0
Your Καλαθι
Γιώργος Σεφέρης - Περιμένοντας τον Άγγελο ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
1%
1%
Περιγραφή
«Αισθάνομαι κάποιο δέος παρουσιάζοντας τη βιογραφία αυτή στο ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό. Ο Γιώργος Σεφέρης στην Ελλάδα, και όσο ξέρω ανάμεσα στους απανταχού Έλληνες, έχει γίνει κοινό κτήμα όλων, επίσης και για πολλούς ο "εθνικός" πια ποιητής του 20ού αιώνα... Και τρέφω την ελπίδα ότι ο "βίος και πολιτεία" του Γιώργου Σεφέρη θα βοηθήσει να κάνει την ποίηση και τα άλλα κείμενά του πιο προσιτά σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Γιατί αυτό πιστεύω, και το πιστεύω ακράδαντα: ότι η "ισχυρή και ωραία φωνή" του Σεφέρη, όπως τη χαρακτήρισε ένας από τους πρώτους κριτικούς του βιβλίου αυτού, αξίζει ν' ακουστεί, και πρέπει ν' ακουστεί, στον καινούργιο αιώνα που μπήκαμε».
P.M.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Συμφωνώ με τα λεγόμενα του Μαρκ Τουέιν (αυτό άλλωστε υποστήριζε και ο Γιώργος Σεφέρης, ΓΣ) ότι «οι βιογραφίες δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα ρούχα και τα κουμπιά ενός ανθρώπου - η βιογραφία του ίδιου του ανθρώπου δεν μπορεί να γραφεί». Θα προσέθετα ότι ούτε την αυτοβιογραφία του μπορεί να γράψει κάποιος. 'H να το πω διαφορετικά: υπάρχουν πολλές βιογραφίες και πολλές αυτοβιογραφίες ενός και του αυτού προσώπου. Αυτό, υποθέτω, δηλώνει η ένδειξη «A Biοgraphy» στον αγγλικό τίτλο της παρούσας Βιογραφίας: ο επιμελής και εργατικός νεοελληνιστής Ρόντρικ Μπήτον (PM) μας δίνει «μια» Βιογραφία του ΓΣ, εντυπωσιακή ωστόσο σε όγκο και πληροφοριακό υλικό. Ετσι και αλλιώς, ο ίδιος ο ΓΣ μας προσφέρει πλήθος αυτοβιογραφικά στοιχεία τόσο στις Μέρες και στα πολιτικά ημερολόγια, κείμενα που συστήνουν από μόνα τους «μιαν» αυτοβιογραφία, όσο και στο μυθιστόρημα Εξι Νύχτες, στα δοκίμιά του, σε πολλά ποιήματα και προφανώς στα αναρίθμητα γράμματα, δημοσιευμένα και μη. Προσθέτουμε και το πλούσιο φωτογραφικό του έργο. Σε αντίθεση, ας πούμε, με τον Ελύτη ή τον Εμπειρίκο (που δεν κρατούν ημερολόγιο) ο ΓΣ είναι αρκετά ομιλητικός. Το ερώτημα είναι: «τι λέει;». H δική μου άποψη, που ενισχύεται από τη Βιογραφία, είναι ότι ο Σεφέρης μας λέει πάρα πολλά, όμως τα περισσότερα (και τα σπουδαιότερα, ίσως) λέγονται «κρυπτογραφικά». Το επίθετο «κρυπτογραφικά» χρησιμοποιεί ο Παλαμάς για να χαρακτηρίσει τα ποιήματα της Στροφής (παραπονούμενος μάλιστα ότι δεν διαθέτει τα κατάλληλα «κλειδιά»). H Βιογραφία επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο την «κρυπτική» (και κάποτε «μυστική» και «μυστικιστική») φύση του ΓΣ, που, ως γνωστόν, υπηρέτησε δύο χρόνια στην Κρυπτογραφική Υπηρεσία του τότε ΥΠΕΞ. Νομίζω ότι το κυριότερο χάρισμα της Βιογραφίας είναι ότι δοκιμάζει να αποκρυπτογραφήσει, σε πλήρη κλίμακα, την πολλαπλή «σκοτεινότητα» του ποιητή. Αυτό, τις περισσότερες φορές, στέφεται από εξαιρετική επιτυχία.
Ο δύσκολος Ελληνας
Ο PM συντάσσει τη Βιογραφία του στηριζόμενος σε ένα πλουσιότατο υλικό, δημοσιευμένο και αρχειακό (τα βιβλιογραφικά στοιχεία και οι σημειώσεις εκτείνονται σε 150 σελ.) που εκτίθεται χρονολογικά σε τρία Μέρη και 12 Κεφάλαια. Ωστόσο αποφεύγει, όσο μπορεί, να εμπλακεί προσωπικά στο υλικό ή να το υπερερμηνεύσει. Υπό την έννοια αυτή δεν «κατασκευάζει» κάποιον μύθο για τον Σεφέρη και ας μην κατηγορηθεί ότι κάνει αυτό που (όπως επαναλαμβάνεται τελευταία) έκανε ο Σεφέρης για τον Μακρυγιάννη! Σύμφωνα με τον συντάκτη της, ο πρώτος στόχος αυτής της «λογοτεχνικής βιογραφίας» βρίσκεται αλλού: να «επαναδαυλίσει» το ενδιαφέρον των ξένων αναγνωστών για τον Σεφέρη και να τους «προσανατολίσει» να αντιληφθούν τόσο τη διανοητική και ποιητική συνείδηση ενός «δύσκολου» έλληνα ποιητή όσο και την ίδια την περίπλοκη ιστορία του ελληνισμού τον 20ό αι. Βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτή την παράλληλη «ανάγνωση» της ζωής ενός ανθρώπου και της ιστορίας ενός λαού, πολύ περισσότερο μάλιστα καθώς η ιστορία της ζωής του ΓΣ είναι η ιστορία «μιας διχασμένης προσωπικότητας». Αν δεχθούμε ότι η ιστορία της Ελλάδας στον 20ό αι. (τουλάχιστον ως τον θάνατο του ΓΣ) χαρακτηρίζεται από διαρκείς «Διχασμούς», τότε αυτή η παραλληλία του ατομικού και του πολιτικοϊστορικού βίου μοιάζει γοητευτική. Ο Μπήτον παρακολουθεί τις δύο «βιογραφίες», ωστόσο δεν τις «πιέζει» να χωρέσουν σε κάποιο σχήμα.
Στον πατρικό κοιτώνα
H Βιογραφία, όπως είπα, στηρίζεται σε πληθώρα δεδομένων. Ισως, ορισμένα τουλάχιστον από αυτά, κάποιοι να τα βρουν περιττά. Μαθαίνουμε, λ.χ., ότι ο ΓΣ συχνά παραπονιόταν για το βάρος του, τα κιλά του δηλαδή, και πληροφορούμαστε την ακριβή σχεδόν στιγμή που συλλαμβάνεται στον πατρικό κοιτώνα. Προσωπικά ουδόλως ενοχλούμαι από όλα αυτά, όπως και από τα όποια (όχι πάντως ιδιαίτερα γαργαλιστικά) ροζ στοιχεία από την προσωπική ζωή του. Μια βιογραφία που δεν περιέχει και αυτά τα στοιχεία (ειδικά τα ερωτικά) δεν είναι απλώς βαρετή - είναι ψεύτικη. Αρκεί φυσικά όλα τα στοιχεία να βρίσκονται εκεί για κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Ειδικά τα τελευταία, τα ερωτικά, νομίζω ότι καθόλου δεν περιττεύουν. Αντίθετα φωτίζουν έντονα κάποτε το κύριο, το ποιητικό έργο του συνεχώς «διχασμένου» ανάμεσα σε δύο αφεντάδες Σεφέρη. Βλέπε, λ.χ., την τολμηρή και πειστική ανάλυση της Στέρνας. Αυτός ο συνεχής φωτισμός του βίου του Σεφέρη από το ποιητικό έργο και αντιστρόφως είναι, όπως ήδη υπαινίχθηκα, το κύριο προσόν αυτού του βιβλίου. H Βιογραφία (πολλές φορές) φωτίζει και την κατασκευή των ποιημάτων και τα ίδια τα ποιήματα και επιβεβαιώνει την άποψη ότι τα σεφερικά ποιήματα προκύπτουν από ένα πρωτογενές «ιστορικό» γεγονός, είναι μια άλλη, όσο και διαφορετική, «καταγραφή συμβάντων». Καθώς μάλιστα ο PM δεν μένει στα εύκολα, αποσιωπώντας τα δύσκολα, ο αναγνώστης πολλά έχει να μάθει. Βλέπε, λ.χ., τα όσα αναφέρονται (σελ. 253-259) στη θεωρούμενη «σκοτεινή» περίοδο του διπλωμάτη Σεφέρη, δηλαδή στην εποχή που υπηρετεί στο υφυπουργείο Τύπου επί Μεταξά.
Διχασμένη προσωπικότητα
Είναι προφανές ότι σε έναν περιορισμένο χώρο η Βιογραφία ούτε να παρουσιασθεί επαρκώς μπορεί, ούτε και ανάλογα να αποτιμηθεί. Μπορούμε όμως να ερωτήσουμε ποιο είναι τελικά το πρόσωπο του ΓΣ που προκύπτει ή αναδύεται μέσα από αυτό το βιβλίο. Με όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται μια «σούμα», η Βιογραφία προβάλλει (κυρίως) δύο πράγματα: το ένα το έχουμε ήδη υπαινιχθεί - είναι η ιστορία μιας «διχασμένης προσωπικότητας» μέσα σε μια διχασμένη και διχαστική πολιτεία. Να προσθέσουμε τους δύο Πολέμους, τη μικρασιατική τραγωδία και το κυπριακό πρόβλημα. H Βιογραφία εξιστορεί την πορεία του ΓΣ ανάμεσα σε Τούτο και σε Εκείνο και δείχνει την αναγκαστική συμβίωσή του με αυτό. Προφανώς δεν αναφέρομαι μόνο στους δύο αφεντάδες που από παιδί σχεδόν βρέθηκε αναγκασμένος να υπηρετήσει. Ο ΓΣ αποτελεί μια μοναδική περίπτωση ποιητή που προσπαθούσε συνεχώς να ισορροπήσει μέσα στις ποικίλες μορφές των προσωπικών διλημμάτων: ανάμεσα στην παράδοση και στον μοντερνισμό, στην εντοπιότητα (ελληνικότητα, αν θέλετε) και στη βαθιά ευρωπαϊκή του συνείδηση, στον εγγενή συντηρητισμό του και στον αναμφισβήτητο φιλελευθερισμό του, στην παγίδα της όποιας διαχρονικότητας και στο παρόν, στον «άλλο» κόσμο και σε τούτο τον κόσμο, σε αυτή τη γυναίκα και στην άλλη γυναίκα. Σε αυτήν την «κόλαση» και σε τούτο τον «παράδεισο». Πάντα με την αναμονή ενός αγγέλου, που άλλοτε ερχόταν και άλλοτε όχι.
H κατασκευή της εικόνας
Το δεύτερο που προκύπτει από τη Βιογραφία είναι ότι ο ΓΣ είχε (από νωρίς ως φαίνεται) την αίσθηση, τη συνείδηση μιας ανειλημμένης αποστολής που έπρεπε να τη φέρει σε πέρας. Ποια ήταν αυτή η αποστολή; Να γίνει αυτό-που-ήθελε-να-είναι. Του πήρε μια ζωή για να «κατασκευάσει» την εικόνα του, το πρόσωπό του, τον μύθο του. Με τρόπο όμως ιδιαιτέρως κρυπτικό. Εκτός από τον Καβάφη δεν γνωρίζω άλλον ποιητή μας που να φρόντισε τόσο πολύ την εικόνα του και (γιατί όχι;) την υστεροφημία του. Τα κατάφερε, όπως φαίνεται, αλλά με ένα πρωτοφανές κόστος: να παρεξηγείται και να παρερμηνεύεται συνεχώς από τους «πολέμιους» και να απογοητεύει συνεχώς τους φίλους (αναφέρομαι στους προσωπικούς, επώνυμους φίλους του). Και όσον αφορά τους «πολέμιους» (παλαιούς και νέους) έχει καλώς. Οι φίλοι του όμως αποτέλεσαν άλλη μιαν αιτία «διχασμού», αφού όλοι τους (με την εξαίρεση του Αποστολίδη) τον νόμιζαν ή τον ήθελαν διαφορετικό ποιητή από ό,τι ήταν. Πιστεύω πως ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα του ΓΣ είναι ότι απογοήτευσε τους καθ' όλα έντιμους φίλους του. H ιδεοληπτική έφεσή του για μια μοναχική πορεία στα «σκοτεινά» σχετίζεται με το όλο ζήτημα.
Χαιρόμαστε που αυτή η Βιογραφία κυκλοφορεί στα ελληνικά. Μακάρι να είχαμε (από δικούς μας ή ξένους) βιογραφίες και άλλων ποιητών μας (για να μείνουμε σε αυτούς) ανάλογου κύρους. Γιατί, παρά τα όσα είπαμε στην αρχή ότι η βιογραφία του ίδιου του ανθρώπου δεν μπορεί να γραφεί, μια βιογραφία όπως η παρούσα είναι πάντοτε κέρδος. Δικό μας προσφανώς.
ΥΓ.: Στη Βιογραφία έχουν παρεισφρήσει ποικίλα σφάλματα. Είναι στη διάθεση των ενδιαφερομένων για μελλοντική διόρθωση. Με την ευκαιρία ζητώ, έστω και καθυστερημένα, συγγνώμη από τους αναγνώστες του «Βήματος» επειδή στην παρουσίαση του βιβλίου των G. Kirk κ.ά. ορισμένες φορές στο κείμενό μου αντί «ερμηνευτικό Υπόμνημα» εμφανίζεται «κριτικό Y.». Λάθος, χωρίς αμφιβολία. Ωστόσο τούτο δεν οφείλεται στην άγνοιά μου, όπως υπαινίσσεται σε επιστολή του ευφυής και αλάνθαστος «γερο-δάσκαλος» (!). Οφείλεται σε κάτι χειρότερο: σε αδικαιολόγητη απροσεξία.
Γιώργης Γιατρομανωλάκης (καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 22-02-2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Βιογραφία του Γιώργου Σεφέρη υπήρξε το αποτέλεσμα μιας εξαντλητικής και συνδυασμένης διερεύνησης όλων των διαθέσιμων -τυπωμένων, ακόμα και αδημοσίευτων ή υπό έκδοσιν- πηγών, από τις οποίες θα μπορούσε κανείς να αρυσθεί στοιχεία για τη ζωή και το έργο του ποιητή. Ο,τι αποτελεί το προϊόν μιας ιδιαίτερα φιλόδοξης και, οπωσδήποτε, επίπονης και εξονυχιστικής έρευνας του πλούσιου σεφερικού αρχείου, του απαρτισμένου από κείμενα του ίδιου του ποιητή (την ποίησή του, τις Δοκιμές, τα Ημερολόγιά του -Μέρες και Πολιτικό Ημερολόγιο-, το εν μέρει βιογραφικό του εαυτού του μυθιστόρημα Εξι νύχτες στην Ακρόπολη, την ογκώδη αλληλογραφία του κ.λπ.), αλλά και του υπέρογκου σεφερικού φακέλου, του απαρτισμένου από κείμενα τρίτων, παντοιοτρόπως προσεγγιστικά του ποιητή και του διπλωμάτη.
Προφανής είναι, επίσης, και η αγαπητική διάθεση που διακατείχε το νεοελληνιστή βιογράφο, σε όλη τη διάρκεια του ριψοκίνδυνου εγχειρήματός του, να συναρμολογήσει αυτό το ποικίλο και, εν πολλοίς, ετερόκλιτο υλικό, προκειμένου να ανασυνθέσει μιαν ενιαία ιστορία για τον άνθρωπο-ποιητή και τον άνθρωπο-ανώτατο δημόσιο υπάλληλο· τον Γιώργο Σεφέρη και τον Γιώργο Σεφεριάδη -τους οποίους συμπτύσσει στο οικείο Γιώργος. Με συνέπεια μια συχνά εκδηλωνόμενη, αναμφίβολα καλοπροαίρετη, εξιδανικευτική και εξισορροπητική των όποιων αντιθέσεων ή αντιπαρατιθέμενων ερωτημάτων και απόψεων γύρω από τη ζωή και τη δράση του βιογραφούμενου ποιητή και διπλωμάτη, πρόθεση. Πρόθεση που, αρκετές φορές, σε καθοριστικής σημασίας σημεία, τον εμπόδισε να δει και να σταθμίσει τα καθέκαστα από την επιβαλλόμενη απόσταση ασφαλείας, άρα και με την απαιτούμενη νηφαλιότητα, προκειμένου να είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί τις πηγές του επαγωγικά· ώστε, επιλέγοντας από τα κομμάτια-ψηφίδες μιας πλούσιας και πολυκύμαντης ζωής και συνδυαστικά ταξιθετώντάς τα, να συντεθεί το πλήρες πρόσωπο του βιογραφούμενου, με αναγνωρίσιμα τουλάχιστον τα αδρότερα χαρακτηριστικά της ιδιωτικής και της δημόσιας εκδοχής του.
Πράγματι, η τάση που διακρίνει και καθοδηγεί τον Ρόντρικ Μπήτον στη, σχεδόν αστυνομικού ενδιαφέροντος, προσπάθειά του να ιχνηλατήσει τη διπλή, κι ωστόσο ενιαία, πορεία του ποιητή και διπλωμάτη Σεφέρη, είναι εξομαλυντική των πολλών και ποικίλων αντιθέσεων και συγκρούσεων που τη σημάδεψαν και την οριοθέτησαν. Σε όλη τη διάρκεια του δύσκολου εγχειρήματός του, διακατέχεται και ηνιοχείται από την προφανή ή τεκμαιρόμενη επιθυμία να διαδραματίσει έναν ρόλο, θα τολμούσα να πω, «κατευναστικό» και «διορθωτικό», απονεμητικό δικαιοσύνης, ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες που διατυπώθηκαν άδικες έως κακεντρεχείς επιφυλάξεις για την καθαρότητα της στάσης που κράτησε ο ποιητής σε φλέγοντα, εθνικής σημασίας, ζητήματα, κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, οπόταν βρισκόταν μαζί με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στη Ν. Αφρική και στην Αίγυπτο, και, βέβαια, στο Κυπριακό. Επικαλούμενος ελαφρυντικά ή «απαλλακτικά» της ευθύνης του τελευταίου επιχειρήματα, βασισμένα, όμως, σε μονομερείς, σαφώς φιλοαγγλικές, πηγές πληροφοριών ή σε, όχι σπάνιες περιπτώσεις, κάποτε αυθαίρετους συσχετισμούς γεγονότων, καταστάσεων και ποιημάτων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τη δεδομένη δυσκολία του όλου εγχειρήματος επέτεινε το επιπρόσθετο γεγονός ότι «ο Σεφέρης δεν διευκόλυνε το έργο του βιογράφου του. Εκανε τα πάντα για να διαχωρίσει την ταυτότητα του ποιητή και του ανθρώπου των γραμμάτων από εκείνη του ανώτατου δημοσίου υπαλλήλου. Από τα είκοσι ώς τα εξήντα του χρόνια παραπονιόταν ότι υπήρξε ο "υπηρέτης δύο αφεντάδων"». Κι αυτό είναι κάτι που όχι απλώς λαμβάνει σοβαρά υπόψη του ο βιογράφος, αλλά και το θεωρεί ένα από τα βασικότερα καθοδηγητικά δεδομένα στην προσπάθειά του να ανασυνθέσει τον πολυπαθή και πολυκύμμαντο βίο του ποιητή και του διπλωμάτη. Το κενό (πραγματικό ή νομιζόμενο;) ανάμεσα στις δύο ιδιότητες-ταυτότητες του βιογραφούμενου μοιάζει να τον έλκει σχεδόν σαγηνευτικά και να τον προκαλεί στην πλήρωσή του με υλικό συνεκτικό αυτών των ιδιοτήτων-ταυτοτήτων· στην ανεύρεση ή στη δημιουργία ενός συνεκτικού, μεταξύ τους, ιστού. Αλλο αν -έχω την αίσθηση ότι- ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου μάλλον υπερεκτίμησε τον ομολογημένο από το ίδιο τον Σεφέρη διχασμό που, αναμφίβολα, πρέπει να τον βασάνισε κάποτε ανελέητα. Αισθάνομαι, όμως, ότι αυτός ο διχασμός και η εξαιτίας του πολυδιάστατη και ποικιλοτρόπως αφυπνιζόμενη οδύνη δεν μπορεί παρά να τον ταλάνισαν στα σκοτεινά ενδιάμεσα των κρίσιμων πνευματικών και επίπονων διπλωματικών ενασχολήσεων του· κατά τη διάρκεια στιγμών βαθύτερα αυτογνωσιακών και απολογιστικών της ζωής του ενδοσκοπήσεων -ίσως και «προετοιμαστικών» του μέλλοντός του. Οτι ενόσω «δρούσε», υπό τη μία ή υπό την άλλη ιδιότητα, ήταν ιδιοτύπως ελεύθερος· θέλω να πω ελεύθερος μέσα στα περιοριστικά όρια που του έθεταν ο ενιαίος ψυχισμός του, η ανθρωπιστική ηθική του, η δυτικοθρεμμένη παιδεία του και η βενιζελογενής ιδεολογία του· ότι, δηλαδή, οι πτυχές της μιας ή της άλλης δραστηριότητάς του, που μας αφορούν και μας ενδιαφέρουν, συνιστούν ένα και μοναδικό πρόσωπο: αυτό του ποιητή, που του έλαχε να έχει και να ασκεί το, ούτως ή άλλως, επίβουλο επάγγελμα του διπλωμάτη σε καιρούς δίσεκτους.
Παρακολουθώντας και καταγράφοντας καταλεπτώς τη ζωή του Σεφέρη, από τη στιγμή της γέννησής του ώς το θάνατό του, με όλα τα δραματικά, προσωπικά και κοινωνικοϊστορικά ενδιάμεσα, ο Ρόντρικ Μπήτον έχει πρωταρχικό μέλημά του την κάλυψη του παραπάνω κενού, του διαχωριστικού ενός ενιαίου, ωστόσο, προσώπου, με υλικό, πολύ φοβάμαι, όχι πάντα σωστά επιλεγμένο, ούτε οργανικά συνθεμένο, αλλά αγωνιωδώς συναρμολογημένο, γεφυρώνοντας· συνδέοντας τις δύο εκδοχές του ίδιου ανθρώπου και σε λίγες περιπτώσεις επιτυγχάνοντας την ταύτισή τους, που είναι, εν προκειμένω, το ευκταίο. Παρ' όλ' αυτά, δεν μπορεί να μην του αναγνωριστεί το γεγονός ότι, παρακολουθώντας τον ποιητή από τα πρώτα, ακόμη αβέβαια, βήματά του στη ζωή και στις ολισθηρές εκτάσεις της έκφρασης, καταγράφει και σχολιάζει, με επάρκεια δεινού ψυχολόγου, πρόσωπα, πράγματα, τόπους, τοπία, συμβάντα και καταστάσεις (οικογενειακή ατμόσφαιρα, Σμύρνη και Σκάλα των παιδικών χρόνων του ποιητή, γυμνασιακά χρόνια στην Αθήνα, Μικρασιατική Καταστροφή και ο ακατάπαυστα οδυνηρός απόηχός της, σπουδές στο Παρίσι, πρώτες ερωτικές κρίσεις και περιπέτειες, διαβάσματα κ.λπ.)· όλα όσα, δηλαδή, σε περιόδους σημαδιακές, διαμορφώνουν και στιγματίζουν ανεξάλειπτα τον ψυχισμό του. Οπως δεν πρέπει να μην του αναγνωριστεί ότι, με αγάπη και σεβασμό προς το πρόσωπο του βιογραφούμενου, προσεγγίζει και εξιχνιάζει πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις που, κατά τη γνώμη του, διαδραμάτισαν βαρύνοντα ρόλο στον ποιητικό, στον ευρύτερα νοούμενο πνευματικό, στον απολύτως προσωπικό και στο διπλωματικό βίο του· κάτι που φανερώνει μια εξόχως φιλοπερίεργη και κοπιαστική παρακολούθηση του Σεφέρη στο χώρο της ποίησης, στους σκοτεινούς μοναχικούς και επίφοβους δρόμους της αγάπης, καθώς και στις όχι πάντα αδιάβλητες περιστάσεις της πολιτικής και της διπλωματίας. Αλλο αν όλο αυτό το συσσωρευμένο πληροφοριακό υλικό μπορεί και να κουράσει τον Ελληνα -ίσως και τον ξένο- αναγνώστη και φίλο της σεφερικής ποίησης, ο οποίος, είμαι σχεδόν σίγουρος, δεν θα πρέπει να αισθανθεί ότι στέργεται, απ' όλες αυτές τις λεπτομέρειες, στην, ούτως ή άλλως, ιδιωτική επικοινωνία του με το ποιητικό σώμα.
Το ενδιαφέρον τής εν λόγω βιογραφίας μεγιστοποιείται από το 1935 και ύστερα· από τη χρονιά που εκδίδεται το Μυθιστόρημα, στα ποιήματα του οποίου διαφαίνεται, για πρώτη φορά (με την κρυπτικότητα που επιβάλλει το πνεύμα των δύσκολων καιρών, η ρέπουσα προς την επιφύλαξη ιδιοσυγκρασία του ποιητή και, βέβαια, «το καλλιτεχνικό υπόβαθρο, και ιδιαίτερα το μεγάλο χρέος του στο γαλλικό συμβολισμό και στους αγγλόφωνους συνεχιστές του, οι οποίοι του κληροδότησαν μια βαθιά απέχθεια για οτιδήποτε θυμίζει κήρυγμα»), ο συσχετισμός της εκφραστικής του αγωνίας με την αγωνία του για την πολιτική μοίρα του τόπου. Ακολουθούν: αλβανικό μέτωπο, γερμανική κατοχή, γάμος του, Μέση Ανατολή, προμηνύματα του επικείμενου Εμφυλίου από το καλοκαίρι του 1943, επαναπατρισμός, Εμφύλιος· μία ολόκληρη, δραματική και, συνάμα, τραυματική δεκαετία, που περιγράφεται κατά τρόπο στην κυριολεξία εξονυχιστικό, με επιμονή σε απίθανες λεπτομέρειες, που ελάχιστα μπορεί να ενδιαφέρουν το σημερινό αναγνώστη.
Το ίδιο, μέχρις εξαντλήσεως, λεπτομερειακή είναι και η, στιγμής προς στιγμή, εξιστόρηση της, όχι απλώς, υπηρεσιακής εμπλοκής του Σεφέρη στο περίπλοκο και ακόμα χρονίζον Κυπριακό ζήτημα, από τη χρονιά που αρχίζει να κορυφώνεται και να κακοφορμίζει (1954) ώς την επισφαλή, όπως εξαρχής επισημάνθηκε και, εκ των υστέρων, αποδείχτηκε, επίλυσή του, με τις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου (1960). Μάλιστα, διαβάζοντας κανείς το σχετικό ενδέκατο κεφάλαιο (1956-1961), δύσκολα θα μπορούσε να παραβλέψει την, οπωσδήποτε, καλοπροαίρετη, εκ μέρους του βιογράφου, διόγκωση του ρόλου που διαδραμάτισε ο διπλωμάτης Σεφέρης σε όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για το επίμαχο ζήτημα, δημιουργώντας, όμως, έτσι, περιθώρια για τη διατύπωση αιχμών και υπονοιών για την αναμφισβήτητη εντιμότητα της όλης στάσης του, καθώς και για κακεντρεχείς συσχετισμούς της με την, ύστερα από μία τριετία, απονομή του Νόμπελ («...η ιδέα να χρησιμοποιηθούν οι διπλωματικές οδοί προκειμένου να προωθηθεί ο Γιώργος ως υποψήφιος του Βραβείου -γράφει- γεννιέται μόλις το 1960, στη συνέχεια του διακανονισμού του Κυπριακού και της σύγκρουσης του Γιώργου με τον Αβέρωφ...»). Οι καλές προθέσεις που του αναγνωρίζει, στη συνέχεια, και τα τεράστια αποθέματα εντιμότητας, φιλοπατρίας και εθνικής ευθύνης που αφειδώς του επιδαψιλεύει, φοβάμαι ότι δεν αρκούν, ύστερα απ' όλα αυτά, για να θωρακίσουν και να διαφυλάξουν τον ποιητή από τη μικροψυχία, την ιδιοτέλεια, την προκατάληψη και τη λασπολογία των ιδεολογικών του, κυρίως, αντιπάλων, οι οποίοι βρήκαν -και μπορεί και τώρα να βρουν- πρόσφορο έδαφος για να εκφράσουν την καχυποψία τους και να μιλήσουν για «ενδεχόμενο» δόλο, καθώς και για μιαν επίσης ενδεχόμενη-υποκρυπτόμενη σκοπιμότητα, αφού η όποια καλή πρόθεση, δεδομένη ή τεκμαιρόμενη, δεν αρκεί για την εξάλειψη της ευθύνης από την «υποχρεωτική», έστω, εμπλοκή στα γρανάζια μιας διαβλητής εξουσίας.
Δεν ξέρω αν έχω δίκιο, αλλά σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου αισθανόμουν ότι αντιμετωπίζονται με την ίδια σοβαρότητα και εξιστορούνται, αδιαλείπτως και με άκρα λεπτομέρεια, γεγονότα και καταστάσεις διαφορετικής σπουδαιότητας, άλλες καθοριστικά και άλλες επιδερμικά επιδραστικές στην εξέλιξη της ζωής και του έργου του ποιητή ή της ιστορίας μιας πολλαπλά δραματικής περιόδου, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Κύπρο. Κάτι που, ακόμα κι αν δεν λειτουργούσε ισοπεδωτικά γι' αυτές τις καταστάσεις κι αυτά τα γεγονότα, δεν μπορεί να μην αποδυνάμωνε, στη συνείδηση του ξένου, ιδίως, αναγνώστη, τα περισσότερα σημαίνοντα· και που θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στο δισταγμό του συγγραφέα να αξιολογήσει το, με τόσο κόπο συγκεντρωμένο, πληροφοριακό υλικό· στην απροθυμία του να παρέμβει επιλεκτικά και να προχωρήσει στη σύνθεσή του, αρκούμενος σε μιαν επίπεδη, χρονολογικά παρατακτική, καταχώρισή του. Παράλληλα, στην πρόθεσή του να συνδυάσει τον ατομικό βίο, την ποιητική, την, ευρύτερα νοούμενη, πνευματική πορεία και τη διπλωματική καριέρα του ποιητή με τα ιστορικά καθέκαστα της εποχής του, προκειμένου να εντοπίσει τους αφετηριακούς βιωματικούς πυρήνες ποιητικών συνθέσεων ή μεμονωμένων ποιημάτων του, αποτολμά ρηξικέλευθους συσχετισμούς, κάποτε αποπροσανατολιστικούς. Συχνά μάλιστα διακατέχεται από τέτοια βεβαιότητα, συσχετίζοντας ποιήματα, βιώματα, συμβάντα και ιστορικές συγκυρίες, που αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν, στο χώρο του μοντερνισμού, να είναι τα πράγματα τόσο αυτονόητα, προφανή και ευεξήγητα· πολύ περισσότερο για έναν ποιητή που, όπως ο Σεφέρης, λειτουργεί με τρόπους ιδιότυπα κρυπτικούς και, επανειλημμένως, έχει φροντίσει να προφυλάξει τον αναγνώστη του ακόμα και από δικές του ερμηνευτικές, γύρω από την ποίησή του, εκδοχές, όπως έκανε λ.χ. στο περίφημο γράμμα του για την Κίχλη.
Τελειώνω λέγοντας ότι θα προσδοκούσε κανείς κάπως διαφορετική τη βιογραφία του Σεφέρη από έναν συγγραφέα που, όπως ο Ρόντρικ Μπήτον, έχει αποδείξει στο πρόσφατο παρελθόν, με το μυθιστόρημά του Τα παιδιά της Αριάδνης, πως είναι γνώστης των μυστικών της αφήγησης. Θα προσδοκούσε μιαν άλλη, συνθετικότερη και αφηγηματικά δραστικότερη εκμετάλλευση του επί πολλά χρόνια και με πολύ κόπο, κάποτε και με προσωπικές θυσίες, συγκεντρωμένου υπέρογκου υλικού, το οποίο, μολονότι εντυπωσιακό, δεν αρκεί από μόνο του να ισοσκελίσει την απουσία της σύνθεσής του. Κατανέμεται επίπεδα· συρράπτεται, μάλλον, ημερολογιακά, χωρίς να οργανώνεται σε ένα δελεαστικό, αφηγηματικά, ανάπτυγμα· όσο για την έλλειψη κάποιου ύφους, που θα περιέβαλε, ενδεχομένως, το φιλόδοξο και οπωσδήποτε ενδιαφέρον αυτό εγχείρημα με το κύρος της λογοτεχνικότητας, πολύ φοβάμαι ότι δεν πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στην άνευρη και βρίθουσα ακυριολεξιών και γλωσσικών ατασθαλιών μετάφραση του βιβλίου από τα αγγλικά.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/04/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις