0
Your Καλαθι
Όνειρα από γυαλί
Μυθιστόρημα
Περιγραφή
Κριτική
Μια γωνιά της Ευρώπης, το 19ο αιώνα. Μια μικρή φανταστική και αληθοφανής πόλη. Τα όνειρα του κυρίου Ράιλ και τα χείλη της κυρίας Ράιλ. Το παραμύθι των πρώτων τρένων. Ένας άνθρωπος που ακούει το άπειρο. Ένα παιδί που φοράει το πεπρωμένο του. Η μαγεία του Crystal Palace, τεράστιας κατασκευής από γυαλί. Η ασυνήθιστη ζωή του Έκτορος Ορό, ιδιοφυούς και χαμένου αρχιτέκτονα. Κάποιος που παρευρίσκεται στον πλειστηριασμό των αγαθών του, κάποιος που σκοτώνει από κούραση, εκείνοι που τραγουδούν μια μόνο νότα σ' ολόκληρη τη ζωή τους, αυτή που παντρεύτηκε έναν άντρα που δεν υπάρχει πια, εκείνος που πέθανε από θαυμασμό, εκείνος που κάθε μέρα μάθαινε ένα πράγμα, αλλά ένα πράγμα μόνο.
«Πιστεύω ότι πάντα διηγούμαι ιστορίες. Όταν γράφω μυθιστορήματα, αφηγούμαι ιστορίες που προέρχονται από τη φαντασία μου· στις εφημερίδες γράφω ιστορίες που είτε έχω δει είτε έχω αγγίξει· όταν βρίσκομαι στο στούντιο και παρουσιάζω την εκπομπή μου για τις τέχνες, ανακαλώ ιστορίες που έχουν επινοήσει άλλοι. Με λίγα λόγια, πιστεύω ότι όλες οι δουλειές που κάνω μπορούν σε τελευταία ανάλυση να θεωρηθούν απλή αφήγηση ιστοριών». Η παρατήρηση ανήκει στον 43χρονο ιταλό συγγραφέα Αλεσσάντρο Μπαρίκκο και συνοψίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πολυμορφία της δημιουργικής έκφρασής του. Ο Μπαρίκκο είναι μυθιστοριογράφος αλλά και δραματουργός, δημοσιογράφος αλλά και συνιδρυτής μιας σχολής για την «αφήγηση» (όπως προτιμά να την αποκαλεί ο ίδιος, σε αντίθεση με τα τμήματα «δημιουργικής γραφής» σε αγγλοαμερικανικά πανεπιστήμια). Ωστόσο η ταπεινότητα του αυτοπροσδιορισμού έρχεται σε αντίθεση με το πολύπλοκο μυθοπλαστικό περιβάλλον που δημιουργεί ο Μπαρίκκο το οποίο αγγίζει ενίοτε τα όρια του χάους.
Μια εικόνα από το βιβλίο εικονογραφεί με επιτυχία τον τρόπο με τον οποίο ο Μπαρίκκο χειρίζεται το πλήθος των ηρώων του: ένας από αυτούς παρουσιάζεται ως εφευρέτης του «ανθρωπόφωνου», μιας ιδιόμορφης χορωδίας, τα μέλη της οποίας έχουν το δικαίωμα να τραγουδούν μόνο τη δική τους νότα. Ο δεξιός καρπός του κάθε μέλους είναι συνδεδεμένος, μέσα από ένα πολύπλοκο σύστημα σκοινιών, με την αντίστοιχη νότα στο πληκτρολόγιο που ο εφευρέτης και χειριστής έχει μπροστά του. Όταν ένιωθε το τράβηγμα το μέλος του οργάνου έπρεπε να τραγουδήσει σωστά και καθαρά τη νότα του. Αν υποθέσει κανείς ότι το «ανθρωπόφωνο» λειτουργεί ως μεταφορά του τρόπου με τον οποίο ο Μπαρίκκο συνθέτει την αφήγηση, τότε μπορεί να φαντασθεί τον συγγραφέα να πλάθει ακραίους χαρακτήρες ο καθένας «με τη νότα του», να τους συνδέει με ένα περίπλοκο νήμα μυθιστορηματικής πλοκής και στη συνέχεια να κάθεται στο πληκτρολόγιό του δημιουργώντας ένα είδος «μουσικής της αφήγησης».
Σύμφωνα με μια τέτοια ανάγνωση, το «Όνειρα από γυαλί» είναι ένα βιβλίο με έντονο μουσικό χαρακτήρα και ξετυλίγεται με τον πρωτόγονο σχεδόν τρόπο με τον οποίο ένα παιδί παίζει πεισματικά το σολ που μόλις ανακάλυψε στο πιάνο. Μόνο που εδώ πρόκειται για πολλούς ήρωες και ο καθένας «τραγουδά», εξίσου πεισματικά, την πεποίθησή του κάθε φορά που ο συγγραφέας τού δίνει τον λόγο. Όταν οι κάτοικοι της φανταστικής πόλης του 19ου αιώνα όπου διαδραματίζεται το βιβλίο βλέπουν για πρώτη φορά ένα τρένο, οι απόψεις διίστανται δημιουργώντας μια περίεργη, θεατρική μουσική. Οι φράσεις «τα τρένα δεν είναι για τις κυρίες», «το τρένο είναι τιμωρία Θεού», «το τρένο θα μοιάζει με κάτι σαν θέατρο», «είναι για τους πλούσιους το τρένο» συνοψίζουν την παλέτα της απορίας γύρω από καθετί καινούργιο: «Πρόκειται για έναν νέο τρόπο να ζουν ή έναν πιο ακριβή και θεαματικό τρόπο να πεθάνουν;».
Μέσα σε αυτό το πανδαιμόνιο χαρακτήρων και αντιλήψεων ξεχωρίζουν οι κεντρικοί ήρωες που ούτως ή άλλως έχουν σχεδιαστεί σαν πρόσωπα παραμυθιού: ο κύριος Ράιλ, που φεύγει ξαφνικά και γυρνά ακόμη πιο αναπάντεχα, η κυρία Ράιλ, το στόμα της οποίας, σύμφωνα με την τοπική φήμη, γέννησε στον Θεό την «αλλόκοτη ιδέα της αμαρτίας», ο Πέκις, εφευρέτης και χειριστής του «ανθρωπόφωνου», ο Πεχντ, ο ορφανός που μάθαινε τη ζωή με αριθμημένες σημειώσεις και περιμένει να μεγαλώσει για να του κάνει το σακάκι του, ο Εκτόρ Ορό, ο αρχιτέκτονας που υποστήριζε ότι θα καλυτέρευε τον κόσμο χτίζοντας κτίρια από γυαλί, ο σκουρόχρωμος Μόρμυ -νόθος γιος του κυρίου Ράιλ, η χήρα Αμπέγκ, που χήρεψε από έναν γάμο που δεν έγινε ποτέ, και ο μοναδικά λογικός και παράταιρος μέσα στο υπόλοιπο πλήθος μηχανικός Μπονέττι.
Το παραμύθι όμως αυτό δεν είναι για παιδιά καθώς μερικές από τις ιστορίες του Μπαρίκκο μπορεί να είναι ιδιαίτερα βίαιες. Η σκληρότητα εμφανίζεται αναπάντεχα σε ένα κωμικό περιβάλλον και με τόση δεξιοτεχνία που, ενώ θα περίμενε κανείς να παγώνει το χαμόγελο του αναγνώστη στο στόμα, προκαλεί ένα ξέφρενο γέλιο. Ίσως αυτό να οφείλεται στον μανδύα της αθωότητας που περιβάλλει την αφήγηση. Το ύφος του Μπαρίκκο είναι σχεδόν παιδικό, με την έννοια του ανθρώπου που μόλις ανακαλύπτει τον κόσμο και δεν διαθέτει ακόμη συναίσθηση των προεκτάσεών του. Εγκληματικές πράξεις μπορούν να εμφανιστούν ασύνδετα, μέσα σε τυχαίους διαλόγους, με την υπόγεια σύνδεση των κόμικς, όπου το επόμενο καρέ ενημερώνει τον αναγνώστη ότι «εκείνη την ώρα κάπου αλλού...». Ο αναγνώστης εκπλήσσεται τόσο από την αθωότητα (που αγγίζει τα όρια της αδιαφορίας) με την οποία παρουσιάζονται τα πιο στυγερά εγκλήματα ενώ έχει ήδη μαγευθεί από τα πρωτότυπα επινοήματα του συγγραφέα ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει αρνητικά. Ο Μπαρίκκο έχει την ικανότητα να κρατά αμείωτη την προσοχή του αναγνώστη σε αυτή την αλλόκοτη «συγγραφική μελωδία» που μπορεί να εξισορροπεί αρμονικά τη μοιχεία με τον έρωτα για τον νόμιμο ερωτικό σύντροφο, να αντιστρέφει τους όρους μεταξύ λογικής και παραλόγου και να προβάλλει την αποδοχή ενός τραγικού θανάτου σαν κάτι γραμμικά αναμενόμενο σχεδόν λυτρωτικό δημιουργώντας ένα μοναδικό αποτέλεσμα.
Έτσι το παραμύθι αποκτά ουσιαστικά τον χαρακτήρα ενός γλυκού ονείρου όπου οι ενοχές εξαλείφονται, οι επιθυμίες δικαιολογούνται και οι άνθρωποι αποδέχονται ο ένας τον άλλον όπως ακριβώς είναι. Το τέλος επαναφέρει τον αναγνώστη στη σκληρή πραγματικότητα αλλά του αφήνει την ευχάριστη γεύση μιας επιτυχούς ονειροπώλησης. Η ελληνική μετάφραση αποδίδει άρτια τον ρυθμό του ιταλικού κειμένου και στη γλώσσα μας.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 29-04-2001
Διαβάστε το 1ο κεφάλαιο
- Επιτέλους, δεν είναι κανείς εδώ;... ΜΠΡΑΘ!... Μα τι στο καλό, κουφάθηκαν όλοι εδώ κάτω... ΜΠΡΑΘ!
- Μη στριγγλίζεις, σου κάνει κακό να στριγγλίζεις, Αρολντ.
- Πού διάολο είχες εξαφανιστεί... είναι μια ώρα που στέκομαι εδώ και φωνά...
- Η άμαξά σου έχει τα χάλια της, Αρολντ, δε θα έπρεπε να κυκλοφορείς έτσι...
- Παράτα την άμαξα και πάρε καλύτερα αυτό εδώ...
- Τι είναι;
- Δεν ξέρω τι είναι, Μπραθ... πού να ξέρω εγώ... ένα δέμα είναι, ένα δέμα για την κυρία Ράιλ...
- Για την κυρία Ράιλ;
- Ήρθε χτες βράδυ... Μοιάζει να 'ρχεται από μακριά...
- Ένα δέμα για την κυρία Ράιλ...
- Κοίτα, θα το πάρεις καμιά φορά, Μπραθ; Στις δώδεκα, πρέπει να 'μαι πίσω στο Κουίνιπακ...
- Εντάξει, Αρολντ.
- Για την κυρία Ράιλ, πρόσεξε...
- Για την κυρία Ράιλ.
- Καλά... μην κάνεις βλακείες, Μπραθ... και να εμφανίζεσαι καμιά φορά στην πόλη, θα καταλήξεις να σαπίσεις, μένοντας διαρκώς εδώ κάτω...
- Η άμαξά σου έχει τα χάλια της, Αρολντ...
- Τα λέμε, οκέι;... Αντε, κούκλε, φύγαμε... Τα λέμε, Μπραθ!
- Δε θα πήγαινα τόσο γρήγορα με τέτοια άμαξα
... Δε θα 'πρεπε να πηγαίνει τόσο γρήγορα με κείνη την άμαξα. Έχει τα χάλια της. Μια άμαξα που έχει τα χάλια της...
- Κύριε Μπραθ...
- ...κι ένα βλέμμα να ρίξεις πάνω της, μπορεί να τη διαλύσεις...
- Κύριε Μπραθ, το βρήκα... βρήκα το σκοινί...
- Μπράβο, Πιτ... βάλ' το εκεί, βάλ' το στο κάρο...
- ...ήταν μέσα στο στάρι, δε φαινόταν...
- Εντάξει, Πιτ, μα τώρα έλα εδώ... άφησε το σκοινί κι έλα εδώ, αγόρι... πρέπει να γυρίσεις επάνω, στο σπίτι, κατάλαβες; Κράτα, πάρε αυτό το δέμα. Τρέξε να βρεις τη Μαγκ και να της το δώσεις. Ακου... Πες της πως είναι ένα δέμα για την κυρία Ράιλ, οκέι; Θα της πεις: «Είναι ένα δέμα για την κυρία Ράιλ, ήρθε χτες βράδυ και μοιάζει να 'ρχεται από μακριά». Κατάλαβες καλά;
- Ναι.
- Είναι ένα δέμα για την κυρία Ράιλ...
- ...ήρθε χτες βράδυ και... και έρχεται από...
- ...και μοιάζει να έρχεται από μακριά, έτσι πρέπει να πεις...
- ...από μακριά, εντάξει.
- Ωραία, τρέξε... και να το επαναλαμβάνεις όσο τρέχεις, έτσι δε θα το ξεχάσεις... άντε, αγόρι, τράβα...
- Μάλιστα, κύριε...
- Να το επαναλαμβάνεις με δυνατή φωνή, είναι μια μέθοδος που πετυχαίνει.
- Μάλιστα κύριε... Είναι ένα δέμα για την κυρία Ράιλ, ήρθε χτες βράδυ και... ήρθε χτες βράδυ και μοιάζει...
- ...να έρχεται από μακριά... είναι ένα δέμα για... την κυρία Ράιλ... για την κυρία Ράιλ, ήρθε χτες βράδυ... και μοιάζει να... μοιάζει να έρχεται από μα... μακριά... είναι ένα δέμα... είναι ένα δέμα για την κυρία... ήρθε από μακριά, όχι, χτες ήρθε... Ήρθε... χτες...
- Έι, Πιτ, μήπως σε κυνηγάει ο σατανάς; Για πού το 'βαλες;
- Γεια σου, Αντζι... ήρθε χτες... ψάχνω τη Μαγκ, την είδες;
- Είναι κάτω, στις κουζίνες.
- Ευχαριστώ Αντζι... είναι ένα δέμα για την κυρία Ράιλ... ήρθε χτες... και μοιάζει... μοιάζει να 'ρχεται από μακριά... από μακριά... μακριά... είναι ένα δέμα... Καλημέρα, κύριε Χαρπ!... για την κυρία Ράιλ... ήρθε χτες... και μοιά... ήρθε χτες και μοιά... είναι ένα δέμα, είναι ένα δέμα για την κυρία... κυρία Ράιλ... και μοιάζει να έρχεται... Μαγκ!
- Τι συμβαίνει, μικρέ;
- Μαγκ, Μαγκ, Μαγκ...
- Τι κρατάς στο χέρι, Πιτ;
- Είναι ένα δέμα... είναι ένα δέμα για την κυρία Ράιλ...
- Για να δω...
- Περίμενε, είναι ένα δέμα για την κυρία Ράιλ, ήρθε χτες και...
- Λοιπόν, Πιτ...
- ...ήρθε χτες και...
- Ήρθε χτες...
- ...ήρθε χτες και έχει μακρινή όψη, ορίστε.
- Μακρινή όψη;
- Ναι.
- Για να δω, Πιτ... μακρινή όψη... είναι γεμάτο γράμματα, απλώς, βλέπεις;... Και νομίζω πως ξέρω από πού έρχεται... Κοίτα, Στιτ, ήρθε ένα δέμα για την κυρία Ράιλ...
- Ένα δέμα; Για να πιάσω, είναι βαρύ;
- Έχει μακρινή όψη.
- Κάτσε φρόνιμος, Πιτ... είναι ελαφρύ... ελαφρύ... τι λες Στιτ, δεν κάνει μπαμ πως είναι δώρο;...
- Ποιος ξέρει, μπορεί να είναι χρήματα... ή μπορεί να είναι καμιά φάρσα...
- Ξέρεις πού είναι η κυρά;
- Την είδα να πηγαίνει προς το δωμάτιό της...
- Ακου, εσύ μείνε εδώ, εγώ θ' ανέβω μια στιγμή...
- Μπορώ να έρθω κι εγώ, Μαγκ;
- Αντε, Πιτ, μα κάνε γρήγορα... Γυρίζω αμέσως, Στιτ...
- Φάρσα είναι, κατά τη γνώμη μου είναι φάρσα...
- Δεν είναι φάρσα, έτσι δεν είναι, Μαγκ;
- Ποιος ξέρει, Πιτ.
- Εσύ το ξέρεις αλλά δε θέλεις να το πεις, ε;
- Ίσως να το ξέρω, αλλά δε θα σου το πω, όχι... κλείσε την πόρτα, άντε...
- Δε θα το πω σε κανέναν, ορκίζομαι πως δε θα το πω...
- Πιτ, κάτσε φρόνιμα... θα το μάθεις κι εσύ, θα δεις... και ίσως γίνει και μια γιορτή...
- Γιορτή;
- Κάτι τέτοιο... αν εδώ μέσα υπάρχει αυτό που νομίζω, αύριο θα είναι μια ξεχωριστή μέρα... ή ίσως μεθαύριο, ή σε λίγες μέρες... μα θα έρθει μια ξεχωριστή μέρα...
- Μια ξεχωριστή μέρα; Γιατί μια ξεχωριστή μέ...
- Σσσσ! Σταμάτα εδώ, Πιτ. Μην το κουνήσεις από δω, εντάξει;
- Εντάξει.
- Μην το κουνήσεις... Κυρία Ράιλ... με συγχωρείτε, κυρία Ράιλ...
Τότε, και μόνο τότε, η Τζουν Ράιλ σήκωσε το κεφάλι απ' το γραφείο και έστρεψε το βλέμμα προς την κλειστή πόρτα. Η Τζουν Ράιλ. Το πρόσωπο της Τζουν Ράιλ. Όταν οι γυναίκες του Κουίνιπακ κοιτάζονταν στον καθρέφτη, σκέφτονταν το πρόσωπο της Τζουν Ράιλ. Τα μαλλιά, τα ζυγωματικά, το κατάλευκο δέρμα, την πτυχή των ματιών της Τζουν Ράιλ. Μα περισσότερο από καθετί -είτε γελούσε, είτε ούρλιαζε, είτε σιωπούσε, είτε απλώς στεκόταν εκεί σαν να περίμενε- το στόμα της Τζουν Ράιλ. Το στόμα της Τζουν Ράιλ δε σε άφηνε σε ησυχία. Σου τρυπούσε τη φαντασία, απλώς. Σου μπέρδευε τις σκέψεις. «Μια μέρα ο Θεός σχεδίασε το στόμα της Τζουν Ράιλ. Κι εκεί ήταν που του ήρθε κι αυτή η αλλόκοτη ιδέα της αμαρτίας». Έτσι τα 'λεγε ο Τίκτελ, που γνώριζε από θεολογία, επειδή είχε υπάρξει μάγειρας σε μια θεολογική σχολή, έτσι έλεγε ο ίδιος τουλάχιστον φυλακή ήταν, έλεγαν οι άλλοι ανόητοι, είναι το ίδιο πράγμα, έλεγε εκείνος. Κανείς δε θα μπορούσε ποτέ να το σχεδιάσει, έλεγαν όλοι. Το πρόσωπο της Τζουν Ράιλ, εννοείται. Βρισκόταν στη φαντασία όλων. Και τώρα στεκόταν και εκεί -ιδίως εκεί- στραμμένο προς την κλειστή πόρτα, επειδή μια στιγμή πριν είχε ανασηκωθεί από το γραφείο για να κοιτάξει την κλειστή πόρτα και να πει:
- Εδώ είμαι.
- Ένα δέμα για σας, κυρία.
- Πέρασε, Μαγκ.
- Ένα δέμα... είναι για σας.
- Για να δω.
Η Τζουν Ράιλ σηκώθηκε, πήρε το δέμα, διάβασε το όνομά της που ήταν γραμμένο με μαύρο μελάνι πάνω στο καφετί χαρτί, γύρισε το δέμα, σήκωσε το βλέμμα, έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια, τα άνοιξε ξανά, κοίταξε και πάλι το δέμα, πήρε το χαρτοκόπτη απ' το γραφείο, έκοψε το σπάγκο που το έδενε, άνοιξε το καφετί χαρτί που από κάτω είχε ένα λευκό χαρτί.
Η Μαγκ οπισθοχώρησε ένα βήμα προς την πόρτα.
- Μείνε, Μαγκ.
Ανοιξε το λευκό χαρτί που τύλιγε ένα ροζ χαρτί που τύλιγε ένα μοβ κουτί όπου η Τζουν Ράιλ βρήκε ένα μικρό κουτί από πράσινο ύφασμα. Το άνοιξε. Κοίταξε. Τίποτα στο πρόσωπό της δεν κουνήθηκε. Το ξανάκλεισε. Τότε στράφηκε προς τη Μαγκ, της χαμογέλασε και της είπε:
- Όπου να 'ναι γυρίζει ο κύριος Ράιλ.
Έτσι.
Και η Μαγκ έτρεξε κάτω με τον Πιτ για να πει Όπου να 'ναι γυρίζει ο κύριος Ράιλ,
και σε όλα τα δωμάτια άκουγες να μουρμουρίζουν Όπου να 'ναι γυρίζει ο κύριος Ράιλ,
μέχρι που κάποιος φώναξε από ένα παράθυρο Όπου να 'ναι γυρίζει ο κύριος Ράιλ,
κι έτσι σ' όλα τα χωράφια άρχισε να διαδίδεται το νέο Όπου να 'ναι γυρίζει ο κύριος Ράιλ,
από το ένα χωράφι στο άλλο, κάτω, μέχρι το ποτάμι όπου ακούστηκε μια φωνή να ουρλιάζει
Όπου να 'ναι γυρίζει ο κύριος Ράιλ τόσο δυνατά που στο εργοστάσιο γυαλιού κάποιοι το άκουσαν και στράφηκαν στο διπλανό τους να μουρμουρίσουν.
Όπου να 'ναι γυρίζει ο κύριος Ράιλ, πράγμα που σύντομα κατέληξε στο στόμα όλων, παρά το θόρυβο των καμινιών, που σε ανάγκαζε εννοείται να υψώσεις τη φωνή προκειμένου να ακουστείς.
Τι είπες; Όπου να 'ναι γυρίζει ο κύριος Ράιλ, σ' ένα γενικό κρεσέντο που κορυφώθηκε στη φωνή που επιτέλους κατάφερε να δώσει και στον τελευταίο εργάτη, βαρήκοο εκτός των άλλων, να καταλάβει αυτό που συνέβαινε, ρίχνοντάς του στ' αυτιά μια τουφεκιά που έλεγε Όπου να 'ναι γυρίζει ο κύριος Ράιλ.
Α, όπου να 'ναι γυρίζει ο κύριος Ράιλ, κάτι σαν έκρηξη με λίγα λόγια, που πρέπει να αντήχησε δυνατά στον ουρανό και στα μάτια και στις σκέψεις, αφού ακόμα και στο Κουίνιπακ, που βρισκόταν μια ώρα απόσταση από κει, ακόμα και στο Κουίνιπακ, και μάλιστα όχι πολύ ώρα αργότερα, ο κόσμος είδε να καταφθάνει τρέχοντας ο Ολλιβύ, να κατεβαίνει από το άλογο, να κάνει λάθος στην προσγείωση, να κατρακυλιέται καταγής, να βλαστημά Θεούς και Παναγίες, να ξαναπαίρνει στο χέρι το καπέλο του, και με τον κώλο στη λάσπη να μουρμουρίζει -χαμηλόφωνα, λες και η είδηση έσπασε με την πτώση του, ξεφούσκωσε, κονιορτοποιήθηκε- να μουρμουρίζει μονολογώντας σχεδόν:
- Όπου να 'ναι γυρίζει ο κύριος Ράιλ.
Από καιρού εις καιρόν, ο κύριος Ράιλ γύριζε. Συνήθως, αυτό συνέβαινε κάποιον καιρό αφού είχε φύγει. Πράγμα που μαρτυρά την εσωτερική τάξη, ψυχολογική και ηθική θα μπορούσε να πει κανείς, του ατόμου. Με το δικό του τρόπο, ο κύριος Ράιλ αγαπούσε την ακρίβεια.
Αυτό που ήταν λιγότερο εύκολο να καταλάβεις ήταν γιατί, από καιρού εις καιρόν, έφευγε. Δεν υπήρχε ποτέ μια πραγματική, εύλογη αιτία να το κάνει, ούτε κάποια συγκεκριμένη εποχή, ή μέρα, ή συνθήκες. Απλώς, έφευγε. Περνούσε μέρες κάνοντας προετοιμασίες, από τις μεγαλύτερες μέχρι τις πιο ασήμαντες: άμαξες, επιστολές, αποσκευές, καπέλα, το γραφείο ταξιδιού, χρήματα, διαθήκες, τέτοια πράγματα, έκανε και ξέκανε, χαμογελώντας ως επί το πλείστον, όπως πάντα, αλλά με την υπομονετική και άτακτη ζωηράδα μπερδεμένου εντόμου, που έχει επιδοθεί σ' ένα είδος οικείου τελετουργικού που θα μπορούσε να διαρκέσει αιωνίως, αν στο τέλος, επιτέλους, δεν τέλειωνε με μια προβλεπτή και αναγκαία τελετή, μια σχολαστική τελετή, σχεδόν ανεπαίσθητη και απολύτως προσωπική: εκείνος έσβηνε το φως, εκείνος και η Τζουν έμεναν στο σκοτάδι, σιωπηλοί, ο ένας δίπλα στον άλλον στο κρεβάτι, ισορροπώντας μέσα στη νύχτα, εκείνη άφηνε να γλιστρήσουν μερικές στιγμές τίποτα, έπειτα έκλεινε τα μάτια και αντί να πει.
- Καληνύχτα
έλεγε
- Πότε φεύγεις;
- Αύριο, Τζουν.
Την επαύριο έφευγε.
Πού πήγαινε, κανείς δεν ήξερε. Ούτε η Τζουν. Μερικοί υποστηρίζουν πως ούτε κι ο ίδιος δεν το 'ξερε καλά καλά: και αναφέρουν ως απόδειξη το πασίγνωστο καλοκαίρι όπου αναχώρησε το πρωί της εβδόμης Αυγούστου και γύρισε το βράδυ της επομένης, με τις εφτά βαλίτσες απείραχτες και το πρόσωπο ανθρώπου που έκανε το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου. Η Τζουν δεν τον ρώτησε τίποτα. Εκείνος δεν είπε τίποτα. Οι υπηρέτες άδειασαν τις βαλίτσες. Η ζωή, ύστερα από μια στιγμή κλυδωνισμού, ξαναπήρε το δρόμο της.
Αλλες φορές, να το πούμε κι αυτό, ήταν ικανός να λείπει επί μήνες. Το γεγονός δε μετακινούσε ούτε χιλιοστό μια από τις πιο ριζωμένες του συνήθειες: να μη στέλνει την παραμικρή είδηση. Κυριολεκτικά, εξαφανιζόταν. Ούτε ένα γράμμα, τίποτα. Η Τζουν ήξερε και δεν έχανε το χρόνο της περιμένοντας.
Ο κόσμος, που γενικώς αγαπούσε τον κύριο Ράιλ, πίστευε πως έφευγε για δουλειές.
- Είναι εξαιτίας του εργοστασίου γυαλιού, που αναγκάζεται να πάει μέχρι εκεί.
Έτσι έλεγαν. Πού ήταν το εκεί παρέμενε κάτι το αόριστο, αλλά τουλάχιστον ήταν ένα κουρέλι εξήγησης. Και κάτι το αληθινό το είχε.
Πράγματι, από καιρού εις καιρόν, ο κύριος Ράιλ επέστρεφε έχοντας στη βαλίτσα περίεργα και γενναιόδωρα συμβόλαια: 1500 ποτήρια σε σχήμα παπουτσιού (που έπειτα έμεναν απούλητα στις βιτρίνες της μισής Ευρώπης), 820 τετραγωνικά μέτρα χρωματιστού γυαλιού (εφτά χρώματα) για τις καινούριες τζαμαρίες του Αγίου Ζυστ, μια καράφα διαμέτρου 80 εκατοστών για τους κήπους του Βασιλικού Οίκου, και πάει λέγοντας. Ούτε μπορείς να ξεχάσεις ότι ακριβώς στην επιστροφή του από ένα απ' αυτά τα ταξίδια, ο κύριος Ράιλ, χωρίς καν να τινάξει από πάνω του τη σκόνη του δρόμου, και χωρίς στην ουσία να χαιρετήσει κανέναν, έτρεξε διασχίζοντας το λιβάδι μέχρι το εργοστάσιο, και το εργοστάσιο μέχρι το δωματιάκι του Αντερσον, και κοιτάζοντάς τον κατάματα του είπε:
- Ακουσέ με, Αντερσον... αν έπρεπε να κάνουμε μια πλάκα από γυαλί, αλλά αν έπρεπε να την κάνουμε μεγάλη -καταλαβαίνεις;- πολύ μεγάλη... όσο το δυνατόν μεγαλύτερη... και κυρίως... λεπτή... τεράστια και λεπτή... πόσο μεγάλη πιστεύεις ότι θα καταφέρναμε να την κάνουμε;
Ο γερο-Αντερσον στεκόταν εκεί με τους λογαριασμούς των μισθών μπροστά στα μάτια του. Δεν καταλάβαινε τίποτα απ' αυτά. Αυτός που ήταν ιδιοφυία σ' ό,τι είχε να κάνει με το γυαλί, δεν καταλάβαινε τίποτα από μισθούς. Περιπλανιόταν στους αριθμούς με σαστισμένη έκπληξη. Γι' αυτό, όταν άκουσε να μιλάνε για γυαλί, άφησε το δόλωμα να τον τραβήξει μακριά, σαν ξεθεωμένο από τη θάλασσά του ψάρι, θάλασσα από αριθμούς, θάλασσα από μισθούς.
- Μα, ένα μέτρο ίσως, μια πλάκα ενός μέτρου επί τριάντα, σαν κι αυτές που κάναμε για το Ντένμπιουρ.
- Όχι, Αντερσον, πιο μεγάλη... τη μεγαλύτερη που μπορείς να φανταστείς...
- Μεγαλύτερη;... Μα, θα μπορούσαμε να προσπαθήσουμε ξανά και ξανά, και αν έχουμε την πολυτέλεια να σπάσουμε δεκάδες, ίσως στο τέλος καταφέρουμε να κάνουμε μια πραγματικά μεγάλη, δυο μέτρα ίσως... ίσως ακόμα μεγαλύτερη, ας πούμε, δύο μέτρα επί ένα, ένα ορθογώνιο από γυαλί μήκους δύο μέτρων...
Ο κύριος Ράιλ αφέθηκε να πέσει στην πλάτη της καρέκλας.
- Ξέρεις κάτι, Αντερσον; Βρήκα μια μέθοδο να την κάνουμε τρεις φορές μεγαλύτερη.
- Τρεις φορές μεγαλύτερη;
- Τρεις φορές.
- Και τι να την κάνουμε μια πλάκα γυαλιού τρεις φορές μεγαλύτερη;
Και ο κύριος Ράιλ απάντησε.
- Χρήματα, Αντερσον. Χρήματα με το τσουβάλι.
Πράγματι, και για να τα λέμε όλα, η μέθοδος που ο κύριος Ράιλ είχε κουβαλήσει μαζί του ποιος ξέρει από ποιο μέρος του κόσμου, κλεισμένη στο μυαλό του, σφραγισμένη στη φαντασία, για να τη σερβίρει μπροστά στα διάφανα μάτια του Αντερσον, ήταν μια μέθοδος εντελώς και απολύτως ιδιοφυής, αλλά επίσης, εντελώς και απολύτως χρεοκοπική. Ο Αντερσον, όμως, ήταν ιδιοφυία στο γυαλί, ήταν ιδιοφυία εδώ και άπειρα χρόνια, δεδομένου ότι πρώτα ήταν ο πατέρας του και πριν απ' τον πατέρα του, ο πατέρας του πατέρα του, και δηλαδή, ο πρώτος στην οικογένεια που είχε στείλει στο διάολο τον πατέρα του και το επάγγελμά του γεωργού για να πάει να καταλάβει πώς δουλευόταν αυτή η μαγική, δίχως ψυχή πέτρα, η δίχως παρελθόν, δίχως χρώμα και δίχως όνομα που αποκαλούσαν γυαλί. Ήταν ιδιοφυία με λίγα λόγια, πάντα του ήταν. Και άρχισε να το σκέφτεται, μια που, προφανώς, μια μέθοδος θα έπρεπε τελικά να υπάρχει για να γίνει μια πλάκα γυαλιού τρεις φορές μεγαλύτερη, και εδώ ακριβώς, βρισκόταν το ιδιοφυές σημείο της μεθόδου του κυρίου Ράιλ: να διαισθανθεί ότι ήταν δυνατόν να γίνει, πριν ακόμα περάσει απ' το μυαλό κάποιου ότι τη χρειαζόταν. Έτσι, το δούλεψε ο Αντερσον, επί μέρες, βδομάδες, μήνες. Στο τέλος, έβαλε σε εφαρμογή μια μέθοδο που απέκτησε αργότερα μια κάποια φήμη με το όνομα «Ευρεσιτεχνία Αντερσον του υαλουργείου Ράιλ», προξενώντας αντανακλάσεις ευχαρίστησης στον ντόπιο τύπο και αόριστο ενδιαφέρον σε κάποια πνευματώδη μυαλά εδώ κι εκεί ανά τον κόσμο. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι πως η «Ευρεσιτεχνία Αντερσον του υαλουργείου Ράιλ» θα άλλαζε κάνα δυο χρόνια αργότερα τη ζωή του κυρίου Ράιλ, αφήνοντας όπως θα δούμε ένα σημάδι στην ιστορία του. Ιστορία μοναδική που θα έβρισκε τελικά τις διεξόδους για να γλιστρήσει εκεί που έπρεπε-ήθελε να φτάσει, που ήταν γραμμένο να φτάσει, και που, πάντως στηρίχτηκε ακριβώς στην «Ευρεσιτεχνία Αντερσον του υαλουργείου Ράιλ» για να επιδοθεί σε μια απ' τις πιο σημαντικές στροφές της. Έτσι κάνει το πεπρωμένο: θα μπορούσε να φεύγει αόρατο αλλά αυτό πυρπολεί πίσω του, εδώ κι εκεί, μερικές από τις χιλιάδες στιγμές μιας ζωής. Τη νύχτα της θύμησης, καίγονται, σχεδιάζοντας το δρόμο διαφυγής της μοίρας. Μοναχικές φωτιές, καλές για να βρίσκεις μια δικαιολογία, οποιαδήποτε.
Γι' αυτό, ακόμα και στο φως της «Ευρεσιτεχνίας Αντερσον του υαλουργείου Ράιλ» και των αποφασιστικών εξελίξεών της, φαίνεται καθαρά ότι θα μπορούσε να ηχήσει εύλογη η αρκετά διαδεδομένη ιδέα, ότι τα ταξίδια του κυρίου Ράιλ θα 'πρεπε να θεωρούνται επαγγελματικά. Και όμως...
Και όμως, κανείς δεν μπορούσε πραγματικά να ξεχάσει αυτό που όλοι γνώριζαν: δηλαδή, μια μυριάδα μικρών γεγονότων, και αποχρώσεων, και ορατών συγκυριών που έριχναν ένα αναμφίβολα διαφορετικό φως πάνω σε εκείνο το στέρεο και ανεξιχνίαστο φαινόμενο που ήταν τα ταξίδια του κυρίου Ράιλ. Μια μυριάδα μικρών γεγονότων και αποχρώσεων, και ορατών συμπτώσεων που κανείς δε βαριόταν πια να αναφέρει από τότε που, σαν χίλια ρυάκια που εκβάλλουν σε μια και μοναδική λίμνη, είχαν διασκορπιστεί μέσα στην κρυστάλλινη αλήθεια ενός γεναριάτικου απογεύματος: τότε που ο κύριος Ράιλ, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι του, δε γύρισε μόνος του, μα κατέφτασε με τον Μόρμυ, και κοιτάζοντας κατάματα την Τζουν της είπε απλά -ακουμπώντας ένα χέρι στον ώμο του αγοριού- της είπε -ακριβώς τη στιγμή που το αγοράκι κοίταζε το πρόσωπο της Τζουν και την ομορφιά της- είπε:
- Τον λένε Μόρμυ και είναι γιος μου.
Ψηλά, ο κουρασμένος ουρανός του Γενάρη. Και τριγύρω, μια χούφτα υπηρέτες. Όλοι χαμήλωσαν ενστικτωδώς το βλέμμα στη γη. Μόνο η Τζουν δεν το έκανε. Κοίταζε το γυαλιστερό δέρμα του μικρού αγοριού, δέρμα στο χρώμα της άμμου, δέρμα καμένο απ' τον ήλιο, αλλά μια φορά μόνο και από έναν ήλιο πριν χίλια χρόνια. Και η πρώτη της σκέψη ήταν:
«Αυτή η πουτάνα ήταν νέγρα».
Την έβλεπε, εκείνη τη γυναίκα που σε κάποιο σημείο του κόσμου είχε σφίξει ανάμεσα στα πόδια της τον κύριο Ράιλ, ποιος ξέρει αν από επάγγελμα ή από ευχαρίστηση, το πιθανότερο όμως από επάγγελμα. Κοίταζε το αγοράκι, τα μάτια του, τα χείλη του, τα δόντια του, και την έβλεπε όλο και πιο καθαρά - τόσο καθαρά, που η δεύτερη και σαφής και κεραυνοβόλα σκέψη ήταν:
«Αυτή η πουτάνα ήταν πανέμορφη».
Δύο σκέψεις δε γεμίζουν παρά μία στιγμή. Και δεν ήταν παρά μια στιγμή όλα αυτά που εκείνο το μικροσκοπικό σύμπαν προσώπων, αποκομμένο από το γενικότερο γαλαξία της ζωής και αναδιπλωμένο μπροστά στη συγκίνηση ενός ορατού σκανδάλου - και δεν ήταν παρά μια στιγμή όλα αυτά που εκείνο το μικροσκοπικό σύμπαν προσώπων παραχώρησε στη σιωπή. Γιατί μετά, αμέσως, φιλτράρισε τη φωνή της, μέσα απ' το σάστισμα ολωνών, μέχρι να φτάσει στ' αυτιά του καθένα.
- Γεια σου, Μόρμυ. Εμένα με λένε Τζουν και δεν είμαι η μητέρα σου. Και δε θα γίνω ποτέ.
Με γλυκύτητα, όμως. Αυτό μπορούν να το επιβεβαιώσουν όλοι. Το είπε με γλυκύτητα. Μπορούσε να το πει με άφατη κακία και αντίθετα το είπε με γλυκύτητα. Πρέπει να το φανταστείς ειπωμένο με γλυκύτητα. «Γεια σου, Μόρμυ. Εμένα με λένε Τζουν και δεν είμαι η μητέρα σου. Και δε θα γίνω ποτέ».
Εκείνο το βράδυ έπιασε μια βροχή που θύμιζε τιμωρία. Και συνεχίστηκε όλη νύχτα με θαυμαστή αγριάδα. «Σπουδαίο κατούρημα», όπως έλεγε ο Τίκτελ, που ήξερε από θεολογία επειδή είχε υπάρξει μάγειρας σε μια θεολογική σχολή, έτσι έλεγε ο ίδιος τουλάχιστον φυλακή ήταν, έλεγαν οι άλλοι ανόητοι, είναι το ίδιο πράγμα, έλεγε εκείνος. Στο δωμάτιό του, ο Μόρμυ, με τις κουβέρτες τραβηγμένες μέχρι πάνω απ' το κεφάλι του, περίμενε κεραυνούς που δεν έρχονταν ποτέ. Ήταν οχτώ χρονών και δεν καταλάβαινε καλά καλά τι του συνέβαινε. Ωστόσο, είχε τυπωμένες στα μάτια δύο εικόνες: το πρόσωπο της Τζουν, το ομορφότερο που είδε ποτέ, και το στρωμένο τραπέζι κάτω, στην τραπεζαρία. Τα τρία κηροπήγια, το φως, ο στενός λαιμός των μπουκαλιών που ήταν κομμένος σαν να 'ταν διαμάντι, οι πετσέτες με τα μυστηριώδη κεντημένα γράμματα, ο ατμός που ανέβαινε από τη λευκή σουπιέρα, η χρυσή μπορντούρα των πιάτων, τα γυαλιστερά φρούτα ακουμπισμένα πάνω σε μεγάλα φύλλα, μέσα σε μια ασημένια βαθιά πιατέλα. Όλ' αυτά τα πράγματα και το πρόσωπο της Τζουν. Είχαν μπει στα μάτια του αυτές οι δύο εικόνες, σαν τη στιγμιαία αντίληψη μιας απόλυτης, άνευ όρων ευτυχίας. Θα τις κουβαλούσε πάνω του για πάντα. Αυτός είναι ο τρόπος που σε ξεγελάει η ζωή. Σε παίρνει όταν η ψυχή σου είναι ακόμα αποκοιμισμένη και σπέρνει μέσα σου μια εικόνα, ή μια μυρωδιά, ή έναν ήχο, που δεν μπορείς να τον βγάλεις μετά. Κι αυτή ήταν η ευτυχία. Το ανακαλύπτεις μετά, όταν είναι πολύ αργά. Και είσαι κιόλας, για πάντα, εξόριστος: χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από κείνη την εικόνα, εκείνο τον ήχο, εκείνη τη μυρωδιά. Παρασυρμένος απ' τα ρεύματα.
Δύο δωμάτια πιο πέρα, βρισκόταν η Τζουν, όρθια, με τη μύτη κολλημένη στα τζάμια, να κοιτάζει το μεγάλο κατούρημα. Κι εκεί έμεινε μέχρι που ένιωσε τα μπράτσα του κυρίου Ράιλ στα πλευρά της, κι έπειτα τα χέρια του που τη γύριζαν γλυκά, τα μάτια του που την κοίταζαν παράξενα σοβαρά και τέλος τη φωνή του που ήταν χαμηλή και μυστικοπαθής.
- Τζουν, αν υπάρχει κάτι που θέλεις να με ρωτήσεις, κάν' το τώρα.
Η Τζουν άρχισε να του λύνει το κόκκινο φουλάρι που του τύλιγε το λαιμό, κι έπειτα του άνοιξε το σακάκι και ένα ένα τα κουμπιά του σκούρου γιλέκου, αρχίζοντας απ' το πιο χαμηλό και έπειτα ανεβαίνοντας, αργά, μέχρι το ψηλότερο που αν κι είχε μείνει μόνο να υπερασπίζεται τ' ανυπεράσπιστα, κατάφερε πάντως ν' αντέξει μια στιγμή, μια στιγμή μόνο, πριν παραδοθεί, αθόρυβα, ακριβώς την ώρα που ο κύριος Ράιλ έσκυβε προς το πρόσωπο της Τζουν για να πει -μα ήταν σχεδόν σαν να προσευχόταν:
- Ακουσέ με, Τζουν... κοίταξέ με και ρώτα με ό,τι θέλεις...
Μα η Τζουν δεν είπε τίποτα. Απλώς, χωρίς να κουνήσει ούτε μια γωνία του προσώπου της, και εντελώς αθόρυβα, άρχισε να κλαίει, με εκείνον τον τρόπο που είναι πανέμορφος, μυστικό λίγων, κλαίνε μόνο με τα μάτια, σαν ποτήρια γεμισμένα μέχρι το χείλος της θλίψης, και απαθείς όσο εκείνη η επιπλέον σταγόνα τελικά τους νικά και γλιστράει προς τα κάτω, ακολουθούμενη έπειτα από χιλιάδες άλλες, και αυτοί στέκονται ακίνητοι εκεί όσο στάζει πάνω τους η μικρούλα ήττα τους. Έτσι έκλαιγε η Τζουν. Και δε σταμάτησε καθόλου, ούτε για μια στιγμή, όσο τα χέρια της έγδυναν τον κύριο Ράιλ, ούτε και μετά, όταν τον έβλεπε γυμνό κάτω της και τον φιλούσε παντού, δε σταμάτησε καθόλου, συνέχιζε να λιώνει το θρόμβο της θλίψης της σ' εκείνα τα ακίνητα και σιωπηλά δάκρυα -δεν υπάρχουν πιο όμορφα δάκρυα- ενώ έσφιγγε στα χέρια της το φύλο του κυρίου Ράιλ και αργά περνούσε τα χείλη πάνω σε κείνο το λείο, απίστευτο δέρμα -δεν υπήρχαν πιο όμορφα χείλη- και έκλαιγε, με τον ακατανίκητο τρόπο της, όταν άνοιξε τα πόδια και μέσα σε μια στιγμή, κάπως οργισμένα, πήρε το φύλο του κυρίου Ράιλ μέσα της, και μετά, με κάποιον τρόπο, όλο τον κύριο Ράιλ μέσα της, και καρφώνοντας τα χέρια στο κρεβάτι, κοιτάζοντας από ψηλά το πρόσωπο του άντρα που είχε πάει στην άλλη άκρη της γης για να γαμήσει μια πανέμορφη γυναίκα και νέγρα, να τη γαμήσει με τέτοια παθιασμένη ακρίβεια που της άφησε ένα μωρό στα σπλάχνα, κοιτάζοντας εκείνο το πρόσωπο που την κοίταζε, άρχισε να στριφογυρίζει μέσα της τη νικημένη αντίσταση που ήταν το φύλο του κυρίου Ράιλ, να το στριφογυρίζει και να το υποτάσσει απεγνωσμένα, ώστε να μπει παντού, μέσα της, και ρυθμικά να γλιστρήσει στην τρέλα, χωρίς ποτέ να σταματήσει να κλαίει -αν αυτό μπορεί να ονομαστεί απλό κλάμα- κι όμως με λεπτή και ολοένα μεγαλύτερη βιαιότητα και μανία ίσως, όσο ο κύριος Ράιλ έχωνε τα χέρια στα πλευρά της, στη μάταιη και προσποιητή απόπειρα να σταματήσει εκείνη τη γυναίκα που είχε πάρει πλέον τον πούτσο του και με τυφλές κινήσεις πια του έκλεβε απ' το νου καθετί που δεν είχε σχέση με τη στοιχειώδη απαίτηση να τελειώσει ξανά και ξανά. Και δε σταμάτησε να κλαίει -και να σωπαίνει- να κλαίει και να σωπαίνει, ούτε όταν τον είδε, τον άντρα που ήταν από κάτω της, να κλείνει τα μάτια και να μη βλέπει πια τίποτα, και τον ένιωσε, τον άντρα που είχε μέσα της, να έρχεται ανάμεσα στα μπούτια της χώνοντάς της υστερικά τον πούτσο μέσα στα σπλάχνα, σ' εκείνο το είδος μυστικού και δυσανάγνωστου χτυπήματος που εκείνη είχε μάθει ν' αγαπάει όσο κανέναν άλλο πόνο.
Μόνο μετά -μετά- όσο ο κύριος Ράιλ την κοίταζε στο μισοσκόταδο και χαϊδεύοντάς την ξεπερνούσε την έκπληξή του, η Τζουν είπε
- Σε παρακαλώ, μην το πεις σε κανέναν.
- Δεν μπορώ, Τζουν. Ο Μόρμυ είναι γιος μου, θέλω να μεγαλώσει εδώ, μαζί μας. Και όλοι πρέπει να το ξέρουν.
Η Τζουν στεκόταν εκεί, με το κεφάλι βυθισμένο στα μαξιλάρια και τα μάτια κλειστά.
- Σε παρακαλώ, μην πεις σε κανέναν ότι έκλαψα.
Γιατί υπήρχε κάτι, ανάμεσα στους δυο τους, κάτι που στην πραγματικότητα πρέπει να ήταν μυστικό, ή κάτι τέτοιο. Έτσι ήταν δύσκολο να καταλάβεις αυτό που έλεγαν ο ένας στον άλλον και το πώς ζούσαν, ή το πώς ήταν. Θα μπορούσες να κάψεις το μυαλό σου, προσπαθώντας να δώσεις ένα νόημα σε κάποιες τους χειρονομίες. Και θα μπορούσες ν' αναρωτιέσαι γιατί, επί χρόνια. Το μόνο πράγμα που γινόταν προφανές συχνά, ή μάλλον, σχεδόν πάντα, πάντα ίσως, το μόνο πράγμα πως σ' αυτό που έκαναν και σ' αυτό που ήταν, υπήρχε κάτι -τρόπος του λέγειν- όμορφο. Έτσι. Όλοι έλεγαν: «Καλό είναι αυτό που έκανε ο κύριος Ράιλ». Ή: «Καλό είναι αυτό που έκανε η Τζουν». Δεν καταλάβαιναν σχεδόν τίποτα, αλλά τουλάχιστον αυτό το καταλάβαιναν. Για παράδειγμα: ποτέ δεν έστελνε ένα γραμματάκι, κάποια είδηση, ο κύριος Ράιλ από τα ταξίδια του. Ποτέ. Ωστόσο, λίγες μέρες πριν επιστρέψει, έστελνε στην Τζουν, πάντα, ένα μικρό δέμα. Εκείνη το άνοιγε και μέσα υπήρχε ένα κόσμημα.
Ούτε μια αράδα, ούτε υπογραφή
μόνο ένα κόσμημα.
Τώρα, μπορεί κανείς να βρει χίλιους λόγους για να εξηγήσει κάτι τέτοιο, ξεκινώντας προφανώς από τον πιο συνηθισμένο, ότι δηλαδή ο κύριος Ράιλ είχε κάνει κάτι που έπρεπε να του συγχωρήσουν και επομένως έκανε αυτό που κάνουν όλοι οι άντρες, έβαζε πα να πει το χέρι στην τσέπη. Επειδή όμως ο κύριος Ράιλ δεν ήταν ένας άντρας σαν όλους τους άλλους, ούτε και η Τζουν μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες, μια παρόμοια, λογική εξήγηση έμπαινε στην άκρη προς όφελος θεωριών γεμάτων φαντασία που ανακάτευαν μυστηριώδη λαθρεμπόρια διαμαντιών, συμβολικά μυστικιστικά νοήματα, αρχαίες παραδόσεις και ποιητικούς ερωτικούς θρύλους, με πανέξυπνο τρόπο. Το όλο θέμα δεν το απλοποιούσε το γεγονός ότι η Τζουν δε φορούσε ποτέ, μα ποτέ, τα κοσμήματα που της έστελνε, και μάλιστα, δεν έδειχνε να τη νοιάζουν και ιδιαίτερα: από την άλλη, αφιέρωνε άπειρη φροντίδα στη διατήρηση των κουτιών, ξεσκονίζοντάς τα τακτικά, και ελέγχοντας ότι κανείς δεν τα μετακίνησε από τη θέση που τους είχε τάξει. Έτσι που, χρόνια μετά το θάνατό της, τα κουτιά βρέθηκαν τακτικά βαλμένα το ένα πάνω στο άλλο, στη θέση τους, τόσο παράλογα και τόσο άδεια, που βάλθηκαν επιμελώς να αναζητούν τα αντίστοιχα κοσμήματα, μέρες ολόκληρες, βδομάδες, μέχρι που αποδείχτηκε ότι ποτέ, μα ποτέ, δε θα τα έβρισκαν. Με λίγα λόγια, απ' όπου και να 'πιανες αυτή την ιστορία με τα κοσμήματα, δε θα 'βρισκες ποτέ μια οριστική εξήγηση. Αυτό γινόταν και, όταν ο κύριος Ράιλ επέστρεφε, ο κόσμος ρωτούσε: «Ήρθε το κόσμημα;» και κάποιος έλεγε: «Έτσι φαίνεται, φαίνεται πως ήρθε πριν πέντε μέρες, σ' ένα πράσινο κουτί» και τότε χαμογελούσε ο κόσμος, και σκεφτόταν: «Είναι καλό αυτό που κάνει ο κύριος Ράιλ». Τι άλλο μπορούσε, άλλωστε, να πει εκτός απ' αυτή τη μηδαμινή ή σπουδαία κοινοτοπία; Πως ήταν καλό.
Έτσι ήταν ο κύριος και η κυρία Ράιλ.
Τόσο παράξενοι που σ' έκαναν να σκέφτεσαι πως τους ένωνε ποιος ξέρει ποιο μυστικό.
Και ήταν πράγματι έτσι.
Ο κύριος και η κυρία Ράιλ.
Ζούσαν τη ζωή.
Έπειτα, μια μέρα, ήρθε η Ελίζαμπεθ.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις