0
Your Καλαθι
Ο αποτυχημένος
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο πρώην ρώσος πρεσβευτής στη Σαξονία, κόμης Φον Κάιζερλινγκ, υποφέρει από αϋπνία και παραγγέλνει στον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ τη σύνθεση κομματιών για πιάνο που να χαρακτηρίζονται από γλυκύτητα και ζωντάνια για να τονώσουν τις άγρυπνες νύχτες του. Ο Μπαχ γράφει 30 παραλλαγές βασισμένες στο ίδιο μουσικό θέμα και τις συμπληρώνει με μια άρια που είχε γράψει 15 χρόνια πριν για τη δεύτερη σύζυγό του Μαρία Μαγκνταλένα. Το αποτέλεσμα ικανοποιεί τον κόμη τόσο ώστε κάθε βράδυ να απευθύνει στον μουσικό του Γιόχαν Γκότλιμπ Γκόλντμπεργκ την παράκληση: «Αγαπητέ Γκόλντμπεργκ, παίξε μου μία από τις Παραλλαγές μου».
Νέα Υόρκη, 1955
Ο 23χρονος καναδός πιανίστας Γκλεν Γκουλντ κάνει την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι φήμες μιλούν για ένα παιδί-θαύμα, έναν αξεπέραστο εκκεντρικό δεξιοτέχνη που χρωματίζει κάθε εκτέλεση με τον δικό του τρόπο. Ο νεαρός Γκουλντ δεν είναι απλά νευρικός· υποφέρει από αϋπνίες, έχει ιδιαίτερες διατροφικές συνήθειες και συνοδεύεται μόνιμα από μια σακούλα ηρεμιστικά χάπια. Για την πρώτη εμφάνισή του στο κοινό της Νέας Υόρκης περιλαμβάνει στο πρόγραμμά του και τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ», την απαιτητική σύνθεση του Μπαχ. Η επιλογή αποδεικνύεται ορθή· το κοινό τον αποθεώνει, η καριέρα του εκτοξεύεται στα ύψη και η συγκεκριμένη σύνθεση τον ακολουθεί για το υπόλοιπο της ζωής του. Συχνά αστειευόμενος την αποκαλεί «Παραλλαγές Γκούλντμπεργκ».
Αυστρία, 1983.
Ενα χρόνο μετά τον θάνατο του δημοφιλούς πιανίστα, ο αυστριακός συγγραφέας Τόμας Μπέρνχαρντ γράφει ένα μυθιστόρημα γύρω από το θέμα της αυτοκτονίας με τίτλο «Ο αποτυχημένος». Πρόκειται για τον εσωτερικό μονόλογο ενός συγγραφέα, του μοναδικού εν ζωή μάρτυρα μιας παράξενης φιλίας ανάμεσα σε τρεις άνδρες. Ο αφηγητής, ο Γκλεν Γκουλντ, και ο φίλος του Βερτχάιμερ παρακολουθούν περί τις αρχές της δεκαετίας του '50 μια σειρά μαθημάτων από τον Βλαντιμίρ Χόροβιτς, τον διάσημο ρώσο πιανίστα. Ο Γκουλντ ξεχωρίζει για την εκτελεστική δεινότητά του κάνοντας το ανταγωνιστικό περιβάλλον του να αισθάνεται μειονεκτικά.
Στο ξεκίνημα του βιβλίου ο αφηγητής είναι ο μοναδικός επιζών. Τι έχει προηγηθεί; Μερικούς μήνες πριν ο Γκουλντ έχει πεθάνει από αποπληξία ενώ εκτελεί τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ». Ο Βερτχάιμερ έχει αυτοκτονήσει δραματικά ενώ στο σπίτι του ο δίσκος με τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ» βρίσκεται ακόμη στο ανοιχτό πικ-απ. Ο αφηγητής, που γράφει μια εργασία για τον Γκουλντ, ενημερώνεται για τον τραγικό θάνατο του Βερτχάιμερ και επισκέπτεται την οικογενειακή κατοικία του. Τα γεγονότα τον ωθούν να ξετυλίξει νοερά το παρελθόν γύρω από το νήμα των σχέσεων που συνέδεσαν τους τρεις άνδρες.
Η συνάντηση του αφηγητή και του Βερτχάιμερ με τον Γκλεν Γκουλντ ήταν αποφασιστικής σημασίας. Η σύγκριση έθεσε τους δύο άνδρες σε μια νέα τροχιά.
Το κεντρικό θέμα του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από την έννοια του τίτλου. «Ο αποτυχημένος» είναι η ελληνική απόδοση του γερμανικού «Der Untergeher» που σε μια πιστότερη απόδοση των συνθετικών του θα μπορούσε να αποδοθεί ως «αυτός που οδεύει προς τα κάτω». Με αυτό τον χαρακτηρισμό ο νεαρός Γκουλντ στιγμάτισε τον Βερτχάιμερ και σήμανε την εκκίνηση της διαδικασίας παρακμής του. Πίσω από τα γεγονότα φαίνεται να κρύβεται η δύναμη της λέξης: «Λέμε μια λέξη και εκμηδενίζουμε έναν άνθρωπο» παρατηρεί ο αφηγητής σε κάποιο σημείο του βιβλίου.
«Η από μακρού προσχεδιασμένη αυτοκτονία δεν είναι αυθόρμητη πράξη απόγνωσης». Η διαδικασία παρακμής φαίνεται να έχει την ιδεολογία της. Διά μέσου του στόματος του Γκουλντ ο Μπέρνχαρντ περιγράφει τον αποτυχημένο ως άνθρωπο φανατικό, που πεθαίνει διαρκώς από οίκτο για τον εαυτό του. Μέσα σε μια τέτοια πορεία το αδιέξοδο μετατρέπεται σε στόχο ζωής και η οδύνη λατρεύεται ως υπέρτατη ηδονή. «Εν τέλει ερωτεύτηκε την αποτυχία του... Ηταν τρελός και παλαβός μ' αυτήν του την αποτυχία ως το τέλος του... Ο Βερτχάιμερ φοβόταν μη χάσει τη δυστυχία του και μόνο γι' αυτόν και για κανέναν άλλο λόγο αυτοκτόνησε».
Ηπαρακμή και το αδιέξοδο όμως μπορούν να συνδέονται και με την επιτυχία. Ο αφηγητής λέει για τον Γκουλντ ότι «τον σκότωσε το αδιέξοδο μέσα στο οποίο έπαιζε επί σαράντα χρόνια». Κατ' αναλογία με την πορεία του καθενός από τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου εμφανίζεται και η σχέση τους με το πιάνο-αντικείμενο: ο αφηγητής χαρίζει το πανάκριβο Στάινγουεϊ του για να απελευθερωθεί και να αρχίσει να γράφει· ο Βερτχάιμερ λίγο πριν από την αυτοκτονία του παραγγέλνει να του στείλουν «ένα τελείως άχρηστο, ένα φοβερά ξεκούρδιστο πιάνο με ουρά» · ο Γκουλντ θέλει να ξυπνήσει μια μέρα και να είναι «Στέινγουεϊ και Γκλεν ένα πράγμα».
«Αυτό που με απασχολεί περισσότερο από όλα είναι ο ανύπαρκτος διάλογος με το παρελθόν, που δεν υπάρχει πια, που ποτέ δεν θα υπάρξει» έχει πει ο Τόμας Μπέρνχαρντ για το έργο του («Αυτοβιογραφία», μετάφραση Βασίλης Τομανάς, εκδόσεις Εξάντας, 1995). Στην περίπτωση του «Αποτυχημένου» σκόπιμο είναι να διαχωρίσουμε την πραγματικότητα από τη μυθοπλασία. Στην πραγματικότητα ο Γκλεν Γκουλντ πέθανε λίγο μετά τα 50ά γενέθλιά του ενώ στο βιβλίο πεθαίνει αφού συμπληρώσει το 51ο έτος ζωής. Μπορεί η δεύτερη ηχογράφηση των «Παραλλαγών Γκόλντμπεργκ» να ήταν μία από τις τελευταίες εκτελέσεις του, ωστόσο ο θάνατος δεν τον βρήκε πάνω από το πιάνο.
Οι εμμονές, ο εγωκεντρισμός και η εκκεντρικότητα συγκαταλέγονται στα χαρακτηριστικά του καναδού δεξιοτέχνη, κάποιες λεπτομέρειες όμως δεν συμπίπτουν: ο Γκλεν Γκουλντ, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο του Μπέρνχαρντ, «δεν διάβαζε σχεδόν απολύτως τίποτε, απεχθανόταν τη λογοτεχνία», ενώ σε μια από τις πρόσφατες βιογραφίες του (Peter F. Ostwald, «The ecstasy and tragedy of genius Glenn Gould», Norton publ., New York, 1997) αναφέρεται περιστατικό όπου ο πιανίστας αργούσε στις πρόβες γιατί διάβαζε Τολστόι ως τα ξημερώματα. Παράλληλα εξέφραζε την επιθυμία να διαβάσει όλους τους κλασικούς.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε γιατί η προσωπικότητα του Γκουλντ άσκησε τέτοια έλξη στον αυστριακό συγγραφέα ώστε να τον τοποθετήσει στην κεντρική θέση του μυθιστορήματός του. Και οι δύο άνδρες αγαπούσαν τη σιωπή και την απομόνωση, παρ' όλα αυτά έπρεπε κάπου να διοχετεύσουν τη δημιουργικότητά τους. Το 1951 ο Τόμας Μπέρνχαρντ πήρε υποτροφία για τη Μουσική Ακαδημία της Βιέννης και για το διάστημα 1952-1957 σπούδασε τραγούδι, σκηνοθεσία και υποκριτική στο Μοτσαρτέουμ του Σάλτσμπουργκ. Η συγγραφή τον κέρδισε όταν συνειδητοποίησε ότι «το πιο φοβερό για μένα είναι να γράφω πεζογραφήματα». Θα μπορούσαμε να δανειστούμε τον τίτλο ενός βιβλίου του Ιταλού Φούλβιο Τόμιτσα και να μιλήσουμε για «Αντίστροφες φυγές» (εκδόσεις Γνώση, 1994). Σε ηλικία 20 ετών ο Γκλεν Γκουλντ είχε δηλώσει: «Αν δεν ήταν να γίνω μουσικός, αυτό που θα ήθελα πιο πολύ να γίνω είναι συγγραφέας... Η συγγραφή ασκούσε πάντοτε έλξη επάνω μου... Κάποτε θα γράψω την αυτοβιογραφία μου, που οπωσδήποτε θα έχει χαρακτήρα μυθιστορήματος». Ο Τόμας Μπέρνχαρντ πέθανε από συγκοπή καρδιάς το 1989 στο αγρόκτημά του στο Ολσντορφ της Αυστρίας, όπου ζούσε απομονωμένος τα τελευταία 24 χρόνια της ζωής του.
Ένα χρόνο μετά τον θάνατο του δημοφιλούς πιανίστα, ο αυστριακός συγγραφέας Τόμας Μπέρνχαρντ γράφει ένα μυθιστόρημα γύρω από το θέμα της αυτοκτονίας με τίτλο «Ο αποτυχημένος». Πρόκειται για τον εσωτερικό μονόλογο ενός συγγραφέα, του μοναδικού εν ζωή μάρτυρα μιας παράξενης φιλίας ανάμεσα σε τρεις άνδρες. Ο αφηγητής, ο Γκλεν Γκουλντ, και ο φίλος του Βερτχάιμερ παρακολουθούν περί τις αρχές της δεκαετίας του '50 μια σειρά μαθημάτων από τον Βλαντιμίρ Χόροβιτς, τον διάσημο ρώσο πιανίστα. Ο Γκουλντ ξεχωρίζει για την εκτελεστική δεινότητά του κάνοντας το ανταγωνιστικό περιβάλλον του να αισθάνεται μειονεκτικά.
Στο ξεκίνημα του βιβλίου ο αφηγητής είναι ο μοναδικός επιζών. Τι έχει προηγηθεί; Μερικούς μήνες πριν ο Γκουλντ έχει πεθάνει από αποπληξία ενώ εκτελεί τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ». Ο Βερτχάιμερ έχει αυτοκτονήσει δραματικά ενώ στο σπίτι του ο δίσκος με τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ» βρίσκεται ακόμη στο ανοιχτό πικ-απ. Ο αφηγητής, που γράφει μια εργασία για τον Γκουλντ, ενημερώνεται για τον τραγικό θάνατο του Βερτχάιμερ και επισκέπτεται την οικογενειακή κατοικία του. Τα γεγονότα τον ωθούν να ξετυλίξει νοερά το παρελθόν γύρω από το νήμα των σχέσεων που συνέδεσαν τους τρεις άνδρες.
Η συνάντηση του αφηγητή και του Βερτχάιμερ με τον Γκλεν Γκουλντ ήταν αποφασιστικής σημασίας. Η σύγκριση έθεσε τους δύο άνδρες σε μια νέα τροχιά.
Το κεντρικό θέμα του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από την έννοια του τίτλου. «Ο αποτυχημένος» είναι η ελληνική απόδοση του γερμανικού «Der Untergeher» που σε μια πιστότερη απόδοση των συνθετικών του θα μπορούσε να αποδοθεί ως «αυτός που οδεύει προς τα κάτω». Με αυτό τον χαρακτηρισμό ο νεαρός Γκουλντ στιγμάτισε τον Βερτχάιμερ και σήμανε την εκκίνηση της διαδικασίας παρακμής του. Πίσω από τα γεγονότα φαίνεται να κρύβεται η δύναμη της λέξης: «Λέμε μια λέξη και εκμηδενίζουμε έναν άνθρωπο» παρατηρεί ο αφηγητής σε κάποιο σημείο του βιβλίου.
«Η από μακρού προσχεδιασμένη αυτοκτονία δεν είναι αυθόρμητη πράξη απόγνωσης». Η διαδικασία παρακμής φαίνεται να έχει την ιδεολογία της. Διά μέσου του στόματος του Γκουλντ ο Μπέρνχαρντ περιγράφει τον αποτυχημένο ως άνθρωπο φανατικό, που πεθαίνει διαρκώς από οίκτο για τον εαυτό του. Μέσα σε μια τέτοια πορεία το αδιέξοδο μετατρέπεται σε στόχο ζωής και η οδύνη λατρεύεται ως υπέρτατη ηδονή. «Εν τέλει ερωτεύτηκε την αποτυχία του... Ήταν τρελός και παλαβός μ' αυτήν του την αποτυχία ως το τέλος του... Ο Βερτχάιμερ φοβόταν μη χάσει τη δυστυχία του και μόνο γι' αυτόν και για κανέναν άλλο λόγο αυτοκτόνησε».
Η παρακμή και το αδιέξοδο όμως μπορούν να συνδέονται και με την επιτυχία. Ο αφηγητής λέει για τον Γκουλντ ότι «τον σκότωσε το αδιέξοδο μέσα στο οποίο έπαιζε επί σαράντα χρόνια». Κατ' αναλογία με την πορεία του καθενός από τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου εμφανίζεται και η σχέση τους με το πιάνο-αντικείμενο: ο αφηγητής χαρίζει το πανάκριβο Στάινγουεϊ του για να απελευθερωθεί και να αρχίσει να γράφει· ο Βερτχάιμερ λίγο πριν από την αυτοκτονία του παραγγέλνει να του στείλουν «ένα τελείως άχρηστο, ένα φοβερά ξεκούρδιστο πιάνο με ουρά»· ο Γκουλντ θέλει να ξυπνήσει μια μέρα και να είναι «Στέινγουεϊ και Γκλεν ένα πράγμα».
«Αυτό που με απασχολεί περισσότερο από όλα είναι ο ανύπαρκτος διάλογος με το παρελθόν, που δεν υπάρχει πια, που ποτέ δεν θα υπάρξει» έχει πει ο Τόμας Μπέρνχαρντ για το έργο του («Αυτοβιογραφία», μετάφραση Βασίλης Τομανάς, εκδόσεις Εξάντας, 1995). Στην περίπτωση του «Αποτυχημένου» σκόπιμο είναι να διαχωρίσουμε την πραγματικότητα από τη μυθοπλασία. Στην πραγματικότητα ο Γκλεν Γκουλντ πέθανε λίγο μετά τα 50ά γενέθλιά του ενώ στο βιβλίο πεθαίνει αφού συμπληρώσει το 51ο έτος ζωής. Μπορεί η δεύτερη ηχογράφηση των «Παραλλαγών Γκόλντμπεργκ» να ήταν μία από τις τελευταίες εκτελέσεις του, ωστόσο ο θάνατος δεν τον βρήκε πάνω από το πιάνο.
Οι εμμονές, ο εγωκεντρισμός και η εκκεντρικότητα συγκαταλέγονται στα χαρακτηριστικά του καναδού δεξιοτέχνη, κάποιες λεπτομέρειες όμως δεν συμπίπτουν: ο Γκλεν Γκουλντ, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο του Μπέρνχαρντ, «δεν διάβαζε σχεδόν απολύτως τίποτε, απεχθανόταν τη λογοτεχνία», ενώ σε μια από τις πρόσφατες βιογραφίες του (Peter F. Ostwald, «The ecstasy and tragedy of genius Glenn Gould», Norton publ., New York, 1997) αναφέρεται περιστατικό όπου ο πιανίστας αργούσε στις πρόβες γιατί διάβαζε Τολστόι ως τα ξημερώματα. Παράλληλα εξέφραζε την επιθυμία να διαβάσει όλους τους κλασικούς.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε γιατί η προσωπικότητα του Γκουλντ άσκησε τέτοια έλξη στον αυστριακό συγγραφέα ώστε να τον τοποθετήσει στην κεντρική θέση του μυθιστορήματός του. Και οι δύο άνδρες αγαπούσαν τη σιωπή και την απομόνωση, παρ' όλα αυτά έπρεπε κάπου να διοχετεύσουν τη δημιουργικότητά τους. Το 1951 ο Τόμας Μπέρνχαρντ πήρε υποτροφία για τη Μουσική Ακαδημία της Βιέννης και για το διάστημα 1952-1957 σπούδασε τραγούδι, σκηνοθεσία και υποκριτική στο Μοτσαρτέουμ του Σάλτσμπουργκ. Η συγγραφή τον κέρδισε όταν συνειδητοποίησε ότι «το πιο φοβερό για μένα είναι να γράφω πεζογραφήματα». Θα μπορούσαμε να δανειστούμε τον τίτλο ενός βιβλίου του Ιταλού Φούλβιο Τόμιτσα και να μιλήσουμε για «Αντίστροφες φυγές» (εκδόσεις Γνώση, 1994). Σε ηλικία 20 ετών ο Γκλεν Γκουλντ είχε δηλώσει: «Αν δεν ήταν να γίνω μουσικός, αυτό που θα ήθελα πιο πολύ να γίνω είναι συγγραφέας... Η συγγραφή ασκούσε πάντοτε έλξη επάνω μου... Κάποτε θα γράψω την αυτοβιογραφία μου, που οπωσδήποτε θα έχει χαρακτήρα μυθιστορήματος». Ο Τόμας Μπέρνχαρντ πέθανε από συγκοπή καρδιάς το 1989 στο αγρόκτημά του στο Ολσντορφ της Αυστρίας, όπου ζούσε απομονωμένος τα τελευταία 24 χρόνια της ζωής του.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 25-12-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις