0
Your Καλαθι
Μονόδρομος
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ο >Μονόδρομος είναι από κάθε άποψη ένας σταθμός -μια στροφή- στη ζωή και τη σκέψη του Μπένγιαμιν. Οι πνευματικές του διεργασίες δεν είναι άσχετες με την προσωπικότητα των στενότερων φίλων του, της κομμουνίστριας Λεττονής ηθοποιού Άσια Λάτσις, του σιωνιστή Γκέρσομ Σόλεμ, αλλά και του Μπωντλαίρ τον οποίο μελετά και μεταφράζει. Δεν είναι άσχετες επίσης με το Παρίσι που λατρεύει και το Βερολίνο των παιδικών του χρόνων.
Επηρεασμένος από το κολλάζ των υπερρεαλιστών, αλλά κι από τις τυπογραφικές υπερβολές της αφίσας που είναι σαφώς πιο τελεσφόρες από την κλασική, γραμμική ανάπτυξη ενός θέματος σε βιβλίο, ο Μπένγιαμιν επιλέγει το 1928 για τον >Μονόδρομο έναν τρόπο έκφρασης πιο μοντέρνο, που ταιριάζει ιδιαίτερα στη διεισδυτική του ματιά, η οποία ανασύρει νόημα απ' την αποκαλυπτική λεπτομέρεια και του προσφέρει ταυτόχρονα ένα ευρύ πεδίο δράσεως. Προσαρμόζει το φακό του στο σχήμα των σύντομων αφορισμών για να συντομογραφήσει τις νεότευκτες μαρξιστικές του αντιλήψεις, αναμνήσεις από το αστικό του παρελθόν, αριστοτεχνικά αποδοσμένες παιδικές εμπειρίες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις αλλά και τον βαθύ μυστικισμό μιας πεσιμιστικής αποτίμησης της ιστορίας που καθώς προχωρά, θρυμματίζεται σε ερείπια. Τα μυστικά του ανατέλλοντος καπιταλισμού τού αποκαλύπτονται κυρίως μέσα στο πλαίσιο της μοντέρνας πόλης, στους αγχωμένους δρόμους της που οδηγούν στο πουθενά, στο χρόνο του ανθρώπου που συρρικνώνεται, στην επικοινωνία που νοσεί - πουθενά δε διαγράφεται μια εικόνα υγιούς συνόλου. [...]
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, κορυφαίος Γερμανός διανοητής του εικοστού αιώνα, συνδεδεμένος με την παράδοση της κριτικής θεωρίας, γνωρίζει μεγάλη απήχηση στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών τις τελευταίες δεκαετίες. Εχει σημειωθεί μια πρωτοφανής άνθηση μελετών και μεταφράσεων του έργου του διεθνώς, σε αντίθεση με την περιθωριοποίησή του από το ακαδημαϊκό κατεστημένο και τη δυσκολία του να δημοσιεύσει όσο ζούσε. Στιγματισμένος από την εβραϊκή του καταγωγή στην ξενοφοβική και αυξανόμενα φασιστική Γερμανία του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα, ο Μπένγιαμιν καταδικάστηκε σε μια ζωή οικονομικής αστάθειας, εξορίας και περιπλάνησης, που κατέληξε στην αυτοκτονία του στα γαλλο-ισπανικά σύνορα το 1940, ενώ προσπαθούσε να διαφύγει στην Αμερική, καταδιωκόμενος από τις ναζιστικές αρχές.
Η αίσθηση του αποκλεισμένου σίγουρα συνέβαλε στην κριτική δύναμη των στοχασμών του, όπως διαμορφώθηκαν από την ευρεία παιδεία του, τις μεικτές φιλοσοφικές καταβολές και τις ενίοτε παλινδρομικές μετατοπίσεις του από το γερμανικό ιδεαλισμό και τη θεολογική μεταφυσική στον ιστορικό υλισμό, -από τη φιλοσοφία της γλώσσας στη φιλοσοφία της ιστορίας. Ωστόσο, η αναζωπυρωμένη επικαιρότητα του Μπένγιαμιν οφείλεται κυρίως στα ακόλουθα χαρακτηριστικά του έργου του, τα οποία αντανακλούν σύγχρονες θεωρητικές τάσεις και προβληματικές -διεπιστημονικότητα ή αλλιώς ενοποίηση των επιμερισμένων επιστημονικών προσεγγίσεων, θεματική ευρύτητα, πειραματισμός με διαφορετικά είδη γραφής, διεισδυτικές αναλύσεις του πολιτισμού της νεωτερικότητας, και τέλος, επιτακτικό κάλεσμα για πολιτική αφύπνιση σε ανταπόκριση προς τις απαιτήσεις της στιγμής, δηλαδή της ίδιας της επικαιρότητας, όπως καταδεικνύει και το παραπάνω επίγραμμα από το «Μονόδρομο».
Ο «Μονόδρομος» είναι ένα σημαντικό κείμενο στο βαθμό που κυριολεκτικά συμπυκνώνει όλα τα γνωρίσματα αυτά και συνάμα προοιωνίζεται κάποια θεμελιώδη μεθοδολογικά και εννοιολογικά στοιχεία της ύστερης σκέψης του Μπένγιαμιν. Στο μεταίχμιο μεταξύ αυτοβιογραφίας, αφορισμών, τοπογραφικής ανάλυσης και κριτικού δοκιμίου, ο «Μονόδρομος» αποτελεί ένα χαλαρό σύνολο θραυσμάτων σκέψης πάνω σε ετερόκλιτα θέματα, με κεντρικό στόχο τον κριτικό σχολιασμό της σύγχρονης αστικής κοινωνίας, και ιδιαίτερα της γερμανικής. Σε ένα χαρακτηριστικό χωρίο, το οποίο τιτλοφορείται εύγλωττα «Αυτοκρατορικό πανόραμα», ο Μπένγιαμιν διαβλέπει την αποτυχία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, καταγγέλλοντας τον επικίνδυνο ατομικισμό που επικρατεί στην κοινωνία αυτή ως προθάλαμο του φαινομενικά αντίθετού της -της μαζικής χειραγώγησης, που συναντά το ύστατο υπόδειγμά της στο φαινόμενο του ναζισμού. Με τα δικά του λόγια: «η κοινωνία αυτή, όπου ο καθένας αποβλέπει μόνο στο δικό του ταπεινό καλό, υποκύπτει, με ζωώδη θόλωση μα δίχως τη θολή γνώση των ζώων, σαν τυφλή μάζα στον κάθε, ακόμα και στον πλησιέστερο, κίνδυνο».
Οι αυξανόμενες ανισότητες, η ένδεια, η καταστροφή των συλλογικοτήτων και επομένως της συνοχής της ταυτότητας και της εμπειρίας, που επιφέρει η θρησκεία του χρήματος στις νεότερες καπιταλιστικές κοινωνίες, μπαίνουν εδώ στο στόχαστρο της κριτικής του Μπένγιαμιν ως έναυσμα για απελευθερωτική δράση: «κανείς ποτέ δεν επιτρέπεται να συνάψει ειρήνη με τη φτώχεια... πρέπει να διατηρήσει τις αισθήσεις του άγρυπνες για κάθε ταπείνωση που υφίσταται, και να τις κρατά σε πειθαρχία μέχρι που ο πόνος τους να πάψει να παίρνει τον κατήφορο της θλίψης, και να διανοίξει ανηφορικά το δρόμο της εξέγερσης».
Από αυτή την άποψη, ο «Μονόδρομος», δημοσιευμένος το 1928, σηματοδοτεί τη στροφή του Μπένγιαμιν προς το μαρξισμό, που σφραγίστηκε από την ερωτική του σχέση με τη Λετονή ηθοποιό και στρατευμένη κομμουνίστρια Ασια Λάτσις, στην οποία αφιερώνεται το κείμενο. Επιπλέον, η στενή φιλία του Μπένγιαμιν με τον Μπρεχτ και τον Αντόρνο εδραίωσε τη νεόκοπη υλιστική του προοπτική, αλλά η ιδιότυπη κριτική προσέγγισή του οφείλει εξίσου στους σουρεαλιστές και την έμφασή τους στην τεχνική του σοκ, στα όνειρα και το ασυνείδητο καθώς και στις αποσπασματικές εικόνες και αισθήσεις που παράγει το τοπίο της μοντέρνας μεγαλούπολης. Αντίθετα προς τη διαδεδομένη πρόσληψη της νεωτερικότητας ως «απομαγευμένης», που θεμελίωσε ο Μαξ Βέμπερ, ο Μπένγιαμιν, όπως και οι σουρεαλιστές, επικεντρώνεται ακριβώς στην ανάδειξη των μύθων της νεωτερικότητας, της νεωτερικότητας ως μύθου.
Ο βασικός μύθος με τον οποίο περιβάλλει η νεωτερικότητα τον εαυτό της είναι η ιδέα ότι συνιστά πιο προηγμένη εποχή σε σχέση με τις προηγούμενες, βάσει της λογικής του διαρκούς νέου που τη διέπει και που μορφοποιείται κυρίως στη φαντασμαγορία της τεχνολογίας και της συνεχούς ανανέωσης των εμπορευμάτων. Κατά τον Μπένγιαμιν, ο πολιτισμός της νεωτερικότητας ταυτίζει λανθασμένα το «καινοφανές» με την πρόοδο, ενώ ουσιαστικά αναπαράγει τις ίδιες εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής, καταστρέφει παλαιότερες, πιο συνεκτικές μορφές επικοινωνίας και αποσιωπά τα εναλλακτικά οράματα και τις προσδοκίες των καταπιεσμένων του παρελθόντος. Στο «Μονόδρομο» ο Μπένγιαμιν επισημαίνει τον κατακερματισμό της αντίληψης και τη διάλυση της παράδοσης που έχει επιφέρει η αγοραία συγκρότηση της νεωτερικότητας, με διαπρύσιο κήρυκα τη διαφήμιση, η οποία «καταργεί τον ελεύθερο χώρο της παρατήρησης και πλησιάζει τα πράγματα στο μέτωπό μας τόσο επικίνδυνα». Και ακόμα: «Η γραφή, που είχε βρει άσυλο μέσα στο τυπωμένο βιβλίο, όπου ζούσε την αυτόνομη ύπαρξή της, σύρεται ανελέητα στο δρόμο με τις διαφημίσεις και υποτάσσεται στις βάναυσες ετερονομίες του οικονομικού χάους... Και πριν προλάβει ο σύγχρονος άνθρωπος ν' ανοίξει ένα βιβλίο, τα μάτια του έχουν κατακλυστεί από μια τέτοια χιονοστιβάδα μεταβαλλόμενων, χρωματιστών, συγκρουόμενων γραμμάτων, που οι πιθανότητές του να διεισδύσει στην αρχαϊκή σιγή του βιβλίου έχουν ελαχιστοποιηθεί».
Η μετατροπή της φιλοσοφίας σε πολιτισμική ιστορία που πραγματοποιείται στο «Μονόδρομο», βασίζεται εν πολλοίς στην αποκαλούμενη «μικρολογική» προσέγγιση του Μπένγιαμιν. Διαλέγει να εστιάσει στο συγκεκριμένο, το απτό, το μερικό, αναδεικνύοντας καθημερινά αντικείμενα, πρακτικές, λογοτεχνικά κείμενα, μνήμες και εικόνες της πόλης ως αποκρυσταλλώσεις των επιπτώσεων και των ιδεολογικών αντιφάσεων της νεωτερικότητας. Ετσι αποσπασμένα από το περιβάλλον τους, εκείνα αποκτούν μια πολιτική φόρτιση, «σαν τους ληστές που ξεπετιούνται οπλισμένοι στο δρόμο και απαλλάσσουν το ράθυμο περιπατητή από τις πεποιθήσεις του».
Αυτή η ιστοριογραφική μέθοδος, που ανατρέπει το παγιωμένο νόημα των πραγμάτων, προαγγέλλεται στο «Μονόδρομο», όμως θεωρητικοποιείται και εφαρμόζεται εκτενέστερα στο κεφαλαιώδες έργο του Μπένγιαμιν, το Passagen-Werk, απ' όπου προέκυψαν επίσης οι περίφημες «Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας» και τα δοκίμιά του για τον Μποντλέρ («Ενας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού», εκδ. «Αλεξάνδρεια»). Εκεί ο Μπένγιαμιν επιχειρεί να συντάξει πιο συστηματικά μια «προϊστορία» της νεωτερικότητας όπως αποτυπώνεται στο Παρίσι του δεκάτου ενάτου αιώνα -στους δρόμους, τις εμπορικές στοές, την αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία, τη μαζική κουλτούρα, το πλήθος και τους ανθρώπινους τύπους που απαντώνται. Το εγχείρημα αυτό, παρ' ότι ανολοκλήρωτο, παραμένει το πιο πρωτότυπο και πολυσύνθετο προσχέδιο για μια θεωρία της νεωτερικότητας, της εποχής που διανύουμε ακόμα, και αποτελεί σημείο αναφοράς σε κάθε απόπειρα κατανόησης του πολιτισμού της.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/06/2004
Κριτικές
26/10/2020, 14:58