0
Your Καλαθι
Βερολίνο. Η πτώση 1945
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Ο Κόκκινος Στρατός είχε πολλούς λόγους να εκδικηθεί όταν έφτασε τελικά τον Ιανουάριο του 1945 στα σύνορα του Ράιχ. Οι καθοδηγητές είχαν διαδώσει στη Ρωσία, με κάθε λεπτομέρεια, τις βαρβαρότητες της Βέρμαχτ και των SS. Το αποτέλεσμα ήταν το πιο τρομακτικό μακελειό της ιστορίας, με τεθωρακισμένα να συνθλίβουν κάτω από τις ερπύστριές τους φάλαγγες προσφύγων, ομαδικούς βιασμούς, λεηλασίες και καταστροφές. Χιλιάδες γυναικόπαιδα πέθαναν από το κρύο ή σφαγιάστηκαν επειδή οι επικεφαλείς του Ναζιστικού Κόμματος, αρνούμενοι να δεχτούν την ήττα, είχαν απαγορεύσει την εκκένωση των αμάχων. Περισσότεροι από επτά εκατομμύρια άνθρωποι δραπέτευσαν προς τη Δύση φοβούμενοι τα αντίποινα του Κόκκινου Στρατού.
Δεν είχαν όμως όλοι την ίδια μοίρα. Κάποιοι υπέφεραν αφόρητα, κάποιοι άλλοι σώθηκαν από θαύμα. Οι Σοβιετικοί στρατιώτες συμπεριφέρθηκαν απέναντι στις Γερμανίδες και στα παιδιά με τη μεγαλύτερη γενναιοφροσύνη, αλλά και τη μεγαλύτερη σκληρότητα. Το ηθικό αυτό χάος ήταν αποτέλεσμα μιας τιτανομαχίας μεταξύ δυο τυράννων που αδιαφορούσαν για τη ζωή των πιστών τους. Οι Ναζί έστελναν δεκατετράχρονα αγόρια πάνω σε ποδήλατα ενάντια στα σοβιετικά άρματα σε αποστολές αυτοκτονίας, ενώ, καθώς ο Κόκκινος Στρατός περικύκλωνε το Βερολίνο, τα αποσπάσματα των SS χτένιζαν την πόλη και εκτελούσαν ή κρέμαγαν επιτόπου κάθε άντρα που δεν βρισκόταν στη θέση του.
Ο Χίτλερ, μισότρελος στο καταφύγιό του, κυριευμένος από την τερατώδη του ματαιοδοξία, εξέδιδε θηριώδεις διαταγές, θέλοντας να καταστρέψει την πρωτεύουσα του Ράιχ, βιώνοντας το προσωπικό του "Λυκόφως". Ο Στάλιν, από την άλλη, ήταν προετοιμασμένος να θυσιάσει όσες ζωές ήταν απαραίτητο προκειμένου να καταλάβει το Βερολίνο πριν από τους Αμερικανούς. Καινούργια ντοκουμέντα από τα ρωσικά αρχεία αποδεικνύουν για πρώτη φορά ότι ο Σοβιετικός ηγέτης είχε ένα εξαιρετικά ισχυρό κίνητρο.
Ο Antony Beevor, χρησιμοποιώντας συχνά καινούργιο υλικό από τα πρώην σοβιετικά αρχεία, καθώς επίσης και από τα αντίστοιχα αμερικανικά, βρετανικά, γαλλικά και σουηδικά, έχει αναπαραστήσει τις εμπειρίες όλων εκείνων που εγκλωβίστηκαν στον εφιάλτη της τελικής πτώσης του Τρίτου Ράιχ. "Το Βερολίνο - Η πτώση 1945" είναι μια φρικτή ιστορία περηφάνιας, ηλιθιότητας, φανατισμού, εκδίκησης, και αγριότητας, αλλά και εκπληκτικής υπομονής, αυτοθυσίας και επιβίωσης κάτω από αντίξοες συνθήκες.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η κατάληψη του Βερολίνου από τα σοβιετικά στρατεύματα, στις αρχές Μαΐου του 1945, αποτέλεσε την τελευταία πράξη μιας από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην ιστορία της ανθρωπότητας: του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (1939-1945).
Ο Βρετανός συγγραφέας Antony Beevor επιχειρεί να περιγράψει εκείνες τις τελευταίες στιγμές του δράματος, στο ευρωπαϊκό θέατρο του πολέμου, αναφερόμενος όχι μόνο στις συγκρούσεις στην πρωτεύουσα του Τρίτου Ράιχ, αλλά εστιάζοντας την προσοχή του και στην εφιαλτική καθημερινότητα των στρατιωτών και των πολιτών. Οι Ρώσοι είχαν κάθε λόγο να επιζητούν τη ρεβάνς από τη χιτλερική Γερμανία. Στις 22 Ιουνίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην ΕΣΣΔ προκαλώντας μεγάλες καταστροφές.
Οι βαρβαρότητες της Βέρμαχτ και των SS στο σοβιετικό έδαφος ήταν γνωστές στους άντρες του Κόκκινου Στρατού και πολλοί απ' αυτούς επιθυμούσαν να πάρουν εκδίκηση. Η ψυχολογική κατάσταση των Ρώσων στρατιωτών χειροτέρευε από τη σθεναρή αντίσταση που πρόβαλλε η ναζιστική ηγεσία, στρατολογώντας ακόμα και ανήλικα παιδιά τα οποία προωθούσε στις μάχες του Βερολίνου.
Ο Χίτλερ κρυμμένος στο κρησφύγετο του, κυριευμένος από την τερατώδη ματαιοδοξία του εξέδιξε πολεμικές διαταγές, οι οποίες φυσικά επιδείνωναν τη θέση των αμάχων στο Βερολίνο.
Οι Σοβιετικοί στρατιώτες έχοντας διανύσει μια τεράστια απόσταση από το ρωσικό μέτωπο μέχρι το Βερολίνο, «είχαν αρχίσει να φοβούνται μήπως σκοτωθούν κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών της μάχης», αν και όσοι κατέλαβαν τελικά τη γερμανική πρωτεύουσα, θεωρούσαν τους εαυτούς τους την ελίτ της μεταπολεμικής Σοβιετικής Ενωσης.
Ο στρατιώτης Vladimir Β. Pereverzev εκείνες τις τελευταίες ημέρες του πολέμου έγραψε στους δικούς του: «Γειά σας κοντινοί και αγαπημένοι μου. Μέχρι στιγμής είμαι ζωντανός και υγιής, αν και είμαι ελαφρά μεθυσμένος όλη την ώρα. Αλλά αυτό είναι απαραίτητο για να κρατήσεις το κουράγιο σου. Τώρα σφίγγουμε τον κλοιό γύρω από το κέντρο της πόλης. Βρίσκομαι μόλις 500 μέτρα από το Ράιχσταγκ» (σελ. 473).
Σ' αυτή τη μεγάλη πορεία του Κόκκινου Στρατού προς το Βερολίνο οι φυσιογνωμίες των Ρώσων στρατιωτών από τη σκόνη, τον άνεμο, τις κακουχίες είχαν αλλάξει.
Οι απώλειες των τριών ρωσικών μετώπων που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις για την κατάληψη του Βερολίνου ήταν υψηλές και ανέρχονταν σε 78.291 νεκρούς και 274.184 τραυματίες (σελ. 565).
Η κατάληψη του Βερολίνου σήμανε το τέλος του ναζιστικού καθεστώτος και φυσικά επιβεβαίωσε το ρωμαϊκό vae victis (ουαί τοις ηττημένοις), στο οποίο ο συγγραφέας αφιερώνει το κεφάλαιο 27 του βιβλίου (σ.σ. 543-561). Τα ρωσικά αντίποινα, τα οποία εκφράσθηκαν όχι από τους άνδρες της πρώτης γραμμής, αλλά κυρίως από τους φαντάρους των οπισθοφυλακών και των τεθωρακισμένων, αφορούσαν κατά κύριο λόγο την κακοποίηση γυναικών.
Σύμφωνα με τον Beevor, υπολογίζεται ότι από τα δύο βασικά νοσοκομεία του Βερολίνου πέρασαν 95.000-130.000 θύματα βιασμού. Μερικές φορές οι στερημένοι άνδρες του Κόκκινου Στρατού αγνοούσαν και τις διαταγές της σοβιετικής ηγεσίας.
«Η πλειονότητα των αξιωματικών και στρατιωτών δεν έδωσαν σημασία στη διαταγή του Στάλιν, στις 20 Απριλίου, με την οποία όλα τα στρατεύματα όφειλαν να συμπεριφέρονται καλύτερα απέναντι στους Γερμανούς (σελ. 551).
Στις 3 Αυγούστου 1945, τρεις μήνες μετά την πτώση του Βερολίνου , ο Ζούκοφ αναγκάστηκε να εκδώσει ακόμη αυστηρότερους κανονισμούς για τον έλεγχο των «ληστειών» της «σωματικής βίας» και των «σκανδαλωδών γεγονότων» που δημιουργούσαν πολύ άσχημη εντύπωση «στα μάτια των Γερμανών αντιφασιστών, ειδικά τώρα που ο πόλεμος έχει τελειώσει» (σ. 552).
Συνολικά τουλάχιστον 2.000.000 Γερμανίδες θεωρείται ότι βιάστηκαν, αν και σε αρκετές περιπτώσεις -κατά τον Beevor- ήταν δυσδιάκριτη η διαφορά μεταξύ βιασμού και άσκησης πορνείας. Τα αποτελέσματα των θηριωδιών του ναζιστικού καθεστώτος γίνονταν αισθητά στο γερμανικό πληθυσμό απ' όσους ζητούσαν εκδίκηση και αντίποινα εναντίον των Γερμανών.
Το πιο συνηθισμένο θέαμα στο κατεστραμμένο Βερολίνο είχαν γίνει οι Trummerfrauen (οι γυναίκες των ερειπίων), που σχημάτιζαν ανθρώπινες αλυσίδες με κουβάδες για να απομακρύνουν τα ερείπια από τα κατεστραμμένα κτίρια και να περισώσουν όσα τούβλα μπορούσαν (σ.σ. 548, 556).
«Στο τέλος του πολέμου -γράφει ο συγγραφέας- το μέγεθος της ανθρώπινης τραγωδίας ξεπερνούσε τη φαντασία οποιουδήποτε δεν την έζησε από κοντά.. Ο υπερβολικός ανθρώπινος πόνος και υποβιβασμός μπορεί να ξυπνήσει το καλύτερο, αλλά και το χειρότερο στοιχείο στην ανθρώπινη φύση».
Την ιδέα για τη συγγραφή του βιβλίου ο Beevor άντλησε από τα λόγια κάποιου εξαγριωμένου Ρώσου συνταγματάρχη που απευθυνόμενος σε Γερμανούς αιχμαλώτους το Φεβρουάριο του 1943 στα ερείπια του Στάλινγκραντ είπε: «Ετσι θα γίνει το Βερολίνο» (σ.σ. 35-37).
Ο Beevor ασχολείται και με τις τελευταίες στιγμές του Αντολφ Χίτλερ, κύριου υπεύθυνου της τραγωδίας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ώς την αυτοκτονία του, στο κρησφύγετό του στο Βερολίνο.
Οι σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες είχαν ανακαλύψει το πτώμα του, αλλά ποτέ δεν το γνωστοποίησαν ευρύτερα. Ούτε ο Ζούκοφ δεν ενημερώθηκε σχετικά. Η γνάθος του Χίτλερ είχε φυλαχθεί με μεγάλη προσοχή σ' ένα κόκκινο κουτί, όπως και το κρανίο του. «Τα λείψανα αυτά ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στα αρχεία της πρώην Σοβιετικής Ενωσης» (σ. 574).
Η πτώση του Βερολίνου σήμανε και το τέλος της ναζιστικής κυριαρχίας και του ναζιστικού καθεστώτος, που η ανικανότητά του, η πεισματική άρνησή του να αποδεχτεί την πραγματικότητα και η απανθρωπιά του αποκαλύφθηκαν πλήρως με το τέλος του.
Ο συγγραφέας Antony Beevor, παλιός αξιωματικός καριέρας, εντρυφεί κυρίως στη στρατιωτική ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπως στη μάχη του Στάλινγκραντ ή στη μάχη για την κατάληψη του Βερολίνου.
Από στρατιωτική άποψη οι μάχες αυτές υπήρξαν από τις σημαντικότερες του τελευταίου μεγάλου πολέμου.
Στην επιχείρηση κατάληψης του Βερολίνου η ΕΣΣΔ παρέταξε 2.500.000 άνδρες, 41.600 πυροβόλα και όλμους, 6.250 άρματα μάχης και αυτοκινούμενα πυροβόλα και 7.500 αεροπλάνα. Δηλαδή στη μάχη του Βερολίνου ο Στάλιν παρέταξε μεγαλύτερες δυνάμεις από εκείνες που χρησιμοποίησε ο Χίτλερ για να εισβάλει στη Σοβιετική Ενωση (σελ. 222).
Για τη μάχη του Βερολίνου έχουν γραφτεί αρκετά πράγματα κατά το παρελθόν και το φωτογραφικό υλικό που παρουσιάζει ο συγγραφέας στο βιβλίο του μοιάζει να είναι γνωστό στο μεγαλύτερο μέρος του. Αυτό όμως δεν μειώνει τη σημασία του έργου. Ο Βρετανός συγγραφέας κάνει μια γενική σύνοψη των όσων ήδη ήταν γνωστά μέχρι σήμερα για την κατάληψη του Βερολίνου, προσθέτοντας και νέες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες από τα ρωσικά αρχεία.
Ο Beevor ρίχνει τη δική του αγγλοσαξονική ματιά πάνω στα γεγονότα, εστιάζοντας την προσοχή του όχι μόνο στη διεξαγωγή των μαχών αλλά και στη σκληρή καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, πολιτών και στρατιωτών, νικητών και ηττημένων, στο φλεγόμενο Βερολίνο.
ΦΟΙΒΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 29/04/2004
Δεν είχαν όμως όλοι την ίδια μοίρα. Κάποιοι υπέφεραν αφόρητα, κάποιοι άλλοι σώθηκαν από θαύμα. Οι Σοβιετικοί στρατιώτες συμπεριφέρθηκαν απέναντι στις Γερμανίδες και στα παιδιά με τη μεγαλύτερη γενναιοφροσύνη, αλλά και τη μεγαλύτερη σκληρότητα. Το ηθικό αυτό χάος ήταν αποτέλεσμα μιας τιτανομαχίας μεταξύ δυο τυράννων που αδιαφορούσαν για τη ζωή των πιστών τους. Οι Ναζί έστελναν δεκατετράχρονα αγόρια πάνω σε ποδήλατα ενάντια στα σοβιετικά άρματα σε αποστολές αυτοκτονίας, ενώ, καθώς ο Κόκκινος Στρατός περικύκλωνε το Βερολίνο, τα αποσπάσματα των SS χτένιζαν την πόλη και εκτελούσαν ή κρέμαγαν επιτόπου κάθε άντρα που δεν βρισκόταν στη θέση του.
Ο Χίτλερ, μισότρελος στο καταφύγιό του, κυριευμένος από την τερατώδη του ματαιοδοξία, εξέδιδε θηριώδεις διαταγές, θέλοντας να καταστρέψει την πρωτεύουσα του Ράιχ, βιώνοντας το προσωπικό του "Λυκόφως". Ο Στάλιν, από την άλλη, ήταν προετοιμασμένος να θυσιάσει όσες ζωές ήταν απαραίτητο προκειμένου να καταλάβει το Βερολίνο πριν από τους Αμερικανούς. Καινούργια ντοκουμέντα από τα ρωσικά αρχεία αποδεικνύουν για πρώτη φορά ότι ο Σοβιετικός ηγέτης είχε ένα εξαιρετικά ισχυρό κίνητρο.
Ο Antony Beevor, χρησιμοποιώντας συχνά καινούργιο υλικό από τα πρώην σοβιετικά αρχεία, καθώς επίσης και από τα αντίστοιχα αμερικανικά, βρετανικά, γαλλικά και σουηδικά, έχει αναπαραστήσει τις εμπειρίες όλων εκείνων που εγκλωβίστηκαν στον εφιάλτη της τελικής πτώσης του Τρίτου Ράιχ. "Το Βερολίνο - Η πτώση 1945" είναι μια φρικτή ιστορία περηφάνιας, ηλιθιότητας, φανατισμού, εκδίκησης, και αγριότητας, αλλά και εκπληκτικής υπομονής, αυτοθυσίας και επιβίωσης κάτω από αντίξοες συνθήκες.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η κατάληψη του Βερολίνου από τα σοβιετικά στρατεύματα, στις αρχές Μαΐου του 1945, αποτέλεσε την τελευταία πράξη μιας από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην ιστορία της ανθρωπότητας: του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (1939-1945).
Ο Βρετανός συγγραφέας Antony Beevor επιχειρεί να περιγράψει εκείνες τις τελευταίες στιγμές του δράματος, στο ευρωπαϊκό θέατρο του πολέμου, αναφερόμενος όχι μόνο στις συγκρούσεις στην πρωτεύουσα του Τρίτου Ράιχ, αλλά εστιάζοντας την προσοχή του και στην εφιαλτική καθημερινότητα των στρατιωτών και των πολιτών. Οι Ρώσοι είχαν κάθε λόγο να επιζητούν τη ρεβάνς από τη χιτλερική Γερμανία. Στις 22 Ιουνίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην ΕΣΣΔ προκαλώντας μεγάλες καταστροφές.
Οι βαρβαρότητες της Βέρμαχτ και των SS στο σοβιετικό έδαφος ήταν γνωστές στους άντρες του Κόκκινου Στρατού και πολλοί απ' αυτούς επιθυμούσαν να πάρουν εκδίκηση. Η ψυχολογική κατάσταση των Ρώσων στρατιωτών χειροτέρευε από τη σθεναρή αντίσταση που πρόβαλλε η ναζιστική ηγεσία, στρατολογώντας ακόμα και ανήλικα παιδιά τα οποία προωθούσε στις μάχες του Βερολίνου.
Ο Χίτλερ κρυμμένος στο κρησφύγετο του, κυριευμένος από την τερατώδη ματαιοδοξία του εξέδιξε πολεμικές διαταγές, οι οποίες φυσικά επιδείνωναν τη θέση των αμάχων στο Βερολίνο.
Οι Σοβιετικοί στρατιώτες έχοντας διανύσει μια τεράστια απόσταση από το ρωσικό μέτωπο μέχρι το Βερολίνο, «είχαν αρχίσει να φοβούνται μήπως σκοτωθούν κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών της μάχης», αν και όσοι κατέλαβαν τελικά τη γερμανική πρωτεύουσα, θεωρούσαν τους εαυτούς τους την ελίτ της μεταπολεμικής Σοβιετικής Ενωσης.
Ο στρατιώτης Vladimir Β. Pereverzev εκείνες τις τελευταίες ημέρες του πολέμου έγραψε στους δικούς του: «Γειά σας κοντινοί και αγαπημένοι μου. Μέχρι στιγμής είμαι ζωντανός και υγιής, αν και είμαι ελαφρά μεθυσμένος όλη την ώρα. Αλλά αυτό είναι απαραίτητο για να κρατήσεις το κουράγιο σου. Τώρα σφίγγουμε τον κλοιό γύρω από το κέντρο της πόλης. Βρίσκομαι μόλις 500 μέτρα από το Ράιχσταγκ» (σελ. 473).
Σ' αυτή τη μεγάλη πορεία του Κόκκινου Στρατού προς το Βερολίνο οι φυσιογνωμίες των Ρώσων στρατιωτών από τη σκόνη, τον άνεμο, τις κακουχίες είχαν αλλάξει.
Οι απώλειες των τριών ρωσικών μετώπων που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις για την κατάληψη του Βερολίνου ήταν υψηλές και ανέρχονταν σε 78.291 νεκρούς και 274.184 τραυματίες (σελ. 565).
Η κατάληψη του Βερολίνου σήμανε το τέλος του ναζιστικού καθεστώτος και φυσικά επιβεβαίωσε το ρωμαϊκό vae victis (ουαί τοις ηττημένοις), στο οποίο ο συγγραφέας αφιερώνει το κεφάλαιο 27 του βιβλίου (σ.σ. 543-561). Τα ρωσικά αντίποινα, τα οποία εκφράσθηκαν όχι από τους άνδρες της πρώτης γραμμής, αλλά κυρίως από τους φαντάρους των οπισθοφυλακών και των τεθωρακισμένων, αφορούσαν κατά κύριο λόγο την κακοποίηση γυναικών.
Σύμφωνα με τον Beevor, υπολογίζεται ότι από τα δύο βασικά νοσοκομεία του Βερολίνου πέρασαν 95.000-130.000 θύματα βιασμού. Μερικές φορές οι στερημένοι άνδρες του Κόκκινου Στρατού αγνοούσαν και τις διαταγές της σοβιετικής ηγεσίας.
«Η πλειονότητα των αξιωματικών και στρατιωτών δεν έδωσαν σημασία στη διαταγή του Στάλιν, στις 20 Απριλίου, με την οποία όλα τα στρατεύματα όφειλαν να συμπεριφέρονται καλύτερα απέναντι στους Γερμανούς (σελ. 551).
Στις 3 Αυγούστου 1945, τρεις μήνες μετά την πτώση του Βερολίνου , ο Ζούκοφ αναγκάστηκε να εκδώσει ακόμη αυστηρότερους κανονισμούς για τον έλεγχο των «ληστειών» της «σωματικής βίας» και των «σκανδαλωδών γεγονότων» που δημιουργούσαν πολύ άσχημη εντύπωση «στα μάτια των Γερμανών αντιφασιστών, ειδικά τώρα που ο πόλεμος έχει τελειώσει» (σ. 552).
Συνολικά τουλάχιστον 2.000.000 Γερμανίδες θεωρείται ότι βιάστηκαν, αν και σε αρκετές περιπτώσεις -κατά τον Beevor- ήταν δυσδιάκριτη η διαφορά μεταξύ βιασμού και άσκησης πορνείας. Τα αποτελέσματα των θηριωδιών του ναζιστικού καθεστώτος γίνονταν αισθητά στο γερμανικό πληθυσμό απ' όσους ζητούσαν εκδίκηση και αντίποινα εναντίον των Γερμανών.
Το πιο συνηθισμένο θέαμα στο κατεστραμμένο Βερολίνο είχαν γίνει οι Trummerfrauen (οι γυναίκες των ερειπίων), που σχημάτιζαν ανθρώπινες αλυσίδες με κουβάδες για να απομακρύνουν τα ερείπια από τα κατεστραμμένα κτίρια και να περισώσουν όσα τούβλα μπορούσαν (σ.σ. 548, 556).
«Στο τέλος του πολέμου -γράφει ο συγγραφέας- το μέγεθος της ανθρώπινης τραγωδίας ξεπερνούσε τη φαντασία οποιουδήποτε δεν την έζησε από κοντά.. Ο υπερβολικός ανθρώπινος πόνος και υποβιβασμός μπορεί να ξυπνήσει το καλύτερο, αλλά και το χειρότερο στοιχείο στην ανθρώπινη φύση».
Την ιδέα για τη συγγραφή του βιβλίου ο Beevor άντλησε από τα λόγια κάποιου εξαγριωμένου Ρώσου συνταγματάρχη που απευθυνόμενος σε Γερμανούς αιχμαλώτους το Φεβρουάριο του 1943 στα ερείπια του Στάλινγκραντ είπε: «Ετσι θα γίνει το Βερολίνο» (σ.σ. 35-37).
Ο Beevor ασχολείται και με τις τελευταίες στιγμές του Αντολφ Χίτλερ, κύριου υπεύθυνου της τραγωδίας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ώς την αυτοκτονία του, στο κρησφύγετό του στο Βερολίνο.
Οι σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες είχαν ανακαλύψει το πτώμα του, αλλά ποτέ δεν το γνωστοποίησαν ευρύτερα. Ούτε ο Ζούκοφ δεν ενημερώθηκε σχετικά. Η γνάθος του Χίτλερ είχε φυλαχθεί με μεγάλη προσοχή σ' ένα κόκκινο κουτί, όπως και το κρανίο του. «Τα λείψανα αυτά ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στα αρχεία της πρώην Σοβιετικής Ενωσης» (σ. 574).
Η πτώση του Βερολίνου σήμανε και το τέλος της ναζιστικής κυριαρχίας και του ναζιστικού καθεστώτος, που η ανικανότητά του, η πεισματική άρνησή του να αποδεχτεί την πραγματικότητα και η απανθρωπιά του αποκαλύφθηκαν πλήρως με το τέλος του.
Ο συγγραφέας Antony Beevor, παλιός αξιωματικός καριέρας, εντρυφεί κυρίως στη στρατιωτική ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπως στη μάχη του Στάλινγκραντ ή στη μάχη για την κατάληψη του Βερολίνου.
Από στρατιωτική άποψη οι μάχες αυτές υπήρξαν από τις σημαντικότερες του τελευταίου μεγάλου πολέμου.
Στην επιχείρηση κατάληψης του Βερολίνου η ΕΣΣΔ παρέταξε 2.500.000 άνδρες, 41.600 πυροβόλα και όλμους, 6.250 άρματα μάχης και αυτοκινούμενα πυροβόλα και 7.500 αεροπλάνα. Δηλαδή στη μάχη του Βερολίνου ο Στάλιν παρέταξε μεγαλύτερες δυνάμεις από εκείνες που χρησιμοποίησε ο Χίτλερ για να εισβάλει στη Σοβιετική Ενωση (σελ. 222).
Για τη μάχη του Βερολίνου έχουν γραφτεί αρκετά πράγματα κατά το παρελθόν και το φωτογραφικό υλικό που παρουσιάζει ο συγγραφέας στο βιβλίο του μοιάζει να είναι γνωστό στο μεγαλύτερο μέρος του. Αυτό όμως δεν μειώνει τη σημασία του έργου. Ο Βρετανός συγγραφέας κάνει μια γενική σύνοψη των όσων ήδη ήταν γνωστά μέχρι σήμερα για την κατάληψη του Βερολίνου, προσθέτοντας και νέες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες από τα ρωσικά αρχεία.
Ο Beevor ρίχνει τη δική του αγγλοσαξονική ματιά πάνω στα γεγονότα, εστιάζοντας την προσοχή του όχι μόνο στη διεξαγωγή των μαχών αλλά και στη σκληρή καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, πολιτών και στρατιωτών, νικητών και ηττημένων, στο φλεγόμενο Βερολίνο.
ΦΟΙΒΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 29/04/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις