0
Your Καλαθι
England, England ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
60%
60%
Περιγραφή
Η τέχνη είναι απομίμηση και υποκατάστατο της πραγματικότητας. Ο Τζούλιαν Μπαρνς παίρνει αυτή τη γνώριμη ιδέα και την αναλύει, εστιάζοντας στη μετατροπή της Αγγλίας σε χώρα-εμπορικό σήμα η οποία ουσιαστικά ζει από τον τουρισμό. Ο Μπαρνς διατείνεται ότι η Αγγλία έχει ήδη μεταβληθεί σε ένα εκτεταμένο πάρκο αναψυχής. Γιατί να παιδεύεται κανείς όμως να το γυρίσει, αφού ακόμα και ένας μαθητής ξέρει ότι ολόκληρη η Αγγλία χωράει στη νήσο Γουάιτ;
Ο αλλόκοτος ονειροπόλος μεγιστάνας σερ Τζακ Πίτμαν παίρνει την παραπάνω ρήση κυριολεκτικά. Με βάση την παραδοχή ότι οι περισσότεροι τουρίστες ενδιαφέρονται μόνο για τα βασικά αξιοθέατα και ικανοποιούνται εξίσου με ένα ομοίωμα του αληθινού, προσλαμβάνει τη Μάρθα ως Επαγγελματία Κυνική για την υλοποίηση του Σχεδίου: τη δημιουργία ενός τεράστιου κέντρου εθνικής κληρονομιάς στη Νήσο Γουάιτ που θα περιέχει καθετί το «αγγλικό» από το Ανάκτορο του Μπακιγχαμ ώς το Στόνουνχεντζ, από Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ώς τα Βράχια του Ντόβερ.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η Ντίσνεϊλαντ, γράφει ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Μποντριγιάρ, «είναι ένα παιχνίδι παραισθήσεων και φαντασμάτων... Αυτό που κάνει τα πλήθη να συρρέουν είναι ο κοινωνικός μικρόκοσμος, η μικρογραφία της αληθινής Αμερικής... Εδώ συναντάμε αφομοιωμένο τον αμερικανικό τρόπο ζωής, οι αμερικανικές αξίες εξυμνούνται, μια εξιδανικευμένη μετατόπιση της αντιφατικότητας που περιέχει η πραγματικότητα... Η Ντίσνεϊλαντ υπάρχει για να καλύψει το γεγονός πως αυτή είναι η "πραγματική" χώρα, εκεί βρίσκεται όλη η πραγματικότητα της Αμερικής (όπως οι φυλακές υπάρχουν για να καλύψουν το γεγονός πως ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο πάσχει). Η Ντίσνεϊλαντ παρουσιάζεται ως φανταστική ώστε να πιστέψουμε πως το υπόλοιπο είναι αληθινό...».
Ο Τζούλιαν Μπαρνς επίσης στο «England, England», υιοθετώντας τις σύγχρονες θεωρίες της αποδόμησης, σατιρίζει την ίδια την έννοια του αυθεντικού και παίρνοντας ως θέμα την Αγγλία επιχειρεί να ανακατασκευάσει μέσα από την κλωνοποίηση των κύριων βρετανικών ιδιοτήτων μια χώρα/ αντίγραφο, η οποία όχι μόνο ξεπερνάει το πρωτότυπο, αλλά αυτονομείται και διεκδικεί την αυτοτέλειά της, υπερβαίνοντας στη βρετανικότητα την ίδια τη Βρετανία.
Η αναζήτηση της αυθεντικότητας σ' έναν κόσμο ο οποίος έχει γεμίσει αντίγραφα, η σχέση της μυθοπλασίας με τη γραφή της Ιστορίας αλλά και η αδυναμία προσέγγισης του παρελθόντος είναι κάποια από τα επαναλαμβανόμενα θέματα στα βιβλία του Μπαρνς. Η συνεχής ενασχόλησή του με το παρελθόν τόσο στον «Παπαγάλο του Φλομπέρ» όσο και στην «Ιστορία του κόσμου σε 10 1/2 κεφάλαια» αλλά και στο «England, England» φανερώνουν την αγωνία του να μιλήσει για αυτό, όχι τόσο ως αντικείμενο ιστορικής έρευνας, αλλά για να καταδείξει την εξάρτηση των ανθρώπινων όντων από τους τρόπους διαμεσολάβησης, εξάρτηση που φθάνει στο σημείο να μετατρέπονται σε θύματα των εναλλακτικών πρακτικών ερμηνείας -πρακτικές που συνήθως παράγουν αντιφατικές και ασύμβατες αλλά άκρως κολακευτικές αναδιηγήσεις.
Το άλλο νησί
Στο πρώτο μέρος του «England, England» παρουσιάζονται οι αναμνήσεις ενός παιδιού που γεύεται τα τελευταία ψίχουλα του μεγαλείου της βρετανικής αυτοκρατορίας. Το παιδί είναι η Μάρθα Κοχρέιν, που πρωταγωνιστεί και στα επόμενα κεφάλαια σε άλλες ηλικίες, και η οποία κοιτάζει με λαχτάρα και με αθώο, γεμάτο προσδοκία βλέμμα τον κόσμο και την πατρίδα της την Αγγλία. Στο δεύτερο μέρος ακολουθεί μια σάτιρα όπου παρουσιάζεται μια μοντέρνα δυστοπία του κοντινού μέλλοντος. Η Μάρθα είναι μια καρικατούρα του εαυτού της, μια επαγγελματίας κυνική της εποχής της, όπου η πραγματικότητα υποχωρεί, για να πάρει τη θέση της η ρεπλίκα. Προσλαμβάνεται από έναν μεγιστάνα, τον σερ Τζακ Πίτμαν, ο οποίος αγοράζει το νησί Γουάιτ, ενοικιάζει τους κατοίκους και ιδρύει ένα κοινοβούλιο, ανακηρύσσει την ανεξαρτησία του από την Αγγλία και ζητεί να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στόχος του Πίτμαν είναι το Νησί του, το οποίο μετονομάζεται σε England, England, να διαθέτει ό,τι το αγγλικό, έτσι ώστε να μη χρειάζεται πλέον οι επισκέπτες να επισκέπτονται την κύρια νήσο, αλλά να βιώνεται με ασφάλεια και οικονομία χρόνου ολόκληρη η αγγλική εμπειρία. Ο σερ Τζακ Πίτμαν πίστευε πως οι τουρίστες έσπευδαν να δουν τα αυθεντικά γιατί δεν είχαν επιλογή. Τώρα, ανάμεσα στο άβολο πρωτότυπο και στο βολικό αντίγραφο είναι βέβαιος για την προτίμησή τους και την υπεροχή του οράματός του.
Μια περίληψη της Αγγλίας
Ο Πίτμαν κατασκευάζει λοιπόν μια περιληπτική εκδοχή της Αγγλίας με το Μπιγκ Μπεν, το στάδιο Γουέμπλεϊ, τα Ανάκτορα, το Στόουνχεντζ και με σλόγκαν «Το Νησί όπου το όνειρο ρέει αβίαστα» αναπαράγει τις μεγάλες στιγμές της αγγλικής ιστορίας. Υπάρχουν ο τάφος του Σέξπιρ, τα λευκά βράχια του Ντόβερ, τα μαύρα ταξί, δίπατα λεωφορεία, η βασιλική οικογένεια, το κρίκετ, η Μάχη της Αγγλίας, η εφημερίδα «Τάιμς», η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η εξοχή των Μπροντέ, το σπίτι της Τζέιν Όστιν και ηθοποιοί που υποδύονται μεγάλες προσωπικότητες. Για να υλοποιήσει το όραμά του προσλαμβάνει, εκτός από τη Μάρθα Κοχρέιν, επαγγελματία κυνικό και δεξί του χέρι, τον Πολ, αντιγραφέα των τσιτάτων του, ο οποίος αποθησαυρίζει για τους μελλούμενους τις «επινικελωμένες κοινοτοπίες» του, τον Μάρκο Πόλο, υπεύθυνο έργου, έναν επίσημο ιστορικό, υπεύθυνο για την ιστορία τους, ο οποίος αναλαμβάνει να κολακεύει τους επισκέπτες ώστε να μην αισθάνονται αδαείς και να απολαμβάνουν την άγνοιά τους. Από την ομάδα δεν λείπει και ο μεταστρουκτουραλιστής Γάλλος φιλόσοφος, ο οποίος αποφαίνεται πως το νησί England, England είναι «βαθιά μοντέρνο», προσφέροντας θεωρητική στήριξη στο πλάνο του: «Σήμερα προτιμάμε τη ρεπλίκα από το αυθεντικό. Προτιμάμε το αντίγραφο του έργου τέχνης από το ίδιο το έργο της τέχνης, τον τέλειο ήχο και την απομόνωση του κόμπακτ ντισκ από το συμφωνικό κονσέρτο». Ο σερ Τζακ εκτελεί το σχέδιό του με «ενεργητικό πατριωτισμό», χωρίς ίχνη προγονολατρείας με τη βοήθεια των συνεργατών του, που ως «σύγχρονοι πρωτοπόροι» αναλαμβάνουν να κατασκευάσουν μια «εξημερωμένη» εκδοχή της πραγματικότητας και από άγριο λαγό που όλο διαφεύγει να προσφέρουν στο κοινό «ένα εξημερωμένο κατοικίδιο κουνελάκι», τον κλώνο της Αγγλίας, το νησί που διαθέτει όλη την κοινωνική και πολιτιστική ιστορία της.
Ο τρόπος και ο σχεδιασμός καθώς και η εφαρμογή του σχεδίου του σερ Τζακ περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια και όταν αργότερα η Μάρθα παίρνει στα χέρια της την εξουσία, αποδεικνύεται ακόμα ικανότερη. Η «σιδηρά κυρία» του εικονικού κόσμου πολύ απέχει από τη Μάρθα του πρώτου κεφαλαίου, όπου παρουσιάζεται παιδί να μαθαίνει την αγγλική ιστορία, σχηματίζοντας ρίμες με τοποθεσίες και μελετώντας τα εμπορεύματα στα πανηγύρια.
Ταυτόχρονα η παλιά Αγγλία συρρικνώνεται, ενώ παρουσιάζονται συνεχείς τάσεις οπισθοδρόμησης. Ο κόσμος αρχίζει να ξεχνάει ότι η λέξη England σήμαινε κάποτε κάτι άλλο πέρα από το England, England, αντίθετα όσοι παρέμεναν στην Anglia άρχισαν να ξεχνούν πως υπήρχε άλλος κόσμος πέρα από αυτήν. Οι πόλεις συρρικνώνονται, τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας εγκαταλείφθηκαν, αν και μερικές ατμομηχανές συνέχιζαν να λειτουργούν, στους δρόμους κυριάρχησαν τα άλογα και ολόκληρη η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση «ελεύθερης πτώσης», ένας «οικονομικός και ηθικός σκουπιδότοπος».
Η άγνοια της γνώσης
Σταδιακά επέρχεται και η μοιραία αυτονόμηση του αντιγράφου, καθώς τα συναισθήματα των κατοίκων, ο φόβος και η φαντασία δεν μπορούν να χαλιναγωγηθούν. Οι υπάλληλοι του Νησιού, οι μισθωτοί φιλόσοφοι και οι αγρότες αρχίζουν να εκδηλώνουν τάσεις ανατροπής, καθώς ταυτίζονται υπερβολικά με τους ρόλους που έχουν κληθεί να υποδυθούν. Ο Ρομπέν των Δασών και οι άντρες του έχουν επαναφέρει το σεβασμό στην παρανομία, ο βασιλιάς έχει δεχτεί αυστηρή υπενθύμιση των οικογενειακών αξιών τις οποίες υπονομεύει συνεχώς, ενώ ο δόκτωρ Τζόνσον πάσχει από κατάθλιψη και μεταφέρεται στο νοσοκομείο. Η Μάρθα, χρόνια αργότερα, θα αναχωρήσει μακριά από το Νησί, γιατί χρειάζεται σε κάτι να πιστέψει και μετακομίζει σε ένα οπισθοδρομικό μέρος στην Αγγλία, η οποία την τρίτη χιλιετία έχει ανακτήσει τη δύναμή της κι έχει εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια να συμβαδίσει με τις εξελίξεις του υπόλοιπου κόσμου. Οι κάτοικοι μεταφέρονται τώρα με άλογα, επιδίδονται όλοι σε αγροτικές ενασχολήσεις, δεν εισάγουν ξένα εμπορεύματα, ούτε μεταναστεύουν, ενώ οι τηλεοράσεις και οι υπολογιστές έχουν απομακρυνθεί.
Η εναλλακτική λύση είναι πικρή. Η ζωή της Μάρθας είναι σκληρή στα γηρατειά. Βρίσκει τον εαυτό της και τα αληθινά χρώματα της φύσης, αλλά η μελαγχολία δεν οπισθοχωρεί, μελαγχολία με την οποία διαποτίζεται ολόκληρο το μυθιστόρημα του Μπαρνς. Η Μάρθα, λίγο πριν αναχωρήσει από το Νησί, θα πει τα λόγια εκείνα που συνοψίζουν την απογοήτευσή της: «Η απώλεια πίστης ενός ατόμου και η απώλεια πίστης ενός έθνους είναι το ίδιο πράγμα. Η παλιά Αγγλία έπαψε να πιστεύει. Κάπως τα κουτσοκατάφερνε ακόμα. Καλά τα πήγαινε. Αλλά έχασε τη σοβαρότητά της». Θα καταφύγει στην εξοχή, αναζητώντας τη χαμένη αθωότητα· κουρασμένη από τη «βεβαιότητα που βασιζόταν στη γνώση, προτίμησε τη βεβαιότητα τη βασισμένη στην άγνοια», σε ένα χωριό που δεν είναι ούτε ειδυλλιακό ούτε δυστοπικό, αλλά ίσως μονάχα εκεί να μπορέσει τουλάχιστον να αποφύγει τη γελοιοποίηση.
Η μετάφραση της κ. Κονταξάκη αποδίδει εύστροφα την παιγνιώδη γλώσσα του Μπαρνς. Η σάτιρα και η διακωμώδηση των στερεοτύπων βρίσκουν την καλύτερη δυνατή αντιστοιχία στα ελληνικά, ενώ δεν παραλείπει να μας παρέχει τις απαραίτητες επεξηγηματικές σημειώσεις για όρους, ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/03/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις