Ο έρωτας κρατάει τρία χρόνια
35%
Περιγραφή
Μια μοντέρνα ερωτική ιστορία, χαριτωμένη, ανάλαφρη και ταυτόχρονα πικρή κι απελπισμένη. Ο έρωτας κρατάει τρία χρόνια. Έτσι αποφασίζουν οι ορμόνες μας. Άλλωστε, όπως λέει και ο κεντρικός ήρωας του έργου -που δεν είναι παρά το alter ego του ίδιου του Μπεγκμεντέ-, «Στους 558 τύπους ανθρώπινων κοινωνιών, μονάχα το 24% είναι μονογμικές. Τα περισσότερα ζωικά είδη είναι πολυγαμικά. Κι ας μη μιλήσουμε και για τους εξωγήινους». Γι' αυτό και το ερωτικό γαϊτανάκι δεν σταματάει ποτέ.
Ο έρωτας κρατάει τρία χρόνια...
Ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι ένα αστείο και συγκινητικό σχόλιο πάνω σε αυτό το θέμα.
Ένα βιβλίο που διαβάζεται με μια ανάσα, ένα μικρό κόσμημα, σχεδόν φιλοσοφικό.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτικές:
Στο βιβλίο του Ο έρωτας κρατάει τρία χρόνια, ο Φρεντερίκ Μπεγκμπεντέ μας αφηγείται τη ζωή, τις χαρές και τις λύπες ενός κάποιου Μαρκ Μαρρονιέ. Ο Μαρρονιέ και ο Μπεγκμπεντέ μοιάζουν σαν δυο σταγόνες τζιν-φις. Πράγματι, ο Μαρκ είναι αυτό που τα λάιφ-στάιλ περιοδικά αποκαλούν nightcluber. Την ημέρα δουλεύει στη διαφήμιση και στον Τύπο, και τη νύχτα διασκεδάζει, ερωτοτροπεί και πίνει σαν νεροφίδα. Με μια πρέζα κυνικότητας, ένα γραμμάριο εγωισμού, μια στάλα αναίδειας, ένα συννεφάκι αγριότητας και μια υποψία λεβεντιάς. Χτυπήστε τα καλά όλα αυτά στο σέικερ και θα έχετε ένα κοκτέιλ πικάντικο αλά Λακλό, και αρωματικό αλά Μυσσέ.
(...) Ένα εκρηκτικό μείγμα ελευθεριότητας και ρομαντισμού.
Jean-Francois Josselin (LE NOUVEL OBSERVATEUR)
(...) Συχνά ο Μπεγκμπεντέ είναι πολύ διασκεδαστικός. Τόσο στη ζωή όσο και στα βιβλία του, αυτό που φοβάται πάνω απ’ όλα είναι η πλήξη. Να το γλεντάει, να γελάει με τα πάντα, να ποιο είναι το πιστεύω του. Αυτό το «τρομερό παιδί» των σικάτων συνοικιών δεν αντιστέκεται ποτέ στον πειρασμό ενός ευφυολογήματος.
Όμως, μέσα σε αυτές τις σελίδες πρέπει να δούμε κάτι άλλο πέρα από μια στείρα διαδοχή καυστικών προτάσεων. Με έναν τόνο τη μια σοβαρό και την άλλη παιχνιδιάρικο, όπου η θλίψη ανακατεύεται με τη φαντασία, η ελαφράδα με τον πόνο, η ειρωνεία με την πίκρα, ο Μπεγκμπεντέ, αφηγούμενος τις αισθηματικές του απογοητεύσεις, μας μιλάει για την απόγνωση της γενιάς του. Η αυθεντικότητα της μαρτυρίας είναι αναμφισβήτητη. Σε αυτό το προσωπικό ημερολόγιο, που έχει μεταμφιεστεί σε μυθιστόρημα, ο Φρεντερίκ Μπεγκμπεντέ αποφάσισε να τα πει όλα, λες και ομολογώντας δημόσια το μερίδιο της ευθύνης του για την αποτυχία του δεσμού του, την εξορκίζει. Πίσω από το προσωπείο τού ελευθέριου κρύβεται ένας αισθηματίας που θα ήθελε ακόμα να γράφει τον έρωτα με κεφαλαίο Ε.
Dominique Guiou (LE FIGARO LITTERAIRE)
Αυτόν τον καιρό κοντεύουμε να πάθουμε διανοητική περιτονίτιδα, ή εγκεφαλικό ειλεό από όλα αυτά τα χοντρά δύσπεπτα βιβλία (κι ας μη μιλήσουμε για την ανύπαρκτη γεύση τους).
Μπράβο, λοιπόν, στον Φρεντερίκ Μπεγκμπεντέ που το απολαυστικό του μυθιστόρημα λειτουργεί σαν βάλσαμο. Αυτός ο βιαστικός νέος άντρας πηγαίνει κατευθείαν στο ουσιώδες: λέει βαθιά πράγματα με έναν light τρόπο.
(...) Έρωτας = 3 χρόνια; Η εξίσωση του Μπεγκμπεντέ βασίζεται σε μια στέρεη απόδειξη από την οποία συγκρατήσαμε και το εξής: «...αν η γυναίκα σου αρχίζει να γίνεται φίλη σου, είναι καιρός να προτείνεις σε μια φίλη να γίνει γυναίκα σου».
(...) Ολόκληρο αυτό το σοβαρό και στιγμές στιγμές τόσο αστείο μυθιστόρημα, λούζεται μέσα σε αυτό το φως του ήλιου που δύει, όπου τα ευφυολογήματα πετούν σαν πουλιά πάνω από τα μνήματα των νεκρών ερώτων.
Fabrice Gaignault (ELLE)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με διάφορους και πολύ μπερδεμένους τρόπους, κάποιες σύγχρονες απόψεις περί την πεζογραφία, θέλουν να μας πουν απλά, λέω εγώ, ότι στο συγκεκριμένο είδος γραφής το στοίχημα, πλέον, παίζεται στην προσπάθεια έξυπνης χρήσης του στερεότυπου. Σε χειρονομίες πονηρά ανεκτικές της δημοσιογραφικής, κάποτε ανώδυνης γλώσσας, η οποία κομίζει ανησυχίες ενός κόσμου σιτιζόμενου από το life style, το διασκεδαστικό (entertaining) θέαμα/ακρόαμα, την αβασάνιστη ή και υπερβολική καθημερινότητα, τις ιδέες μιας διαρκούς εξέγερσης, συνήθως χωρίς αιτίες (στην κυριολεξία) απέναντι στο «παλιό» εν γένει.
Εάν αυτό το τελευταίο, ειδικά, σας θυμίζει την ήδη ληγμένη και πολυδιαφημισμένη generation x -της οποίας τις αρχές διατύπωσε, προ ετών, ο νεαρός Καναδός συγγραφέας Ντάγκλας Κόπλαντ ή ακόμα και κάποιες απόπειρες της νεότερης, εγχώριας πεζογραφίας- δεν θα πέσετε έξω εάν εντάξετε σε ένα πιο ευρύ, αλλά περίπου συγγενικό, χωρίς την προγραμματικότητα του Κόπλαντ, εκφραστικό πλαίσιο, τηρουμένων των αναλογιών, τη γραφή του Γάλλου Φρεντερίκ Μπεγκμπεντέ (1965).
Με μυθιστορήματα όπως το «Διακοπές μέσα σε κώμα» ή το «15,99 Ε», που παρουσιάσαμε προ ετών στη «Β», ο Μπεγκμπεντέ φέρει προς συζήτηση τις υπαρξιακές κι άλλες ανησυχίες μιας κατηγορίας ομηλίκων του, μέσα από την αφρώδη παράδοση του γαλλικού λογοπαίγνιου, του αφορισμού και της έξυπνης (έως εξυπνακίστικης) ατάκας. Το βλέμμα αυτό στο παρελθόν καλλιέργησαν, σε άλλες ατμόσφαιρες, έξοχα ο Γκιτρί, ο Αγγλος Κάουαρντ, το καμπαρέ ή το μιούζικ χολ. Με τη βοήθεια, όπως υπαινίχθηκα, μιας «καταναλωτικής», σημερινής γλώσσας, που μπορούμε να τη συναντήσουμε, σε κάποια άτυχα σημεία της, στα ιλουστρασιόν περιοδικά, στην τηλεόραση ή σε εμπορικές κωμωδίες της σκηνής και της οθόνης καθώς και στην ευπώλητη λογοτεχνία, ο Μπεγκμπεντέ αυτοσυστήνεται.
Με συνθηματικό τρόπο, χρησιμοποιώντας τη ρητορική του, σε συνδυασμό με ένα πικρόχολο χιούμορ, που δεν θα 'λεγα ότι είναι πάντα εύστοχο, προτείνει ένα είδος μυθιστορηματικής αυτοβιογράφησης (;). Σε εξομολογητικούς τόνους μιλάει για τα δεινά του έρωτα και του γάμου. Το στιλ του είναι εσκεμμένα ανάλαφρο, σχεδόν προφορικό, που έχει την πρόθεση να συστρέφεται με τελικό στόχο το δημιουργό του. Κι όπως συμβαίνει σε πολλές ανάλογες περιπτώσεις, ο απαιτητικός αναγνώστης αναγκάζεται να γίνει, σε βαθμό αμηχανίας, μάρτυρας του στοιχήματος της συγκεκριμένης γραφής, που συνίσταται στο να επιμένει στην επιφάνεια, για να αναδείξει έτσι την όποια, σημερινή, αξία της «εύκολης» διεκπεραίωσης. Η οποία, βέβαια, στην πραγματικότητα έχει αναλάβει, υποτίθεται, την ευθύνη να θίξει βαθύτερα ζητήματα, μέσα από αυτό το, δήθεν αφρόντιστα, ...αποφθεγματικό ύφος.
Ο συνδυασμός, λοιπόν, του αυτοσαρκαστικού χιούμορ με τον αφορισμό, που θέλει να είναι υποψιασμένος, όμως μέσα στα προηγούμενα μορφικά πλαίσια, προσφέρουν ένα ανάγνωσμα πικρόχολο, στο βάθος μελαγχολικό και ορισμένως «μαύρο». Μακριά από βαρείς βηματισμούς και στοχαστικότητες υψηλής εκφραστικής, ο Μπεγκμπεντέ κινείται στο γνώριμό του από παλιά έδαφος: δηλαδή σε έναν χώρο όπου το κλισέ αποδίδει τη φαινομενολογία που τον ενδιαφέρει. Ετσι, το προωθημένο και σύνθετο, σε αυτή την κατά Μπεγκμπεντέ συνθήκη, «φιλτράρεται», με κάποιον τρόπο, και απαλλάσσεται από την ασήκωτη δραματικότητά του. Οπότε ό,τι προκύπτει έχει το καθαρό -και το όποιο- βάρος που του προσδίδει αυτή, ακριβώς, η απολέπιση.
Ας δούμε, επίσης, και τη στρατηγική πάνω στην οποία βασίζεται το εγχείρημα του Μπεγκμπεντέ: συμφωνεί κανείς ή όχι, σημασία έχει, κατά μία έννοια (αυτή που υπολανθάνει ως κρυμμένο, ας πούμε, πλεονέκτημα στο εγχείρημά του), το εξαγόμενο -δηλαδή η δραστικότητα ενός αποτελέσματος στο οποίο οδηγήθηκε μέσα από το στερεοτυπικό της δρόμο η αφήγηση. Ο Μπεγκμπεντέ, το επαναλαμβάνω, έχει το κρυμμένο ατού της σημασίας του προβληματισμού του στο θεματολογικό επίπεδο, κι αν ακόμα απορρίψουμε τη φόρμα του ως εξυπνασκίστική, εύπεπτη (που είναι...) και τα τοιαύτα. Με άλλα λόγια, είναι σαν να μας υποδεικνύεται η αδιαφιλονίκητη αξία μιας πραγματικότητας, δίκην μόνιμης αληθείας (π.χ. ότι η αστική γαμιαία/ερωτική σύμβαση έχει ημερομηνία λήξης), και όχι μιας κατάστασης που ως διακύβευμα να καθορίζεται από την ικανότητα και μόνο του γράφειν.
Νομίζω ότι το συγγραφικό σχέδιο, που αφορά, από τη μια, την πρόταση ενός μεγάλου διαχρονικού θέματος, της προσωρινότητας του έρωτα και της μονογαμίας, και από την άλλη, την άμεση διαχείρισή του (δικαιωμένη σε κάποιο βαθμό, ούτως ή άλλως, από τη σπουδαιότητα του θέματος), εντάσσεται στη λογική ενός μέρους της σύγχρονης λογοτεχνίας. Η τάση αυτή, χωρίς να αγνοεί τον όποιο πειραματισμό, ποντάρει ταυτόχρονα και στη σημασία του «θέματος».
Ο Μπεγκμπεντέ πιστεύει στο ληξιπρόθεσμο του έρωτα, σε ρητή χρονολογία μάλιστα, και έχει τη γνώμη ότι η άποψή του αυτή θα αφορά πολλούς δικούς του αναγνώστες (δηλαδή, φίλους μιας «διασκεδαστικής» γραφής), οι οποίοι ξεπερνώντας ενδεχομένως τη φόρμα θα συναντηθούν με τον προβληματισμό του πάνω στα δεινά έρωτα και συμβίωσης. Ο ήρωας, περσόνα του συγγραφέα, τριαντάρης που φλερτάρει με τον κόσμο του τζετ σετ, απογοητευμένος από το ναυάγιο του γάμου του, προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τις αιτίες αυτής της χρεοκοπίας. Υιοθετώντας μια γλώσσα «επιπόλαια», που σημαίνει υποτίθεται «πολλά», όπως είπαμε, από την αρχή της ιστορίας παίζει τον ...Κοέλιο, αμπελοφιλοσοφώντας για τα του βίου και των ερωτικών σχέσεων, περιγράφοντας την άκρα απελπισία του: η οποία τον ωθεί σε μια τρελή εξωστρέφεια, με ποτά, περαστικές γυναίκες και λίγη «έκσταση».
Επειδή, όμως, η περιπέτειά του, που έχει ήδη αρχίσει με τη βίωση της αποτυχίας με την πρώην γυναίκα του, πρέπει να συνεχισθεί, μπροστά του παρουσιάζεται μία... δεύτερη, καλή αφορμή για να επαναληφθεί το δράμα. Η Αλίς, μία παντρεμένη καλλονή, που τον βάζει εκ νέου στο παιχνίδι, είναι ένα είδος ακούσιου πειραματόζωου για να δοκιμαστεί η πεσιμιστική θεωρία του ήρωα για τον έρωτα και τις σχέσεις. Ο τελευταίος τώρα, πλέον πιο ώριμος, υποτίθεται, συμμετέχει στο δρώμενο με υπαρξιακή απελπισία: βρίσκεται στη δεινή θέση -έτσι πιστεύει τουλάχιστον- να έχει συνείδηση της μοναχικότητας και του ατελέσφορου της επικοινωνίας του με το άλλο φύλο, πέραν ενός (χρονικού) σημείου. Επομένως, ό,τι συμβαίνει έχει προγραμματικό χαρακτήρα, καίτοι τα βαθύτερα ανακλαστικά του ήρωα δεν εναρμονίζονται με τις ιδέες του.
Δεν χρειάζεται να μείνει κανείς στα καθέκαστα, τα οποία, έτσι κι αλλιώς, όταν ολοκληρώνουν την ιστορία, καταλαβαίνεις ότι έχουν την τάση να αλληθωρίσουν και προς την αισθηματολογία, στέλνοντας περίπατο κάθε σκεπτικισμό πάνω στις ερωτικές συμβάσεις. Πάντως, το θέμα είναι ότι ο Μπεγκμπεντέ έχει υπογράψει συνολικά ένα μπεστσελεράκι έξυπνο, όσο χρειάζεται βιτριολικό, χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες, που δεν σε ενοχλεί, αλλά, αντιθέτως, σε διασκεδάζει με τη στυφή υπόγευσή του.
Η Λόισκα Αβαγιανού, «πιστή» στο πνεύμα του συγγραφέα, διευκολύνει το ρόλο του αναγνώστη της σχετικής λογοτεχνίας, που μπορεί εύκολα, ως γνωστόν, να συνάπτει σχέση «εξάρτησης» με τον μη απαιτητικό δημιουργό της.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/06/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις