0
Your Καλαθι
Οστά της Ηχούς
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Στις 25 Σεπτεμβρίου 1933, ο λονδρέζικος εκδοτικός οίκος Chatto & Windus έκανε δεκτή για δημοσίευση τη συλλογή σύντομων ιστοριών More Pricks Than Kicks του Μπέκετ. Σε σχετική επιστολή του στον συγγραφέα, ο εκδότης Charles Prentice αναρωτιόταν αν ο Μπέκετ θα μπορούσε να προσθέσει μία ιστορία ακόμα, πράγμα που θα «βοηθούσε το βιβλίο» αυξάνοντας το περιεχόμενο. Ο Μπέκετ συμφώνησε και προχώρησε στη συγγραφή μιας «υποχωρητήριας ιστορίας» όπως την αποκάλεσε, με τίτλο “Echo’s Bones” («Οστά της Ηχούς»), η οποία και θα έκλεινε τη συλλογή. Σε τρεις μέρες από την παραλαβή της ιστορίας αυτής όμως, δηλαδή στις 13 Νοεμβρίου 1933, ο Prentice την απέρριψε με το επιχείρημα ότι επρόκειτο για «εφιάλτη» και «θα έθλιβε τις πωλήσεις σημαντικά». Η συλλογή More Pricks Than Kicks κυκλοφόρησε τελικά στις 24 Μαΐου 1934 όπως την είχε καταθέσει αρχικά ο Μπέκετ, με δέκα αντί για έντεκα ιστορίες. Τώρα, ενενήντα χρόνια μετά από όταν πρωτογράφτηκαν, τα αινιγματικά «Οστά της Ηχούς» εμφανίζονται στα ελληνικά για πρώτη φορά (λίγο μετά την εμφάνισή τους στα πρωτότυπα αγγλικά από τον Faber & Faber).
«Οι νεκροί πεθαίνουν δύσκολα, καταπατούν το υπερπέραν, απαιτούν τη θέση τους στη θέση της, πίσω στη λάσπη, μόνο με τα λοστάρια και τις οπές τους, μέχρι τη στιγμή που ο ιδιοκτήτης της γης εκεί γύρω, αφού τους ανέχθηκε επί μακρόν, υπόκειται σε καθήκοντα περίθαλψης προς τιμήν τους. Τότε μπορούν ν’ απελευθερωθούν με κάθε έννοια, τότε τελειώνουν τα βάσανά τους, τα φυσικά τους βάσανα. Μα από το καθήκον προς τη φύση, αυτό που σκανδαλωδώς πέφτει μεταθανάτια πάνω στην περιουσία κάποιου, δεν μπορείς ν’ απαλλαγείς απλώς κλωτσώντας την καρδάρα με το γάλα, όπως δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δύο φορές. Είναι αλήθεια αυτό που λένε.
Τουλάχιστον αυτό μπορεί να ειπωθεί και να ισχύει για τον Μπελάκουα, που βρέθηκε να ξαναστέκεται και να πηγαινοέρχεται πάλι μέσα στη σκόνη του κόσμου, να ξαναπαίζει τα παλιά παιχνίδια στο αμυδρό αυτό σημείο του σύμπαντος, με τόσες διαφορετικές ευκαιρίες που καμιά φορά αναρωτιόταν μήπως η χωρίς ζωή συνθήκη ήταν μόνο ένα όνειρο και μήπως γενικώς ήταν πιο νεκρός πριν την επίσημη, ας πούμε, αναχώρηση από τα ανθρώπινα παρά μετά. Κανείς πάντως δεν ήταν πιο πρόθυμος να παραδεχτεί πως η καθορισμένη ατομική του ύπαρξη είχε αποτελέσει κατά κάποιον περίεργο τρόπο μια αδικία και πως αυτή η βαρετή διαδικασία εξολόθρευσης, γεμάτη παρατεταμένα λάθη λόγω προπατορικού αμαρτήματος, ήταν η εξιλέωση που επιβάλλεται σε κάθε ξεκίνημα στα ζώντα πνεύματα, στο καθένα δηλαδή με τη σειρά του. Όμως κάτι τέτοιο δεν έκανε τα πράγματα ευκολότερα ούτε πιο ευχάριστα.
Μια μέρα, μάλιστα, όπως καθόταν διπλωμένος ακουμπώντας με το στήθος σ’ έναν φράχτη και ονειροπολούσε απολαυστικά ξεφυσώντας τον καπνό από το πούρο του μάρκας Romeo and Juliet, του ήρθε η σκέψη ότι ίσως αν είχε αποτεφρωθεί αντί να θαφτεί αμέσως θα κινδύνευε λιγότερο να κριθεί υπαίτιος επιστροφής σ’ αυτήν την αναγούλα. Αλλά ευτυχώς για όλους μας αυτή η σκέψη ήταν πολύ έντονη για να τον κρατήσει δέσμιο για πολύ καιρό. Δοκίμασε ό,τι ήξερε, χωρίς ωστόσο ν’ αλλάξει θέση, ώστε να φανταστεί πώς το δέρμα του καθώς τον άφηνε διατηρούνταν μέσα σε μια υδρία ή σε κάποιο άλλο δοχείο στο φυλάκιο κάποιου ευγενικού ατόμου ή πώς παρασυρόταν σαν σύννεφο από ξαναμμένη γύρη, αλλά για κάποιον λόγο δεν μπορούσε να τη συλλάβει, αυτήν τη μικρή απλή πτήση. Ήταν πιθανό η φαντασία του να είχε καταστραφεί στον θάλαμο βασανιστηρίων, εκείνον τον χώρο μη καπνιστών όπου βρέθηκε κάποτε; Αυτό ήταν πράγματι κάτι με το οποίο θα έπρεπε να συνεχίσει να ζει, αυτό ήταν κάτι που ένας βραβευμένος με Μάντεν, με τα μάτια του σαν μακρόφθαλμου καβουριού προτεταμένα από ζήλο και ενθουσιασμό, θα ονόμαζε βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Για να δηλωθεί, λοιπόν, αρκετά πλήρως μια και καλή, ο Μπελάκουα είναι ένας άνθρωπος, νεκρός και θαμμένος, που επανήρθε στη ζούγκλα, ναι, αλήθεια, επανήρθε στη ζούγκλα, απολύτως εξαντλημένος, έχοντας συνείδηση των αδυναμιών του, καθισμένος στον φράχτη του, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, έχοντας το γνωστό χτυποκάρδι, σκαλίζοντας τη μύτη του ενδιάμεσα από τα πούρα, υποφέροντας σε μεγάλο βαθμό από την έκθεση. Περί αυτού πρόκειται και αυτή είναι η θέση από την οποία εξορμά, στην οποία προβλέπεται ακόμα και να επιστρέψει μετά το φιάσκο, στην οποία έχει εγκατασταθεί για κάθε δόση εξιλέωσης από το μεγάλο σθένος που επεδείκνυε και από την οποία πιάνεται να βγαίνει κάθε φορά και λίγο καλύτερος, πιο στεγνός, με μειωμένη φυσική υπεροψία».
«Οι νεκροί πεθαίνουν δύσκολα, καταπατούν το υπερπέραν, απαιτούν τη θέση τους στη θέση της, πίσω στη λάσπη, μόνο με τα λοστάρια και τις οπές τους, μέχρι τη στιγμή που ο ιδιοκτήτης της γης εκεί γύρω, αφού τους ανέχθηκε επί μακρόν, υπόκειται σε καθήκοντα περίθαλψης προς τιμήν τους. Τότε μπορούν ν’ απελευθερωθούν με κάθε έννοια, τότε τελειώνουν τα βάσανά τους, τα φυσικά τους βάσανα. Μα από το καθήκον προς τη φύση, αυτό που σκανδαλωδώς πέφτει μεταθανάτια πάνω στην περιουσία κάποιου, δεν μπορείς ν’ απαλλαγείς απλώς κλωτσώντας την καρδάρα με το γάλα, όπως δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δύο φορές. Είναι αλήθεια αυτό που λένε.
Τουλάχιστον αυτό μπορεί να ειπωθεί και να ισχύει για τον Μπελάκουα, που βρέθηκε να ξαναστέκεται και να πηγαινοέρχεται πάλι μέσα στη σκόνη του κόσμου, να ξαναπαίζει τα παλιά παιχνίδια στο αμυδρό αυτό σημείο του σύμπαντος, με τόσες διαφορετικές ευκαιρίες που καμιά φορά αναρωτιόταν μήπως η χωρίς ζωή συνθήκη ήταν μόνο ένα όνειρο και μήπως γενικώς ήταν πιο νεκρός πριν την επίσημη, ας πούμε, αναχώρηση από τα ανθρώπινα παρά μετά. Κανείς πάντως δεν ήταν πιο πρόθυμος να παραδεχτεί πως η καθορισμένη ατομική του ύπαρξη είχε αποτελέσει κατά κάποιον περίεργο τρόπο μια αδικία και πως αυτή η βαρετή διαδικασία εξολόθρευσης, γεμάτη παρατεταμένα λάθη λόγω προπατορικού αμαρτήματος, ήταν η εξιλέωση που επιβάλλεται σε κάθε ξεκίνημα στα ζώντα πνεύματα, στο καθένα δηλαδή με τη σειρά του. Όμως κάτι τέτοιο δεν έκανε τα πράγματα ευκολότερα ούτε πιο ευχάριστα.
Μια μέρα, μάλιστα, όπως καθόταν διπλωμένος ακουμπώντας με το στήθος σ’ έναν φράχτη και ονειροπολούσε απολαυστικά ξεφυσώντας τον καπνό από το πούρο του μάρκας Romeo and Juliet, του ήρθε η σκέψη ότι ίσως αν είχε αποτεφρωθεί αντί να θαφτεί αμέσως θα κινδύνευε λιγότερο να κριθεί υπαίτιος επιστροφής σ’ αυτήν την αναγούλα. Αλλά ευτυχώς για όλους μας αυτή η σκέψη ήταν πολύ έντονη για να τον κρατήσει δέσμιο για πολύ καιρό. Δοκίμασε ό,τι ήξερε, χωρίς ωστόσο ν’ αλλάξει θέση, ώστε να φανταστεί πώς το δέρμα του καθώς τον άφηνε διατηρούνταν μέσα σε μια υδρία ή σε κάποιο άλλο δοχείο στο φυλάκιο κάποιου ευγενικού ατόμου ή πώς παρασυρόταν σαν σύννεφο από ξαναμμένη γύρη, αλλά για κάποιον λόγο δεν μπορούσε να τη συλλάβει, αυτήν τη μικρή απλή πτήση. Ήταν πιθανό η φαντασία του να είχε καταστραφεί στον θάλαμο βασανιστηρίων, εκείνον τον χώρο μη καπνιστών όπου βρέθηκε κάποτε; Αυτό ήταν πράγματι κάτι με το οποίο θα έπρεπε να συνεχίσει να ζει, αυτό ήταν κάτι που ένας βραβευμένος με Μάντεν, με τα μάτια του σαν μακρόφθαλμου καβουριού προτεταμένα από ζήλο και ενθουσιασμό, θα ονόμαζε βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Για να δηλωθεί, λοιπόν, αρκετά πλήρως μια και καλή, ο Μπελάκουα είναι ένας άνθρωπος, νεκρός και θαμμένος, που επανήρθε στη ζούγκλα, ναι, αλήθεια, επανήρθε στη ζούγκλα, απολύτως εξαντλημένος, έχοντας συνείδηση των αδυναμιών του, καθισμένος στον φράχτη του, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, έχοντας το γνωστό χτυποκάρδι, σκαλίζοντας τη μύτη του ενδιάμεσα από τα πούρα, υποφέροντας σε μεγάλο βαθμό από την έκθεση. Περί αυτού πρόκειται και αυτή είναι η θέση από την οποία εξορμά, στην οποία προβλέπεται ακόμα και να επιστρέψει μετά το φιάσκο, στην οποία έχει εγκατασταθεί για κάθε δόση εξιλέωσης από το μεγάλο σθένος που επεδείκνυε και από την οποία πιάνεται να βγαίνει κάθε φορά και λίγο καλύτερος, πιο στεγνός, με μειωμένη φυσική υπεροψία».
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις