0
Your Καλαθι
Ανθολογία της αρχαίας ελληνικής ερωτικής λογοτεχνίας
Τόμ. Β΄. Πεζογραφία
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
[...]Αντικείμενο αυτού του συλλογικού τόμου αποτελούν οι σχέσεις της ησιόδειας ποίησης με την αντίστοιχη λογοτεχνική παράδοση των ανατολικών πολιτισμών, η εικόνα του ποιητή και το είδος της ποίησης που αυτός υπηρετεί, η αναζήτηση της συνοχής ενός πολυπρισματικού ποιήματος όπως το Έργα και Ημέραι, το φιλοσοφικό υπόβαθρο της ησιόδειας δημιουργίας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ποια η σχέση του Ησίοδου με τη λογοτεχνική παράδοση της Εγγύς Ανατολής; Ποια τα κύρια ζητήματα ποιητικής στο ησιόδειο corpus και ποιο είναι τελικά το πρόσωπο του δημιουργού του; Πόσο συστηματική και συνεπής είναι η σκέψη του βοιωτού ποιητή και πώς σχετίζεται με τη δομή των ποιημάτων του; Ποια, τέλος, είναι τα «φιλοσοφικά» ρεύματα που διατρέχουν τα ησιόδεια ποιήματα καθώς ισορροπούν ανάμεσα στον κληροδοτημένο μύθον και στον αναδυόμενο λόγον; Αυτά είναι τα θεμελιώδη ερωτήματα των ησιόδειων σπουδών, στην απάντηση των οποίων οι τέσσερις συγγραφείς του παρόντος τόμου αφιερώνουν ισάριθμα κεφάλαια, το καθένα στο μέγεθος μιας μονογραφίας. Και πρέπει να τονίσουμε εξαρχής ότι τα αποτελέσματα αυτής της συλλογικής προσπάθειας δείχνουν πως οι νεότεροι έλληνες κλασικοί φιλόλογοι σε τίποτε δεν έχουν να ζηλέψουν ούτε τους παλαιότερους ούτε τους ξένους συναδέλφους τους. Με βαθιά γνώση κειμένων και βιβλιογραφίας φωτίζουν μεγάλες περιοχές της ησιόδειας ποίησης και καλύπτουν ένα υπαρκτό κενό όχι μόνο της εγχώριας, αλλά και της διεθνούς φιλολογίας. Στην Ελλάδα ο Ησίοδος είναι σχετικά άγνωστος, καθώς οι ομηρικές σπουδές είχαν πάντα προτεραιότητα. Ωστόσο ο βοιωτός ποιητής συγκροτεί από μόνος του ένα ιδιοφυές ποιητικό σύμπαν, πέρα του γεγονότος ότι, σύμφωνα με την παράδοση, κέρδισε σε ποιητικό διαγωνισμό τον ίδιο τον Ομηρο! Ελπίζουμε πως ο παρών τόμος θα βοηθήσει να γίνει γνωστότερος.
Θεογονική λογοτεχνία
Γνωρίζουμε ότι ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. έχει διαμορφωθεί στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής μια ισχυρή λογοτεχνία θεογονικής κυρίως και διδακτικής φύσεως. Η δημιουργία των θεών, οι συγκρούσεις των παλαιότερων με τους νεότερους, η επικράτηση του ισχυρότερου (συνήθως επικρατεί ο θεός του καιρού), οι κατακλυσμοί, η ανθρωπογονία, οι σχέσεις θεών και ανθρώπων είναι ορισμένα θέματα της θεογονικής ποίησης. Συμβουλές και παραινέσεις για έναν κοινωνικά ορθό και δίκαιο βίο, οδηγίες για την εργασία και τα επαγγέλματα αποτελούν το περιεχόμενο της διδακτικής. Ο Ν. Μπεζαντάκος (1ο κεφ.) διερευνά με παραδειγματική ακρίβεια και γνώση την «πρωταρχική συγγένεια» που υπάρχει ανάμεσα στον Ησίοδο και στα κείμενα της Ανατολής. Αναδεικνύει τις ομοιότητες και τις διαφορές για να γίνει σαφές ότι σε καμία περίπτωση ο Ησίοδος δεν «ταυτίζεται» με τα ανατολικά κείμενα και θέματα. Τουναντίον προβαίνει εξαρχής σε μια προσωπική σύνθεση όλων αυτών των στοιχείων τα οποία συνιστούσαν κάποτε μια πανάρχαια ενωμένη μεσογειακή λογοτεχνία. Ακριβώς εδώ έγκειται, όπως πιστεύουμε, η κύρια συμβολή του συγγραφέα. Στο ότι διερευνά συνετά και χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα τον τελικό «εξελληνισμό» αυτών των στοιχείων από τον ποιητή και δείχνει πώς αυτή η «στοχαστική» προσαρμογή τους λειτουργεί μέσα στο αρχαϊκό θεολογικό και κοινωνικό σύστημα.
Ο Χ. Τσαγγάλης (2ο κεφ.) στηριζόμενος σε σύγχρονες λογοτεχνικές θεωρίες (αφηγηματολογία, προφορικότητα, κειμενικότητα κ.ά.) ερευνά σε τρεις ενότητες ζητήματα Ποίησης και Ποιητικής στη Θεογονία και στα Εργα και Ημέρες (ΕΗ) και για να αποκωδικοποιήσει θέματα σχετικά με τη σύσταση του ησιόδειου corpus και, παράλληλα, για να αναζητήσει ανάμεσα σε ποικίλα ποιητικά προσωπεία το «πραγματικό» πρόσωπο του δημιουργού που αποκαλείται συνήθως «Ησίοδος». Ετσι, εκτός των άλλων, αναφέρεται στη σχέση του Ησίοδου (ή των «Ησίοδων») με τις επικές συμβάσεις και την προφορικότητα, εξετάζει το προοίμιο της Θεογονίας - όπου η συνάντηση του ποιητή με τις Μούσες και το θέμα του ποιητικού χρίσματος -, και συζητεί την υπόσταση του λεγόμενου «δευτερο-Ησίοδου», ενός αφηγητή-ειδώλου που, μέσα από την αφήγησή του, αντανακλάται στο ποίημα. Τέλος, αναλύεται το «αίνιγμα» των ΕΗ σχετικά με τη συνοχή και τη μεταφορική ερμηνεία του Ποιήματος. Και όπως πάντα, έτσι και εδώ αποδεικνύεται πως καμία θεωρία δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ενδελεχή ανάλυση του κειμένου. Το κείμενο των ΕΗ δείχνει και με ποιον τρόπο έχει εξυφανθεί το ποίημα και πώς αυτός ο πυκνός ιστός ποικίλων διακειμενικών και ενδοκειμενικών παραπομπών μπορεί και συνδέει σε μια ενότητα το ανιστορούμενο μυθικό υλικό, την ίδια την αφήγησή του αλλά και την επινόηση της πρέπουσας ποιητικής.
Το ερώτημα από όπου αφορμάται η Φ. Μανακίδου (3ο κεφ.), ερώτημα που «ταλαιπώρησε» τον Ησίοδο στον 19ο αλλά και στον 20ό, είναι αν υπάρχει ενότητα και ορατό σχέδιο στα ησιόδεια ποιήματα και ειδικά στα ΕΗ που, εκτός των άλλων, έχουν χαρακτηρισθεί «αριστουργήματα μιας συρραπτικής ποίησης». Η απάντηση (και δεν φαντάζομαι να υπάρχει άλλη) είναι πως αυτό το δύσκολο όντως και φαινομενικά «ασπόνδυλο» ποίημα συνιστά ένα «κλειστό σύμπαν» με δική του λογική και σχέδιο, το οποίο, προφανώς, καθορίζεται από την ανέλιξη του θέματός του. «Διαβάζοντας» το θέμα, βρίσκουμε το σχέδιο. Η ανάγνωση που επιχειρεί η συγγραφέας (αφού προηγουμένως προβεί σε μια πολύτιμη ανασκόπηση παλαιότερων αναγνώσεων) είναι απλή και «φυσική». Το ησιόδειο κείμενο, ως από την ίδια τη διδακτική φύση του, είναι απλό και λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Ο ποιητής πιστεύει στη διαλεκτική, όχι στην αντιθετική, συνύπαρξη του καλού και του κακού, και αυτή η πίστη προωθεί το θέμα και το ίδιο το κείμενο. Το ποίημα «στηρίζεται σε μια συνεχή εκκρεμή κίνηση από το θετικό στο αρνητικό και αντίστροφα», όχι επειδή έχει μητέρα την αντίφαση, αλλά επειδή προβάλλει την πραγματικότητα. Δεν είναι ούτε αισιόδοξο ούτε απαισιόδοξο. Είναι η ίδια η πραγματιστική θεώρηση του κόσμου. Και αυτό αποτελεί κιόλας ένα ευδιάκριτο σχέδιο.
Προ-φιλοσοφική σκέψη
Αν εξαιρέσουμε το μέτρο, ο Ομηρος και ο Εμπεδοκλής δεν έχουν τίποτε κοινό. Ο πρώτος πρέπει να αποκαλείται ποιητής, ο δεύτερος μάλλον φυσιολόγος παρά ποιητής. Αυτός ο αριστοτελικός διαχωρισμός ποίησης και φιλοσοφίας είναι σαφής, αλλά εκείνο το «μάλλον» αφήνει περιθώρια. Ειδικά στην περίπτωση του Ησίοδου τα σπέρματα μιας προ-φιλοσοφικής σκέψης είναι ευδιάκριτα. Και αν ο ορισμός του ποιητικού αιτίου, δηλαδή της πρώτης αρχής της ύλης, είναι ένα καίριο συστατικό της προσωκρατικής φιλοσοφίας, τότε η μελέτη του Σ. Ράγκου «Ησίοδος και Φιλοσοφία» (4ο κεφ.) όχι μόνο είναι πέρα για πέρα νόμιμη, αλλά και ιδιαιτέρως χρήσιμη. Για τον Ησίοδο, ο Ερως, λ.χ., δεν είναι απλώς μια μυθοποιημένη μορφή, είναι το αρχικό κινούν του Κόσμου, το αίτιο που σχηματίζει και μετασχηματίζει αενάως την ύλη. Στα τρία μείζονα κεφάλαια της μελέτης του με επιδεξιότητα δείχνει πώς αναδύεται στα ησιόδεια έργα μια φιλοσοφία που «έχει απεκδυθεί τον μανδύα του τελετουργικού μύθου [...] και έχει αναλάβει ένδυμα αφηρημένο και καθολικό» και ποια η ιστορική σχέση ανάμεσα στην ησιόδεια «φιλοσοφία» και στη μεταγενέστερη ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης. Πώς, τέλος, οι ίδιοι οι συγγραφείς, της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου, ανέγνωσαν αναδρομικά τα ησιόδεια έπη και ποιες ερμηνείες τούς απέδωσαν.
Δεν χρειάζεται να πούμε πόσο σχηματικά παρουσιάσαμε τις θέσεις των τεσσάρων συγγραφέων. Φάνηκε ωστόσο, όπως ελπίζουμε, πόσο ενδιαφέρων και πολύτιμος για τις κλασικές σπουδές στην Ελλάδα είναι αυτός ο τόμος. Ο αναγνώστης, ειδικός και μη, θα αμειφθεί πολλαπλώς. Επειδή δεν θα προσλάβει μόνο ένα τεράστιο ποσόν αρχαιογνωσίας καθώς θα του γίνεται οικειότερος ο ποιητής-βοσκός της Βοιωτίας, θα χαίρεται και τον τρόπο με τον οποίο πραγματεύονται τα θέματά τους οι τέσσερις. Προφανώς απομένει να αναζητηθεί και να μελετηθεί το ίδιο το ησιόδειο κείμενο. Και για όσους έχουν τη δυνατότητα να καταφεύγουν στο πρωτότυπο, δεν υπάρχει πρόβλημα. Οι νεοελληνικές μεταφράσεις του Ησίοδου όμως (όπως άλλωστε και του μεγαλύτερου μέρους της αρχαίας ελληνικής ποίησης) εξακολουθούν να φέρουν το στίγμα ενός ανενεργού και παραμορφωτικού «ποιητικού» τρόπου.
Γιώργης Γιατρομανωλάκης (καθηγητής)
Το ΒΗΜΑ, 08/10/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις