Με τη φλόγα στην καρδιά ΜΕΤΑΧΕ1ΡΙΣΜΕΝΟ

Έκπτωση
63%
Τιμή Εκδότη: 12.00
4.50
Τιμή Πρωτοπορίας
+
389128
Εκδόσεις: Ωκεανίδα
Σελίδες:316
Μεταφραστής:ΚΟΡΟΜΗΛΑ ΕΦΗ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/02/2002
ISBN:2229604102462

Περιγραφή


Λέγομαι Ίνγκριντ Μπετανκούρ, είμαι σαράντα χρονών κι έχω δύο παιδιά. Έχω εκλεγεί γερουσιαστής στη χώρα μου, την Κολομβία.
Είναι γνωστό ότι τα καρτέλ των ναρκωτικών -που αφανίζουν τα παιδιά μας- διαθέτουν τρομακτική δύναμη στην Κολομβία. Οι δολοφονίες και τα πολιτικά σκάνδαλα είναι καθημερινότητα. Όμως πίσω από την οργανωμένη μαφία υπάρχει ένας λαός περήφανος κι αποφασισμένος να ξεφύγει από τα γρανάζια της κόλασης, από το φόβο και τη βία. Εδώ και δέκα χρόνια αγωνίζομαι γι' αυτό το λαό. Οι Κολομβιανοί μ' έχουν εκλέξει ήδη δύο φορές -τη δεύτερη μάλιστα πήρα τις περισσότερες ψήφους σ' όλη τη χώρα. Αυτό το εκπληκτικό ποσοστό κρύβει μια ελπίδα για το μέλλον του λαού μου.
Το 1989 ο Λουίς Κάρλος Γκαλάν, υποψήφιος πρόεδρος της δημοκρατίας, δολοφονήθηκε σε προεκλογική συγκέντρωση στην Μπογκοτά, γιατί είχε ορκιστεί να απαλλάξει το κράτος από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της μαφίας. Συνεχίζω τον αγώνα που ξεκίνησε ο Γκαλάν. Η μαφία έχει ήδη επιχειρήσει δύο φορές να με σκοτώσει. Έχω απόλυτη συναίσθηση του κινδύνου, αλλά δεν πρόκειται να υποχωρήσω. Θα φτάσω μέχρι το τέλος.
Ονειρεύομαι ότι κάποια μέρα θα υπάρξει στην Κολομβία αληθινή δημοκρατία. Όλοι μου λένε πως είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί το όνειρό μου. Ελπίζω όμως, όταν διαβάσετε το βιβλίο μου, να καταλάβετε γιατί πρέπει να πιστεύω πως μπορεί να γίνει πραγματικότητα.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Αγνοείται ως τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές η τύχη της Ινγκριντ Μπετανκούρ που εξελέγη γερουσιαστής στην Κολομβία πριν από τέσσερα χρόνια, στα τριάντα οκτώ της, με τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στη χώρα, και απήχθη στις 23 Φεβρουαρίου 2002 από «γκερίγιας» στη διάρκεια περιοδείας της στην επαρχία. Προτού απαχθεί, η Ινγκριντ είχε κηρύξει τον πόλεμο στα καρτέλ ναρκωτικών, είχε αψηφήσει επανειλημμένες απειλές για τη ζωή της, είχε θέσει υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Δημοκρατίας και είχε γράψει ένα βιβλίο ντοκουμέντο: το αυτοβιογραφικό Με τη φλόγα στην καρδιά, που εκδόθηκε το 2001 στα γαλλικά. Ο γαλλικός Τύπος έστειλε στην Κολομβία απεσταλμένους, και δυο-τρεις από αυτούς ήταν παρόντες στην αρπαγή της από τους «γκερίγιας» της FARC (οι οποίοι υποτίθεται πως είναι μαρξιστές αντάρτες αλλά στην πραγματικότητα φαίνεται πως δρουν ως φρουρά και ένοπλη ομάδα υποστήριξης των καρτέλ ναρκωτικών σε μια χώρα όπου τίποτε δεν είναι αυτό που δηλώνεται). Χρειάστηκε να περάσουν 48 ώρες για να κάνει κάποια δήλωση η επίσημη κυβέρνηση της Κολομβίας, ενώ η FARC δήλωσε από τηλεοράσεως ότι θα κρατούσαν την Ινγκριντ για έναν χρόνο, στη διάρκεια του οποίου θα διαπραγματεύονταν την απελευθέρωση δικών τους φυλακισμένων στην Κολομβία. Αν οι διαπραγματεύσεις δεν τους ικανοποιούσαν, θα αποφάσιζαν τι θα έκαναν με τη ζωή τής υποψήφιας Προέδρου της Δημοκρατίας. Η Ινγκριντ γνώριζε από την αρχή τι κινδύνους θα αντιμετώπιζε αλλά ονειρευόταν ότι «κάποια μέρα θα υπάρξει στην Κολομβία αληθινή δημοκρατία».

Αφησε τα σαλόνια του Παρισιού και τη διεθνή διανόηση που μαζευόταν στο σπίτι της εκεί, αφού ο πατέρας της ήταν γνωστός κολομβιανός διπλωμάτης, και επέστρεψε στους δρόμους της Μπογκοτά με μια απόφαση: να πάψει η χώρα της να θρηνεί 3.000 ανθρώπους τον χρόνο από τη δράση της μαφίας. Αλλωστε η χρυσωμένη εξορία των Μπετανκούρ χρησίμευσε μόνο για να επιστρέψουν δριμύτεροι: «Ξέρεις, Ινγκριντ» της είπε ο πατέρας της όταν θα επέστρεφαν στην Μπογκοτά, «η Κολομβία μάς έχει δώσει πάρα πολλά. Χάρη σ' αυτήν γνώρισες την Ευρώπη, χάρη σ' αυτήν πήγες στα καλύτερα σχολεία και έζησες μέσα σε μια πνευματική πολυτέλεια που κανένας μικρός Κολομβιανός δεν θα γνωρίσει στη δική του ζωή. Για όλες αυτές τις ευκαιρίες που σου προσέφερε, έχεις σήμερα ένα χρέος απέναντί της. Να το θυμάσαι αυτό». Η Ινγκριντ μέχρις ενός σημείου έκανε χρήση της πνευματικής πολυτέλειας και της ελευθερίας αυτής. Ωσπου ήλθε αντιμέτωπη με τους «σικαρίος», τους άντρες με τις μοτοσικλέτες που στρατολογούνται στις πιο άθλιες φτωχογειτονιές για να σκοτώνουν έναντι πινακίου φακής.

Η νοσταλγία για την πατρίδα τής νεαρής Ινγκριντ, που έχει ήδη παντρευτεί γάλλο διπλωμάτη και έχει αποκτήσει μαζί του δύο παιδιά όταν αποφασίζει να δώσει τέλος στην άνετη ζωή της συζύγου και μητέρας, ξεχειλίζει στην αφήγησή της. Της έχει λείψει «η σκληρότητα του τοπίου - η Μπογκοτά φυτρώνει άγρια, οργισμένα, σε δύο χιλιάδες εξακόσια μέτρα υψόμετρο -, η αφόρητη οχλοβοή των δρόμων της, ο ουρανός της, τόσο βαρύς κάποιες φορές, οι καταρρακτώδεις βροχές της και πάνω απ' όλα το μαύρο, σοβαρό και μελαγχολικό βλέμμα των Κολομβιανών». Το 1994, τριάντα τριών χρόνων, εκλέγεται βουλευτής στο κοινοβούλιο της Κολομβίας. Η κατά μέτωπον σύγκρουση έχει αρχίσει. Το 1996 εκδίδεται το πρώτο βιβλίο της με τίτλο Ναι, γνώριζε, αποτέλεσμα των ερευνών της για τη χρηματοδότηση της προεκλογικής εκστρατείας του Ερνέστο Σαμπέρ από τη μαφία. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Κολομβία μετά τις πρώτες απειλές για τη ζωή της. Επιστρέφει λίγο αργότερα και το 1998, στα τριάντα επτά της, εκλέγεται γερουσιαστής. Σήμερα μπορεί η ίδια να έχει απαχθεί - αφού πριν έχει στείλει τα παιδιά της, για να τα προστατεύσει, στη Νέα Ζηλανδία -, έχει όμως αφήσει πίσω της ένα σημαντικό ντοκουμέντο, το βιβλίο της.

Η ιστορία της Ινγκριντ αντιπροσωπεύει περιπτώσεις και άλλων διανοουμένων της Λατινικής Αμερικής, που είτε εκδιώχθηκαν είτε έγιναν πρέσβεις σε άλλες χώρες, για να απομακρυνθούν από τις δραστηριότητες της μαφίας, είτε πήραν Νομπέλ είτε έγιναν πρόεδροι για μικρό χρονικό διάστημα. Βρίσκουμε κάποιους απ' αυτούς στο σπίτι των Μπετανκούρ στο Παρίσι: τον Μιγκέλ Αντζελ Αστούριας, τον Πάμπλο Νερούδα, τον Γκαρσία Μάρκες, τον Φερνάντο Μποτέρο κ.ά. Από εκείνα τα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια ξεκινάει η αφήγηση. Η μητέρα της, νέα και ενθουσιώδης, πρώην βασίλισσα της ομορφιάς, πίστευε ότι για να πολεμήσει κανείς τη διαφθορά έπρεπε να χωθεί στα γρανάζια της. Με αυτή την άποψη ευθυγραμμίστηκε η Ινγκριντ όταν αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα για αντιπρόσωπος της χώρας. Πρότυπό της ο Λουίς Κάρλος Γκαλάν, στενός φίλος της μητέρας της και υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας, που δολοφονήθηκε το 1989, κατά την έναρξη μιας προεκλογικής συγκέντρωσης, στα σαράντα έξι του χρόνια.

Με έναν περίεργο τρόπο η ιστορία που αφηγείται η Ινγκριντ Μπετανκούρ κινείται κυκλικά. Οσα συνέβησαν στον πατέρα και στη μητέρα της βλέπουμε να συμβαίνουν στην ίδια και στον διπλωμάτη σύζυγό της, όσα έζησαν εκείνη και η αδελφή της ως παιδιά εκπατρισμένων γονιών, βλέπουμε να τα ζουν τώρα τα δικά της παιδιά, όσα διηγείται για μια κυβέρνηση, τα παρακολουθούμε και στην επόμενη. Ιδίως οι πρώτες εντυπώσεις της από τον πολιτικό βίο είναι αποκαλυπτικές. «Το 1986 είμαι άβγαλτη ακόμη» γράφει. «Παρατηρώ για πρώτη φορά τις πρακτικές των πολιτικών μας και καταλαβαίνω καλύτερα γιατί ο πατέρας μου δεν τους εμπιστεύεται». Επειτα, «αυτό που μου κάνει τώρα εντύπωση εδώ στην Κολομβία είναι πως οι βουλευτές παίρνουν διαρκώς και σχεδόν αυθαίρετα τον λόγο, χωρίς να έχουν γνώση των θεμάτων τους, απλώς και μόνο επειδή τους αρέσει να τραβάνε επάνω τους την προσοχή». Δεν μπορούν αυτοί οι βουλευτές να σταθούν στο ύψος των αναγκών της Κολομβίας! Το βιβλίο της Ινγκριντ Μπετανκούρ είναι γραμμένο με έντονη συγκίνηση και εσωτερικό κραδασμό: θέλει να μάθει όλος ο κόσμος ότι η χώρα της είναι κάτι περισσότερο από το βασίλειο των ναρκωτικών, της φτώχειας και της βίας.



ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

ΤΟ ΒΗΜΑ , 14-04-2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!