0
Your Καλαθι
Μακριά, πολύ μακριά
Περιγραφή
Το 1914, την ώρα που η Ιρλανδία διεκδικεί την αυτοδιάθεσή της, ο δεκαοχτάχρονος Γουίλι Νταν κατατάσσεται εθελοντικά στον βρετανικό στρατό, για να πολεμήσει στα χαρακώματα του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου.
«Στη Φλάνδρα, όπου αντηχεί το "γρύλισμα του Θανάτου", ο Γουίλι μαθητεύει στον πόλεμο· στην πείνα, στην παγωνιά, στην αναμονή και στον φόβο που σου τρώει τα σωθικά, πριν από την επίθεση
με αέριο μουστάρδας, αυτό το απόκοσμο "κίτρινο νέφος".Μετά από ένα χρόνο "σκληραγωγημένος αλλά και στοιχειωμένος απ' όλη αυτή τη φρίκη", ο Γουίλι παίρνει άδεια. Πριν προλάβει να χαρεί τη ζεστασιά των δικών του και της Γκρέτα, της μνηστής του, πρέπει να ξαναφύγει, υπό τις επευφημίες του πλήθους. Λίγο αργότερα, όταν το πλήθος διαλύεται, οι στρατιώτες παίρνουν διαταγή να βγουν στους δρόμους. Είναι το Ματωμένο Πάσχα, η εξέγερση μιας μερίδας Ιρλανδών κατά της βρετανικής κυριαρχίας, η αρχή του εμφυλίου πολέμου. Κι ο Γουίλι, σαν χαμένος, θα βρεθεί στο Βέλγιο με τη στολή του λεκιασμένη από το αίμα ενός νεαρού αντάρτη.
Από εκείνη τη στιγμή, ο πόλεμος θα πάρει άλλη τροπή για τον στρατιώτη Νταν, παγιδευμένο ανάμεσα στο χρέος να υπηρετήσει τον βρετανικό στρατό και τον οίκτο που νιώθει για τους εξεγερμένους που καταδιώκονται στο Δουβλίνο από αυτό τον ίδιο στρατό. Όσο η διαμάχη παρατείνεται, όσο αυξάνουν οι απώλειες στο τάγμα των Βασιλικών Τυφεκιοφόρων του Δουβλίνου, τόσο μεγαλώνει η απόσταση ανάμεσα σ' αυτούς και τους συμπατριώτες τους στην πατρίδα, που σιγά σιγά θα τους γυρίσουν την πλάτη.
Ο Σεμπάστιαν Μπάρυ, όμως, δεν λησμόνησε αυτούς τους "στρατιώτες χωρίς πατρίδα", αυτά τα φαντάσματα μιας διπλά τραγικής ιστορίας, και τους αποτίει φόρο τιμής. Κεντημένο με μια γλώσσα όπου η ωμότητα, η βία και η απόγνωση αμιλλώνται έναν τρυφερά ποιητικό λόγο, αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα ακούγεται και σαν συγκλονιστικό τραγούδι μέσα στη μακριά, πολύ μακριά ιρλανδική νύχτα».
Christine Rousseau, "Le Monde"
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Γουίλι Νταν από το Δουβλίνο υπολείπεται σε ύψος του πατέρα του κατά τριάντα εκατοστά και αυτή η σωματική μειονεξία τον έκανε να καταταγεί εθελοντικά στον βρετανικό στρατό το 1914. Στα χαρακώματα της Φλάνδρας η απαλοιφή της απογοήτευσης που αθέλητα προξένησε στον πατέρα του αποτελεί ένα ανόητο ενδεχομένως, ισχυρό ωστόσο κίνητρο για να επιβιώσει. Στα χρόνια, όμως, του πολέμου ο ενδόμυχος ανταγωνισμός με το πατρικό ιδεώδες, αντί να εκτονώνεται, έρχεται στην επιφάνεια με αφορμή την υπόθεση αυτοδιάθεσης της Ιρλανδίας. Ο στρατιώτης Νταν ύστερα από μία τριετία ολέθρου και άφατου πόνου, σημαδεμένη από το Ματωμένο Πάσχα του 1916, απαρχή του ιρλανδικού εμφυλίου, δοκιμάζει μια πρωτόφαντη φρίκη, την οδυνηρή διαπίστωση ότι ενόσω πάλευε να μείνει ζωντανός στο μέτωπο, έχασε την πατρίδα του. Οι εξεγερμένοι στο Δουβλίνο που μάχονται κατά της βρετανικής κυριαρχίας, περιφρονούν όσους υπηρετούν τον βρετανικό στρατό, ενώ ανάλογη περιφρόνηση εισπράττουν οι Ιρλανδοί στρατιώτες και από τον στρατό. Ο Γουίλι Νταν αρχίζει να βλέπει τους συντρόφους του σαν «[...] αξιοθρήνητα κορόιδα που βγήκαν να πολεμήσουν σε έναν πόλεμο δίχως να έχουν καν πατρίδα, σκλάβοι της Αγγλίας και βασιλιάδες του τίποτα [...]». Τελικά το ζοφερό ταξίδι του, όχι μόνο δεν τον έφερε πλησιέστερα στο ύψος ενός πραγματικού γιου, αλλά τον απομάκρυνε οριστικά από οτιδήποτε θα μπορούσε να νοηματοδοτήσει αυτό τον πόλεμο· ακόμα χειρότερα, τον πήγε τόσο μακριά που έφτασε «στην άκρη του γνωστού κόσμου» απ' όπου δεν υπήρχε επιστροφή.
Χωρίς πατρίδα
«Ενας Ιρλανδός διασχίζει την Αγγλία και δεν μπορεί να κάνει ούτε μία αγγλική σκέψη. Τι βρίσκεται ανάμεσα στην πατρίδα του και το Βέλγιο; Αυτή η Αγγλία». Ο στρατιώτης Νταν μέσα στην αγριότητα των χαρακωμάτων πρόδωσε, χωρίς να το καταλάβει, και τις δύο. Βέβαια, πολλά είναι αυτά που ο Γουίλι δεν καταλαβαίνει. Δεν καταλαβαίνει γιατί εν μέσω τόσο τρομερών απειλών το δικό του κορμί δεν έχει το παραμικρό σημάδι, γιατί η θλίψη του για τον θάνατο ενός νεαρού επαναστάτη επισύρει την οργή του πατέρα του, γιατί ο στρατιώτης Τζέσε Κίργουαν οδηγήθηκε στον θάνατο πιστεύοντας πως από τη στιγμή που έγιναν οι πρώτες εκτελέσεις εξεγερμένων στο Δουβλίνο ήταν πλέον αδύνατο να πολεμήσει, ποιος λόγος επιτάσσει την ασύλληπτη σπατάλη ζωών, πώς ξεχωρίζουν οι νικητές μέσα σε έναν σωρό πτωμάτων, πώς ο πόλεμος κατορθώνει να σακατεύει εξίσου βάναυσα νεκρούς και επιζώντες. Πρωτίστως, όμως, δεν καταλαβαίνει υπέρ τίνος πολεμά. Ο Σεμπάστιαν Μπάρι μέσω των διαρκώς επιδεινούμενων αποριών του ήρωά του, των οποίων η πολιτική αφέλεια καταυγάζει τις αντινομίες της ιρλανδικής ιστορίας, αποδίδει με απαράμιλλη ένταση τον παραλογισμό του πολέμου. Ενας πόλεμος συντριπτικός, ιδίως για στρατιώτες οι οποίοι, όπως ο Γουίλι και οι σύντροφοί του, δεν είχαν να αντιτάξουν τίποτα, καμία απώτερη απαντοχή, στη βαρβαρότητα που τους μάστιζε. Οτιδήποτε και αν επέλεγαν να υπερασπίσουν, είτε την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας είτε τον βασιλιά της Αγγλίας, διέπρατταν προδοσία. Είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με το αδιανόητο, να χάνουν την πατρίδα τους πριν χάσουν τη ζωή τους και όχι, όπως πιθανόν θα τους εξασφάλιζε ο ηρωισμός τους, να χάσουν τη ζωή τους για την πατρίδα τους. Υπό αυτό το πρίσμα οι Γερμανοί γίνονται ο προφανής εχθρός, όχι περισσότερο εκφοβιστικός από τους συμπατριώτες τους που τους παραμονεύουν στο Δουβλίνο. Ο τόπος από τον οποίο ξεκίνησαν γίνεται πιο επικίνδυνος από αυτόν που εγκατασπείρεται κατά χιλιάδες με διαμελισμένα σώματα.
«Το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να πονάει και να ουρλιάζει από τον πόνο. Αλλά αδυνατεί να χωρέσει το γεγονός ότι ο πόλεμος ήταν πια κάτι που δεν είχε στάλα νόημα». Αν στον στρατό η ατομικότητα εκμηδενίζεται, η απουσία σκοπιμότητας του πολέμου ακυρώνει επαγωγικά το νόημα της εκμηδένισης. Η ανωνυμία δικαιώνεται στον βαθμό που επικαλείται το όνομα μιας ιδέας τόσο θεμελιακής όπως το έθνος. Ο Γουίλι γραπώνεται από την προσωπική του ιστορία για να αντισταθμίσει τον εξοστρακισμό του από μια, την οιαδήποτε, εθνική ιστορία. Είναι ένας χτίστης 1,65 μ., αμήχανα Ιρλανδός, γιος ενός αστυνόμου 1,95 μ., πεισματικά Βρετανού, και αυτή την απόσταση δεν πρόκειται ποτέ να την καλύψει, όσο μακριά κι αν πάει.
Οδυνηρές στιγμές ηρεμίας
Ο Μπάρι πέρα από τις διεξοδικές περιγραφές του πολέμου, καθηλωτικές για τη σκληρότητα των απεικονίσεων και τον διαπεραστικό λυρισμό της γλώσσας, προσηλώνεται σε στιγμιότυπα αποκαλυπτικά για τις συναισθηματικές αντιφάσεις των χαρακτήρων του. Από τις αξέχαστες στιγμές του μυθιστορήματος η σκηνή όπου ο πατέρας πλένει τον γιο του, ο οποίος μόλις έχει επιστρέψει από το μέτωπο. Η τρυφερότητα με την οποία τα πατρικά χέρια απαλλάσσουν το κορμί του από τις ψείρες νοθεύεται από τον μοχθηρό παραλληλισμό του Γουίλι, καθώς φαντάζεται τα ίδια χέρια να καταστέλλουν αποφασιστικά τις εξεγέρσεις στο Δουβλίνο. Συναφής η σύμπλευση μακαριότητας και ύπουλων συνειρμών στην επίσης αξιομνημόνευτη σκηνή στα λουτρά, όπου ο Γουίλι οραματίζεται τρομοκρατημένος έναν κακεντρεχή Θεό να ρίχνει το αγκίστρι του στα νερά των λουτήρων για να ψαρέψει ανυποψίαστες, αναλώσιμες ψυχές. Κάθε φορά που ο Μπάρι απομακρύνει τους ήρωές του από την πρώτη γραμμή των μαχών, τους αφήνει εκτεθειμένους σε πυρά πιο ολέθρια από τις βόμβες και τις σφαίρες, καθώς τους καλεί να αντικρίσουν απερίσπαστοι το μέγεθος του τρόμου, της σύγχυσης και της απελπισίας τους, μαρτύρια που ενδείκνυνται σε στιγμές ηρεμίας και αδράνειας. Τέτοιες στιγμές η ανδρεία φανερώνεται απλώς σαν μια αδήριτη αυταπάτη, η αφοσίωση χάνει τον προσανατολισμό της, ενώ οι μνήμες της ζωής που άφησαν πίσω τους εγείρουν την υποψία ότι η προσδοκία επιστροφής σ' αυτήν είναι τουλάχιστον γελοία. Αν περνώντας από τα κατερειπωμένα κτήρια της Φλάνδρας ο Γουίλι ονειροπολεί σχετικά με την ανοικοδόμησή τους, η ευτυχισμένη καθημερινότητά του τού χτίστη φαντάζει πολύ πιο μακρινή από την υλοποίηση της φαντασίωσής του. Παρ' όλα αυτά ο στρατιώτης Νταν ανακαλύπτει στον στρατό μια παράλογη ευτυχία, την ευτυχία να αναγνωρίζει την ασημαντότητά του και να υποτάσσεται στην ανωτερότητα των στιγμών, όσο ακατανόητες ή αποτρόπαιες και αν παρουσιάζονται. Ο μόνος τόπος που με παρήγορη βεβαιότητα μπορεί να αποκαλέσει δικό του είναι το χαράκωμα όπου κρύβεται το τρεμάμενο σώμα του.
Η τραγικά ξοδεμένη ζωή του Γουίλι Νταν, αντιπροσωπευτική των εθνικών βασάνων της Ιρλανδίας, προεξοφλείται σε μία συνταρακτική φράση: «Γεννήθηκε τη χρονιά που πέθαιναν». Συχνά η εναρκτήρια φράση ενός μυθιστορήματος προϊδεάζει πράγματι για όλο το υπόλοιπο.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/01/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις