0
Your Καλαθι
Ο άγγελος σιωπούσε
Μυθιστόρημα
Περιγραφή
O άγγελος σιωπούσε είναι το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε ο X. Mπελλ και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1992, μετά το θάνατό του. Tο μυθιστόρημα ξεκινά την ημέρα της συνθηκολόγησης της Γερμανίας και περιγράφει με έντονο κριτικό πνεύμα την αρχή της μεταπολεμικής περιόδου. Ένας στρατιώτης που λιποτακτεί με ψεύτικα χαρτιά, επιστρέφει στη βομβαρδισμένη πόλη του αναζητώντας ψωμί, στέγη και φίλους. Bρίσκει ανθρωπιά αλλά και σκληρότητα που συγκαλύπτεται από μια υποκριτική χριστιανική ηθική. Στο πρώτο αυτό μυθιστόρημα του X. Mπελλ -όπως και στο υπόλοιπο έργο του- διακρίνουμε την αγάπη και τη συμπάθεια του συγγραφέα για τους αδικημένους, τους ξεριζωμένους και τους απροσάρμοστους.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ: WERNER BELLMAN
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Χάινριχ Μπελλ, αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος πεζογράφος της μεταπολεμικής Γερμανίας, αγαπήθηκε από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό και τα περισσότερα μυθιστορήματά του έχουν μεταφρασθεί στη γλώσσα μας με μικρή ή μεγάλη επιτυχία. Δεκατέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του ο συγγραφέας του Ομαδικού πορτρέτου με μια κυρία, του Κλόουν και της Χαμένης τιμής της Καταρίνας Μπλουμ εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρος όχι μόνο γιατί με το έργο του προσφέρει την πληρέστερη και ακριβέστερη εικόνα της σύγχρονης Γερμανίας αλλά και γιατί πρώτος αυτός κατάφερε να διεισδύσει στον πυρήνα των μεγάλων προβλημάτων της μεταπολεμικής Ευρώπης, όπως είναι τα ζητήματα της βίας, της ψυχολογικής και της κοινωνικής καταστολής, της ατομικής τύψης και της καθεστωτικής ωμότητας και μάλιστα πολύ προτού αυτά αποτελέσουν αντικείμενο συστηματικής έρευνας στις πολιτισμικές σπουδές.
Όσοι διάβασαν τη Χαμένη τιμή της Καταρίνας Μπλουμ δεν θα ξεχάσουν τη με χειρουργική ακρίβεια και με τη μέθοδο του ρεπορτάζ περιγραφή και ανάλυση των μεθόδων με τις οποίες τα ΜΜΕ μπορούν να καταστρέψουν ένα άτομο και να το οδηγήσουν σε ακραίες πράξεις. Εκείνοι που θα ξαναδιαβάσουν τον Κλόουν θα ανακαλύψουν για μία ακόμη φορά σε ποια κοινωνικά αδιέξοδα οδηγεί η επέμβαση της οργανωμένης θρησκείας στο κοινωνικό σώμα και πώς η ταύτιση κοινωνίας και πίστης περιθωριοποιεί την ατομική συνείδηση. Και αν θέλαμε να συναγάγουμε ένα μείζον συμπέρασμα από το σύνολο του έργου του Μπελλ θα καταλήγαμε στο ότι η μεταβιομηχανική Ευρώπη του λεγόμενου «οικονομικού θαύματος» και κατ' εξοχήν του γερμανικού είναι μια κοινωνία τύψεων ή καλύτερα μια προβολή αυτών των τύψεων πάνω στα ερείπια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε μια εποχή όπου ποικίλοι ρατσισμοί, μιλιταρισμοί και εθνικισμοί αναπτύσσονται στις παρυφές της ανεπτυγμένες Δύσης, το έργο του Μπελλ εκφράζει τον ασταμάτητο αγώνα εναντίον της λήθης. Όλα του τα μυθιστορήματα θα τα χαρακτήριζε κανείς βιβλία εποχής που συνθέτουν ένα χρονικό όχι μόνο των ερειπίων αλλά και της περιπέτειας των αξιών οι οποίες διακυβεύονται από το μεταπολεμικό καθεστώς, όπως εκφράζεται από την προτροπή να αφήσουμε στην άκρη το παρελθόν, αν θέλουμε να υπερβούμε το σοκ του καταστροφικού πολέμου.
Σήμερα που στη Γερμανία πολλοί απαιτούν να αφεθεί το παρελθόν στο παρελθόν και να «ξαναγίνουν οι Γερμανοί ένα πολιτισμένο έθνος», καθώς ζητεί ο συγγραφέας Μάρτιν Βάλζερ ή ο αναθεωρητικός ιστορικός Ερνστ Νόλτε, το παράδειγμα του Μπελλ έχει βαρύνουσα σημασία αφού βρίσκεται στην αντίθετη ακριβώς πλευρά. Και ένας συγγραφέας εποχής ξαναδιαβάζεται όχι τόσο γιατί το έργο του έχει τη δύναμη να υπερβαίνει την εποχή του, αλλά ακριβώς επειδή ο ίδιος την παρουσιάζει ανάγλυφα και σε βάθος στήνοντάς την μέσα από τα ερείπιά της. Με καθαρότητα, με ακρίβεια και δίχως φόβο.
Η έκδοση λοιπόν στα ελληνικά του πρώτου μυθιστορήματος του Χάινριχ Μπελλ, που κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 1992 επτά χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, δεν έχει μόνο γραμματολογική ή ιστορική σημασία και προπάντων: το έργο δεν είναι πρωτόλειο, μολονότι δεν βρίσκεται στο ίδιο ύψος με τα ώριμα μυθιστορήματά του. Εν τούτοις εδώ ο αναγνώστης θα βρει εν σπέρματι τα θέματα που απασχόλησαν τον συγγραφέα στα κατοπινά του βιβλία: τις κοινωνικές αντιφάσεις, την αδικία, την απώλεια των ψευδαισθήσεων, τον εγωισμό, τα ψεύδη της παλινόρθωσης.
Το βιβλίο γράφτηκε το 1949 και δεν εκδόθηκε όσο ζούσε ο Μπελλ αφού οι εκδότες θεώρησαν ότι ένα βιβλίο τόσο «απαισιόδοξο» δεν θα είχε καμία τύχη σε μια περίοδο κατά την οποία η Γερμανία προσπαθούσε να ξεχάσει και οι πάντες είχαν απορροφηθεί από το έργο της ανοικοδόμησης, απωθώντας ενσυνείδητα τις οδυνηρές μνήμες του πολέμου.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος είναι απλή: Κάποιος λιποτάκτης του γερμανικού στρατού επιστρέφει στη γενέθλια πόλη του την ημέρα της συνθηκολόγησης. Απένταρος, πεινασμένος και φοβισμένος. Ένας γιατρός του προμηθεύει ψεύτικα χαρτιά και ο λιποτάκτης αρχίζει να περιφέρεται μέσα στη βομβαρδισμένη πόλη αναζητώντας τροφή, στέγη και φίλους.
Ο συγγραφέας δεν αναφέρει ρητά την πόλη, αλλά από τις περιγραφές είναι προφανές ότι πρόκειται για την Κολονία η οποία, πλην ενός μικρού τμήματος γύρω από τον καθεδρικό ναό, καταστράφηκε εξ ολοκλήρου από τους βομβαρδισμούς. Ο ήρωας θα συναντήσει τους ανθρώπους που θα του συμπαρασταθούν, θα τον βοηθήσουν και θα του δείξουν τον τρόπο να επιβιώσει. Θα συναντήσει ακόμη μια νέα γυναίκα μέσω της σχέσης με την οποία θα επιστρέψει «στη ζωή» και θα αποκτήσει ένα ισχυρό ψυχικό και συναισθηματικό στήριγμα. Αλλά ταυτόχρονα θα δει να υψώνεται μπροστά του το τείχος της αστικής υποκρισίας που επανοικοδομεί μεταπολεμικά η αναδιοργανωμένη καθολική εκκλησία, η οποία σε όλο το έργο του Μπελλ παίζει καθοριστικό ρόλο και αποτελεί θεσμό ισχυρότερο ακόμη και από τους λεγόμενους κοινωνικούς ή κοσμικούς. Θεμελιακή αρχή της οξύτατης κριτικής του στη μεταπολεμική εποχή είναι η εκ νέου ταύτιση των εκκλησιαστικών θεσμών με το κοσμικό καθεστώς και η διάχυσή τους στο κοινωνικό σώμα.
Ο Μπελλ ανήκει στους κορυφαίους του μεταπολεμικού ρεαλισμού που ωστόσο είναι φορτισμένος με όλα τα γνωρίσματα του κεντροευρωπαϊκού εξπρεσιονισμού, μιας μεγάλης λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής σχολής που πήρε ποικίλες μορφές στον αιώνα μας: ατμόσφαιρα, εκπληκτική χρήση των φωτοδιαστάσεων, ακρότητα στην έκφραση μέσω των ελλείψεων και της υποβολής τους, ανίχνευση και προβολή του ψυχικού τοπίου στο περιβάλλον της καθημερινότητας, εστίαση στην αξία των μικρών πραγμάτων, ανάδειξη των αντικειμένων σε σύμβολα της εσωτερικής ζωής, ελλειπτικοί διάλογοι που αφήνουν μεγάλα περάσματα για τις σιωπές και τα αισθήματα, μια σχέση με τα πράγματα και τον περίγυρο σχεδόν σωματική και μια ζωή τη μια στιγμή περιπαθής και την άλλη σχεδόν ανυπόφορη, όπου η οργανωμένη κοινωνία φαντάζει βάρβαρη αλλά και μικρή σε σύγκριση με το πάθος της ζωής που επιχειρεί να καταστείλει.
Ο άγγελος που σιωπούσε στο μυθιστόρημα του Μπελλ είναι ένα άγαλμα και τα αγάλματα δε μιλούν. Έτσι χωρίς να λένε τίποτα, τα λένε όλα ή καλύτερα τα συνοψίζουν στη σιωπή. Κατ' ουσίαν όμως ο άγγελος αυτός δεν είναι από μάρμαρο αλλά από γύψο, όπως άλλωστε και οι αυταπάτες, η λήθη και τα ψεύδη μιας κοινωνίας που ξαναδημιουργείται αποστρέφοντας το πρόσωπο από την αλήθεια της, την αλήθεια των ερειπίων.
Ο Μπελλ στην ιστορική του Διακήρυξη για τη λογοτεχνία των ερειπίων άλλωστε σημειώνει το 1952:
«Οι άνθρωποι για τους οποίους γράφαμε ζούσαν σε ερείπια, έρχονταν από τον πόλεμο, γυναίκες και άντρες με τα ίδια τραύματα, ακόμη και παιδιά... Και εμείς ως συγγραφείς αισθανόμασταν τόσο κοντά τους που ταυτιζόμασταν μαζί τους· με μαυραγορίτες και τα θύματα των μαυραγοριτών, με φυγάδες και όλους αυτούς που είχαν μείνει με διάφορους τρόπους χωρίς πατρίδα...».
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 21-03-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις