0
Your Καλαθι
100 1 Ταινίες
Οι κριτικές της Ρήξης
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Άχρηστη μα απαραίτητη η κριτική, για να χρησιμοποιήσω τις λέξεις του Αντρέ Μπαζέν, είναι άχρηστη για τον καλό θεατή, εκείνον ο οποίος προσέρχεται στη σκοτεινή αίθουσα με μόνο εφόδιο την αθωότητά του. κι οι πιο αθώοι από τους θεατές, όσοι, παρά την κοσμοκρατορία των εικόνων, κρατούν ακόμα ένα θαυμαστικό για τις εικόνες του κινηματογράφου, αυτοί συνήθως βουτούν στα πιο βαθειά νερά της ταινίας.
Την ίδια στιγμή, απαραίτητη η κριτική, κρατά για τον εαυτό της τον ρόλο του αντιφωνητή. Γιατί αλλιώτικα το έργο μένει μετέωρο, ανεπίδοτο, χωρίς τον διά-λογο ή τον αντί-λογο ή και τον πρόλογο της κριτικής. Ο ίδιος ο Μπαζέν ίδρυσε την κριτική ως προφορικό πρόλογο στις προβολές των ταινιοθηκών-κρυφών σχολειών, τις οποίες ίδρυσε, από τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής στη Γαλλία. Έτσι κάπως ξεκίνησε το κίνημα των cine club κι έτσι οι ταινίες αποκτούσαν τον συνοδό τους λόγο του κριτικού, για μια δεύτερη (ή και πρώτη) θέαση και ανάγνωση.
Υπήρχαν, βέβαια, νωρίτερα, οι εκφωνητές των βουβών ταινιών –μερικές φορές έλεγαν την υπόθεση ή έκαναν τις φωνές των βουβών ηθοποιών, όπως οι benshi στην Ιαπωνία–, οι οποίοι διάβαζαν τις πινακίδες με τους διαλόγους ανάμεσα στις σεκάνς για λογαριασμό των αναλφάβητων –αυτών που ήταν το πρώτο μέγα πλήθος των θεατών του σινεμά. Ο κριτικός κάνει και τα δυο: προλογίζει και διαβάζει τις ταινίες. Γι’ αυτό και η προφορικότητα της κριτικής μου φαίνεται πως είναι το πιο πιστό της στοιχείο. Δεν είναι, φυσικά, το μόνο. Η γραφή έρχεται κι αυτή να προστεθεί, εφ’ όσον η κριτική δεν είναι πλέον πρόλογος, ούτε κι ανάγνωση μπροστά σε συναγμένους θεατές, αλλά δημοσιεύεται σε εφημερίδες, περιοδικά και επιθεωρήσεις ή αποτελεί κάποτε καρπό επισταμένης μελέτης, ακόμα και σπουδής.
Η εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία κριτική στον περιοδικό τύπο κρατά κι αυτή ένα χαρακτήρα προλόγου. Πολλοί είναι οι θεατές, όσοι, πριν πάνε να δουν μια ταινία, ρίχνουν, έστω και πλάγιες, ματιές στις κριτικές, αφού ο κριτικός έχει το προνόμιο να έχει δει το έργο λίγο πριν. Υπάρχει όμως και η εκ των υστέρων κριτική. Αυτή η συζήτηση, δηλαδή, που γεννιέται όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους και τα φώτα της αίθουσας ανάψουν ξανά.
Οι κριτικές που κρατάτε στα χέρια σας είναι κι από τα δύο είδη. Γραμμένες, κυρίως, για την –δεκαπενθήμερη στην αρχή, μηνιαία σήμερα– εφημερίδα Ρήξη, άλλοτε προτρέχουν, μιλώντας για μια ταινία που μόλις βγήκε –η εφημερίδα κυκλοφορεί Σάββατο–, άλλοτε (συν-ο)μιλούν για μια ταινία που πολλοί, εν τω μεταξύ, την είδαν και που η συζήτηση γι’ αυτήν έχει ήδη ξεκινήσει. Κάποιες από τις κριτικές έχουν δημοσιευθεί στο μηνιαίο περιοδικό Η Νέα Πολιτική, στο επίσης μηνιαίο –και βραχύβιο– Κίνο, στο Μanifesto, στην εφημερίδα Λακωνική Επικαιρότητα, μία στην Καθημερινή, άλλη μία στο περιοδικό Σύναξη, ακόμα δυο εκφωνήθηκαν στο Ραδιόφωνο της Εκκλησίας (89,5FM) κι άλλες τρεις ξέμειναν αδημοσίευτες. Μαζεμένες όλες μαζί, δίνουν ένα σώμα πλέον των εκατό νέων ταινιών μιας επταετίας (2006-2013), ταινίες ελληνικές και ξένες, συν δεκαεννέα παλαιότερες, κλασικές ταινίες του κινηματογράφου.
Η κριτική στον περιοδικό τύπο από μόνη της, όπως καταλαβαίνεις φίλε αναγνώστη, είναι έργο ταπεινό, εφήμερο κι ετεροκαθοριζόμενο. Βλέπεις, πάντα εξαρτάται η κριτική, ως αντιφώνηση, από το προκείμενο της ταινίας. Ή και από το ίσον που κρατά το κάθε έντυπο. Θα πρέπει να διευκρινίσω δε, πως οι περισσότερες από τις κριτικές αυτές δεν υποδείχθηκαν από τα έντυπα, αλλά γράφτηκαν με γνώμονα την αγάπη μας γι’ αυτές τις τιαινίες και το ενδιαφέρον του κοινού. Το γιατί αυτές οι κριτικές συγκεντρώθηκαν και επανεκδίδονται στο βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου, θα πρέπει να το αναζητήσεις στη ματαιοδοξία του γράφοντος και στη φιλία του εκδότη Γιώργου Καραμπελιά, ο οποίος είναι, άλλωστε, με την εφημερίδα Ρήξη, ο κύριος εμβρυουλκός αυτών των κειμένων. Ελπίζω η συναγωγή τους να γίνει, εν τέλει, χρήσιμη για τον φιλέρευνο αναγνώστη-θεατή. Γιατί, οπωσδήποτε και την κριτική, όπως και το ίδιο το έργο, στο τέλος ο χρόνος το κρίνει. Με δεδομένο δε ότι οι κριτικές αυτές απευθύνονται –οι πιο πολλές– σε μη εξειδικευμένο κινηματογραφόφιλο κοινό και γι’ αυτό επιμένουν μάλλον στη συζήτηση των στοιχείων αναφοράς της ταινίας, παρά στην κινηματογραφική της «τεχνολογία», νομίζω ότι έχει νόημα η συναγωγή τους.
Κοντά σ’ αυτό, το βιβλίο, ως σύνολο πλέον, μπορεί να διαβαστεί ως ένα ημερολόγιο ιδεών και αισθημάτων, άξιων λόγου ελπίζω. Και σαν ένα ταξίδι στον κόσμο. Γιατί στις ταινίες κάποιες φορές ξαναγυρνάμε, παρακινημένοι και από τις κριτικές, καμμιά φορά κι από νοσταλγία για τους ανθρώπους που μας γνώρισαν και τα τοπία που μας ταξίδεψαν. Κι έτσι, εκεί που η κριτική είναι εφήμερη, παραμένει συνάμα επίκαιρη. Όχι;
Την ίδια στιγμή, απαραίτητη η κριτική, κρατά για τον εαυτό της τον ρόλο του αντιφωνητή. Γιατί αλλιώτικα το έργο μένει μετέωρο, ανεπίδοτο, χωρίς τον διά-λογο ή τον αντί-λογο ή και τον πρόλογο της κριτικής. Ο ίδιος ο Μπαζέν ίδρυσε την κριτική ως προφορικό πρόλογο στις προβολές των ταινιοθηκών-κρυφών σχολειών, τις οποίες ίδρυσε, από τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής στη Γαλλία. Έτσι κάπως ξεκίνησε το κίνημα των cine club κι έτσι οι ταινίες αποκτούσαν τον συνοδό τους λόγο του κριτικού, για μια δεύτερη (ή και πρώτη) θέαση και ανάγνωση.
Υπήρχαν, βέβαια, νωρίτερα, οι εκφωνητές των βουβών ταινιών –μερικές φορές έλεγαν την υπόθεση ή έκαναν τις φωνές των βουβών ηθοποιών, όπως οι benshi στην Ιαπωνία–, οι οποίοι διάβαζαν τις πινακίδες με τους διαλόγους ανάμεσα στις σεκάνς για λογαριασμό των αναλφάβητων –αυτών που ήταν το πρώτο μέγα πλήθος των θεατών του σινεμά. Ο κριτικός κάνει και τα δυο: προλογίζει και διαβάζει τις ταινίες. Γι’ αυτό και η προφορικότητα της κριτικής μου φαίνεται πως είναι το πιο πιστό της στοιχείο. Δεν είναι, φυσικά, το μόνο. Η γραφή έρχεται κι αυτή να προστεθεί, εφ’ όσον η κριτική δεν είναι πλέον πρόλογος, ούτε κι ανάγνωση μπροστά σε συναγμένους θεατές, αλλά δημοσιεύεται σε εφημερίδες, περιοδικά και επιθεωρήσεις ή αποτελεί κάποτε καρπό επισταμένης μελέτης, ακόμα και σπουδής.
Η εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία κριτική στον περιοδικό τύπο κρατά κι αυτή ένα χαρακτήρα προλόγου. Πολλοί είναι οι θεατές, όσοι, πριν πάνε να δουν μια ταινία, ρίχνουν, έστω και πλάγιες, ματιές στις κριτικές, αφού ο κριτικός έχει το προνόμιο να έχει δει το έργο λίγο πριν. Υπάρχει όμως και η εκ των υστέρων κριτική. Αυτή η συζήτηση, δηλαδή, που γεννιέται όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους και τα φώτα της αίθουσας ανάψουν ξανά.
Οι κριτικές που κρατάτε στα χέρια σας είναι κι από τα δύο είδη. Γραμμένες, κυρίως, για την –δεκαπενθήμερη στην αρχή, μηνιαία σήμερα– εφημερίδα Ρήξη, άλλοτε προτρέχουν, μιλώντας για μια ταινία που μόλις βγήκε –η εφημερίδα κυκλοφορεί Σάββατο–, άλλοτε (συν-ο)μιλούν για μια ταινία που πολλοί, εν τω μεταξύ, την είδαν και που η συζήτηση γι’ αυτήν έχει ήδη ξεκινήσει. Κάποιες από τις κριτικές έχουν δημοσιευθεί στο μηνιαίο περιοδικό Η Νέα Πολιτική, στο επίσης μηνιαίο –και βραχύβιο– Κίνο, στο Μanifesto, στην εφημερίδα Λακωνική Επικαιρότητα, μία στην Καθημερινή, άλλη μία στο περιοδικό Σύναξη, ακόμα δυο εκφωνήθηκαν στο Ραδιόφωνο της Εκκλησίας (89,5FM) κι άλλες τρεις ξέμειναν αδημοσίευτες. Μαζεμένες όλες μαζί, δίνουν ένα σώμα πλέον των εκατό νέων ταινιών μιας επταετίας (2006-2013), ταινίες ελληνικές και ξένες, συν δεκαεννέα παλαιότερες, κλασικές ταινίες του κινηματογράφου.
Η κριτική στον περιοδικό τύπο από μόνη της, όπως καταλαβαίνεις φίλε αναγνώστη, είναι έργο ταπεινό, εφήμερο κι ετεροκαθοριζόμενο. Βλέπεις, πάντα εξαρτάται η κριτική, ως αντιφώνηση, από το προκείμενο της ταινίας. Ή και από το ίσον που κρατά το κάθε έντυπο. Θα πρέπει να διευκρινίσω δε, πως οι περισσότερες από τις κριτικές αυτές δεν υποδείχθηκαν από τα έντυπα, αλλά γράφτηκαν με γνώμονα την αγάπη μας γι’ αυτές τις τιαινίες και το ενδιαφέρον του κοινού. Το γιατί αυτές οι κριτικές συγκεντρώθηκαν και επανεκδίδονται στο βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου, θα πρέπει να το αναζητήσεις στη ματαιοδοξία του γράφοντος και στη φιλία του εκδότη Γιώργου Καραμπελιά, ο οποίος είναι, άλλωστε, με την εφημερίδα Ρήξη, ο κύριος εμβρυουλκός αυτών των κειμένων. Ελπίζω η συναγωγή τους να γίνει, εν τέλει, χρήσιμη για τον φιλέρευνο αναγνώστη-θεατή. Γιατί, οπωσδήποτε και την κριτική, όπως και το ίδιο το έργο, στο τέλος ο χρόνος το κρίνει. Με δεδομένο δε ότι οι κριτικές αυτές απευθύνονται –οι πιο πολλές– σε μη εξειδικευμένο κινηματογραφόφιλο κοινό και γι’ αυτό επιμένουν μάλλον στη συζήτηση των στοιχείων αναφοράς της ταινίας, παρά στην κινηματογραφική της «τεχνολογία», νομίζω ότι έχει νόημα η συναγωγή τους.
Κοντά σ’ αυτό, το βιβλίο, ως σύνολο πλέον, μπορεί να διαβαστεί ως ένα ημερολόγιο ιδεών και αισθημάτων, άξιων λόγου ελπίζω. Και σαν ένα ταξίδι στον κόσμο. Γιατί στις ταινίες κάποιες φορές ξαναγυρνάμε, παρακινημένοι και από τις κριτικές, καμμιά φορά κι από νοσταλγία για τους ανθρώπους που μας γνώρισαν και τα τοπία που μας ταξίδεψαν. Κι έτσι, εκεί που η κριτική είναι εφήμερη, παραμένει συνάμα επίκαιρη. Όχι;
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις