0
Your Καλαθι
Πρόζες 1945-1980
Περιγραφή
«Το βιβλίο είναι μια συλλογή από πρόζες οι οποίες ανάγονται σε μια εκτενέστατη περίοδο τριάντα πέντε ετών, από το 1945 έως το 1980, αντιστοιχούν δηλαδή λίγο πολύ σ' όλο το φάσμα της συγγραφικής του παραγωγής... Στα πεζά αυτά κείμενα αντανακλώνται οι πειραμαστισμοί του Ιρλανδού συγγραφέα, οι περιπέτειες της γραφής του και οι θεματολογικές του εμμονές...»
Ε.Μ.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η μετάφραση λογοτεχνίας είναι λογοτεχνία της γλώσσας προς την οποία μεταφράζουμε και του καιρού της. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της έχει το εξής: υποβάλλει και τη γλώσσα της και τον καιρό της σε μια πειθαρχημένη δοκιμασία άμιλλας και μνήμης, με έρεισμα κείμενο άλλης γλώσσας, άλλων καιρών. Πρέπει, με το δικό της κείμενο, να πείθει ότι η δοκιμασία άξιζε τον κόπο. Οι Πρόζες της Εριφύλης Μαρωνίτη πείθουν: όσο και αν ξέρουμε αγγλικά ή γαλλικά, όσο και αν νομίζουμε ότι επαρκώς θυμούμαστε ή δικαίως έχουμε ξεχάσει τον Μπέκετ, αξίζει να διαβάσουμε αυτή τη μετάφραση.
Μπέκετ, λοιπόν. Εκφραση ή και μοχλός αυτού που αποκαλούμε μεταπολεμική κρίση αξιών. Προκλητική πρωτοπορία, αλλά και Νομπέλ λογοτεχνίας (1969). Οι Πρόζες 1945-1980 είναι ανθολόγημα 24 σύντομων πεζογραφημάτων που επανεκδόθηκαν στο Λονδίνο το 1984 (Collected Shorter Prose, επιμ. John Calder). Καλύπτουν ολόκληρη την ώριμη περίοδο του συγγραφέα ξεκινώντας κατά βάση από τη δεκαετία του '50, τότε που ο ιρλανδός αυτός μέτοικος των Παρισίων, μετά από δύσκολη μαθητεία στο πλευρό του Τζόυς, διαμορφώνει δικό του πρόσωπο (το Περιμένοντας τον Γκοντό, γραμμένο στα γαλλικά, το 1952, ανεβαίνει για πρώτη φορά στο Παρίσι την επόμενη χρονιά, οπότε το «θέατρο του παραλόγου» σημειώνει σταθμό στην ιστορία της δυτικής δραματουργίας, ενώ με την τριλογία των μυθιστορημάτων Μολλόυ, Ο Μαλόουν πεθαίνει, Το ακατονόμαστο αναγνωρίζεται ο πεζογράφος Μπέκετ). Η παρούσα ελληνική έκδοση δίνει, με το σημείωμα της μεταφράστριας, επαρκή στοιχεία για τις πρώτες εκδόσεις καθεμιάς από τις πρόζες της, υπογραμμίζοντας τη δίγλωσση προέλευσή τους: πρωτογραμμένες άλλοτε γαλλικά και άλλοτε αγγλικά, περνούν από τη μια γλώσσα στην άλλη όχι δίχως σημαίνουσες παραλλαγές ύφους, κάνοντας έτσι τη μετάφραση συστατικό τους στοιχείο.
Αν αναζητούμε τα θέματα, θα τα βρούμε στους πιο εύγλωττους τίτλους: Η πρώτη αγάπη, Διωγμένος, Το τέλος, Παράξενα όλα μακριά, Ασκεπής, Ακινησία, Γριά γη, Ακοή στο σκοτάδι. Αν θέλουμε ερμηνευτικά κλειδιά, μπορούμε να ξεκινήσουμε από τις 13 ενότητες του Κείμενα για το τίποτα ή από την εκτεταμένη αλληγορία τού Χαμένοι. Εχει όμως κυρίως σημασία ο τρόπος. Λογοτεχνία κάθε άλλο παρά ανυποψίαστη θεωρητικά, συχνά συναρτώμενη με υπαρξιστικά φιλοσοφικά ρεύματα, δεν μετατρέπεται ωστόσο σε κοινότοπο φιλοσοφίζον ιδίωμα. Προεξάρχον το ζήτημα του ακατόρθωτου ή του αδιάφορου της παραδοσιακής αφήγησης, δεν χρησιμοποιείται ωστόσο σαν άλλοθι άτεχνης αφήγησης αδιάφορων ιστοριών. Η γραφή γίνεται πεδίο επίμοχθης αναζήτησης, συχνά ανακάλυψης, αυτού που μένει άξιο λόγου, όταν οι φιλοσοφίες και οι μυθιστορίες δείχνουν να έχουν εξαντλήσει το παρήγορο κύρος τους.
Μα δεν τα έχουμε ήδη συζητήσει αρκετά αυτά; Στην πιθανότητα μιας τέτοιας αντίδρασης βρίσκεται, όπως σωστά επισημαίνει ο Γεράσιμος Βώκος στην εισαγωγή του, ο κίνδυνος του να μιλάμε για τέτοια κείμενα με γενικούς όρους, κάνοντας αφαίρεση της αναγνωστικής εμπειρίας τους. Οι Πρόζες, με τη μετάφρασή τους, ανανεώνουν αυτήν ακριβώς την εμπειρία. Ανταποκρίνονται, εν πρώτοις, στην παλιά ανάγκη της αισθητικής μας απόλαυσης. Και φέρνουν την μπεκετική παράδοση σε διαυγή σχέση με επείγοντα ζητούμενα του παρόντος μας. Το κάνουν μάλιστα πολύ πιο δραστικά από πολλά πρωτότυπα ελληνικά λογοτεχνήματα που έχουν κρατήσει από την παράδοση αυτή μόνο τα κλισέ της καθιέρωσής της. Τα μυστικά της τέχνης που το κατορθώνει αυτό αξίζει να διερευνηθούν, τόσο για να εντοπισθούν οι αρετές της όσο και για να ελεγχθούν ενδεχόμενες αδυναμίες της δουλειά κάθε λογοτεχνικής κριτικής. Σε δυο-τρία αλληλένδετα σημεία θέλω, ενδεικτικά, να επιμείνω εδώ. Αφορούν τη δεξιοτεχνία με την οποία τα ελληνικά αναθυμούνται τον Μπέκετ αλλά και αντιστέκονται, όπως ίσως κάθε γλώσσα, στη λογική του εγχειρήματός του.
Πρώτο το γνωστό θέμα του ατελέσφορου της επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων. Ολα μοιάζουν να οδηγούν στην απάλειψη όχι μόνο του μηνύματος ή του δέκτη, αλλά και του πομπού: «Ποιανού η φωνή, κανενός, κανείς δεν υπάρχει, υπάρχει μια φωνή δίχως στόμα και κάπου ένα είδος ακοής, κάτι υποχρεωμένο ν' ακούει, και κάπου ένα χέρι, χέρι το ονομάζει...» (185). Οι Πρόζες όμως έχουν την αμεσότητα ενός μονόλογου θεατρικού μάλλον παρά εσωτερικού, καθώς ο λόγος τους απευθύνεται στον αναγνώστη επιτακτικά και σχεδόν αναπόδραστα. Το αίτημα της συνομιλίας καλά κρατεί, ίσως επειδή ακριβώς η ανθρώπινη επαφή δεν είναι ζήτημα αποστολής και πρόσληψης μηνυμάτων.
Στον πυρήνα, το ζήτημα του χρόνου. Ελλειμμα νοήματος σημαίνει, πιο συγκεκριμένα, ότι πάσχει η μνήμη. Η ανθρώπινη ύπαρξη, προσωπική ή συλλογική, δεν εκτείνεται, δεν μένει στον χρόνο πλανιέται και τέμνεται: «Η θάλασσα, ο ουρανός, τα βουνά και τα νησιά έκλεισαν γύρω μου και με συνέθλιψαν σε μια τεράστια συστολή, έπειτα σκόρπισαν στις εσχατιές του διαστήματος. Ψυχρή, λιπόθυμη ήρθε η ανάμνηση για την ιστορία που θα μπορούσα να είχα πει, ιστορία που μοιάζει της ζωής μου, εννοώ δίχως το κουράγιο να τελειώσει ή τη δύναμη να συνεχίσει» (121). Και όμως είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο να διαβάσεις φράσεις σαν αυτή και να μην αισθανθείς ότι ο χρόνος, διάσταση συνέχειας, παραμονεύει μέσα στην ίδια τη γλώσσα, στις δικές της «εσχατιές», ξαναδίνοντας στην ανάμνηση τη θέρμη και τον θυμό της. Ακόμη και οι τόνοι ή τα πνεύματα, που διατηρούνται στις εκδόσεις της σειράς Ναυτίλος, ανακτούν έτσι μια σημασία λογοτεχνική, διόλου σχολαστική.
Τα σχήματα, εν τέλει. Σχήματα του λόγου, εννοώ, και μάλιστα όσα μπορούμε να ονομάσουμε εικονιστικά, με προεξάρχουσα τη μεταφορά. Επανειλημμένα διακόπτεται και σχολιάζεται η αφήγηση στο σημείο ακριβώς όπου η ρύμη του λόγου φαίνεται να συνεπιφέρει τη χρήση τους: «Οταν σκέφτομαι, όχι, αυτό δεν θα πιάσει, όταν έρθουν εκείνοι που με γνώριζαν, που ίσως ακόμα με γνωρίζουν, εξ όψεως φυσικά, ή από τη μυρωδιά, είναι σάμπως, είναι σαν, έλα λοιπόν, δεν ξέρω, δεν θα έπρεπε να είχα αρχίσει» (176). Αποζητούν οι Πρόζες τη δυνατότητα μιας περιγραφικής κυριολεξίας που, σβήνοντας τους ιστούς και την ποιητική αίγλη των εικόνων, θα απαλλάξει από το μέλημα της ιστορίας: «Τι έχουν απογίνει οι ιστοί που ήμουν, δεν μπορώ πλέον να τους δω, μήτε και να τους νιώσω, καμαρωτούς και φτερουγίζοντας τριγύρω και εντός μου, ουφ, κάπου θα ψάχνουν ακόμα, προσποιούμενοι ότι είμαι εγώ. Τους πίστεψα άραγε ποτέ...» (151). Προς τι η ποίηση σε χαλεπούς καιρούς; Αποκαλύπτοντας την ιδιόρρυθμη σχέση ανάμεσα στον ιστορικό χρόνο και στο ποιητικό σχήμα οι Πρόζες θέτουν εκ νέου το παλιό ερώτημα. Καταφεύγουν οι ίδιες στην αλληγορία κάποια στιγμή. Και τα ελληνικά τους, ασφαλώς με την άδεια του αγγλικού τους πρωτότυπου, μα και με την προτροπή των γαλλικών αποδόσεων, επιστρέφουν, σχεδόν νοσταλγικά, στη διακριτική αλλά σημαίνουσα χρήση λέξεων φορτισμένων με ποιητικό παρελθόν, αναστέλλοντας κάθε τάση εφησυχασμού σε βάθρα εικονοκλαστικού νεωτερισμού. Διαβάζουμε εξάλλου τη γλώσσα μας να προτιμά το δυσανάγνωστο από το αμφίσημο και, ανεξαρτήτως στίξεως, να μην καταφεύγει αμαχητί στην ασυνταξία: οι καταλήξεις ονομάτων και, ιδίως, ρημάτων, ακόμη και μετοχών είναι παράθυρα, να μπαίνει αυτό που διώχνεται απ' την πόρτα αλλεπάλληλοι σχηματισμοί ενός καθ' όλα προσωπικού χρόνου.
Το κατά πόσον οι ελληνικές Πρόζες είναι Μπέκετ ή Μαρωνίτη συνιστά ερώτημα αδιάφορο τόσο όσο περίπου και το ποιος είναι περισσότερο Μπέκετ, ο αγγλικός ή ο γαλλικός. Ενδιαφέρει το ότι μας βοηθούν καίρια να αναλογιστούμε, ακολουθώντας για λίγο πάλι τον Μπέκετ, μια οικεία μας πραγματικότητα και μάλιστα διαφορετική από εκείνη που ζήσαμε όταν συνδέαμε, όχι άκαιρα, την μπεκετική πρόκληση με την αντίσταση στη χούντα των συνταγματαρχών. Μπορούμε, δηλαδή, διαβάζοντας τις Πρόζες να βρούμε μεταξύ άλλων τρόπους να μιλήσουμε καλύτερα, πιο εύστοχα, για ζωτικές σημερινές μας έγνοιες που χάνονται φορές φορές μέσα στο πολυθέαμα των μετανεωτερικών ανακυκλώσεων ή στα κηρύγματα όσων πασχίζουν να ξεδιαλέξουν το ακραιφνώς ελληνικό. Και αυτό, αν δεν κάνω λάθος, είναι από τις βασικές, κοινές επιδιώξεις των τόσο διαφορετικών κειμένων που μεταφράζονται στον Ναυτίλο.
Γιώργος Βάρσος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-12-1998
Ε.Μ.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η μετάφραση λογοτεχνίας είναι λογοτεχνία της γλώσσας προς την οποία μεταφράζουμε και του καιρού της. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της έχει το εξής: υποβάλλει και τη γλώσσα της και τον καιρό της σε μια πειθαρχημένη δοκιμασία άμιλλας και μνήμης, με έρεισμα κείμενο άλλης γλώσσας, άλλων καιρών. Πρέπει, με το δικό της κείμενο, να πείθει ότι η δοκιμασία άξιζε τον κόπο. Οι Πρόζες της Εριφύλης Μαρωνίτη πείθουν: όσο και αν ξέρουμε αγγλικά ή γαλλικά, όσο και αν νομίζουμε ότι επαρκώς θυμούμαστε ή δικαίως έχουμε ξεχάσει τον Μπέκετ, αξίζει να διαβάσουμε αυτή τη μετάφραση.
Μπέκετ, λοιπόν. Εκφραση ή και μοχλός αυτού που αποκαλούμε μεταπολεμική κρίση αξιών. Προκλητική πρωτοπορία, αλλά και Νομπέλ λογοτεχνίας (1969). Οι Πρόζες 1945-1980 είναι ανθολόγημα 24 σύντομων πεζογραφημάτων που επανεκδόθηκαν στο Λονδίνο το 1984 (Collected Shorter Prose, επιμ. John Calder). Καλύπτουν ολόκληρη την ώριμη περίοδο του συγγραφέα ξεκινώντας κατά βάση από τη δεκαετία του '50, τότε που ο ιρλανδός αυτός μέτοικος των Παρισίων, μετά από δύσκολη μαθητεία στο πλευρό του Τζόυς, διαμορφώνει δικό του πρόσωπο (το Περιμένοντας τον Γκοντό, γραμμένο στα γαλλικά, το 1952, ανεβαίνει για πρώτη φορά στο Παρίσι την επόμενη χρονιά, οπότε το «θέατρο του παραλόγου» σημειώνει σταθμό στην ιστορία της δυτικής δραματουργίας, ενώ με την τριλογία των μυθιστορημάτων Μολλόυ, Ο Μαλόουν πεθαίνει, Το ακατονόμαστο αναγνωρίζεται ο πεζογράφος Μπέκετ). Η παρούσα ελληνική έκδοση δίνει, με το σημείωμα της μεταφράστριας, επαρκή στοιχεία για τις πρώτες εκδόσεις καθεμιάς από τις πρόζες της, υπογραμμίζοντας τη δίγλωσση προέλευσή τους: πρωτογραμμένες άλλοτε γαλλικά και άλλοτε αγγλικά, περνούν από τη μια γλώσσα στην άλλη όχι δίχως σημαίνουσες παραλλαγές ύφους, κάνοντας έτσι τη μετάφραση συστατικό τους στοιχείο.
Αν αναζητούμε τα θέματα, θα τα βρούμε στους πιο εύγλωττους τίτλους: Η πρώτη αγάπη, Διωγμένος, Το τέλος, Παράξενα όλα μακριά, Ασκεπής, Ακινησία, Γριά γη, Ακοή στο σκοτάδι. Αν θέλουμε ερμηνευτικά κλειδιά, μπορούμε να ξεκινήσουμε από τις 13 ενότητες του Κείμενα για το τίποτα ή από την εκτεταμένη αλληγορία τού Χαμένοι. Εχει όμως κυρίως σημασία ο τρόπος. Λογοτεχνία κάθε άλλο παρά ανυποψίαστη θεωρητικά, συχνά συναρτώμενη με υπαρξιστικά φιλοσοφικά ρεύματα, δεν μετατρέπεται ωστόσο σε κοινότοπο φιλοσοφίζον ιδίωμα. Προεξάρχον το ζήτημα του ακατόρθωτου ή του αδιάφορου της παραδοσιακής αφήγησης, δεν χρησιμοποιείται ωστόσο σαν άλλοθι άτεχνης αφήγησης αδιάφορων ιστοριών. Η γραφή γίνεται πεδίο επίμοχθης αναζήτησης, συχνά ανακάλυψης, αυτού που μένει άξιο λόγου, όταν οι φιλοσοφίες και οι μυθιστορίες δείχνουν να έχουν εξαντλήσει το παρήγορο κύρος τους.
Μα δεν τα έχουμε ήδη συζητήσει αρκετά αυτά; Στην πιθανότητα μιας τέτοιας αντίδρασης βρίσκεται, όπως σωστά επισημαίνει ο Γεράσιμος Βώκος στην εισαγωγή του, ο κίνδυνος του να μιλάμε για τέτοια κείμενα με γενικούς όρους, κάνοντας αφαίρεση της αναγνωστικής εμπειρίας τους. Οι Πρόζες, με τη μετάφρασή τους, ανανεώνουν αυτήν ακριβώς την εμπειρία. Ανταποκρίνονται, εν πρώτοις, στην παλιά ανάγκη της αισθητικής μας απόλαυσης. Και φέρνουν την μπεκετική παράδοση σε διαυγή σχέση με επείγοντα ζητούμενα του παρόντος μας. Το κάνουν μάλιστα πολύ πιο δραστικά από πολλά πρωτότυπα ελληνικά λογοτεχνήματα που έχουν κρατήσει από την παράδοση αυτή μόνο τα κλισέ της καθιέρωσής της. Τα μυστικά της τέχνης που το κατορθώνει αυτό αξίζει να διερευνηθούν, τόσο για να εντοπισθούν οι αρετές της όσο και για να ελεγχθούν ενδεχόμενες αδυναμίες της δουλειά κάθε λογοτεχνικής κριτικής. Σε δυο-τρία αλληλένδετα σημεία θέλω, ενδεικτικά, να επιμείνω εδώ. Αφορούν τη δεξιοτεχνία με την οποία τα ελληνικά αναθυμούνται τον Μπέκετ αλλά και αντιστέκονται, όπως ίσως κάθε γλώσσα, στη λογική του εγχειρήματός του.
Πρώτο το γνωστό θέμα του ατελέσφορου της επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων. Ολα μοιάζουν να οδηγούν στην απάλειψη όχι μόνο του μηνύματος ή του δέκτη, αλλά και του πομπού: «Ποιανού η φωνή, κανενός, κανείς δεν υπάρχει, υπάρχει μια φωνή δίχως στόμα και κάπου ένα είδος ακοής, κάτι υποχρεωμένο ν' ακούει, και κάπου ένα χέρι, χέρι το ονομάζει...» (185). Οι Πρόζες όμως έχουν την αμεσότητα ενός μονόλογου θεατρικού μάλλον παρά εσωτερικού, καθώς ο λόγος τους απευθύνεται στον αναγνώστη επιτακτικά και σχεδόν αναπόδραστα. Το αίτημα της συνομιλίας καλά κρατεί, ίσως επειδή ακριβώς η ανθρώπινη επαφή δεν είναι ζήτημα αποστολής και πρόσληψης μηνυμάτων.
Στον πυρήνα, το ζήτημα του χρόνου. Ελλειμμα νοήματος σημαίνει, πιο συγκεκριμένα, ότι πάσχει η μνήμη. Η ανθρώπινη ύπαρξη, προσωπική ή συλλογική, δεν εκτείνεται, δεν μένει στον χρόνο πλανιέται και τέμνεται: «Η θάλασσα, ο ουρανός, τα βουνά και τα νησιά έκλεισαν γύρω μου και με συνέθλιψαν σε μια τεράστια συστολή, έπειτα σκόρπισαν στις εσχατιές του διαστήματος. Ψυχρή, λιπόθυμη ήρθε η ανάμνηση για την ιστορία που θα μπορούσα να είχα πει, ιστορία που μοιάζει της ζωής μου, εννοώ δίχως το κουράγιο να τελειώσει ή τη δύναμη να συνεχίσει» (121). Και όμως είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο να διαβάσεις φράσεις σαν αυτή και να μην αισθανθείς ότι ο χρόνος, διάσταση συνέχειας, παραμονεύει μέσα στην ίδια τη γλώσσα, στις δικές της «εσχατιές», ξαναδίνοντας στην ανάμνηση τη θέρμη και τον θυμό της. Ακόμη και οι τόνοι ή τα πνεύματα, που διατηρούνται στις εκδόσεις της σειράς Ναυτίλος, ανακτούν έτσι μια σημασία λογοτεχνική, διόλου σχολαστική.
Τα σχήματα, εν τέλει. Σχήματα του λόγου, εννοώ, και μάλιστα όσα μπορούμε να ονομάσουμε εικονιστικά, με προεξάρχουσα τη μεταφορά. Επανειλημμένα διακόπτεται και σχολιάζεται η αφήγηση στο σημείο ακριβώς όπου η ρύμη του λόγου φαίνεται να συνεπιφέρει τη χρήση τους: «Οταν σκέφτομαι, όχι, αυτό δεν θα πιάσει, όταν έρθουν εκείνοι που με γνώριζαν, που ίσως ακόμα με γνωρίζουν, εξ όψεως φυσικά, ή από τη μυρωδιά, είναι σάμπως, είναι σαν, έλα λοιπόν, δεν ξέρω, δεν θα έπρεπε να είχα αρχίσει» (176). Αποζητούν οι Πρόζες τη δυνατότητα μιας περιγραφικής κυριολεξίας που, σβήνοντας τους ιστούς και την ποιητική αίγλη των εικόνων, θα απαλλάξει από το μέλημα της ιστορίας: «Τι έχουν απογίνει οι ιστοί που ήμουν, δεν μπορώ πλέον να τους δω, μήτε και να τους νιώσω, καμαρωτούς και φτερουγίζοντας τριγύρω και εντός μου, ουφ, κάπου θα ψάχνουν ακόμα, προσποιούμενοι ότι είμαι εγώ. Τους πίστεψα άραγε ποτέ...» (151). Προς τι η ποίηση σε χαλεπούς καιρούς; Αποκαλύπτοντας την ιδιόρρυθμη σχέση ανάμεσα στον ιστορικό χρόνο και στο ποιητικό σχήμα οι Πρόζες θέτουν εκ νέου το παλιό ερώτημα. Καταφεύγουν οι ίδιες στην αλληγορία κάποια στιγμή. Και τα ελληνικά τους, ασφαλώς με την άδεια του αγγλικού τους πρωτότυπου, μα και με την προτροπή των γαλλικών αποδόσεων, επιστρέφουν, σχεδόν νοσταλγικά, στη διακριτική αλλά σημαίνουσα χρήση λέξεων φορτισμένων με ποιητικό παρελθόν, αναστέλλοντας κάθε τάση εφησυχασμού σε βάθρα εικονοκλαστικού νεωτερισμού. Διαβάζουμε εξάλλου τη γλώσσα μας να προτιμά το δυσανάγνωστο από το αμφίσημο και, ανεξαρτήτως στίξεως, να μην καταφεύγει αμαχητί στην ασυνταξία: οι καταλήξεις ονομάτων και, ιδίως, ρημάτων, ακόμη και μετοχών είναι παράθυρα, να μπαίνει αυτό που διώχνεται απ' την πόρτα αλλεπάλληλοι σχηματισμοί ενός καθ' όλα προσωπικού χρόνου.
Το κατά πόσον οι ελληνικές Πρόζες είναι Μπέκετ ή Μαρωνίτη συνιστά ερώτημα αδιάφορο τόσο όσο περίπου και το ποιος είναι περισσότερο Μπέκετ, ο αγγλικός ή ο γαλλικός. Ενδιαφέρει το ότι μας βοηθούν καίρια να αναλογιστούμε, ακολουθώντας για λίγο πάλι τον Μπέκετ, μια οικεία μας πραγματικότητα και μάλιστα διαφορετική από εκείνη που ζήσαμε όταν συνδέαμε, όχι άκαιρα, την μπεκετική πρόκληση με την αντίσταση στη χούντα των συνταγματαρχών. Μπορούμε, δηλαδή, διαβάζοντας τις Πρόζες να βρούμε μεταξύ άλλων τρόπους να μιλήσουμε καλύτερα, πιο εύστοχα, για ζωτικές σημερινές μας έγνοιες που χάνονται φορές φορές μέσα στο πολυθέαμα των μετανεωτερικών ανακυκλώσεων ή στα κηρύγματα όσων πασχίζουν να ξεδιαλέξουν το ακραιφνώς ελληνικό. Και αυτό, αν δεν κάνω λάθος, είναι από τις βασικές, κοινές επιδιώξεις των τόσο διαφορετικών κειμένων που μεταφράζονται στον Ναυτίλο.
Γιώργος Βάρσος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-12-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις