0
Your Καλαθι
Ιστορίες για αραχνιασμένα κρανία ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Ο «καταραμένος Αίσωπος» ξαναχτυπά!
Φτιαγμένος, θαρρείς, από κάποια χαμένη αντι-ύλη του Αισώπου, ο διαβολικός αυτός παραμυθάς του 19ου αιώνα αλέθει ξανά στον συγγραφικό του μύλο τον θάνατο και την εκδίκηση, την απληστία και τη ματαιοδοξία, την αφέλεια και την πίστη, και μας παραδίδει ένα αιρετικό ανάγνωσμα γεμάτο καταραμένα διδάγματα για τις ανθρώπινες αδυναμίες και τα θανάσιμα αμαρτήματα.
Από τους «Μύθους του Ζαμπρί» (1874)
στις «Ιστορίες για αραχνιασμένα κρανία» (2006)
Μεταξύ 1872 και 1875 ο Άμπροουζ Μπηρς ζει στο Λονδίνο και εργάζεται στην εβδομαδιαία περιοδική επιθεώρηση London Fun.
Γράφει μια στήλη, στην οποία, όπως διαδίδει, φιλοξενεί τους μύθους κάποιου Πέρση σοφού ονόματι Ζαμπρί. Τιτλοφορεί έτσι τις παραβολές του «The Fables of Zambri» και ο ίδιος καμώνεται απλώς τον ταπεινό μεταφραστή, υπογράφοντας με το ψευδώνυμο Dod Grile.
Το απαιτητικό βρετανικό κοινό υποδέχεται με θέρμη τους μύθους και αρχίζει ν’ απολαμβάνει το σατανικό χιούμορ του συγγραφέα. Τα εν λόγω δημοσιεύματα θα γίνουν τελικά η πρώτη ύλη για το «Cobwebs From An Empty Skull» (Ιστοί αράχνης από μια νεκροκεφαλή), βιβλίο το οποίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1874, στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη παράλληλα. Ήταν το βιβλίο που καθιέρωσε τον Μπηρς ως «Bitter (πικρόχολο) Bierce».
Η ελληνική έκδοση αποτελεί μέρος του βιβλίου εκείνου, είναι όμως εμπλουτισμένη με σημειώσεις και χρήσιμο ευρετήριο εννοιών.
Και τι δεν σκαρώνει ο Μπηρς για να στήσει τις σκοτεινές του ιστορίες: Άψυχα αντικείμενα που άλλοτε σπάνε ξαφνικά τη σιωπή τους κι άλλοτε παραμένουν βουβά στοιχεία διάφορων κωμικοτραγικών καταστάσεων, ανατρεπτικά φλεγματικούς διαλόγους μεταξύ ανθρώπων και θηλαστικών, αναπάντεχες καταστάσεις ανάμεσα σε ερπετά, πτηνά και άλλα εξέχοντα μέλη της ιχθυοπανίδας.
Ο συνεκτικός ιστός των ιστοριών αυτών –ισχνός πλην επικίνδυνος σαν της αράχνης– ξεκινά από το μυαλό του Μπηρς και ενώνει την κυνική φιλοσοφία με τα καθημερινά πάθη των ανθρώπων.
Αποσπάσματα απο το βιβλίο
ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΕ να περάσει έναν φράκτη. Τον είδε, λοιπόν, ένας παρακείμενος ταύρος και, σπεύδοντας προς βοήθειά του, τον άρπαξε με τα κέρατά του και τον πέταξε από την άλλη πλευρά του αγρού. Ύστερα, βλέποντας τον ευεργετημένο να συνεχίζει τον δρόμο του δίχως ούτε ένα ευχαριστώ, του φώναξε: «Παρακαλώ, παρακαλώ. Καθήκον μου!» «Φυσικά εγώ έχω διαφορετική άποψη», του απάντησε ο άνθρωπος. «Κρατήστε, λοιπόν, τις ευχαριστίες σας μέχρι να μπορώ πραγματικά
να σας εκφράσω την ευαρέσκειά μου. Επί του παρόντος,
δεν ζήτησα τη βοήθειά σας».
«Εντούτοις», αντέτεινε ο ευεργέτης, «επιθυμούσατε να περάσετε τον φράκτη». «Εντούτοις», του αντιγύρισε ο άνθρωπος, «επιθυμούσα να περάσω τον φράκτη με τον τρόπο μου και όχι με τον δικό σας».
Ούτος ο μύθος δηλοί πως ενώ το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετράει,
κάτι είναι και το μέσο.
ΛΕΝΕ ΠΩΣ ΚΑΠΟΙΟΣ Τάταρος ιερέας, που ετοιμαζόταν να θυσιάσει ένα γουρούνι, είδε τα μάτια του θύματος δακρυσμένα. «Μπορείς να μου πεις τι σου συμβαίνει;» το ρώτησε.
«Κύριε», αποκρίθηκε το γουρούνι, «αν το μυαλό σας ήταν τόσο κοφτερό όσο το μαχαίρι σας, δεν θα με ρωτούσατε. Τέλος πάντων, δεν χάνω τίποτε να σας πω. Κλαίω επειδή ξέρω πως δεν θα με μαγειρέψετε σωστά». «Α», συλλογίστηκε ο ιερέας, που θυσίαζε πρώτη φορά γουρούνι, «όλοι το ίδιο είμαστε. Όλους μάς τρομάζει το άσχημο μαγείρεμα. Ο θάνατος από μόνος του δεν είναι τίποτε το φοβερό»
Από την παραπάνω ιστορία μαθαίνουμε πως ακόμη και οι ιερείς πολλές φορές δεν γνωρίζουν παρά μόνο τη μισή αλήθεια.
ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ ΠΟΥ πετάχτηκε απ’ το χωράφι την ώρα του οργώματος
και βρέθηκε κοντά στο ντουβάρι του αγροτόσπιτου είχε όρεξη
για κουβέντα και είπε:
«Η αρετή, η οποία αντιβαίνει προς την κακία, ενθαρρύνεται ιδιαιτέρως από την απουσία πειρασμών!» Το ντουβάρι αιφνιδιάστηκε και, καθώς δεν είχε πρόχειρο κανένα ρητό, παρέμεινε βουβό.
Από τότε αποκτήσαμε τη συνήθεια να ονομάζουμε όλους
τους ηλιθίους «ντουβάρια».
«ΜΙΣΩ ΤΑ ΦΙΔΙΑ που χαρίζουν τα χάδια τους μεροληπτικά, από προσωπικό συμφέρον ή κάνοντας ιδιότροπες διακρίσεις», καυχήθηκε ένας βόας σφιγκτήρας. «Η δική μου φιλοστοργία είναι απεριόριστη. Αγκαλιάζει όλα τα έμψυχα όντα. Είμαι οικουμενικό ερπετό. Στις σπείρες μου υπάρχει χώρος για όλα τα πλάσματα. Φιλοξενία για όλους: ανθρώπους και ζώα».
«Ένα χάδι σου θα μου έδινε μεγάλη χαρά», είπε μειλίχια ένας σκαντζόχοιρος. «Πάει πολύς καιρός που δεν έχω νιώσει τη ζεστή αγκαλιά».
Καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, φώλιασε αναπαυτικά και με εμπιστοσύνη στην αγκαλιά αυτού του μεγαλόκαρδου φιλόξενου ερπετού, που έσπευσε αμέσως να το βάλει στα... πόδια!
Η απεριόριστη φιλανθρωπία μπορεί να είναι απαλλαγμένη από προκαταλήψεις. Όπως κι να είναι όμως, πάντα έχει τις προτιμήσεις της.
ΜΙΑ ΚΑΜΗΛΟΠΑΡΔΑΛΗ, ΚΑΘΩΣ βάδιζε, πάτησε την ουρά ενός κανίς,
κι εκείνο έπεσε με τυφλή οργή πάνω στο πόδι-καταπατητή,
και πάλεψε μαζί του παλληκαρίσια.
«Ε μικρέ!» είπε η καμηλοπάρδαλη, κοιτάζοντας κάτω. «Τι κάνεις εκεί;»
«Παλεύω!» ήταν η περήφανη απάντηση.
«Όμως δεν νομίζω να σε αφορά αυτό».
«Ω, δεν έχω καμιά επιθυμία ν’ ανακατευτώ», είπε η καλόγνωμη καμηλοπάρδαλη. «Δεν παίρνω ποτέ το μέρος κάποιου σε χερσαίες συγκρούσεις. Όμως επειδή αυτό είναι το πόδι μου, νομίζω... »
«Ε!» φώναξε το κανίς, οπισθοχωρώντας και κοιτάζοντας προς τα πάνω, σκιάζοντας με το πόδι του τα μάτια του. «Μη μου πεις! Μα τον Ιώβ, είναι γεγονός! Λοιπόν, αυτό με ξεπερνάει: ένα ζώο με τόσο τεράστιο μήκος, με τόσο παράλογο μάκρος όπως αυτό, δεν θα το πίστευα! Φυσικά δεν μπορώ να μαλώσω με κάποιον που δεν κατοικεί εδώ. Αλλά γιατί δεν έχεις έναν τοπικό αντιπρόσωπο στο έδαφος;»
Η απάντηση ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, η σοφότερη που δόθηκε
ποτέ, όμως δεν έφτασε σ’ αυτή τη γενιά. Είχε τόσο μεγάλη απόσταση
να διανύσει.
Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ ΕΙΔΕ τη γάτα να έρχεται καταπάνω του και,
καταλαβαίνοντας πως δεν υπήρχε περίπτωση να της ξεφύγει,
την πλησίασε πρώτος και της είπε θαρρετά:
«Κυρία μου, μόλις πήρα μιαν εξαιρετική δόση ισχυρότατου δηλητηρίου
και, ακολουθώντας τις οδηγίες που αναγράφονταν στη συσκευασία,
βγήκα από τη φωλιά μου για να πεθάνω.
Έχετε την καλοσύνη να με οδηγήσετε σ’ ένα μέρος όπου το πτώμα μου
θα φαίνεται πως θα είναι επικίνδυνο;»
«Αφού είσαι τόσο άρρωστος», αποκρίθηκε η γάτα, «θα σε πάω
σ’ ένα πολύ ταιριαστό μέρος».
Τον άρπαξε, λοιπόν, απ’ τον σβέρκο με το στόμα της κι απομακρύνθηκε. Αυτό δεν το περίμενε ο ποντικός και τσίριξε από τον πόνο. «Βρε!» είπε η γάτα. «Ένα ποντίκι που ξέρει πως του απομένουν μερικά λεπτά ζωής δεν θα έδινε σημασία σε λίγο πόνο. Δεν νομίζω, καλέ μου φίλε, πως κινδυνεύουμε αμφότεροι από το δηλητήριο που πήρες».
Κι έτσι τον κολάτσισε.
Αν αυτός ο μύθος δεν μας διδάσκει πως ένα ποντίκι δεν έχει να κερδίσει τίποτε λέγοντας ψέματα, τότε τι μας διδάσκει;
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις