0
Your Καλαθι
Όταν έφυγαν οι άντρες
Περιγραφή
Καλοκαίρι του 1916. Ο Βενσάν ανακαλύπτει τι σημαίνει ερωτικό πάθος στην αγκαλιά του Αρτύρ, νεαρού στρατιώτη που προσπαθεί να διαφύγει για λίγες μέρες από τη φρίκη των χαρακωμάτων, ενώ ταυτόχρονα ξεκινά μια ερωτική φιλία με τον Μαρσέλ Προυστ... Ο έρωτας και ο θάνατος, ο πόλεμος και η ελπίδα, η εφηβεία και η ομοφυλοφιλία, η μνήμη και η ιστορία είναι μερικά από τα θέματα που ρίχνουν τη σκιά τους με έναν προσωπικό, σαγηνευτικό τρόπο στις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος, που βοήθησε το συγγραφέα του να επιβάλει με ιδιαίτερες αξιώσεις την παρουσία του στο λογοτεχνικό ορίζοντας της πατρίδας του.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Φιλίπ Μπεσόν εμφανίστηκε στη γαλλική λογοτεχνική σκηνή με το μυθιστόρημα «Όταν έφυγαν οι άντρες», το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Μάλιστα, ο Πατρίς Σερό είναι έτοιμος να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ένα από τα επόμενα βιβλία του Μπεσόν.
Τι πραγματεύεται όμως το πρώτο του μυθιστόρημα; Κατ’ αρχάς, τη σχέση του δεκαεξάχρονου Βενσάν, γόνου εύπορης οικογένειας, με τον κατά τριάντα περίπου χρόνια μεγαλύτερό του συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ. Κατά δεύτερον, τον ερωτικό δεσμό του Βενσάν με τον Αρτίρ, στρατιώτη του γαλλικού στρατού, ο οποίος βρίσκεται με άδεια από την πρώτη γραμμή.
Σειρά επιστολών
Βρισκόμαστε στα 1916 και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται. Η σχέση των δύο νέων θα διαρκέσει ουσιαστικά μία εβδομάδα. Ο Αρτίρ ξαναφεύγει για τα χαρακώματα και η επικοινωνία τους θα περιοριστεί στην ανταλλαγή επιστολών. Για την ακρίβεια, το τελευταίο μέρος του σύντομου αυτού μυθιστορήματος αποτελείται από σειρά επιστολών, όχι μόνο ανάμεσα στους δύο εραστές αλλά και μεταξύ του Βενσάν και του Προυστ.
Στο μεταξύ, οι επαφές του Βενσάν με τον νεαρό πολεμιστή και τον πρόωρα γερασμένο συγγραφέα πραγματοποιούνται παράλληλα. Αν στην αγκαλιά του Αρτίρ ο Βενσάν γνωρίζει τον έρωτα, στις συνομιλίες του με τον Προυστ μυείται στον κόσμο της τέχνης. Παρ’ όλα αυτά, οι συνευρέσεις του με το συγγραφέα του «Χαμένου χρόνου» δεν είναι ανώδυνες. Ο Προυστ είναι δύσκολος άνθρωπος. Ο Βενσάν τον συναντά στην αποπνικτική κάμαρά του, ή σε αριστοκρατικά εστιατόρια, στα οποία όμως ξέρει ότι είναι και οι δύο εκτεθειμένοι στα αδηφάγα μάτια της καλής κοινωνίας της Γαλλίας. Κυρίως όμως, βλέπει πολύ καθαρά ότι ο Προυστ είναι ένας άνθρωπος στερημένος, που δεν έζησε ποτέ του μόνο και μόνο για να μπορέσει να γράψει.
Zωή και θάνατος
Βεβαίως, ο αισθησιασμός δεν απουσιάζει από τις συναντήσεις τους. Ανεπαίσθητα αγγίγματα, υγρά βλέμματα γεμάτα νόημα, υπαινιγμοί και νύξεις, όλα υποδηλώνουν έναν ερωτισμό που υφέρπει διαρκώς αλλά που δεν εκδηλώνεται ποτέ. Αλλά και στις ερωτικές επαφές του με τον Αρτίρ, ο Βενσάν ανακαλύπτει μεν το «μεδούλι της ζωής» (όπως θα ’λεγε, ίσως, ο Θόροου) αλλά την ίδια στιγμή έρχεται αντιμέτωπος με την ιδέα του θανάτου. Είναι γνωστό σήμερα ότι το θέατρο των επιχειρήσεων της περιόδου 1914-18 ήταν ένα από τα πιο σκληρά της σύγχρονης πολεμικής ιστορίας. Hταν επίσης η πρώτη φορά που επισήμως η επιστήμη παραδέχτηκε ότι οι μάχιμοι στρατιώτες δεν υπέφεραν μόνο από τραύματα του σώματος αλλά και του νου. Στις παύσεις των περιπτύξεών τους, λοιπόν, ο Αρτίρ περιγράφει στον Βενσάν τη φρίκη της πρώτης γραμμής. Ο νεαρός Βενσάν ανακαλύπτει έτσι ότι η τέχνη μπορεί να έχει το πρόσωπο της φθοράς (ο ασθενικός Προυστ) και ο έρωτας το πρόσωπο του πολέμου (ο ψυχικά κλονισμένος Αρτίρ).
Γιατί άρεσε
Μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς γιατί το μυθιστόρημα του Μπεσόν άρεσε στη Γαλλία. Η πάντα γοητευτική παρουσία του Προυστ και το συχνά ελκυστικό δίπολο έρωτας/θάνατος είναι στοιχεία, που με τον κατάλληλο χειρισμό μπορούν να οδηγήσουν σε πολύ καλά αποτελέσματα. Έτσι όπως καταστρώνει το μύθο του ο Μπεσόν όντως απαιτείται ένας ιδιαίτερα λεπτός χειρισμός: η απλοϊκή παρουσίαση και σκιαγράφηση ενός υπαρκτού χαρακτήρα με το βάρος ενός Προυστ, η άτσαλη ανάμειξή του σε μια μυθοπλαστική κατάσταση, και η κακή γνώση του ιστορικού υπόβαθρου πάνω στο οποίο βασίζεται το κείμενο, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην καταστροφή.
Ωστόσο, ο Μπεσόν βγάζει σε πέρας την αποστολή του – όχι όμως χωρίς απώλειες: συχνά ο λόγος του Βενσάν πάσχει από έναν μελοδραματισμό, γεμάτο μελιστάλαχτες κοινοτοπίες, ενώ η αισθητική φιλοσοφία του Προυστ, έτσι τουλάχιστον όπως εκφέρεται από τον ίδιο τον συγγραφέα, με έναν στόμφο που ενοχλεί, δύσκολα χωνεύεται ορισμένες στιγμές απ’ τον μύθο. Επίσης, σε κάποιο σημείο ο Βενσάν χρησιμοποιεί τον όρο «σουρεαλιστικό» με τον ίδιο τρόπο που το κάνουμε σήμερα, πράγμα μάλλον απίθανο για έναν νέο στα 1916.
Δεν πείθει...
Τέλος, δεν είναι και πολύ αυθεντικό το ψυχολογικό βάθος των εξομολογήσεων του Αρτίρ περί της φρίκης του πολέμου. Μοιάζει υπέρ το δέον αποστασιοποιημένος από την όλη εμπειρία του, ενώ ουσιαστικά βρίσκεται μέσα σε αυτή. Οι διηγήσεις του και τα συμπεράσματά του, μολονότι ενδιαφέροντα και ουσιαστικά, μοιάζουν να έρχονται απ’ το στόμα ενός παλαιμάχου, όταν έχει μεσολαβήσει μια σεβαστή απόσταση χρόνου από την πηγή του πόνου του.
Όταν όμως ο συγγραφέας ελέγχει τον συναισθηματισμό του και αναμιγνύει τον μύθο και την Ιστορία με περισσότερη ευαισθησία, το μυθιστόρημα έχει γοητεία και αποπνέει γνήσια συγκίνηση. Αναμφίβολα, το πιο ενδιαφέρον του στοιχείο είναι οι παράλληλες ερωτικές, με την ευρεία έννοια, ιστορίες που βιώνει ο Βενσάν και πώς η μία διασταυρώνεται με την άλλη. Το μυθιστόρημα του Μπεσόν διαβάζεται ευχάριστα χάρη και στην καλή μετάφραση της Σοφίας Διονυσοπούλου.
Ηλίας Μαγκλίνης
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 9-3-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Είναι το πρώτο μυθιστόρημα του νέου Γάλλου συγγραφέα Φιλίπ Μπεσόν, το οποίο κυκλοφόρησε το 2001, και η επιτυχία του έδωσε την ώθηση για τη συγγραφή δύο ακόμη μυθιστορημάτων, που κυκλοφόρησαν μέσα στον επόμενο ενάμιση χρόνο. Πιθανοί παράγοντες της επιτυχίας:
(1) Η παρουσία, ανάμεσα στους τρεις βασικούς χαρακτήρες, ενός συγγραφέα που συγκινεί εξίσου και ως μυθιστορηματικός χαρακτήρας όχι μόνο του δικού του έργου, αλλά και τρίτων, του Μαρσέλ Προυστ, του οποίου το επώνυμο δεν αναφέρεται, αλλά η ταυτότητά του, πέρα από το όνομα Μαρσέλ, επιβεβαιώνεται με κάθε ευκαιρία.
(2) Το κράμα του ιστορικού και συλλογικού με το περιστασιακό και προσωπικό, που επιτυγχάνεται με την αναγωγή ενός μυθιστορηματικού σκηνικού που προσδιορίζεται ιστορικά (μέσω της υπαρξιακά οριακής περιόδου του Α' Παγκοσμίου Πολέμου) σε τόπο της ερωτικής επιθυμίας.
(3) Η θεματική και υφολογική εναρμόνιση, σύμφωνα με την οποία ο συγγραφέας πραγματεύεται το θέμα (ομοφυλοφιλικός έρωτας) με μια αφήγηση ρέουσα αλλά και ρευστή, που προσπαθεί να μένει στην περιοχή της φαινομενολογίας των σχετικών αισθήσεων και συναισθημάτων, και υλοποιείται σαν μια ιμπρεσιονιστική ευαισθησία, κατάλληλη να εξιδανικεύσει ένα θέμα που εύκολα θα μπορούσε να τραπεί προς έναν σκανδαλολογικό εντυπωσιασμό.
Η ιστορία διαδραματίζεται το 1916, εποχή της κλιμάκωσης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, εποχή δοκιμασίας της ανθρώπινης σάρκας που αναλώνεται με τρόπο μαζικό κι ανεξέλεγκτο στα χαρακώματα του Βερντέν και του Σομ. Στα μετόπισθεν, ωστόσο, εκεί όπου έχουν απομείνει οι γυναίκες αγωνιώντας ή απλώς περιμένοντας τους άντρες που έφυγαν, ο Βενσάν, ο δεκαεξάχρονος πρωταγωνιστής που λόγω ηλικίας δεν έχει καταταγεί, έχει την ευκαιρία να συμμετάσχει στη γενική δοκιμασία της σάρκας με τρόπο πιο ταιριαστό στην εφηβεία του και την ξεχωριστή ομορφιά του, αλλά όχι και τόσο συνηθισμένο, μια και αντί των γυναικών που αφθονούν γύρω του, νιώθει για πρώτη φορά τις συγκινήσεις της σάρκας με τον είκοσι ενός ετών γιο της γκουβερνάντας τους, το στρατιώτη Αρτίρ, που με άδεια έρχεται από το μέτωπο για λίγες μέρες.
Ταυτόχρονα, αρχίζει μια ερωτική φιλία με τον σαρανταπεντάρη Προυστ, η οποία για μεν το συγγραφέα σταματά στην πλατωνική απόλαυση της σαγήνευσης ενός όμορφου αγοριού (που, σε κάποιες καλές στιγμές της αρχής, παραπέμπει στο Θάνατο στη Βενετία του Τόμας Μαν), ενώ για τον Βενσάν σταματά στη ναρκισσιστική απόλαυση της γοητείας που μπορεί να ασκήσει ένα άγνωστο αγόρι πάνω στον πασίγνωστο συγγραφέα. Ο Βενσάν αποτελεί τον καταλύτη μιας ομοφυλοφιλικής σχέσης που εκδηλώνεται σε δύο διακριτές εκδοχές: τον έρωτα της γλώσσας και τον έρωτα του σώματος. Τον πρώτο ζει με τον Προυστ, και τον δεύτερο με το στρατιώτη. Ο έρωτας και η γλώσσα γίνονται τα δύο φίλτρα της αντίληψης, γιατί αποτελούν μια κλιμακούμενη μεταφορική απόδοση του υπαρκτού: Ο έρωτας γίνεται μεταφορά του υπαρκτού και η γλώσσα είναι μεταφορά του έρωτα. Με τη γλώσσα κατορθώνεται μια συμβολοποίηση του υπαρκτού, μέσω της οποίας αυτό ανάγεται στο επίπεδο της πραγματικότητας: Αυτό που οι αισθήσεις βεβαιώνουν πως υπάρχει, αποτελεί μόνο το έναυσμα ή, αντίστροφα, το ίζημα του πραγματικού.
Οι δύο έρωτες συναντιούνται στη γλώσσα του σώματος, που ο Μπεσόν περιγράφει με ιδιαίτερη παρατηρητικότητα. Τη γλώσσα του σώματος ο Βενσάν αρχικά μιλά και με τους δύο αγαπημένους του, αλλά με διαφορετική εξέλιξη: Με τον Προυστ γρήγορα περνά στις απολαύσεις της γλώσσας, ενώ με τον Αρτίρ την αξιοποιεί σε σωματική επαφή, επιμένοντας σ' αυτήν για όσο διάστημα τον έχει κοντά του. Οταν, όμως, η άδεια τελειώνει και ο Αρτίρ γυρνά στο μέτωπο, τότε η απόσταση και η απουσία ακυρώνουν τη γλώσσα του σώματος: η αξία της σιωπής -στην οποία επέμενε ο Βενσάν όταν βρισκόταν με τον Αρτίρ- χάνεται, και ενσκήπτει η ανάγκη των λέξεων. Τώρα, όμως, δεν πρόκειται για λέξεις που λέγονται, αλλά για λέξεις γραμμένες, και το κείμενο δεν είναι υποκατάστατο της προφορικής ομιλίας ανάμεσα στους εραστές αλλά της σιωπής τους ή, αλλιώς, της γλώσσας του σώματός τους.
Ιδανική προσομοίωση του Προυστ
Το μυθιστόρημα έχει μελοδραματική έκβαση, σύμφωνα με την οποία ο Βενσάν -που στο μεταξύ έχει σκοτωθεί- αποκαλύπτεται πως είναι καρπός μιας αξιοθρήνητης επαφής της μητέρας του με τον πρώτο και τελευταίο πελάτη της, όταν πριν από 22 χρόνια είχε αναγκαστεί να δουλέψει σε οίκο ανοχής. Εκείνος ο μοναδικός πελάτης ήταν ο τότε εικοσιτριάχρονος Προυστ, που σαν αγγαρεία διεκπεραίωσε το ανδρικό χρέος του, θέλοντας να ανταποκριθεί στην πίεση του πατέρα του που προσπαθούσε να στρέψει το ενδιαφέρον του γιου του προς το αντίθετο φύλο.
Έτσι, ο ήρωας της ομοφυλοφιλικής σεξουαλικότητας του Μπεσόν κατορθώνει να έχει με τον Προυστ μια ολοκληρωμένη ομοφυλοφιλική εμπειρία: τον έρωτα της γλώσσας (με τον ίδιο το συγγραφέα), και τον έρωτα του σώματος (μέσω του γιου του, που στο νεανικό σώμα του αναζωογονεί την αποκλίνουσα επιθυμία του). Ο Μαρσέλ και ο Αρτίρ ενσαρκώνουν τις δύο υποστάσεις του Προυστ: την πλατωνικά ερωτική και τη σαρκικά ερωτική, ενώ ο Βενσάν γίνεται ο ιδανικός εραστής και των δύο, και με τον τρόπο αυτόν ουσιαστικά αποτελεί μια ιδανική εκδοχή της εικόνας/ιδέας του Προυστ. Ο ωραίος Βενσάν εμφανίζεται σαν ένας πολύ πρόωρος συνειδητός αμοραλιστής, ικανοποιητικό αλλά πολύ ελλειπτικό δείγμα του αισθητισμού του Oscar Wilde. Το γεγονός πως πρόκειται για έναν δεκαεξάχρονο, δηλαδή για ένα άτομο που δεν είναι πια παιδί αλλά ούτε ακόμη ενήλικος, του δίνει τη δυνατότητα να κινείται σ' ένα καθαρτήριο μεσοδιάστημα της παιδικής αθωότητας και της ενήλικης ενοχής. Ή, πιο σωστά, λόγω της συγκεκριμένης ηλικίας, είναι σε θέση να αισθάνεται ότι μπορεί να μπει στον κόσμο της ενήλικης ενοχής με την αθωότητα μιας ηλικίας που μόλις άφησε πίσω του. Είναι ένα άτομο που μπορεί έστω και για λίγο να απολαμβάνει τα διαφορετικά προνόμια δύο αντίθετων ηλικιών.
Με την έκβαση, η ερωτική προτίμηση του Αρτίρ για τους άντρες δικαιολογείται από τη μητέρα του ως κληρονομική, και ο ομοφυλοφιλικός αφηγηματικός λόγος γίνεται συντηρητικός μέσω της έμμεσης γενετικής εξήγησης, σύμφωνα με την οποία η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί επιλογή αλλά φυσιολογική ανάγκη που επιβάλλεται από κληρονομικούς παράγοντες, παραπέμποντας έτσι στην ύπαρξη ενός γονιδίου της ομοφυλοφιλίας. Έτσι, αυτό που πολλοί αναγνωρίζουν στην επιλογή του Προυστ ως μια τολμηρή -και σε μεγάλο βαθμό συμβολική- εκδοχή της απόφασης για αποδέσμευση από τις συμβάσεις (η αντισυμβατικότητα, άλλωστε, αποτελεί γενικώς θεμελιώδη συνθήκη της δημιουργικότητας), καταλήγει να παρουσιάζεται σαν ένα βιολογικό χαρακτηριστικό με νομοτελειακή σημασία. Με τον τρόπο, όμως, αυτόν αναιρείται το συνειδησιακά πιο ενδιαφέρον στοιχείο της απόκλισης: η ελεύθερη επιλογή της στο βαθμό, βεβαίως, που οποιαδήποτε σεξουαλική επιλογή μπορεί να είναι ελεύθερη.
Το «Όταν έφυγαν οι άντρες» προπαγανδίζει διακριτικά αλλά και φανατικά ένα πρόγραμμα ομοφυλοφιλικής σεξουαλικότητας, και με τον τρόπο αυτόν η απόκλιση -που ως προσωπική επιλογή είναι απόλυτα σεβαστή- γίνεται ενοχλητική όταν παρουσιάζεται -δηλαδή προτείνεται- ως η κατ' εξοχήν εκδοχή του έρωτα και της σεξουαλικότητας. Τεκμήριο της παραπάνω ιδεολογικής (;) λειτουργίας αποτελεί η σκιώδης παρουσία των γυναικείων χαρακτήρων, των οποίων οι ρόλοι είναι εντελώς τυπικοί και χωρίς ερωτική διάσταση: είναι η αφελής μάνα (του Βενσάν), η τραγική μάνα (του Αρτίρ), και η (νεκρή) οιδιπόδεια μάνα (του Προυστ). Η μόνη περίπτωση κατά την οποία μια γυναίκα συμμετέχει σε σεξουαλική πράξη (αλλά όχι και σε ερωτική εμπειρία) είναι εκείνη η αξιοθρήνητη της μάνας του Αρτίρ. Ο αποκλεισμός του γυναικείου φύλου από τη δυνατότητα της αυθεντικής ερωτικής σχέσης ωραιοποιείται στο μυθιστόρημα μέσω της ένταξής του στο πλαίσιο της εκτίμησης του Προυστ για τις γυναίκες, εκτίμηση που αφορά στο μυαλό, την κομψότητα και τη μητρική φιγούρα τους, η οποία του επιτρέπει να τις ερωτεύεται αλλά χωρίς να τις ποθεί.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/05/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις