0
Your Καλαθι
Ο χλωμός σκύλος
Διηγήματα
Περιγραφή
O Mπελ σκιαγραφεί το πορτραίτο της Γερμανίας του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από το βλέμμα αυτών που την έζησαν. Διαλέγει προσεκτικά τους ήρωές του: διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, όλοι όμως είναι νέοι, οξυδερκείς και ευαίσθητοι, επομένως ικανοί να αποδώσουν την εικόνα της εποχής και του χώρου τους, αλλά και να αντιληφθούν πόσο παράδοξη και αντιφατική μπορεί να είναι η ζωή όταν περνά από μεγάλες δοκιμασίες.
«Γεννήθηκα στην Κολωνία όπου ο Ρήνος, κορεσμένος πια από τη γοητεία της διαδρομής του, απλώνεται στην πλατιά πεδιάδα και καταλήγει στην ομίχλη της Βόρειας Θάλασσας· εκεί όπου ποτέ δεν πήραν στα σοβαρά την πολιτική εξουσία, κι ακόμη λιγότερο την εκκλησιαστική· εκεί όπου έριξαν γλάστρες στον Χίτλερ και γελοιοποίησαν δημοσίως τον Γκαίρινγκ· [...] Γεννήθηκα στην Κολωνία που είναι διάσημη για τον γοτθικό μητροπολιτικό ναό της ενώ θα έπρεπε να είναι περισσότερο διάσημη για τις ρωμαϊκές εκκλησίες της· στην Κολωνία που φιλοξένησε, και ξεπούλησε, την αρχαιότερη εβραϊκή κοινότητα της Γερμανίας· η πολιτική συνείδηση και το χιούμορ δεν κατάφεραν να πλήξουν το Κακό, εκείνο το χιούμορ, τόσο περιβόητο όσο και ο μητροπολιτικός ναός, τρομαχτικό στην επίσημη μορφή του, μεγαλειώδες και σοφό στην καθημερινότητα». Το απόσπασμα τούτο από ένα αυτοβιογραφικό δοκίμιο που έγραψε ο Χάινριχ Μπελ το 1959, δείχνει ότι το αντικείμενο και η στάση του συγγραφέα προσδιορίστηκαν κατά μείζονα λόγο από τον τόπο και τον χρόνο γέννησής του.
Γεννημένος το 1917, σε μια πόλη έντονων αντιθέσεων (648.800 κάτοικοι, τα τρία τέταρτα των οποίων καθολικοί), ο Μπελ δεν έμεινε ανεπηρέαστος από τα γεγονότα που διαδραματίζονταν γύρω του· η πενηντάχρονη συγγραφικά, πολιτικά και δημοσιογραφικά ενεργή πορεία του κινείται παράλληλα με τη γερμανική ιστορική πραγματικότητα. Δεκατρία χρόνια μετά τον θάνατό του το όνομα του γερμανού νομπελίστα λογοτέχνη επανέρχεται στην επικαιρότητα για δύο λόγους: η συλλογή των πρώτων του συγγραφικών δοκιμών με τίτλο «Ο χλωμός σκύλος», που κυκλοφόρησε πριν από τρία χρόνια στη Γερμανία, μεταφράστηκε πρόσφατα στη γλώσσα μας· με αφορμή τη συμπλήρωση ογδόντα ετών από τη γέννησή του, το Ινστιτούτο Goethe οργανώνει σειρά εκδηλώσεων με στόχο την παρουσίαση της ζωής και του έργου του συγγραφέα που έχει χαρακτηριστεί «η συνείδηση του γερμανικού έθνους».
Έκτο παιδί του ξυλουργού και ξυλογλύπτη Βίκτορ Μπελ και της γυναίκας του Μαρίας ο Χάινριχ Τέοντορ Μπελ μεγάλωσε σε ένα φιλελεύθερο, καθολικό περιβάλλον. Τέλη Ιανουαρίου του 1933 η εθνικοσοσιαλιστική τρομοκρατία επεκτείνεται και στην Κολονία και στο διαμέρισμα των Μπελ πραγματοποιούνται συγκεντρώσεις ομάδων της καθολικής νεολαίας. Ο έφηβος Μπελ αρνείται να γραφτεί στη ναζιστική νεολαία. «Η εθνικοσοσιαλιστική τρέλα κυριαρχεί», γράφει στο περιθώριο του Τάκιτου που χρησιμοποιούσε στο κλασικό γυμνάσιο «Κάιζερ Γουλιέλμος» το 1937, τη χρονιά που πήρε και το απολυτήριό του. Το καλοκαίρι του επόμενου έτους εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο της Κολονίας όπου παρακολουθεί σεμινάρια και διαλέξεις γερμανικής και κλασικής φιλολογίας, σπουδές που θα αναγκαστεί να διακόψει το φθινόπωρο του 1939 όταν λαμβάνει την κλίση επιστράτευσης της Βέρμαχτ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο στρατιώτης Μπελ πολεμά στα μέτωπα της Πολωνίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ρωσίας· σε μια προσπάθεια να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία επικαλείται λόγους σπουδών, προσποιείται τον άρρωστο και παραποιεί αναρρωτικές άδειες. Η λήξη του πολέμου βρίσκει τον Μπελ στη Ρηνανία, όπου έχει κρυφτεί ως λιποτάκτης. Λίγο πριν από τα μέσα του 1945 αιχμαλωτίζεται από τους Αμερικανούς και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους αφήνεται ελεύθερος.
«Πάντα ήθελα να γράψω, το προσπάθησα αρκετά νωρίς, τις λέξεις όμως τις βρήκα μόνον αργότερα», παρατηρεί στο τέλος του προαναφερθέντος αυτοβιογραφικού κειμένου του. Σύμφωνα με τις χρονολογίες των χειρογράφων που βρέθηκαν στο αρχείο του μετά τον θάνατό του, ο Μπελ ξεκίνησε να γράφει από το 1936. Ο πόλεμος δεν μπόρεσε να αναστείλει την ανάγκη του για συγγραφή· διατήρησε την επαφή του με τις λέξεις και το χαρτί γράφοντας σχεδόν κάθε μέρα γράμματα στην οικογένεια και στην αρραβωνιαστικιά του, Ανναμαρία Τσεχ, την οποία παντρεύτηκε το 1942. Τακτική συγγραφική δραστηριότητα ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1946, ωστόσο τα πρώτα του μυθιστορήματα θα αργήσουν να δουν το φως της δημοσιότητας: το «Ο άγγελος σιωπούσε» (1950) δεν δημοσιεύθηκε παρά το 1992, ενώ άλλα έργα του, όπως το «Σταυρός χωρίς αγάπη», παραμένουν αδημοσίευτα. Το μυθιστόρημα «Το τρένο ήρθε στην ώρα του» του χάρισε το πρώτο του εκδοτικό συμβόλαιο το 1949 και ένα χρόνο αργότερα κυκλοφορεί ένας τόμος με μικρές ιστορίες τιτλοφορούμενες «Ταξιδιώτη, όταν έλθεις στην Ισπα...». Το όνομα του Χάινριχ Μπελ εμφανίζεται στο προσκήνιο της γερμανικής λογοτεχνικής σκηνής και στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα ο σαραντάχρονος Μπελ θεωρείται «νέος συγγραφέας», χαρακτηρισμό που ο ίδιος συχνά ειρωνευόταν.
Ακολουθεί πλήθος λογοτεχνικών και μεταφραστικών έργων και η στροφή στη συγγραφική του σταδιοδρομία έρχεται το 1963, όταν εγκαταλείπει την τεχνική της αποσπασματικής αφήγησης και οι απαισιόδοξες εικόνες του πολέμου δίνουν τη θέση τους στην αυστηρή κριτική της Καθολικής Εκκλησίας και της μεταπολεμικής γερμανικής κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης. Η συνέχεια είναι στους περισσότερους γνωστή: τα μυθιστορήματα «Απόψεις ενός κλόουν», «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» και το «Ομαδικό πορτρέτο με μια κυρία» θα γνωρίσουν μεγάλη δημοσιότητα· τα δύο πρώτα μεταφέρονται στον κινηματογράφο το 1975 με μεγάλη επιτυχία, ενώ το τρίτο μεταφράζεται σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες. Η αναγνώριση του έργου του θα κορυφωθεί με την απονομή του βραβείου Μπύχνερ το 1967 και με το Νομπέλ λογοτεχνίας πέντε χρόνια αργότερα.
Το βιβλίο «Ο χλωμός σκύλος» φωτίζει τα πρώτα βήματα του συγγραφέα. Πρόκειται για μια συλλογή που αποτελείται από έντεκα κείμενα αφηγήματα, προσχέδια θεατρικών έργων και κεφάλαια μυθιστορημάτων που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ ή τελικά συμπεριλήφθηκαν αλλού που καλύπτουν χρονολογικά μια περίοδο δεκαπέντε ετών (1936 - 1951). Η ταξινόμηση έγινε με βάση τον χρόνο συγγραφής, γεγονός που επιτρέπει στον αναγνώστη να παρακολουθήσει την εξέλιξη που πραγματοποιείται σε τρία επίπεδα: σε αυτό των ιστορικών γεγονότων, στη μετάβαση του ανθρώπου Μπελ από τον εφηβικό ρομαντισμό στη ρεαλιστικότερη σύλληψη της πραγματικότητας και στην ωρίμανση ενός συγγραφέα που σταδιακά αποκτά επίγνωση των δυνατοτήτων του. Η ελληνική απόδοση μεταφέρει και τα τρία στη γλώσσα μας με τρόπο ικανοποιητικό. Εξίσου εύστοχη είναι και η μακέτα του εξωφύλλου: η φωτογραφία ενός παιδικού βλέμματος μέσα στα ερείπια του πολέμου παγιδεύει το νόημα του βιβλίου που συνοψίζεται στην αντίθεση μεταξύ της ψυχικής αθωότητας και της κυνικότητας του πολέμου.
«Καμιά φορά είναι σαν να τους βλέπω, τους κατάκοπους ανθρώπους που έτρεχαν για να σωθούν, αυτούς που πρόβαλλαν αντίσταση μέχρι την τελευταία στιγμή, σαν να μας προστάτευαν, όπως προέβλεπε η στρατιωτική πειθαρχία, (...) τους βλέπω να βλαστημάνε και στα πρόσωπά τους να είναι ζωγραφισμένος ο τρόμος μπροστά στο θάνατο ή την αιχμαλωσία κι επίσης το μίσος για μας, που δεν είχαμε κάνει στο κάτω κάτω τίποτα παραπάνω από αυτό που πρόσταζε το καθήκον», καταλήγει ο γερμανός αξιωματικός - αφηγητής του «Η ιστορία της γέφυρας του Μπέρκοβο». Η τραγική διαπίστωση ότι ο πόλεμος αντιστρέφει κάθε αξία γεννά την απογοήτευση και την παραίτηση: «Αυτός ο κόσμος τον έκανε να σκέφτεται τόσο εύκολα τον θάνατο και τόσο δύσκολα τη ζωή», διαπιστώνει ο ήρωας του αφηγήματος «Χαμένος Παράδεισος». Σε έναν τέτοιο κόσμο ο έρωτας δεν είναι παρά μια πράξη απόγνωσης («Αιχμάλωτος στο Παρίσι») και η ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση ευσεβής πόθος: «Μια μεγαλοφυΐα έχει κι αυτή κάποια όρια και μετά αρχίζει η πείνα... μπορεί ας πούμε να καθήσει κάποιος οχτώ μέρες σε ένα υπόγειο μέσα στην πείνα και στο κρύο και να γράψει ένα καταπληκτικό σονέτο... αλλά αν περνάει όλη του τη ζωή μέσα σε ένα κρύο υπόγειο, τότε σταματάνε τα σονέτα... σταματάνε, γιατί μετά ο τύπος απλούστατα δεν έχει πια τη δύναμη να γράφει τα σονέτα του με το κολοβό του μολύβι σε κάποιο βρώμικο κουρελόχαρτο...» («Αμερική»).
Βλέμματα πείνας, θλίψης και απορίας διαποτίζουν το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Τα διλήμματα είναι ως επί το πλείστον ηθικά, μια που ο πόλεμος δεν δίνει περιθώρια στις φιλοδοξίες των νεαρών ηρώων. Ωστόσο πίσω από το καταθλιπτικό πορτρέτο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου διακρίνονται τα πρώτα σημάδια κριτικής σκέψης του νεαρού Μπελ. «Το πρόσωπό του είχε γίνει μία παράξενη μάσκα σκληρότητας, όπως αυτή που βλέπουμε καμιά φορά σε ανθρώπους που ασχολούνται επαγγελματικά με τη μέριμνα των απόρων», περιγράφει έναν εφημέριο σε κάποιο σημείο του αφηγήματος «Ο φυγάς», ενώ στο ομώνυμο με τον τίτλο του βιβλίου κείμενο διαπιστώνει πως «όταν είσαι εξομολογητής αμβλύνονται τα αισθήματά σου». Τα σημεία αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν πρώτες ενδείξεις για τη μετέπειτα στάση του: ο Μπελ και η γυναίκα του εγκατέλειψαν την Καθολική Εκκλησία το 1976. Στο τελευταίο αφήγημα του βιβλίου («Ανέκδοτο για το γερμανικό θαύμα» γραμμένο το 1951) η ειρωνεία για την εμμονή της μεταπολεμικής γερμανικής κοινωνίας για οικονομική ανόρθωση είναι αποκρυσταλλωμένη και εμφανής: «Να διακινείς τα χρήματα στο λογαριασμό σου και όλες οι γενιές θα σε επαινούν», συμβουλεύει ο πατέρας τον εντεκάχρονο γιο του.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 01-02-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις