχρονισμού έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη μετατροπή των υπεράριθμων» και «περιττών ανθρώπων» σε απορρίμματα. Στην πρώτη νεωτερικότητα οι κοινωνίες είχαν τη διέξοδο της φυγής προς τις αποικίες, προς τις λεγόμενες «ουδέτερες ζώνες» ή τα «ακυβέρνητα εδάφη». Σε μεταγενέστερη φάση οι κοινωνίες, μέσω του κράτους πρόνοιας, παρείχαν τα απαραίτητα μέσα επιβίωσης στους «περιττούς» (τροφή, στέγη, προστασία). Η ιδέα του κράτους πρόνοιας εξέφραζε την ανάγκη κοινωνικοποίησης των ατομικών κινδύνων, τον περιορισμό των οποίων καλούνταν να αναλάβει το κράτος. Σημαντική στιγμή στην παραγωγή των ανθρώπινων απορριμμάτων αποτελεί η εγκατάλειψη αυτής της ιδέας.
Ο συγγραφέας όμως δεν εστιάζει την κριτική του μόνο στις συνέπειες της παραγωγής των απορριμμάτων, αλλά και στις κοινωνικές συνθήκες που παράγουν «περιττούς ανθρώπους» με σπαταλημένες, άχρηστες ζωές. Γι' αυτό και δεν μένει στην κριτική των αποτελεσμάτων, αλλά διεισδύει και στην κριτική του καταναλωτισμού ως κυρίαρχης ιδεολογίας που παράγει τέτοια αποτελέσματα. Με γλαφυρότητα τονίζει πως «δύο είδη φορτηγών φεύγουν καθημερινά από τα εργοστάσια -το ένα προς τις αποθήκες και τα πολυκαταστήματα και το άλλο προς τις χωματερές». (σελ. 49)
Στις κοινωνίες της παραγωγής (πρώτη νεωτερικότητα) ο δυνητικός παραγωγός γινόταν αποδεκτός ως μελλοντικός καταναλωτής, ενώ στις κοινωνίες του παγκοσμιοποιημένου καταναλωτισμού κανένας δυνητικός καταναλωτής δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Ο μόνος καταναλωτής που υπάρχει είναι ο καταναλωτής της παρούσας στιγμής. Για τον κόσμο της κατανάλωσης δεν υπάρχει πλέον ο τρισδιάστατος χρόνος. Το παρόν είναι η μοναδική διάσταση του χρόνου. Επειδή όμως δεν υπάρχουν πλέον εδάφη για αποστολή των μη καταναλωτών ή αλλιώς των «περιττών», η μόνη λύση είναι η εναπόθεσή τους στη χωματερή των ανθρώπινων αποτυχιών.
Παράλληλα, εκτός από τον έναν χρόνο, οι κοινωνίες έχουν και έναν μόνο σκοπό. Ο συγγραφέας με πολύ εύστοχο τρόπο δείχνει πως στην πρώτη νεωτερικότητα ήταν ο σχεδιασμός που δημιουργούσε τους περιττούς, ενώ στη ρευστή εποχή μας τη θέση του δημιουργού ανθρώπινων απορριμμάτων καταλαμβάνει η έλλειψη μόνιμων σκοπών. Ενας μόνος σκοπός υπάρχει, και αυτός κινούμενος, ο σκοπός της κατανάλωσης.
Η διαχείριση των απορριμμάτων που παράγει η εγκατάλειψη του κράτους πρόνοιας και η ικανότητα και αποτελεσματικότητα στην αποκομιδή των ανθρώπινων απορριμμάτων αποτελούν τις προϋποθέσεις επιβίωσης της σύγχρονης κοινωνίας. Τα μέσα αυτής της επιβίωσης είναι οι σκουπιδιάρηδες, «αυτοί οι αφανείς ήρωες της νεωτερικότητας» (σελ. 50).
Το όριο όμως μεταξύ «χρήσιμων προϊόντων» και «απορριμμάτων» δεν είναι φυσικό, είναι κοινωνικό. Οι ελίτ χαράσσουν αυτό το όριο (Κρίστοφερ Λας), ενώ οι υπάλληλοι της υπηρεσίας μετανάστευσης και οι υπεύθυνοι «ποιοτικού ελέγχου» καλούνται να το διαφυλάξουν. Η κυνικότητα αυτής της διαδικασίας είναι τέτοια που προσφάτως έκπληκτοι ακούσαμε σε ένα διαφημιστικό για ένα ντοκιμαντέρ του «National Geographic» για τους φύλακες των θαλάσσιων συνόρων, να παρουσιάζονται αυτοί οι ανθρωποδιώκτες ως σωτήρες ζωών. «Σώζοντας ζωές» ήταν ο τίτλος του ντοκιμαντέρ.
Για τον Μπάουμαν οι ανθρωπιστικές και πολιτισμικές συνέπειες της λειτουργίας των ανθρώπινων χωματερών συμπυκνώνονται σε δύο τεράστια προβλήματα. Πρώτον, δεν υπάρχουν πλέον τόποι για την κατάθεση των ανθρώπινων απορριμμάτων. Οι περιττοί παραμένουν εντός του συστήματος και έτσι μονιμοποιείται η περιθωριοποίησή τους. Το δεύτερο ανεπίλυτο πρόβλημα είναι η περιπλάνηση των εκατομμυρίων μεταναστών και προσφύγων στους δρόμους που ακολουθούσε παλαιοτέρα ο «πλεονάζων πληθυσμός».
Ο τρόπος διαχείρισης των ανθρώπινων απορριμμάτων αποτελεί τον καλά φυλαγμένο κωδικό, η γνώση του οποίου αποκαλύπτει τη γύμνια και την ευθραυστότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Ο διωγμός των μεταναστών, στο όνομα της ασφάλειας, είναι το μόνο πράγμα που εγγυάται στους απαραίτητους και άμεσους καταναλωτές το σύγχρονο κράτος. Αυτό ακολουθεί πολιτική υποκατάστασης των πραγματικών πολιτικών πρόνοιας, στο όνομα της μόνης υποτίθεται δυνατής πολιτικής, που είναι η ασφάλεια (το σημερινό όνομα της αστυνόμευσης). Μια πολιτική που βεβαίως στηρίζεται και στην παθητικότητα όσων δεν κάνουν την παραμικρή ενέργεια για να της αντισταθούν. Πόσες φορές, όταν βρισκόμαστε στα αεροδρόμια, δεν περνούν από μπροστά μας αλυσοδεμένοι άνθρωποι, που το μόνο τους αμάρτημα ήταν πως θέλησαν να βρουν κάπου αλλού έναν τόπο για να ζήσουν ως άνθρωποι και όχι ως απορρίμματα και η μοναδική μας αντίδραση είναι να γυρίσουμε αλλού το βλέμμα ή να εκφράσουμε, στην καλύτερη περίπτωση, τον αποτροπιασμό μας. Ως πότε οι πολίτες θα αδιαφορούν για την κοινωνική αναλγησία ενός κράτους τέρατος;
Βιβλία σαν αυτό του Μπάουμαν συμβάλλουν στην αφύπνιση συνειδήσεων. Διαφορετικά είναι πιθανόν η παγκόσμια νεωτερικότητα να πνιγεί στα ίδια της τα σκουπίδια. Γιατί, όπως εύστοχα τονίζει αυτός ο κριτικός της κοινωνικής αναλγησίας, η τοξικότητα αυτών των σκουπιδιών όλο και αυξάνει.
Στα τελευταία του έργα, όπως είναι το παρουσιαζόμενο και το η «Ρευστή αγάπη», ο συγγραφέας στηρίζεται λιγότερο στην αυστηρότητα του επιστημονικού λόγου και χρησιμοποιεί περισσότερο λυρικούς και ρομαντικούς τόνους. Υπάρχουν όμως στιγμές που ο λυρισμός μετατρέπεται σε μελόδραμα, γεγονός που λειτουργεί αρνητικά και περιορίζει το εύρος του κυρίαρχου ανθρωπιστικού και αντιεξουσιαστικού μηνύματος.
Τα βιβλία του Μπάουμαν απαιτούν αναγνώστες με γερά νεύρα, γιατί ο κόσμος που περιγράφουν δεν οδηγεί προς την κόλαση των άλλων, είναι ο ίδιος κόλαση. Αυτή όμως η αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων εμπεριέχει και ιδιαίτερους κινδύνους. Η ισορροπία μεταξύ της καταγραφής των προβλημάτων, των προτάσεων μεταρρύθμισης του κόσμου και της δαιμονοποίησης των παγκόσμιων εξελίξεων είναι ιδιαίτερα επισφαλής. Αν κανείς δεν προσέξει, μπορεί να πέσει στην παγίδα της μεταφυσικής και ρομαντικής ερμηνείας της πορείας του παγκόσμιου γίγνεσθαι, ως μιας πορείας που οδηγεί συνεχώς προς τα πίσω. Αυτό όμως αντιφάσκει στο όραμα μιας παγκόσμιας ανατροπής του κόσμου της εμπράγματης εξάρτησης.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/10/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις