Ρώμη Μάρκιος

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 10.90
7.63
Τιμή Πρωτοπορίας
+
342368
Συγγραφέας: Μπατσιούλας, Νίκος
Εκδόσεις: Μπατσιούλας
Σελίδες:520
Επιμελητής:ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:11/05/2011
ISBN:9789606813306
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή

216π.Χ.
Ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας έχει εισβάλει στην Ιταλική χερσόνησο και πετυχαίνει στις Κάννες μια μνημειώδη νίκη ενάντια στον ρωμαϊκό στρατό. Η Ρώμη έχει δεχθεί ένα ισχυρό πλήγμα και για να καταφέρει να συνεχίσει να μάχεται, καταφεύγει ακόμα και σε στρατολόγηση σκλάβων. Οι νέες λεγεώνες ξεκινούν την αντεπίθεσή τους που θα σημάνει την απαρχή μιας αυτοκρατορίας.


Ο Γαλάτης Μάρκιος, σκλάβος του συγκλητικού Σέξτου Σικίνιου, δέχεται τη στρατολόγησή του ως ένα ανέλπιστο δώρο. Το τίμημα της ελευθερίας, τα πάθη, ο έρωτας, το χρέος και η τιμή κάνουν την λεγεώνα το σπίτι του, τον οδηγούν σε μάχες δίπλα και ενάντια στους μεγαλύτερους στρατηγούς του καιρού του.

Περιεχόμενα


I. Άνγκους 13

ΙΙ. Αριμίνιουμ 21

ΙΙΙ. Σέξτος και Φίλωνας 27

IV. Σικίνιοι 79

V. Ενηλικίωση 103

VI. Πεδίο του Μαρς 139

VIΙ. Μάρκελλος 167

VIΙI. Συρακούσες 223

IX. Απουλία 257

X. Λίβια 307

XΙ. Αριάδνη 357

XII. Ζάμα 393

XIII. Κυνός Κεφαλές 439

XIV. Μούτινα 483

XV. Ρώμη 511

Χρονολόγιο 529


Διαβάστε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου:


Vae Victis!

(Αλλοίμονο στους ηττημένους)

Βρέννος, Γαλάτης πολέμαρχος, 390 π.Χ., μετά τη νίκη των Γαλατών επί των Ρωμαίων

I – Άνγκους

«Ο Αννίβας έρχεται!»

«Τρέξτε να σωθείτε!»
«Θεοί, λυπηθείτε μας!»

«Ο Αννίβας έρχεται!»

Άνοιξα τα μάτια μου. Η μυρωδιά του ξεραμένου αίματος, του δικού μου αίματος, ανακατεμένου με τα κάτουρά μου, έκαναν την ατμόσφαιρα στο μικρό δωμάτιο αποπνιχτική. Ήμουν ξαπλωμένος μπρούμυτα στο χωμάτινο δάπεδο και το στεγνό στόμα μου έχασκε ακουμπώντας στην πατημένη σκόνη. Προσπάθησα να βγάλω λίγο
σάλιο, μπας και δροσίσω τον λαιμό μου. Μάταια, ο ξερός λαιμός μου διαμαρτυρήθηκε και άρχισα να βήχω με μανία. Αναγκαστικά όλοι οι μύες του σώματός μου άρχισαν να λειτουργούν και ο πόνος από τη χαρακωμένη μου πλάτη έκανε το κεφάλι μου να σπάσει.
Ασυναίσθητα κουλουριάστηκα, φέρνοντας τα γόνατά μου στο ύψος
του στήθους και το κεφάλι κοντά στα γόνατα. Αμέσως τινάχτηκα προς τα πίσω σφαδάζοντας, πλέον, από τον αφόρητο πόνο. Το μαστίγιο του Φέστου πρέπει να είχε κάνει καλή δουλειά. Έσφιξα τα δόντια ενώ ο βήχας δεν με είχε αφήσει ακόμα. Ανάσαινα γρήγορα και προσπαθούσα να βήχω με κλειστό το στόμα και να παραμένω
ακίνητος. Μετά από λίγο, κατάφερα να χαλαρώσω. Δεν
έπρεπε να φωνάξω. Δεν ήθελα να φωνάξω. Πόση ώρα- ή μήπως μέρες- ήμουν αναίσθητος, δεν ξέρω. Αισθανόμουν τις πληγές μου να βγάζουν ακόμα αίμα, αλλά αυτό θα οφειλόταν μάλλον στις κινήσεις που έκανα πριν.
Πίσω από τους τοίχους οι κραυγές των Ρωμαίων για τον ερχομό του Αννίβα συνεχίζονταν, μαζί με ένα βουητό, θαρρείς σαν από σμήνος μελισσών, το οποίο ήταν θρήνοι και μοιρολόγια. Αυτό σήμαινε ένα πράγμα, ο Αννίβας νίκησε και ερχόταν στη Ρώμη! Όμως αυτό δεν ήταν δυνατόν. Και δεν εννοώ την ήττα των Ρωμαίων, άλλωστε ο Αννίβας έδειξε τις ικανότητές του σε όλες τις προηγούμενες μάχες και ιδιαίτερα σε αυτές στον ποταμό
Τρέβια και τη λίμνη Τρασιμένη, αλλά το να μπορέσει ο
Καρχηδόνιος στρατηγός να έρθει τόσο γρήγορα μετά τη
μάχη μπροστά από τα τείχη της Ρώμης για να την καταλάβει. Λίγο πριν το συμβάν με τη Λίβια και την τιμωρία από τον Φέστο, ο ρωμαϊκός στρατός και ο Αννίβας ήταν στρατοπεδευμένοι για δύο ημέρες στην Απουλία, κοντά σε μια μικρή πόλη, τις Κάννες, και δεν είχε γίνει κάποια εχθροπραξία. Σίγουρα θα ήθελε τουλάχιστον δέκα μέρες για να κερδίσει την όποια μάχη, να ξεκουράσει τον
στρατό του και να έρθει στη Ρώμη και δεν έπρεπε να
ήμουν ξαπλωμένος εδώ τόσο πολύ.
Μέσα στο σπίτι επικρατούσε αναταραχή. Δεν ξέρω αν γύρισε ο αφέντης, αλλά τα νέα της ήττας αρκούσαν. Ο μεγάλος γιος της οικογένειας, ο διάδοχος των Σικινίων, το καμάρι του αφέντη, ο Λούσιος Σικίνιος, ήταν μέλος
της νέας αυτής ρωμαϊκής στρατιάς και όλοι θα ετοίμαζαν τις δεήσεις στους θεούς για να γυρίσει πίσω σώος ή θα ξεκινούσαν να θρηνήσουν τον χαμό του.
Η πόρτα του δωματίου που με είχαν άνοιξε. Ήταν η μάνα μου. Με δάκρυα στα μάτια, που μάλλον ήταν για εμένα και όχι για τους Ρωμαίους, έσκυψε από πάνω μου,
χάιδεψε το κεφάλι μου και άρχισε να περιποιείται τις
πληγές μου. Αφέθηκα στο γλυκό της άγγιγμα και έκλεισα τα μάτια.
Όμως, πρέπει να τα πάρω από την αρχή. Ποτέ δεν
ήμουν καλός στα γράμματα και δεν θα έπρεπε να ξεκινήσω από τη μέρα που άλλαξε τη ζωή μου. Είμαι ο Σέξτος Σικίνιος Μάρκιος ή Μάρκιος ή Άνγκους και αυτή είναι η ιστορία μου. Γεννήθηκα ελεύθερος, έγινα σκλάβος ενός αφέντη, μετά σκλάβος της Ρώμης και τώρα σκλάβος του εαυτού μου, των τύψεων και των αναμνήσεών μου. Αγάπησα, πόνεσα, μόχθησα, ταξίδεψα, έκανα φίλους και εχθρούς, αλλά κυρίως σκότωσα… Οι αναμνήσεις μου είναι γεμάτες από αίμα και δάκρυα γιατί πρώτα από όλα είμαι ο Μάρκιος ο πολεμιστής. Ξεκινάω, λοιπόν, να γράψω την ιστορία μου, όχι για τις επόμενες γενιές, ούτε για τους απογόνους μου, αλλά για εμένα, μήπως και βρω την ησυχία που ψάχνω μετά από εκείνο το πρωινό στη Μούτινα. Γι’ αυτό θα γράψω όπως έζησα, όπως αισθάνομαι, όπως ξέρω, με τη ρωμαϊκή πειθαρχία της λεγεώνας και τη λιτή ζωή του στρατιώτη και όχι με τον ελληνικό, όμορφο τρόπο που πάσχιζε να μου μάθει ο αγαπημένος μου Φίλωνας. Οι γονείς μου ανήκαν στη γαλατική φυλή των Βόιων, που κατοικούσε τότε από τη δεξιά πλευρά του ποταμού Πάδου στη βόρεια Ιταλία έως και πέρα από τις Άλπεις προς τα βορειοανατολικά. Ο πατέρας μου λεγόταν Γουίνφρεντ, που στη γλώσσα των Βόιων σημαίνει «ο φίλος της ειρήνης» και, σύμφωνα με τις νοσταλγικές ιστορίες που μου έλεγε η μάνα μου στα παιδικά μου χρόνια, το όνομά του αντικατόπτριζε ακριβώς και τη συμπεριφορά του. Παρά τον πολεμικό χαρακτήρα της φυλής του, ήταν φιλήσυχος, ασχολιόταν κυρίως με τα ζωντανά του και απέφευγε να μπλέκει σε αψιμαχίες. Οι συγχωριανοί του τον σέβονταν, αν και δεν ήταν πολεμιστής όπως αυτοί, και πολλές φορές κατέφευγαν στις συμβουλές του, παρά το νεαρό της ηλικίας του, αφού μπορούσε να συμβιβάσει ακόμα και τις πιο δύσκολες περιπτώσεις. Βέβαια, δεν έμενε και αυτός αμέτοχος στις πολεμικές συγκρούσεις της φατρίας του ή του λαού του, αυτό είναι σχεδόν αδύνατο στους Γαλάτες. Το παρουσιαστικό του ήταν το αντίθετο από αυτό που έκανε. Ήταν ψηλός, ο ψηλότερος από τους άλλους της φατρίας του, με πολύ μεγάλη φυσική δύναμη, με μακριά ξανθά μαλλιά και, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα της μάνας μου, ο πιο όμορφος άντρας που είχε δει και θα έβλεπε ποτέ.

Το 521 από την ίδρυση της Ρώμης1, ένας μεγάλος λιμός χτύπησε την περιοχή που έμεναν και ανάγκασε τον πατέρα μου και πολλούς συγχωριανούς του να ξεκινήσουν το μεγάλο ταξίδι προς τον νότο. Στόχος τους ήταν να περάσουν τις Άλπεις και να φτάσουν στην εύφορη κοιλάδα του Πάδου, στη σημερινή εντός των Άλπεων Γαλατία, όπου οι πρώτοι Βόιοι είχαν έρθει πριν από εκατόν πενήντα περίπου χρόνια. Οι φήμες που έφταναν στο χωριό τους έλεγαν για τον πλούτο και τις απέραντες, εύφορες πεδιάδες της περιοχής. Ο πατέρας μου ήταν τότε είκοσι χρονών και η μάνα μου δεκαεφτά. Ήταν παντρεμένοι τρία χρόνια και παρά το γεγονός ότι η μητέρα μου ήταν ήδη σε προχωρημένη εγκυμοσύνη πήραν τη δύσκολη απόφαση.
Η διαδρομή ήταν δύσκολη, το κρύο σου διαπερνούσε τα κόκαλα και οι προμήθειές τους ελάχιστες. Όμως, πίσω τους δεν είχαν ελπίδα επιβίωσης και αυτό τους έδινε κουράγιο. Ήταν σίγουρα μια απελπισμένη προσπάθεια. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, μέσα στα χιονισμένα βουνά, γεννήθηκα εγώ.

«Πώς θα το ονομάσεις;», ρώτησε ένας από τους συνοδοιπόρους του, τον πανευτυχή που απέκτησε γιο πατέρα μου.

«Αυτός θα είναι ο Άνγκους, ο δυνατός. Θα είναι δυνατός γιατί θα επιζήσει από αυτή την πορεία μας και θα συνεχίσει τη γενιά μου».
Έτσι λοιπόν πήρα το πρώτο μου όνομα, που στη γλώσσα τον Βόιων σημαίνει ο άνθρωπος που κατέχει πρωτόγνωρη δύναμη. Ο πατέρας μου είχε μιλήσει προφητικά.

Παρά το χαρούμενο γεγονός της γέννησής μου, πολλοί δεν ευχαριστήθηκαν, αφού η μάνα μου ήδη είχε αρχίσει να τους καθυστερεί και ήθελαν να περάσουν όσο πιο γρήγορα τα βουνά. Έτσι, πολλοί αποφάσισαν να συνεχίσουν και να μη μας περιμένουν. Αυτοί που έμειναν δίπλα μας ήταν κάποιοι λιγοστοί συγγενείς, που υπολόγιζαν τον πατέρα μου ως τον αρχηγό τους, περισσότερο
για το θάρρος και την αισιοδοξία που έδειχνε παρά για
την ηλικία του. Από τους περίπου τριακόσιους που ξεκίνησαν από το χωριό τους, έμειναν πλάι τους μόνο οι είκοσι. Αυτό δεν τους πτόησε και ξεκίνησαν τη δύσκολη κατάβαση των βουνών. Μετά από δεκαπέντε κοπιαστικές μέρες, ακολουθώντας πορεία προς τον νότο, μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια, έφτασαν στις αρχές μιας
μεγάλης πεδιάδας που διέσχιζε ένας μεγάλος ποταμός.
Όσο την πλησίαζαν δεν είχε σταματήσει να βρέχει με
μανία και είχαν αποπροσανατολιστεί. Είχαν χαθεί και
δεν ήταν σίγουροι για την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσουν για να φτάσουν στην πεδιάδα του Πάδου.
Ακόμη δεν ήταν σίγουροι για το αν ήταν σε εχθρικό ή φιλικό έδαφος και το μέγεθος της ομάδας τους οπωσδήποτε δεν θα τρόμαζε κανέναν. Αποφάσισαν να προχωρήσουν προς τα νοτιοδυτικά, αφού πρώτα περνούσαν
τον ποταμό που είχε φουσκώσει από τη βροχή και τους
έφραζε τον δρόμο. Υπήρχαν δύο επιλογές, να γυρίσουν
πίσω ψάχνοντας να βρούνε την πηγή του ή κάποιο ρηχό
σημείο και στη συνέχεια να ξανακατέβουν ή να προχωρήσουν στην πεδιάδα ελπίζοντας να βρούνε κάποια γέφυρα ή πέρασμα.
Αποφάσισαν να μη γυρίσουν προς τα πίσω. Άρχισαν να περπατούν κατά μήκος του ποταμού και μετά από δύο μέρες και αρκετές προφυλάξεις κατάφεραν να μάθουν πού βρίσκονταν, παίρνοντας το θάρρος και ρωτώντας έναν γέρο χωρικό που ζούσε μόνος
του σε μια μικρή αγροικία. Ήταν σε γαλατικό έδαφος
που ανήκε στη φυλή των Βενέτι, αλλά είχαν βγει εκτός
πορείας κατά πολύ. Απείχαν περίπου μια μέρα από τη
θάλασσα, την οποία και κανένας τους δεν είχε δει ποτέ
και δεν ήξερε τι ήταν, και έπρεπε να στραφούν προς τα
νότια για μισή μέρα, όπου και θα μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό, και στη συνέχεια προς τα δυτικά.

Το σούρουπο φτάσαμε στο πέρασμα. Εκεί μας επιτέθηκαν. Ήταν γύρω στους σαράντα, πάνοπλοι και αγριεμένοι. Ήταν πειρατές από την Ιλλυρία που είχαν βγει προς αναζήτηση σκλάβων στις γαλατικές ακτές. Τότε δεν είχε ξεκινήσει ακόμα ο μεγάλος πόλεμος μεταξύ των Ρωμαίων και των Ιλλυριών πειρατών και οι τελευταίοι
λυμαίνονταν τις ακτές και τα νερά της Αδριατικής, προς
όφελος, βεβαίως, και της Ρώμης που μαζί με τις ελληνικές πόλεις ήταν οι βασικοί αγοραστές των σκλάβων που έπιαναν. Μας χτύπησαν ακριβώς την ώρα που περνάγαμε τον ποταμό. Οι μισοί από εμάς, μαζί με εμένα και τη μάνα μου, είχαμε ήδη περάσει απέναντι, ενώ ο πατέρας μου και ο θείος μου ήταν ακόμα στην απέναντι όχθη και
βοηθούσαν τους υπόλοιπους. Αυτοί οι δύο ήταν και οι μόνοι που πρόλαβαν να τραβήξουν τα σπαθιά τους. Στον θείο μου έπεσαν τρεις και τον ξεκοίλιασαν αμέσως. Ο πατέρας μου ήταν πιο γρήγορος και απέφυγε την πρώτη επίθεση με μόνο τραύμα ένα κόψιμο στο αριστερό χέρι.
Κατάφερε ένα χτύπημα στην κοιλιά ενός από τους αντιπάλους του ρίχνοντάς τον στο ποτάμι και προσπάθησε
να το περάσει για να φτάσει σε εμάς. Αυτό ήταν και το λάθος του. Γύρισε την πλάτη του στους διώκτες του και έγινε αργός εξ’ αιτίας του νερού. Δέχθηκε ένα χτύπημα στο κεφάλι, έβγαλε μια σπαραχτική κραυγή και έπεσε στο νερό, που άρχισε να τον παρασέρνει. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τον είδε η μάνα μου. Τους υπόλοιπους μας έδεσαν με αλυσίδες και μας μετέφεραν προς την ακτή που είχαν το πλοίο τους. Εμένα με κράταγε
σφιχτά στην αγκαλιά της η μάνα μου όλη την ώρα. Θα
μπορούσαν να με είχαν σκοτώσει ή να με πετάξουν στο
ποτάμι, αλλά όπως έλεγε η μάνα μου ο θεός του ποταμού με προστάτεψε. Εγώ πιστεύω ότι ήθελαν να δουν τι τιμή θα πιάναμε μάνα και γιος, ενώ αν ο αγοραστής ήθελε μόνο τη μάνα μου, απλώς θα με ξεφορτώνονταν αργότερα.
Στο πλοίο, μας κατέβασαν στο αμπάρι. Εκεί βρίσκονταν ήδη καμιά τριανταριά άλλοι, άντρες και γυναίκες.

Μετά από δύο-τρεις μέρες φτάσαμε σε ένα ρωμαϊκό λιμάνι. Κανένας δεν ήξερε φυσικά πού ήμασταν, αλλά όπως έμαθα αργότερα βρισκόμασταν στη ρωμαϊκή αποικία του Αριμίνιουμ.

«Φίλωνα, τι λες; Αυτή φαίνεται να μας κάνει».
«Σίγουρα είναι πολύ όμορφη, αφέντη. Να ξεκινήσω
το παζάρι;»

Ο Σέξτος Σικίνιος έκανε ένα νεύμα στον Φίλωνα και
πλησίασαν στην πλατφόρμα με τους σκλάβους. Ο δουλέμπορος μόλις είδε τη λευκή καλοδουλεμένη τήβεννο και τα κόκκινα σανδάλια του Σέξτου, αμέσως έστρεψε την προσοχή του σε αυτούς και είπε, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση:

«Αφέντη μου, περάστε. Σήμερα έχουμε εκλεκτούς σκλάβους από τη Γαλατία. Έχουμε δυνατούς άντρες, όμορφες γυναίκες, τους καλύτερους που θα βρείτε σε όλο το Αριμίνιουμ. Πείτε μου, είδατε κάτι που σας άρεσε;» και έδειξε προς την πλατφόρμα.
Όλη η λεία των πειρατών από τις προηγούμενες μέρες στεκόταν πάνω σε αυτή την ξύλινη κατασκευή. Όλοι οι νέοι σκλάβοι ήταν όρθιοι, γυμνοί, με μόνο τους ρούχο μια ξύλινη ταμπέλα που κρεμόταν με ένα σκοινί από το λαιμό τους και έγραφε τα προτερήματά τους, την ηλικία και την καταγωγή τους. Κάπου ανάμεσα σε όλους αυτούς ήταν η μάνα μου, με εμένα στη σφιχτή αγκαλιά της. Αργότερα στη ζωή μου, είδα πολλές φορές σκλαβοπάζαρο, είτε στην αγορά κάποιας πόλης, είτε μετά από μια μάχη, άρα ξέρω καλά πώς θα δείχναμε τότε. Φοβισμένοι, ντροπιασμένοι, χωρίς ίχνος χαμόγελου και ελπίδας. Τι έγινε
όμως εκείνη τη μέρα, το ξέρω καλά από τον μετέπειτα
δεύτερο πατέρα και παιδαγωγό μου, τον πιστό σκλάβο
του Σέξτου, τον Φίλωνα.

«Ενδιαφερόμαστε για τη Γαλάτισσα», είπε ο Φίλωνας. «Είναι γερή;»
«Είναι γερή και, όπως βλέπεις αφέντη μου, είναι και πολύ όμορφη» είπε ο δουλέμπορος, ενώ ένα πονηρό χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό του. «Θέλετε να τη δείτε καλύτερα;» συνέχισε.
Ο Σέξτος με ένα νεύμα τού έδειξε να προχωρήσει. Ο δουλέμπορος έβγαλε την πινακίδα που κάλυπτε το στητό στήθος της, της έφτιαξε τα μαλλιά προς τα πίσω, ώστε να φαίνεται το όμορφο πρόσωπό της και έκανε μια κίνηση να με πάρει από την αγκαλιά της, για να μπορέσει ο υποψήφιος αγοραστής να θαυμάσει εξ’ ολοκλήρου τη
σφριγηλότητα και νεανικότητα του κορμιού της. Όμως, μόλις η μάνα μου κατάλαβε ότι πάνε να της πάρουνε το παιδί της μέσα από τα χέρια, έβγαλε μια κραυγή που κατάφερε να στρέψει τα περισσότερα μάτια της αγοράς πάνω της, και με τράβηξε προς το μέρος της για να με προστατέψει. Η ίδια έκανε ένα μικρό βήμα προς τα
πίσω, όσο της επέτρεπαν οι αλυσίδες που είχε στα πόδια, και έσκυψε λίγο, βάζοντάς με κάτω από τα στήθια της, στο ύψος της κοιλιάς της. Ευθύς ο δουλέμπορος, προσβεβλημένος, την άρπαξε από το χέρι, ενώ εκείνη πάλευε να με κρατήσει στην αγκαλιά της με το άλλο, και σήκωσε το χέρι του για να τη χτυπήσει, αλλά το νεύμα
του Σέξτου τον έκανε να σταματήσει. Με το χέρι ακόμα στον αέρα και τη μάνα μου σε στάση άμυνας, γύρισε προς τον Σέξτο και τον Φίλωνα και είπε:
«Είναι λίγο ατίθαση ακόμα, αλλά σας διαβεβαιώ ότι θα μάθει…»

«Αυτό θα ρίξει την τιμή, ξέρεις» είπε ο Φίλωνας.

«Αλλά άσ’ τη, προς το παρόν. Το παιδί είναι δικό της;»

Ο δουλέμπορος έκανε έναν μορφασμό, που μάλλον θα οφειλόταν στην παρατήρηση του Φίλωνα για την τιμή, και είπε:

«Αν μη τι άλλο δικό της πρέπει να είναι, για να το προστατεύει έτσι. Αν θέλετε την παίρνετε, με ή χωρίς αυτό, στην ίδια τιμή…»
Στο μεταξύ είχε έρθει και ένας από τους βοηθούς του
δουλέμπορου και είχε σταθεί απειλητικά πίσω μας, σε
περίπτωση που η μάνα μου επιχειρούσε να προβάλει
αντίσταση ξανά.

«Το μωρό δεν πρέπει να είναι δύο μηνών», είπε ο Φίλωνας, «αν είναι δικό της, θα έχει γάλα. Δες και πες μας!»
Ο δουλέμπορος απόρησε με το περίεργο αίτημα. Έκανε ένα νεύμα στον βοηθό του ο οποίος γράπωσε τη δύσμοιρη γυναίκα που δεν καταλάβαινε τίποτα. Την έστησε πάλι όρθια. Έτσι όπως ήταν ακινητοποιημένη,
της έπιασε το αριστερό βυζί και άρχισε να το ζουλάει με
δύναμη. Η μάνα μου ούρλιαξε από τον πόνο ενώ το γάλα
της είχε αρχίσει να τρέχει. Ο δουλέμπορος γύρισε προς
τον Φίλωνα και τον Σέξτο, με τον τελευταίο να χαμογελάει ικανοποιημένος.
«Ρώτησέ τη πώς τη λένε» είπε ο Σέξτος στον δουλέμπορο, απευθυνόμενος σε αυτόν για πρώτη φορά.

Αυτός κοίταξε τον βοηθό του, ο οποίος ρώτησε τη μάνα μου στη γλώσσα της. «Ρόσγουεν» ψέλλισε η μάνα μου.
«Σημαίνει λευκό ρόδο…» είπε ο βοηθός, ενώ ο δουλέμπορος τον κοίταζε εκνευρισμένος που απευθύνθηκε στον Σέξτο απευθείας. Ο πελάτης φαινόταν αρκετά πλούσιος για να φύγει προσβεβλημένος από έναν σκλάβο. «…αφέντη» συμπλήρωσε αυτός και χαμήλωσε τα
μάτια καταλαβαίνοντας το σφάλμα του. Το πρόσωπο του Σέξτου είχε έναν μορφασμό αηδίας που κανείς δεν ήξερε αν ήταν για τον σκλάβο που του απευθύνθηκε ή για το όνομα που άκουσε.

«Αφού είναι λουλούδι και έχει και όνομα λουλουδιού, πες της ότι από εδώ και πέρα θα τη λένε Φλόρια», είπε προς τον βοηθό, και γυρνώντας προς τον Φίλωνα:
«Διαπραγματεύσου την τιμή!»
«Αφέντη μου, τι θα κάνουμε το μωρό;» ρώτησε ο Φίλωνας.
«Α, ναι, είναι και αυτό… Άσε το σε αυτόν εδώ να το
κάνει ότι θέλει».
«Αφέντη μου, συγχώρεσέ με αλλά μπορεί να μας συμφέρει να το κρατήσουμε» είπε χαμηλόφωνα ο Φίλωνας με
έναν έντονο προβληματισμό στο πρόσωπό του.
«Πρώτον, αν την πάρουμε από το παιδί της τώρα, μπορεί να της κοπεί το γάλα και τότε δεν θα κάνουμε τη δουλειά μας. Κι έπειτα…» συνέχισε χαμηλώνοντας κι άλλο τη φωνή του και πλησιάζοντας προς τον Σέξτο, «…είναι στην ίδια τιμή με τη μάνα του. Μπορούμε να τον εκπαιδεύσουμε, όπως έχουμε σκεφτεί να κάνουμε με τον Νέριο, και να κερδίσουμε έναν καλό σκλάβο στο μέλλον».

«Ναι, αλλά ο Νέριος είναι άλλο. Αυτός είναι βάρβαρος, αυτοί δεν κάνουν για γράμματα, υπολογισμούς και εμπόριο» αντέταξε ο Σέξτος.
«Σίγουρα αφέντη μου, αλλά δεν θα μεγαλώσει με
τους υπόλοιπους βάρβαρους, ακόμα και η γλώσσα που
θα μάθει θα είναι η δική μας. Και ένας βάρβαρος σκλάβος που θα μεγαλώσει μέσα στην οικία σου θα είναι καλύτερος από έναν που ενδεχομένως να αγοράσουμε αργότερα και θα πρέπει να του τα μάθουμε όλα σε μεγαλύτερη ηλικία. Τελικά, αν αποδειχθεί ότι η ράτσα του δεν μπορεί να μάθει καμία τέχνη ή γράμματα,
τον στέλνουμε στα χωράφια, στα πλοία ή τον ξεφορτωνόμαστε
αργότερα».
«Πρόσεξε Φίλωνα γιατί εσύ θα τον αναλάβεις. Αν έχω ένα αγρίμι στο σπίτι μου, θα την πληρώσεις εσύ!»
Ο Φίλωνας έκανε μια μικρή υπόκλιση συγκατάθεσης και γύρισε προς τον δουλέμπορο για να διαπραγματευτεί την τιμή μας. Μετά από μερικά παζάρια, στα οποία ο Φίλωνας ήταν από τους καλύτερους που θα γνωρίσει ποτέ η Ρώμη, η τιμή κατέληξε στα χίλια τετρακόσια δη-
νάρια, όχι και άσχημα αν σκεφτεί κανείς ότι ένας δυνατός Γαλάτης έπιανε τότε περίπου εξακόσια με οκτακόσια δηνάρια και μια όμορφη σκλάβα, όπως η μάνα μου, πάνω από δύο χιλιάδες.

Λίγο πριν μας κατεβάσουν από την πλατφόρμα, ο Σέξτος με σαφέστατα καλύτερη διάθεση από πριν, κυρίως λόγω της τιμής που πέτυχε ο Φίλωνας, ρώτησε τον σκλάβο του δουλέμπορου:

«Ρώτα τη πώς λένε το παιδί».
«Άνγκους» απάντησε η μάνα μου, στον ίδιο τόνο που είχε απαντήσει και πριν.
Αυτή τη φορά ο σκλάβος δεν έκανε το λάθος να μιλήσει, όμως ο Σέξτος που πλέον είχε ευθυμήσει τον ρώτησε τι σήμαινε το όνομά μου.
«Μοναδική δύναμη, αφέντη» απάντησε ο σκλάβος.
«Μα τον Γιούπιτερ, αυτοί οι Γαλάτες είναι διασκεδαστικοί!» αναφώνησε ο Σέξτος με ένα χαμόγελο στα χείλη του.
«Επομένως έχουμε μπροστά μας έναν τρομερό πολεμιστή!» είπε και έδειξε προς το μέρος μου. «Εμείς θα τον φωνάζουμε λοιπόν Μάρκιο, από τον θεό του πολέμου…»

Γύρισε την πλάτη ενώ συνέχιζε να χαμογελάει και ο Φίλωνας έριξε έναν μανδύα σε εμένα και τη μάνα μου, που στο μεταξύ την είχαν λύσει από τις αλυσίδες που την ένωναν με τους υπόλοιπους της φυλής της, και τον ακολουθήσαμε. Προορισμός μας η Ρώμη και το σπίτι του πατρίκιου Σέξτου Σικίνιου Πατέρκουλου.

Έτσι λοιπόν πήρα και το δεύτερό μου όνομα και από ελεύθερος έγινα σκλάβος για πρώτη φορά.

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!