Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας

Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €23.00
120390
Συγγραφέας: Μπερλίν, Ισάια
Εκδόσεις: Scripta
Σελίδες:399
Μεταφραστής:ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2001
ISBN:9789607909329


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Τα τέσσερα αυτά δοκίμια πραγματεύονται τις διάφορες πτυχές της ατομικής ελευθερίας, εστιάζοντας μεταξύ άλλων στη διάκριση μεταξύ θετικής και αρνητικής ελευθερίας, και στην ιδέα ότι είμαστε υποχρεωμένοι να απορρίψουμε τον ντετερμινισμό, αν θέλουμε να διατηρήσουμε τις έννοιες της ευθύνης και της αυτονομίας του ανθρώπου.

«Σχεδόν κάθε παράγραφος μας παρουσιάζει ένα εντυπωσιακό πλήθος νέων ιδεών και στοχαστών. Το τοπίο περνά αστραπιαία μπροστά απ' τα μάτια μας, γεμάτο από πρόσωπα γνωστά και πρόσωπα άγνωστα -όλα απορροφημένα σε μιαν αδιάκοπη λογοτριβή.»

New Society








ΚΡΙΤΙΚΗ



Πριν από μερικές ημέρες είδα την ταινία «Οι άνθρωποι που ξέρω». Πρόκειται για μια ταινία ιδιαίτερη, καθώς προσφέρει εικόνες από τη ζωή της ελίτ της Νέας Υόρκης στις οποίες δεν έχουμε συνηθίσει. Μερικές ημέρες αργότερα, έμαθα πως στις Ηνωμένες Πολιτείες η ταινία λογοκρίθηκε και δεν προβλήθηκε ποτέ, θύμα του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία. Τώρα θα μου πείτε τι σχέση έχει μια ταινία όπως το «Oι άνθρωποι που ξέρω» με τον Ισάια Μπερλίν (Ρίγα 1909 – Οξφόρδη 1997) και το δοκίμιό του για την ελευθερία. Eχει και μάλιστα διττή. Αφ’ ενός, ο Μπερλίν, όπως και ο ήρωας της ταινίας, τους ήξερε όλους ή σχεδόν όλους. Είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον Τσόρτσιλ, τον Ρούσβελτ, τον Νεχρού, τον Φρόιντ, τον Στραβίνσκι, τον Πάστερνακ, τον Eλιοτ, τον Ράσελ κ.ά. Αφ’ ετέρου, η λογοκρισία, ως παρέμβαση του κράτους στη ζωή των πολιτών, συνδέεται άμεσα με το κεντρικό θέμα του δοκιμίου του Μπερλίν, ήτοι την ιδέα της ελευθερίας.



Eισήγηση του 1958

Το δοκίμιο «Δύο έννοιες της Ελευθερίας» εκδίδεται για πρώτη φορά το 1958. Ο Μπερλίν είναι σαράντα εννέα ετών και διανύει μια από τις πλέον δημιουργικές φάσεις της ζωής του. Με αστείρευτη ενέργεια, ακατάβλητος και πρωτόγνωρα παραγωγικός, ταξιδεύει συνεχώς δίνοντας διαλέξεις και ομιλίες. Η Οξφόρδη, το Λονδίνο, η Ουάσιγκτον, το Χάρβαρντ, το Πρίνστον, το Σικάγο, είναι μόνο μερικοί από τους φημισμένους σταθμούς του. Σε έναν από αυτούς και συγκεκριμένα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, το 1958, ο Μπερλίν θα κάνει την εισήγηση στην οποία στηρίζεται το συγκεκριμένο δοκίμιο.

Στο δοκίμιο «Δύο έννοιες της Ελευθερίας» ο Μπερλίν ισχυρίζεται πως από την Αναγέννηση έως σήμερα, η ιδέα της ελευθερίας γίνεται αντιληπτή με δύο διακριτούς τρόπους, έναν αρνητικό και έναν θετικό. Η αρνητική ελευθερία συναρτάται με τη δυνατότητα του ατόμου να δράσει, να κινηθεί, να πράξει, να ζήσει ανεμπόδιστα εντός συγκεκριμένων ορίων δίχως τη μεσολάβηση του κράτους ή της κοινωνίας. Ενώ η θετική ελευθερία συνδέεται με τη δυνατότητα του ατόμου να παρέμβει και να συμμετάσχει στη λήψη αποφάσεων που αφορούν και έχουν επίδραση στην ελευθερία του συνόλου της κοινωνίας. Η πρώτη έννοια παίρνει τη μορφή της ατομικής ελευθερίας από παρέμβαση, περιορισμό, μεσολάβηση, ενώ η δεύτερη σηματοδοτεί την κοινωνική ελευθερία και το συλλογικό ορισμό του δέοντος, του δίκαιου, του καλού.



Tο ζήτημα των ορίων

Η έννοια της αρνητικής ελευθερίας γεννιέται με τη διατύπωση της ακόλουθης ερώτησης: Ποιο είναι το πεδίο εντός του οποίου ένα υποκείμενο, πρόσωπο ή ένα σύνολο προσώπων δύναται ή θα έπρεπε να δύναται να κάνει ή να είναι ό,τι είναι ικανό να κάνει ή να είναι, χωρίς την επέμβαση άλλων; Η ερώτηση θέτει το ζήτημα των ορίων της ελεύθερης ατομικής δράσης. Ορίων εντός των οποίων το υποκείμενο, άτομο, πρόσωπο, δύναται να δράσει με απόλυτο γνώμονα τις προσωπικές του ανάγκες, προτιμήσεις, επιθυμίες, επιλογές.

Υπό αυτή την έννοια, η προσωπική ελευθερία προσδιορίζεται ως πεδίο ελεύθερης κίνησης, πράξης και δράσης του ατόμου. Η αρνητική ελευθερία, διατείνεται ο Μπερλίν, στηρίζει και νομιμοποιεί το αίτημα για την παραχώρηση από το κράτος μιας ελάχιστης περιοχής στην απόλυτη δικαιοδοσία του ατόμου. Διανοητές όπως ο J. Locke, o J.–S. Mill, o B. Constant και ο Α. Tocqueville, με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό χρόνο, θα υποστηρίξουν πως το άτομο πρέπει να διαθέτει έναν απαραβίαστο ιδιωτικό χώρο.

Πόσο εύκολο όμως είναι τελικά να διακριθούν τα πεδία του ιδιωτικού και του δημόσιου σε μια κοινωνία, όπου τα άτομα συνυπάρχουν, συμβιώνουν, διαδρούν και επιδρούν ακατάπαυστα το ένα στο άλλο; Ακόμη και εάν η αρνητική ελευθερία ως αναπόσπαστο δικαίωμα γίνεται αποδεκτή, το ζήτημα της θέσπισης των ορίων της παραμένει ανοικτό. Τελικά, ποιος είναι αυτός που θα αποφασίσει τι πρέπει –ή δεν πρέπει– να κάνω ή να είμαι; Ποιος ορίζει τα όρια του αποδεκτού και του μη; Ποιος είναι αυτός που διαφεντεύει την προσωπική μου ελευθερία;

Σε αυτό το σημείο, σύμφωνα με τον Μπερλίν, κάνει τη δραματική είσοδό της στη σκηνή η έννοια της θετικής ελευθερίας. Η θετική ελευθερία ταυτίζεται με τη βούληση του ατόμου να φύγει από τα «παρασκήνια» του ιδιωτικού χώρου και να διαδραματίσει θετικό ρόλο στο δημόσιο. Εκφράζεται μέσα από την επιθυμία του ατόμου να γίνει υποκείμενο που δρα, να πάψει να θεωρείται ετερόνομο. Είμαι πραγματικά ελεύθερος όταν διαθέτω τη δύναμη να εκφράσω και να πραγματοποιήσω τους στόχους και τις σκέψεις μου, να ορίσω το καλό και το κακό, το ηθικό και το ανήθικο. Είμαι ελεύθερος όταν γίνομαι ο ίδιος συγγραφέας των νόμων της κοινωνίας στην οποία ζω.



Πηγή φόβων

Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση που οι συμπολίτες μου δεν συμφωνούν, ή δεν είναι τόσο ορθολογικοί και δίκαιοι όσο εγώ για να αποδεχτούν τον νόμο που θέσπισα; Για τον πλουραλιστή Μπερλίν, η θετική ελευθερία συνιστά πηγή φόβων, κρύβει τον κίνδυνο της απόρριψης της διαφορετικότητας, της φονταμενταλιστικής πίστης σε μία και μόνη αλήθεια, της απόλυτης κρατικής εξουσίας, του ολοκληρωτισμού.

Οι δύο αυτές αντιλήψεις της ελευθερίας, γράφει ο Μπερλίν, βγαίνουν από την ίδια ιστορική μήτρα ως γνήσια δίδυμα. Διαφορετικά ρεύματα και σχολές σκέψης, όμως, θα φροντίσουν ώστε οι δύο έννοιες να ανατραφούν με τελείως ανόμοιο τρόπο. Με την αρωγή των Ορθολογιστών, των Καντιανών, των Φιλελεύθερων, των Εγελιανών, των Μαρξιστών και πολλών άλλων, οι δύο έννοιες της ελευθερίας θα φτάσουν να σημαίνουν η μία το ακριβές αντίθετο της άλλης.

Η δύναμη και ο πλούτος του δοκιμίου αποδεικνύουν πως ο Μπερλίν υπήρξε βαθύς γνώστης της πορείας των ιδεών και γητευτής του λόγου.



Β. Mουρδουκούτας (πολιτικός επιστήμων)

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2-3-2003





Ένα απόσπασμα του βιβλίου





Τα όρια και τα διλήμματα της ελευθερίας




Το να καταναγκάζεις έναν άνθρωπο σημαίνει να του στερείς την ελευθερία του - ελευθερία όμως από τι; Στην ανθρώπινη ιστορία, δεν έχει υπάρξει ηθικός στοχαστής που να μην εξύμνησε την ελευθερία. Όπως η ευτυχία και η καλοσύνη, όπως η φύση και η πραγματικότητα, ο όρος ελευθερία μοιάζει να επιδέχεται σχεδόν κάθε είδους ερμηνεία. Πρόθεσή μου εδώ δεν είναι να αναπτύξω την ιστορία αυτής της πρωτεϊκής λέξης, ούτε και να αναλύσω τις περισσότερες από διακόσιες σημασίες της, που έχουν καταγράψει οι ιστορικοί των ιδεών. Προτίθεμαι να εξετάσω δύο μόνον από αυτές: δύο έννοιες που έχουν διαδραματίσει και, κατά τα φαινόμενα, θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην ανθρώπινη ιστορία. Η πρώτη από τις πολιτικές αυτές έννοιες της ελευθερίας, την οποία (ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών άλλων) θα ονομάσω «αρνητική», συνδέεται με την απάντηση στο ερώτημα: «Ποιο είναι το πεδίο εντός του οποίου ένα υποκείμενο -ένα άτομο ή ένα σύνολο ανθρώπων- μπορεί ή θα έπρεπε να μπορεί να κάνει ή να είναι ό,τι είναι ικανό να κάνει ή να είναι, χωρίς την επέμβαση των άλλων;». Η δεύτερη έννοια, την οποία θα ονομάσω «θετική», συνδέεται με την απάντηση στο ερώτημα: «Από τι, ή από ποιον, εκπηγάζει η εξουσία ή η δυνατότητα επέμβασης που μπορεί να υποχρεώσει κάποιον να κάνει ή να είναι αυτό και όχι το άλλο;». Τα δύο ερωτήματα είναι, προφανώς, τελείως διαφορετικά· οι απαντήσεις τους ωστόσο μπορεί εν μέρει να αλληλεπικαλύπτονται.

Λέμε γενικώς ότι είμαι ελεύθερος στο βαθμό που κανένας άνθρωπος ή καμία ομάδα ανθρώπων δεν επεμβαίνει στη δράση μου. Υπ' αυτή την έννοια, η πολιτική ελευθερία είναι απλώς το πεδίο εντός του οποίου ένας άνθρωπος μπορεί να δράσει ανεμπόδιστος. Αν κάποιοι με εμποδίζουν να κάνω αυτό που θα έκανα αν δεν με εμπόδιζαν, είμαι ανελεύθερος· κι αν το προαναφερθέν πεδίο γίνεται μικρότερο από ένα ορισμένο minimum, θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτελώ αντικείμενο καταναγκασμού ή ακόμη και υποδούλωσης. Μολαταύτα, ο όρος καταναγκασμός δεν καλύπτει όλες τις μορφές «αδυναμίας». Αν αδυνατώ να πηδήξω πάνω από τρία μέτρα ψηλά, αν δεν μπορώ να διαβάσω επειδή είμαι τυφλός, αν δεν μπορώ να καταλάβω τις πιο στρυφνές σελίδες του Hegel, θα ήταν εξωφρενικό να ισχυριστώ πως υφίσταμαι ένα κάποιο είδος υποδούλωσης ή καταναγκασμού. Ο καταναγκασμός προϋποθέτει την εσκεμμένη επέμβαση κάποιων άλλων στο πεδίο εντός του οποίου θα μπορούσα, υπό κανονικές συνθήκες, να δράσω. Ένας άνθρωπος στερείται την πολιτική ελευθερία του μόνον όταν κάποιοι άλλοι τον εμποδίζουν να επιτύχει ένα σκοπό. Η απλή αδυναμία επίτευξης ενός σκοπού δεν συνιστά έλλειψη πολιτικής ελευθερίας. Την ιδέα αυτή εκφράζουν με ιδιαίτερη ενάργεια διάφορες σύγχρονες εκφράσεις, όπως η «οικονομική ελευθερία», αλλά και η αντίθετή της, η «οικονομική καταπίεση». Ισχυρίζονται ορισμένοι, και όχι αδικαιολόγητα, πως αν ένας άνθρωπος είναι πολύ φτωχός για να αποκτήσει κάτι το οποίο δεν απαγορεύεται από κανένα νόμο -να αγοράσει ένα καρβέλι ψωμί, να κάνει το γύρο του κόσμου, να προσφύγει στη δικαιοσύνη- είναι τόσο λίγο ελεύθερος να το αποκτήσει όσο και αν ο νόμος τού το απαγόρευε. Αν η φτώχεια μου ήταν ένα είδος ασθένειας που με εμποδίζει να αγοράσω ψωμί, να κάνω το γύρο του κόσμου ή να προσφύγω στη δικαιοσύνη, όπως ακριβώς η χωλότητα με εμποδίζει να τρέξω, η αδυναμία αυτή δεν θα μπορούσε, ασφαλώς, να χαρακτηριστεί έλλειψη ελευθερίας, και ειδικά πολιτικής ελευθερίας. Αν θεωρώ πως έχω πέσει θύμα καταναγκασμού ή υποδούλωσης, είναι απλώς επειδή πιστεύω πως η αδυναμία μου να αποκτήσω κάτι οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιοι έχουν φροντίσει ώστε εγώ, αντίθετα με τους άλλους ανθρώπους, να μη διαθέτω τα απαιτούμενα χρήματα για να το πληρώσω. Με άλλα λόγια, αυτή η χρήση του όρου ελευθερία συνδέεται με μία συγκεκριμένη κοινωνική και οικονομική θεωρία περί των αιτίων της φτώχειας ή της αδυναμίας μου. Αν η έλλειψη που έχω σε υλικά μέσα οφείλεται στη διανοητική ή σωματική μου αδυναμία, μπορώ να μιλήσω περί στέρησης της ελευθερίας μου (και όχι απλώς περί φτώχειας) μόνον εφόσον δεχτώ αυτή τη θεωρία. Επιπροσθέτως, αν είμαι πεπεισμένος ότι ζω μέσα στη στέρηση εξαιτίας μιας μορφής κοινωνικής οργάνωσης την οποία θεωρώ άδικη, μπορώ να μιλήσω περί οικονομικής υποδούλωσης ή καταπίεσης. «Δεν μας εξαγριώνει η φύση των πραγμάτων, παρά μόνον η κακία», έλεγε ο Rousseau. Δεν υπάρχει καταπίεση παρά μόνον όταν κάποιοι άλλοι άνθρωποι, άμεσα ή έμμεσα, εκουσίως ή ακουσίως, ματαιώνουν τις επιδιώξεις και τις επιθυμίες μου. «Είμαι ελεύθερος», υπ' αυτή την έννοια, σημαίνει να μην επεμβαίνουν άλλοι στη ζωή μου. Όσο πιο μεγάλο είναι το πεδίο μη επέμβασης τόσο πιο μεγάλη είναι και η ελευθερία μου.

Αυτό είναι το νόημα που έδιναν στον όρο ελευθερία οι κλασικοί Αγγλοι πολιτικοί φιλόσοφοι. Διαφωνούσαν μεν ως προς την έκταση που μπορούσε ή θα έπρεπε να έχει το πεδίο ελευθερίας, αλλά όλοι εκκινούσαν από την αρχή ότι, στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων, το πεδίο αυτό δεν μπορούσε να είναι απεριόριστο: η ανυπαρξία ορίων θα ισοδυναμούσε με μια κατάσταση στην οποία όλοι οι άνθρωποι θα είχαν τη δυνατότητα να επεμβαίνουν αυθαίρετα και ανεμπόδιστα στη ζωή των άλλων· αυτό το είδος «φυσικής» ελευθερίας θα οδηγούσε σε μια μορφή κοινωνικού χάους, όπου θα ήταν αδύνατον να ικανοποιηθούν ακόμη και οι στοιχειωδέστερες ανάγκες των ανθρώπων - όπου οι δυνατοί θα κατέπνιγαν τις ελευθερίες των αδυνάτων. Έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι οι σκοποί και οι δραστηριότητες των ανθρώπων δεν βρίσκονται απαραιτήτως σε αρμονία μεταξύ τους και δίνοντας (ανεξαρτήτως της θεωρίας που προέβαλλε ο καθένας) πολύ μεγάλη αξία σε κάποιους άλλους σκοπούς, όπως ήταν η δικαιοσύνη, η ευτυχία, η καλλιέργεια, η ασφάλεια ή η ισότητα, ήταν διατεθειμένοι να περιορίσουν την ελευθερία προς όφελος κάποιων άλλων αξιών, μα και προς όφελος της ίδιας της ελευθερίας. Σε αντίθετη περίπτωση, πίστευαν, θα ήταν αδύνατον να υλοποιηθεί η επιθυμητή μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Υποστήριζαν, έτσι, πως το πεδίο ελεύθερης δράσης των ανθρώπων έπρεπε να περιορίζεται από το νόμο. Εξίσου, όμως, οι ίδιοι αυτοί στοχαστές, και ιδιαίτερα κάποιοι φιλελεύθεροι, όπως ο Locke και ο Mill στην Αγγλία, ο Constant και ο Tocqueville στη Γαλλία, πίστευαν πως έπρεπε να υπάρχει ένα ελάχιστο πεδίο προσωπικής ελευθερίας το οποίο δεν έπρεπε επ' ουδενί λόγω να παραβιάζεται: χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, το άτομο δεν θα μπορούσε καθόλου να αναπτύξει τις φυσικές του ικανότητες, που, μόνες αυτές, του επέτρεπαν να επιδιώξει, ή ακόμη και να συλλάβει, τους διαφόρους σκοπούς που το ίδιο θεωρούσε καλούς, δίκαιους, ιερούς. Έπρεπε, λοιπόν, να χαραχθεί ένα όριο ανάμεσα στο πεδίο της ιδιωτικής ζωής και στο πεδίο άσκησης της δημόσιας εξουσίας. Η ακριβής θέση αυτού του ορίου έχει αποτελέσει αντικείμενο έντονων συζητήσεων, ενίοτε δε και διαπραγματεύσεων. Οι άνθρωποι είναι σε σημαντικό βαθμό αλληλεξαρτώμενοι· καμία ανθρώπινη δραστηριότητα δεν είναι τόσο απόλυτα ιδιωτική ώστε να μη θέτει ποτέ εμπόδια στη ζωή των άλλων. «Η ελευθερία των μεγάλων ψαριών σημαίνει θάνατο για τα μικρά»· η ελευθερία μερικών ανθρώπων εξαρτάται από τον περιορισμό της ελευθερίας των άλλων· ή, πάλι, όπως θέλησαν να προσθέσουν κάποιοι, άλλο πράγμα είναι η ελευθερία για έναν καθηγητή της Οξφόρδης και άλλο για έναν Αιγύπτιο χωρικό.

Μολονότι η τελευταία αυτή πρόταση αντλεί την ισχύ της από μιαν αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, η φράση αυτή καθ' εαυτήν αποτελεί εν τούτοις χαρακτηριστικό δείγμα πολιτικής αερολογίας. Είναι γεγονός ότι η παροχή εγγυήσεων κατά της κρατικής επέμβασης ή η παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων σε ανθρώπους ρακένδυτους, αγράμματους, υποσιτισμένους και άρρωστους συνιστά εμπαιγμό της κατάστασής τους· προτού μπορέσουν να κατανοήσουν τι θα σήμαινε η αύξηση της ελευθερίας τους και να την αξιοποιήσουν καταλλήλως, οι άνθρωποι αυτοί χρειάζονται ιατρική φροντίδα και μόρφωση. Τι αξία μπορεί να έχει η ελευθερία γι' αυτούς που δεν μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν; Τι αξίζει η ελευθερία αν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις χρησιμοποίησής της. Οι άνθρωποι έχουν προτεραιότητες. Υπάρχουν καταστάσεις -για να χρησιμοποιήσω μια φράση που ο Ντοστογιέφσκι απέδιδε με σατιρική διάθεση στους μηδενιστές- στις οποίες ένα ζευγάρι παπούτσια είναι πολύ πιο σημαντικό από τα έργα του Πούσκιν· η ατομική ελευθερία δεν είναι για όλους τους ανθρώπους πρώτιστη ανάγκη· ελευθερία δεν είναι απλώς η απουσία καταναγκασμού: ένας τέτοιος ορισμός δεν θα κατάφερνε παρά να μεγιστοποιήσει ή να ελαχιστοποιήσει σε τέτοιο βαθμό το εύρος του όρου ελευθερία, ώστε να χάσει κάθε νόημα. Πριν, και περισσότερο, από την ατομική ελευθερία, ο Αιγύπτιος φελάχος χρειάζεται ρούχα και φάρμακα· τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η ελάχιστη ελευθερία που χρειάζεται σήμερα, καθώς και η μεγαλύτερη ελευθερία που θα χρειάζεται ενδεχομένως αύριο, είναι διαφορετικής τάξεως από την ελευθερία των καθηγητών, των καλλιτεχνών ή των εκατομμυριούχων.

Αν και προβληματίζει τους φιλελεύθερους στοχαστές της δύσης, δεν είναι, νομίζω, η ιδέα ότι η ελευθερία την οποία επιζητούν οι άνθρωποι ποικίλλει ανάλογα με την κοινωνική ή οικονομική τους κατάσταση, αλλά το γεγονός ότι η μειονότητα των ανθρώπων που την κατέχει την έχει αποκτήσει εκμεταλλευόμενη την τεράστια πλειονότητα που τη στερείται -ή, τουλάχιστον, αδιαφορώντας πλήρως γι' αυτήν. Πιστεύουν, και ορθά, πως, αν η ατομική ελευθερία συνιστά τελικό σκοπό για τους ανθρώπους, κανείς δεν θα έπρεπε να τη στερεί από τους άλλους· κι ακόμη, πως κανείς δεν θα έπρεπε να ασκεί την ατομική του ελευθερία εις βάρος των άλλων. Ιση ελευθερία για όλους τους ανθρώπους· δεν πρέπει να κάνω στους άλλους αυτό που δεν θα ήθελα να μου κάνουν· πρέπει να ξεπληρώνω το χρέος μου σε αυτούς μόνον που επιτρέπουν την ελευθερία μου, την ευημερία μου ή το διαφωτισμό μου· δικαιοσύνη, υπό την απλούστερη και καθολικότερη έννοια - αυτές είναι οι θεμελιακές αρχές της φιλελεύθερης ηθικής. Η ελευθερία δεν είναι ο μοναδικός σκοπός των ανθρώπων. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ρώσου κριτικού Μπελίνσκι, μπορώ να δηλώσω ότι, αν είναι οι άλλοι άνθρωποι να στερηθούν την ελευθερία -αν είναι τα αδέλφια μου να εξακολουθήσουν να ζουν μέσα στην ένδεια, στην αθλιότητα, στην ειρκτή- τότε δεν τη θέλω ούτε για μένα· την απορρίπτω κατηγορηματικά και προτιμώ χίλιες φορές να μοιραστώ την τύχη τους. Τίποτε όμως δεν έχουμε να κερδίσουμε συγχέοντας τους όρους. Προκειμένου να δώσω λύση στο πρόβλημα της κατάφωρης ανισότητας ή της γενικής δυστυχίας, είμαι διατεθειμένος να θυσιάσω την ελευθερία μου, εν μέρει ή ολοκληρωτικά: μπορεί να το κάνω ελεύθερα και εκούσια αυτό· έτσι όμως απαρνούμαι την ελευθερία εν ονόματι της δικαιοσύνης, της ισότητας ή της φιλαλληλίας. Αν, σε μια δεδομένη περίσταση, δεν ήμουν διατεθειμένος να κάνω αυτή τη θυσία, δικαίως θα αισθανόμουν να με πνίγουν οι τύψεις. Οποια όμως κι αν είναι η ηθική της αναγκαιότητα ή το αντιστάθμισμά της, μια θυσία καθόλου δεν αυξάνει αυτό που θυσιάζεται, την ελευθερία εν προκειμένω. Καθετί είναι αυτό που είναι: η ελευθερία είναι η ελευθερία· δεν είναι ούτε η ισότητα ούτε η δικαιοσύνη ούτε ο πολιτισμός ούτε η ευτυχία ούτε η ήσυχη συνείδηση. Αν η ελευθερία μου, η ελευθερία της κοινωνικής μου τάξης ή του έθνους στο οποίο ανήκω, εξαρτάται από τη δυστυχία των άλλων, τότε το σύστημα που επιτρέπει μια τέτοια κατάσταση είναι άδικο και ανήθικο. Αν όμως περιορίζω ή χάνω την ελευθερία μου προκειμένου να μετριάσω το όνειδος αυτής της ανισότητας, δίχως συγχρόνως να αυξάνω την ατομική ελευθερία των άλλων, το αποτέλεσμα δεν είναι παρά μια συνολική απώλεια ελευθερίας. Θα μπορούσα να πω πως αντισταθμίζω αυτή την απώλεια αποκτώντας κάποια οφέλη όσον αφορά τη δικαιοσύνη, την ευτυχία ή την ειρήνη: η απώλεια ωστόσο παραμένει· θα αποτελούσε μάλιστα σύγχυση αξιών να ισχυριστώ πως, μπορεί μεν η ατομική μου ελευθερία, υπό τη «φιλελεύθερη» έννοια του όρου, να χάνεται, αλλά αυξάνεται κάποιο άλλο είδος ελευθερίας - η «κοινωνική» ή η «οικονομική». Μολαταύτα, γεγονός παραμένει ότι, μερικές φορές, προκειμένου να διασφαλιστεί η ελευθερία κάποιων ανθρώπων, πρέπει να περιοριστεί η ελευθερία κάποιων άλλων. Επί τη βάσει ποιας αρχής μπορεί όμως να γίνει κάτι τέτοιο; Αν η ελευθερία είναι μια αξία ιερή και απαραβίαστη, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοια αρχή. Στην πράξη, ωστόσο, η μία από τις δύο αλληλοσυγκρουόμενες αυτές αρχές πρέπει να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα: όχι πάντοτε για λόγους που μπορούν να διατυπωθούν με σαφήνεια - κι ούτε κατά διάνοια για λόγους που μπορούν να προσλάβουν τη μορφή γενικών κανόνων ή καθολικών αξιωμάτων. Πρέπει ωστόσο να επιτύχουμε έναν πρακτικό συμβιβασμό.

Προβάλλοντας μια αισιόδοξη άποψη για την ανθρώπινη φύση και πιστεύοντας πως ήταν πράγματι δυνατόν να εναρμονιστούν οι επιδιώξεις των ανθρώπων, ορισμένοι φιλόσοφοι, όπως ο Locke, ο Adam Smith και, ενίοτε, ο Mill, υποστήριζαν πως η πρόοδος και η κοινωνική αρμονία ήταν πλήρως συμβιβάσιμες με την ιδέα της ύπαρξης ενός πεδίου προορισμένου για την ιδιωτική ζωή του ανθρώπου, το οποίο ούτε το κράτος ούτε οποιαδήποτε άλλη αρχή έπρεπε να παραβιάζει. Ο Hobbes, αντιθέτως, και οι ομοϊδεάτες του, ειδικά από τους κύκλους των συντηρητικών ή των αντιδραστικών στοχαστών, διατείνονταν πως, αν βασικός μας στόχος ήταν να προστατεύσουμε τους ανθρώπους από την αλληλοκαταστροφή και να αποτρέψουμε τη μετατροπή της κοινωνίας σε ζούγκλα ή ερημότοπο, έπρεπε να θεσπίσουμε ακόμη πιο ισχυρές ασφαλιστικές δικλίδες, να ενισχύσουμε την κεντρική εξουσία και να μειώσουμε την εξουσία του ατόμου. Και οι δύο ωστόσο πλευρές παραδέχονταν ότι μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης έπρεπε να παραμείνει εκτός της σφαίρας άσκησης κοινωνικού ελέγχου. Κάθε εισβολή σε αυτήν την, οσοδήποτε μικρή, «ιδιωτική περιοχή», θα ισοδυναμούσε με δεσποτισμό. Ο Benjamin Constant, ο εξοχότερος υπερασπιστής της ελευθερίας και του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, μη ξεχνώντας την ιακωβινική δικτατορία, δήλωσε κάποτε ότι, αν όχι όλες, τουλάχιστον οι ελευθερίες γνώμης, έκφρασης και θρησκευτικής συνείδησης, καθώς και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, όφειλαν να προστατευτούν πάση θυσία από κάθε αυθαιρεσία. Ο Jefferson, ο Burke, ο Paine, ο Mill συνέταξαν ο καθένας το δικό του κατάλογο ατομικών ελευθεριών· όλοι τους όμως προβάλλουν το ίδιο εν πολλοίς επιχείρημα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η εξουσία πρέπει να κρατείται σε απόσταση. Αν δεν θέλουμε «να εξευτελίσουμε ή να απαρνηθούμε τη φύση μας», πρέπει να διασφαλίσουμε την ύπαρξη ενός minimun προσωπικής ελευθερίας. Δεν μπορούμε, ασφαλώς, να είμαστε απολύτως ελεύθεροι: πρέπει να απαρνηθούμε μέρος της ελευθερίας μας, για να διαφυλάξουμε την υπόλοιπη. Η ολοκληρωτική όμως απάρνηση της ελευθερίας είναι αυτοκαταστροφική. Ποιο είναι, όμως, τότε, αυτό το minimum ελευθερίας; Αυτό το οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να απαρνηθεί χωρίς να προσβάλει την ουσία της ανθρώπινης φύσης του. Ποια είναι αυτή η ουσία; Ποια είναι τα κριτήρια που προϋποθέτει; Τα ερωτήματα αυτά προκαλούσαν ανέκαθεν, κι ίσως πάντα θα προκαλούν, ατέρμονες συζητήσεις.

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!