0
Your Καλαθι
Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου
Εφτά διαδρομές στο σύγχρονο Ηράκλειο
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Θυμάμαι πάει να πει αγαπώ!
…Κι εγώ αγάπησα τούτη την πόλη από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισαν τα μάτια μου. Επέλεξα να μείνω σ’ αυτήν σε πολύ νεαρή ηλικία. Τα χρόνια πέρασαν κι άκουγα συχνά άσχημα λόγια να της λένε. Κι ένιωθα πόνο μέσα μου, γιατί για μένα ήταν μια πόλη μαγική. Είχε εκείνο το κάστρο που σαν παιδί, κάθε που κατέβαινα με τον πατέρα μου στη «χώρα», ήθελα να περάσουμε για να το δω, γιατί πίστευα πως όλοι οι ήρωες των παραμυθιών κατοικούσαν εκεί μέσα. Πειρατές, βασιλιάδες, πριγκίπισσες, δράκοι και νεράιδες ξεπηδούσαν από τις επάλξεις ή τις πολεμίστρες του κάθε φορά, και ζωντάνευαν στην παιδική μου φαντασία. Κι έτσι, τού ’δωσα τ’ όνομα «Άρχοντας», κι ας το φωνάζαν όλοι Κούλε.
Σιγά-σιγά άρχισα να ανακαλύπτω τους κρυμμένους θησαυρούς τούτης της πόλης. Κάποιες φορές νόμιζα πως ζούσα μαζί της όλο το παρελθόν της. Άλλοτε γινόταν η Candia, κάποτε ο Χάνδακας, συχνά η Καντιγιέ, μα πάντα ήταν το Μεγάλο Κάστρο της ζωής μου. Ηράκλειο την αποκαλώ σπάνια, ίσως γιατί τ’ όνομα τούτο δεν ταιριάζει πολύ με τα παραμύθια μου. Κι όσο περνούσε ο καιρός, τόσο παθιαζόμουν με τα σοκάκια, τα ντουκιάνια, τους μαχαλάδες, τις Πύλες, τους προμαχώνες, τα παλιά αρχοντικά, τη Λεωφόρο της Πλάνης, τις εκκλησιές, τις κρήνες, τα χαμένα ανάκτορα, τις πλατείες και τις αγορές της. Ώρες πολλές περπάτησα και περπατώ πάνω στα τείχη της και νιώθω πως μόνον εκεί μπορώ σχεδόν να ακουμπήσω τον ουρανό. Πάντα σταματώ στον απέριττο τάφο του Καζαντζάκη να χαιρετίσω, να προσκυνήσω έναν γήινο για μένα θεό. Και σχεδόν καθημερινά, πολλά χρόνια μετρούν πια για αυτό, με το ποδήλατό μου τριγυρνώ και ψάχνω τα όμορφα σημεία της, την Ιστορία, που έχει αφήσει παντού τα ανεξίτηλα σημάδια της. Γίνομαι ένα με τις πέτρες, με τα μνημεία, νομίζω πως ακούω συχνά φωνές και μιλιές ανθρώπων που έζησαν πολύ πριν από μένα στα σπλάχνα της. Κι όλα ξεκινούν από το μικρό ενετικό λιμάνι, την πρώτη μου καλημέρα κάθε πρωί στο Φρούριο της Θάλασσας.
Κι έτσι άρχισα λίγο-λίγο να γράφω όλα τούτα που παίδευαν την ψυχή και το μυαλό. Εικόνες τού χθες ανακατεμένες με το σήμερα. Κατάλαβα πως ήταν μόνο δική μου δουλειά να μάθω στον γιο μου όσα ποτέ δεν θα του έλεγαν στο σχολείο για την πόλη του, τις γειτονιές, τα κτίρια, την ιστορία της, τα πολύτιμα κομμάτια της. Κι έφτιαχνα μικρές ιστορίες, για να μην τον κουράσω με φλυαρίες και δύσκολα λόγια. Ύστερα τις διάβαζα και στη μάνα της καρδιάς μου, που μού ’λεγε πως ήμουνα τα μάτια της, γιατί η δική της η όραση είχε πια λιγοστέψει με τα χρόνια.
Σιγά-σιγά, κατόπιν, άρχισαν να δημοσιεύονται τούτα τα μικρά κείμενα στον ημερήσιο τύπο της πόλης, μαζί με φωτογραφίες που ’χα τραβήξει στις γειτονιές, τις πλατείες και τους δρόμους του Μεγάλου Κάστρου μας. Και συνέχιζα να γράφω, να φωτογραφίζω, να θυμούμαι, δηλαδή να αγαπώ ακόμα πιο πολύ τον τόπο που με φιλοξενεί όλα αυτά τα χρόνια.
Έτσι, παρέα πάντα με το ποδήλατό μου, γίνανε σχεδόν σαράντα οι ιστορίες μου – με σεβασμό απέραντο στους ανθρώπους που έγραψαν πριν από μένα για όλα όσα θα βρείτε μέσα στα κείμενα μου. Με δουλειά και έρευνα πολλών χρόνων, χωρίς να θεωρώ τον εαυτό μου ερευνητή, ιστορικό ή δημοσιογράφο, μελέτησα, έγραψα και δημιούργησα όλα τούτα τα χρονογραφήματα. Κάθε μέρα μια διαδρομή με το ποδήλατο, κάθε μέρα μια καινούργια πινελιά στις ιστορίες μου. Επτά ολόκληρα χρόνια έγραφα, έσβηνα, διόρθωνα, κατέβαινα χαράματα στα σοκάκια και τις γειτονιές έχοντας τα μάτια μου ορθάνοιχτα, τ’ αυτιά μου σε ετοιμότητα και την ψυχή έτοιμη να δεχτεί εικόνες και θύμησες. Επτά κι οι διαδρομές που σχηματίζουν τούτες οι γραφές. Συνομίλησα με πολλούς ανθρώπους που μού ’παν μικρές ιστορίες κι ένιωσα να ζωντανεύουν όλοι όσοι ζήσανε κάποτε εδώ, να μου μιλούν, να γελούν, να μαλώνουν, να φεύγουν… Το λιμάνι ήταν για μένα σταθμός και τόπος έμπνευσης, περισυλλογής. Η ανατολή του ήλιου κάθε μέρα σύντροφός μου να μου δίνει έναυσμα και χρώμα να «ζωγραφίζω» τις ιστορίες μου.
Για τους ανθρώπους της πόλης μου –κατοίκους και επισκέπτες– τα έκανα τούτα τα κείμενα βιβλίο. Για να μάθουν, να ψάξουν, να συνειδητοποιήσουν πως η πόλη μας έχει πολλές όμορφες γωνιές και πως η κάθε πέτρα της κρύβει έναν πολύτιμο θησαυρό. Είναι ποτισμένη με πολύ αίμα· είναι περήφανη σαν τους λέοντες που σμίλεψαν κάποτε οι Ενετοί σε όλα τους τα μνημεία· έχει μυρωδιές που δεν φεύγουν όσο κι αν φυσήξουν οι άνεμοι ή περάσουν τα χρόνια – αρκεί να θέλουν τα παιδιά της να τις μυρίσουν. Έχει, και τί δεν έχει! μέσα στις εκκλησιές της, τις κρήνες της, τις Πύλες της, μέσα στα σπλάχνα της, σε κάθε σημείο που το προσπερνούν σχεδόν αδιάφορα…
Ήταν και μια υπόσχεση τούτες οι γραφές, όπως είπα και πιο πάνω, στη μάνα μου τη δεύτερη, τη Μαρίκα Δοκιμάκη. Το τελευταίο κείμενο της το διάβασα λίγες μέρες πριν αφήσει την επίγεια ζωή της.
Και νά τα, μάνα, όπως σου το ΄πα! Είναι πια τυπωμένα στο χαρτί αφιερωμένα στη μνήμη σου, στις θύμησες, στις ιστορίες, στην πόλη που κάποιοι από μας αγαπάμε πολύ!
Άλλωστε είπαμε, θυμάμαι θα πει αγαπώ!
Ευχαριστώ όλους όσους με βοήθησαν λέγοντάς μου έστω και μια μικρή μόνο φράση. Ήταν πολύτιμη για μένα!
Ευχαριστώ τον Γιάννη Τσιγκένη για την φωτογραφία του που μπήκε στο εξώφυλλο.
Μα το πιο μεγάλο ευχαριστώ το κρατώ για την εφημερίδα Πατρίς, που δημοσίευσε πολλά από τα κείμενά μου πριν ακόμα σκεφτώ να γίνουν βιβλίο, και την Τασούλα Μαρκομιχελάκη, τη «δασκάλα» μου.
Χωρίς αυτήν τούτο το βιβλίο δεν θα υπήρχε ποτέ!
…Κι εγώ αγάπησα τούτη την πόλη από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισαν τα μάτια μου. Επέλεξα να μείνω σ’ αυτήν σε πολύ νεαρή ηλικία. Τα χρόνια πέρασαν κι άκουγα συχνά άσχημα λόγια να της λένε. Κι ένιωθα πόνο μέσα μου, γιατί για μένα ήταν μια πόλη μαγική. Είχε εκείνο το κάστρο που σαν παιδί, κάθε που κατέβαινα με τον πατέρα μου στη «χώρα», ήθελα να περάσουμε για να το δω, γιατί πίστευα πως όλοι οι ήρωες των παραμυθιών κατοικούσαν εκεί μέσα. Πειρατές, βασιλιάδες, πριγκίπισσες, δράκοι και νεράιδες ξεπηδούσαν από τις επάλξεις ή τις πολεμίστρες του κάθε φορά, και ζωντάνευαν στην παιδική μου φαντασία. Κι έτσι, τού ’δωσα τ’ όνομα «Άρχοντας», κι ας το φωνάζαν όλοι Κούλε.
Σιγά-σιγά άρχισα να ανακαλύπτω τους κρυμμένους θησαυρούς τούτης της πόλης. Κάποιες φορές νόμιζα πως ζούσα μαζί της όλο το παρελθόν της. Άλλοτε γινόταν η Candia, κάποτε ο Χάνδακας, συχνά η Καντιγιέ, μα πάντα ήταν το Μεγάλο Κάστρο της ζωής μου. Ηράκλειο την αποκαλώ σπάνια, ίσως γιατί τ’ όνομα τούτο δεν ταιριάζει πολύ με τα παραμύθια μου. Κι όσο περνούσε ο καιρός, τόσο παθιαζόμουν με τα σοκάκια, τα ντουκιάνια, τους μαχαλάδες, τις Πύλες, τους προμαχώνες, τα παλιά αρχοντικά, τη Λεωφόρο της Πλάνης, τις εκκλησιές, τις κρήνες, τα χαμένα ανάκτορα, τις πλατείες και τις αγορές της. Ώρες πολλές περπάτησα και περπατώ πάνω στα τείχη της και νιώθω πως μόνον εκεί μπορώ σχεδόν να ακουμπήσω τον ουρανό. Πάντα σταματώ στον απέριττο τάφο του Καζαντζάκη να χαιρετίσω, να προσκυνήσω έναν γήινο για μένα θεό. Και σχεδόν καθημερινά, πολλά χρόνια μετρούν πια για αυτό, με το ποδήλατό μου τριγυρνώ και ψάχνω τα όμορφα σημεία της, την Ιστορία, που έχει αφήσει παντού τα ανεξίτηλα σημάδια της. Γίνομαι ένα με τις πέτρες, με τα μνημεία, νομίζω πως ακούω συχνά φωνές και μιλιές ανθρώπων που έζησαν πολύ πριν από μένα στα σπλάχνα της. Κι όλα ξεκινούν από το μικρό ενετικό λιμάνι, την πρώτη μου καλημέρα κάθε πρωί στο Φρούριο της Θάλασσας.
Κι έτσι άρχισα λίγο-λίγο να γράφω όλα τούτα που παίδευαν την ψυχή και το μυαλό. Εικόνες τού χθες ανακατεμένες με το σήμερα. Κατάλαβα πως ήταν μόνο δική μου δουλειά να μάθω στον γιο μου όσα ποτέ δεν θα του έλεγαν στο σχολείο για την πόλη του, τις γειτονιές, τα κτίρια, την ιστορία της, τα πολύτιμα κομμάτια της. Κι έφτιαχνα μικρές ιστορίες, για να μην τον κουράσω με φλυαρίες και δύσκολα λόγια. Ύστερα τις διάβαζα και στη μάνα της καρδιάς μου, που μού ’λεγε πως ήμουνα τα μάτια της, γιατί η δική της η όραση είχε πια λιγοστέψει με τα χρόνια.
Σιγά-σιγά, κατόπιν, άρχισαν να δημοσιεύονται τούτα τα μικρά κείμενα στον ημερήσιο τύπο της πόλης, μαζί με φωτογραφίες που ’χα τραβήξει στις γειτονιές, τις πλατείες και τους δρόμους του Μεγάλου Κάστρου μας. Και συνέχιζα να γράφω, να φωτογραφίζω, να θυμούμαι, δηλαδή να αγαπώ ακόμα πιο πολύ τον τόπο που με φιλοξενεί όλα αυτά τα χρόνια.
Έτσι, παρέα πάντα με το ποδήλατό μου, γίνανε σχεδόν σαράντα οι ιστορίες μου – με σεβασμό απέραντο στους ανθρώπους που έγραψαν πριν από μένα για όλα όσα θα βρείτε μέσα στα κείμενα μου. Με δουλειά και έρευνα πολλών χρόνων, χωρίς να θεωρώ τον εαυτό μου ερευνητή, ιστορικό ή δημοσιογράφο, μελέτησα, έγραψα και δημιούργησα όλα τούτα τα χρονογραφήματα. Κάθε μέρα μια διαδρομή με το ποδήλατο, κάθε μέρα μια καινούργια πινελιά στις ιστορίες μου. Επτά ολόκληρα χρόνια έγραφα, έσβηνα, διόρθωνα, κατέβαινα χαράματα στα σοκάκια και τις γειτονιές έχοντας τα μάτια μου ορθάνοιχτα, τ’ αυτιά μου σε ετοιμότητα και την ψυχή έτοιμη να δεχτεί εικόνες και θύμησες. Επτά κι οι διαδρομές που σχηματίζουν τούτες οι γραφές. Συνομίλησα με πολλούς ανθρώπους που μού ’παν μικρές ιστορίες κι ένιωσα να ζωντανεύουν όλοι όσοι ζήσανε κάποτε εδώ, να μου μιλούν, να γελούν, να μαλώνουν, να φεύγουν… Το λιμάνι ήταν για μένα σταθμός και τόπος έμπνευσης, περισυλλογής. Η ανατολή του ήλιου κάθε μέρα σύντροφός μου να μου δίνει έναυσμα και χρώμα να «ζωγραφίζω» τις ιστορίες μου.
Για τους ανθρώπους της πόλης μου –κατοίκους και επισκέπτες– τα έκανα τούτα τα κείμενα βιβλίο. Για να μάθουν, να ψάξουν, να συνειδητοποιήσουν πως η πόλη μας έχει πολλές όμορφες γωνιές και πως η κάθε πέτρα της κρύβει έναν πολύτιμο θησαυρό. Είναι ποτισμένη με πολύ αίμα· είναι περήφανη σαν τους λέοντες που σμίλεψαν κάποτε οι Ενετοί σε όλα τους τα μνημεία· έχει μυρωδιές που δεν φεύγουν όσο κι αν φυσήξουν οι άνεμοι ή περάσουν τα χρόνια – αρκεί να θέλουν τα παιδιά της να τις μυρίσουν. Έχει, και τί δεν έχει! μέσα στις εκκλησιές της, τις κρήνες της, τις Πύλες της, μέσα στα σπλάχνα της, σε κάθε σημείο που το προσπερνούν σχεδόν αδιάφορα…
Ήταν και μια υπόσχεση τούτες οι γραφές, όπως είπα και πιο πάνω, στη μάνα μου τη δεύτερη, τη Μαρίκα Δοκιμάκη. Το τελευταίο κείμενο της το διάβασα λίγες μέρες πριν αφήσει την επίγεια ζωή της.
Και νά τα, μάνα, όπως σου το ΄πα! Είναι πια τυπωμένα στο χαρτί αφιερωμένα στη μνήμη σου, στις θύμησες, στις ιστορίες, στην πόλη που κάποιοι από μας αγαπάμε πολύ!
Άλλωστε είπαμε, θυμάμαι θα πει αγαπώ!
Ευχαριστώ όλους όσους με βοήθησαν λέγοντάς μου έστω και μια μικρή μόνο φράση. Ήταν πολύτιμη για μένα!
Ευχαριστώ τον Γιάννη Τσιγκένη για την φωτογραφία του που μπήκε στο εξώφυλλο.
Μα το πιο μεγάλο ευχαριστώ το κρατώ για την εφημερίδα Πατρίς, που δημοσίευσε πολλά από τα κείμενά μου πριν ακόμα σκεφτώ να γίνουν βιβλίο, και την Τασούλα Μαρκομιχελάκη, τη «δασκάλα» μου.
Χωρίς αυτήν τούτο το βιβλίο δεν θα υπήρχε ποτέ!
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις