0
Your Καλαθι
Το τέλος του δρόμου
Περιγραφή
Πιστεύοντας ότι η ζωή στερείται νοήματος, ο ήρωας του Τέλους του δρόμου παραλύει και αδυνατεί να λάβει αποφάσεις κάθε φορά που πρέπει να επιλέξει σε διάφορες εναλλακτικές λύσεις. Ένας ιδιόρρυθμος ψυχίατρος κάνει τη διάγνωση: η πάθηση του ήρωα οφείλεται στη ριζική αυτοαποξένωσή του, στο ότι έχει το κενό του «εαυτό». Για να θεραπευτεί πρέπει να υποδυθεί μια προσωπικότητα, να οικειοποιηθεί ρόλους, να εφεύρει κανόνες συμπεριφοράς. Στο πλαίσιο αυτό της θεραπείας πείθεται από τον γιατρό του να διδάξει γραμματική σε ένα επαρχιακό κολέγιο. Εκεί γνωρίζει έναν καθηγητή πουριτανό και ηθικολόγο, που πιστεύει πως όλα τα προβλήματα λύνονται με τη λογική, καθώς και τη γυναίκα του.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Δίδυμο αδελφάκι της «Πλωτής Οπερας», το «Τέλος του δρόμου», δεύτερο χρονολογικά έργο του συγγραφέα (1958), σφραγίζεται ανεξίτηλα από το υπαρξιακό βάσανο: ο πρωταγωνιστής του και σκέλος ενός μοιραίου ερωτικού τριγώνου φθάνει σε τέτοιο βαθμό αυτοαποξένωσης, ώστε, όπως λέει ο ίδιος ο Μπαρθ, «νιώθει ότι δεν έχει νόημα η προσωπική αντωνυμία». Ο εαυτός που επινοεί δεν είναι μόνο ρευστός, αλλά και απόλυτα εναλλάξιμος, άμεσα αντικαταστατός· στη θέση των χαρακτηριστικών που εμφανίζει ο ήρωας θα μπορούσαν να βρίσκονται κάλλιστα άλλα, διαμετρικά αντίθετα. Ωστόσο, ένας εαυτός είναι αναγκαίος· χωρίς αυτόν δεν τα βγάζει κανείς πέρα με τις περιπλοκές της υπόθεσης. «Ισως τελικά να μπορεί κανείς να υποκριθεί ότι διαθέτει επαρκή πληρότητα για να είναι άτομο και να ζει στον κόσμο· ίσως, αν είναι αρκετά έμπειρος ηθοποιός...» σκέφτεται ο ήρωάς μας. Μόνο που η φάρσα της ζωής μπορεί να εξελιχθεί σε δράμα - όπως όταν η γυναίκα του συναδέλφου και ερωμένη του μένει έγκυος χωρίς να ξέρει από ποιον και ο ήρωας σκηνοθετεί μια διαδοχή μεταμφιέσεων, που, όπως είναι αναμενόμενο, έχει τραγικό τέλος. «Κάναμε πολύ δρόμο», μονολογεί ο ήρωας, λίγες ώρες αφότου το σκηνικό του έχει καταρρεύσει οδυνηρά. «Ποιος μπορεί πια να ζήσει μέσα στον κόσμο;». Σίγουρα όχι ο αλλοτριωμένος μας αντι-ήρωας, αυτό το «κινούμενο οντολογικό κενό» κατά τον Μπαρθ. Στο δικό του, παγερά άδειο σύμπαν, καμιά μεταστροφή δεν έχει νόημα.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/06/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο κλασικό δοκίμιό του για το μεταμοντέρνο μυθιστόρημα «Λογοτεχνία της Εξάντλησης», ο Τζον Μπαρθ, που δικαίως θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του, σχολιάζοντας τις τεχνικές του Μπόρχες, σημειώνει πως εκείνος είχε ανακαλύψει τον τρόπο «να μεταπλάθει τις παραδοξότητες και τις ακρότητες της εποχής μας σε υλικό για το έργο του». Ο ίδιος, στο «Τέλος του Δρόμου» (1958), δεύτερο μυθιστόρημα μετά την «Πλωτή Οπερα», έχοντας ως θέμα το ρόλο της μυθοπλασίας στην κατασκευή των ανθρώπινων καθώς και των μυθιστορηματικών χαρακτήρων, θέτει υπό αμφισβήτηση τα όρια και των δύο διαστάσεων (μυθιστορηματικής και πραγματικής) και μας δίνει μια φιλοσοφική αλληγορία για την ανάγκη αναγνώρισης της μη αυθεντικότητάς τους στην τέχνη αλλά και στη ζωή.
Το μυθιστόρημα τοποθετείται σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον χωρίς αυτό να είναι κυρίαρχο, καθώς εστιάζεται κυρίως στην εσωτερική και υπαρξιακή σύγχυση του αφηγητή Τζέικ Χόρνερ και στην ανεπάρκειά του να παραμείνει πιστός σε έναν μοναδικό κυρίαρχο εαυτό. Ενα από τα κυρίαρχα θέματα του βιβλίου είναι η ανικανότητα του ήρωά του να αυτοπροσδιοριστεί, να δικαιολογήσει την ύπαρξή του λογικά και να τη βασίσει σε κάποιες σταθερές αξίες. Ο Τζέικ αρνείται να υιοθετήσει μια συγκεκριμένη στάση, είναι ταυτόχρονα κυνηγός αλλά και αδιάφορος, ερωτευμένος και απόμακρος, σύμμαχος και αντίπαλος, θεραπευτής και θεραπευόμενος, αρνείται να αναλάβει έναν και μόνο ρόλο έτσι ώστε να μπορεί να γίνει αναγνωρίσιμος από τους άλλους, άρα πραγματικός, ενώ οι μέρες του κυλούν αδιάφορα, όλες είναι μέρες «χωρίς καιρό».
Ο χαρακτήρας του Μπαρθ παρουσιάζεται ασχημάτιστος, δεν διαθέτει την ικανότητα να ελέγξει τις αντιφάσεις του, να αποδώσει στις πράξεις του ένα νόημα, να ερμηνεύσει τον κόσμο και να βρει ένα στόχο, ένας ήρωας που αποδέχεται το «χάος» του και δεν παρουσιάζει την παραμικρή διάθεση να το βάλει σε μια έστω και προσωρινή τάξη.
Τρίγωνα και ταυτότητες
Το μυθιστόρημα αρχίζει όταν ο αφηγητής Τζέικ Χόρνερ προσλαμβάνεται στο πανεπιστήμιο του Γουικόμικο ως καθηγητής γραμματικής και αμέσως σχεδόν αποκτά φιλικές σχέσεις με ένα παντρεμένο ζευγάρι που είναι ιδιαίτερα διαχυτικοί και φιλικοί μαζί του, τον Τζο και τη Ρένι Μόργκαν. Για ένα μικρό διάστημα σχηματίζεται ένα ερωτικό τρίγωνο μεταξύ τους που δημιουργεί προβλήματα και βάζει σε κρίση την ταυτότητα και των τριών μελών.
Το πρόβλημα κυρίως δημιουργείται από τον «μη χαρακτήρα» του Τζέικ και από την αδυναμία των άλλων να τον προσδιορίσουν, και κυρίως του Τζο, ο οποίος χάνει τη γυναίκα του από έναν εραστή που αρνείται να προβάλει μια σταθερή ταυτότητα και που δεν μπορεί ούτε να τον μισήσει αλλά ούτε και να τον ανταγωνιστεί.
Τη «θεραπεία» του Τζέικ αναλαμβάνει ένας μυστηριώδης γιατρός, ο οποίος αναλαμβάνει σαν άλλος συγγραφέας/δημιουργός να τον κινητοποιήσει και να τον καταστήσει «ανθρώπινο». Ο γιατρός τον βρίσκει να κάθεται ακίνητος σε ένα παγκάκι για ώρες και τον αναγκάζει να υιοθετήσει τις θεραπευτικές μεθόδους του. Επιχειρώντας να δώσει ζωή σε έναν παραλυμένο χαρακτήρα και να ενισχύσει το αποχαυνωμένο του εγώ, του προσφέρει κάποια στοιχειώδη εφόδια για να συμμετάσχει στον κόσμο.
Κατ' αρχήν τονίζει τη σημασία της επιλογής. Για να γίνει ανθρώπινος πρέπει να μάθει να επιλέγει. Ακόμα και μια πλαστή επιλογή είναι καλύτερη από μια μη επιλογή, και φυσικά προτιμότερη από την παράλυση που προκαλεί η μη αποφασιστικότητα.
Σημαντικό μέρος της θεραπείας που του επιβάλλει είναι και η «μυθοθεραπεία» που βασίζεται στην αρχή πως η γλώσσα δεν είναι μόνο μέσον κατανόησης του κόσμου αλλά και ένα μέσον κατασκευής της πραγματικότητας: «Η απόδοση ενός ονόματος στα πράγματα είναι όπως η ανάθεση ρόλων στους ανθρώπους». Για να αποκτήσει έναν εαυτό, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα και να επιδοθεί στην κατασκευή αφηγήσεων προκειμένου να σχετιστεί με τους άλλους αλλά και με τον εαυτό του.
Οφείλει, λοιπόν, να αναθέσει ρόλους στον εαυτό του και στους άλλους, να γράψει το σενάριο της δικής του ζωής και να παραμείνει πιστός στη δική του μάσκα: «... όχι μόνο είμαστε ήρωες της ιστορίας της δικής μας ζωής, αλλά είμαστε και εκείνοι που επινοούμε την ιστορία και δίνουμε στα άλλα άτομα το στοιχείο του ελάσσονος χαρακτήρα. Αφού όμως η ιστορία της ζωής κανενός ανθρώπου δεν είναι μια ιστορία με συνοχή, επινοούμε συνεχώς εκ νέου τι είδους ήρωες είμαστε, και στη συνέχεια ποιους ελάσσονες ρόλους υποτίθεται ότι παίζουν οι άλλοι άνθρωποι».
Ο Τζέικ όμως μοιάζει να πιστεύει πως καμία επιλογή δεν διαθέτει ουσιαστική ανωτερότητα από μια άλλη και παραμένει στη φυσική και την ψυχική του ακινησία παρά τις προτροπές του γιατρού. Οι προσπάθειες εφαρμογής των θεραπειών, μελετώντας Σαρτρ, διδάσκοντας γραμματική και υιοθετώντας τις «αφηγηματικές μάσκες», προκειμένου να κατασκευάσει κι αυτός ένα πρόσωπο, να γίνει «σκηνοθέτης του εαυτού του», σύμφωνα με τα λόγια του γιατρού, δεν φαίνεται να φέρνουν αποτέλεσμα καθώς εκείνος συνεχίζει να παραμένει αμέτοχος και αδιάφορος.
Εφαρμογή της μυθοθεραπείας
Οι «αφηγηματικές μάσκες» αποδεικνύονται ανεπαρκείς και αναποτελεσματικές, ανίκακες να αντεπεξέλθουν στην πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Ο Τζέικ στην προσπάθεια εφαρμογής της μυθοθεραπείας δίνει λανθασμένο ρόλο στον εαυτό του. Ενώ εκείνος συνεχίζει να παραμένει ένας χαρακτήρας που αρνείται να καταστείλει τις αντιφάσεις του, η πραγματικότητα τού στήνει ενέδρα, αναγκάζοντάς τον να αποσυρθεί από την πολυτέλεια της διαρκούς στοχαστικής και αμυντικής του απόσυρσης.
Στο τέλος της διαδρομής της κατασκευής του εαυτού τον περιμένουν η αναγκαστική ανάληψη ευθυνών, η υποχώρηση στο βάρος του τυχαίου, και η συνειδητοποίηση πως καμία επιλογή -όποια και να είναι- δεν διαθέτει μια πραγματική ανωτερότητα από την άλλη, γιατί η ζωή συχνά δεν αφήνει περιθώρια επιλογής και ο θάνατος είναι ένα από τα γεγονότα εκείνα που σε αφοπλίζουν από όποια θεωρία. Στο τέλος του δρόμου ο Τζέικ δεν έχει επιλογή παρά να γίνει ανθρώπινος και αυτό γίνεται μόνο μέσα από τον πόνο.
Η μηδενιστική αυτή παραβολή θα μπορούσε να αναγνωσθεί και ως η αναγνώριση της αδυναμίας του ανθρώπου να σκηνοθετήσει τη ζωή του, της δύναμης του τυχαίου να «τακτοποιεί» τη ζωή άλλοτε επιτυχώς, άλλοτε ατυχώς, απονέμοντας συχνά δυσκολότερους ρόλους από αυτούς που είχαμε την πρόθεση να εκτελέσουμε. Η τραγικότητα του τέλους θα ήταν αβάσταχτη, αν δεν υπήρχε ο αποστασιοποιημένος τόνος της αφήγησης του Τζέικ, συνδυασμένος με μια φιλοπαίγμονα διάθεση.
Η αίσθηση της ζωής ως φευγαλέας και ανίκανης να προκαλέσει συνταρακτικά συναισθήματα μοιάζει να αλλάζει με την έναρξη της συνείδησης πως το τέλος ενός δρόμου μαζί με την εμπειρία μιας πραγματικής δοκιμασίας σηματοδοτεί και την έναρξη ενός καινούργιου δρόμου, όπου με εφόδια την εμπειρία θα μπορέσει, αν όχι να σκηνοθετήσει, τουλάχιστον να ζήσει μια ζωή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/06/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις