0
Your Καλαθι
Η θραύση των δοχείων
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Χάρολντ Μπλουμ ανήκει στους επιφανέστερους κριτικούς που εμφανίστηκαν μεταπολεμικά στις ΗΠΑ. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του '70 άρχισε να εκδίδει με εκπληκτική ταχύτητα τα θεωρητικά του βιβλία, ξεσήκωσε όλα σχεδόν τα τμήματα αγγλικών σπουδών στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Πολλοί, τότε, υποστήριξαν πως ο Μπλουμ έδωσε το θανατηφόρο χτύπημα στη Νέα Κριτική, πνευματικό παιδί του μοντερνισμού. Ουδέν αναληθέστερον. Η Νέα Κριτική είχε κλείσει τον κύκλο της και εθεωρείτο τελειωμένη αλλά οι αιτίες γι' αυτό ήταν αφενός η μεγάλη ανάπτυξη του μυθιστορήματος και αφετέρου και κυρίως η άνθηση της βιογραφίας.
Η έκδοση του βασικότερου θεωρητικού βιβλίου του The Anxiety of Influence, 1973, (ελληνικός τίτλος Η αγωνία της επίδρασης, μετάφραση Δημήτρη Δημηρούλη, εκδόσεις Αγρα 1989) πυροδότησε και εδώ διαμάχες κυρίως όσον αφορά τη μετάφραση, την απόδοση της ορολογίας και κατ' επέκταση την ερμηνευτική προσέγγιση της θεωρίας του Μπλουμ. Υπήρξε, μάλιστα, και μια περίοδος αντεγκλήσεων και έντονων διαξιφισμών ανάμεσα στον μεταφραστή Δημήτρη Δημηρούλη και στον Νάσο Βαγενά. Στον διάλογο συμμετέσχον αργότερα και άλλα ονόματα της νεότερης ελληνικής κριτικής.
Εννέα χρόνια μετά την έκδοση της «Αγωνίας» της επίδρασης εκδίδεται και δεύτερο βιβλίο του Μπλουμ στα ελληνικά: Η θραύση των δοχείων. Θέτω τη λέξη αγωνία (anxiety) σε εισαγωγικά, γιατί την ίδια χρησιμοποιεί και ο μεταφραστής του δεύτερου βιβλίου Γιάννης Σκαρπέλος, ο οποίος υιοθετεί και πολλές άλλες επιλογές του Δημηρούλη όσον αφορά τις αποδόσεις μπλούμειων όρων. Αυτό βοηθά προφανώς τον αναγνώστη του ενός βιβλίου να παρακολουθεί εύκολα και το άλλο. Αντιλαμβάνομαι πως ο Σκαρπέλος, που εργάστηκε με ευσυνειδησία, είχε να αντιμετωπίσει και να λύσει ένα σοβαρότατο πρόβλημα: όποιος δεν έχει διαβάσει την «Αγωνία» της επίδρασης δεν μπορεί και να παρακολουθήσει τη θραύση των δοχείων. Το δεύτερο βιβλίο είναι συνέχεια του πρώτου. Αυτό βέβαια δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Το anxiety του Μπλουμ είναι το φροϋδικό άγχος (angst), έννοια πλησιέστερη στην ετυμολογική σημασία της λέξης, καθ' ότι το ρήμα άγχω σημαίνει: πιέζω κάποιον στον λαιμό, πνίγω, κλπ. Καλύτερη απόδειξη είναι ο ίδιος ο Μπλουμ. Όποιος έχει την ευκαιρία να τον δει να μιλά θα διαπιστώσει ευθύς αμέσως ότι ο Μπλουμ, δίκην μεταρσιωμένου και κατεχόμενου από φοβικά αισθήματα μύστη, μιλά σαν να είναι τα λόγια του τα τελευταία που πρόκειται να προφέρει προτού κάποιο αόρατο χέρι τον στραγγαλίσει. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν δεχθούμε τη λέξη αγωνία (από το αγών, διότι ο αγωνιζόμενος υποφέρει), δεν είμαστε κοντά στη θεωρία του Μπλουμ, αλλά την εξελληνίζουμε. Η δημιουργία, για τον συγγραφέα, δεν είναι αγών αλλά γιγαντομαχία εσχατολογικών προδιαγραφών, με άλλα λόγια: ανάγεται σε μια ιδιότυπη θεολογία που εκφράζεται με όρους της φιλοσοφίας, της αισθητικής και της ψυχανάλυσης.
Ο Μπλουμ και ο Καβάφης
Είναι απαραίτητο προτού αναφερθεί κανείς στο θεωρητικό σύστημα του Μπλουμ να τονίσει ότι στο πλέον πρόσφατο βιβλίο του, στον Δυτικό Κανόνα, δεν περιλαμβάνει ούτε έναν από τους μείζονες ποιητές του νεότερου Ελληνισμού ούτε καν τον Καβάφη. Ένας θεωρητικός, που στηρίζει το σύστημά του στο πρόβλημα της επίδρασης, αγνοεί τον Καβάφη, ο οποίος επηρέασε αποφασιστικά δύο πολύ σημαντικούς ποιητές: τον Μπρόντσκι και τον Όντεν. Δεν πρόκειται, εδώ, για ζήτημα εθνικής ή όποιας άλλης, αυταρέσκειας ούτε για το γεγονός ότι εύλογα μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητο πως ο καθένας ο οποίος σαν τον Μπλουμ στηρίζει το σύστημα, τον κανόνα ή τον κατάλογό του στη ρομαντική παράδοση «δικαιούται» να αποκλείσει έναν κατ' εξοχήν αντιρομαντικό ποιητή. Η ουσία είναι πως κάθε φορά που ένα στοιχείο από την ελληνική παράδοση εισάγεται στο σύστημα του Μπλουμ, ο συγγραφέας το χρησιμοποιεί παραθλαστικά περιστασιακά, εκτός συμφραζόμενων ή το χειρότερο μέσα σε ξένα συμφραζόμενα.
Ας δούμε όμως πολύ συνοπτικά κάποια βασικά στοιχεία της θεωρίας του Μπλουμ:
Η γραφή της ποίησης σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι μια συνεχής παρανάγνωση των μεγάλων ποιητών ή των μεγάλων ποιημάτων και επομένως ο σύγχρονος ποιητής, αν είναι ισχυρός, ζει, σύμφωνα με τον Μπλουμ, υπό το άγχος της επίδρασης. Ο νέος ποιητής θέλει να εξοντώσει τον πρόγονό του, όπως ο Οιδίπους σκοτώνει τον πατέρα του, τον Λάιο.
Κάθε ποιητική γραφή είναι παρανάγνωση και κάθε ερμηνεία είναι παρερμηνεία. Επομένως, ο κριτικός, ως αναγνώστης, μετατρέπεται και αυτός σε ποιητή ή γράφει ως ποιητής. Η κριτική δηλαδή γίνεται λογοτεχνία διότι γράφεται ως λογοτεχνία.
Ο ισχυρός ποιητής, παρερμηνεύοντας δολοφονεί τον πρόγονό του και έτσι γίνεται αυτός ο πατέρας του προγόνου του. Η σημαντική ποίηση άρα υπήρξε, γιατί θα υπάρξει. Έτσι, αν το νόημα ενός ποιήματος είναι κάποιο άλλο ποίημα, τότε οι παρερμηνείες ποιητών ή ποιημάτων είναι δραστικότερες από τις παρερμηνείες των κριτικών ή της κριτικής. Ας προσέξουμε όμως: αυτό το τελευταίο συνιστά διαφορά βαθμού και όχι είδους. Επομένως, αφού δεν υπάρχουν ερμηνείες αλλά μόνο παρερμηνείες, όλη η κριτική είναι ποίηση σε πρόζα.
Ένα τέτοιο σύστημα, βεβαίως, χρειάζεται και τον χάρτη του: της παρανάγνωσης, της παρατύπωσης ή ό,τι άλλο προτιμάτε. Δεδομένου ότι για τον αναθεωρητικό Μπλουμ όλη η λογοτεχνία είναι ένα παρά, η χρήση τού παρά ως πρώτου συνθετικού θα λέγαμε μπορεί να επεκταθεί όσο θέλουμε και μπορούμε, προκειμένου να διευρύνουμε το πεδίο της μάχης προγόνων και απογόνων, πατέρων και εφήβων κλπ.
Στον χάρτη της παρανάγνωσης υπάρχουν κομβικά σημεία. Αυτά, κατά τον Μπλουμ, είναι τα παρακάτω:
α. Το κλίναμεν, που το δανείζεται από τον Λουκρήτιο, σύμφωνα με τον οποίον όταν παρεκκλίνουν οι άνθρωποι αλλάζει το σύμπαν.
β. Το τέσσερα, που εκφράζει την ολοκλήρωση και την αντίθεση.
γ. Η κένωσις, που τη θεωρεί ανασχετικό μηχανισμό και η οποία είναι η στιγμή κατά την οποίαν ο Χριστός αποφασίζει να γίνει από Θεός άνθρωπος, σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο.
δ. Ο δαιμονισμός, που τον ορίζει ως κίνηση προς ένα προσωποποιημένο Αντι-Υψιστον.
ε. Η άσκησις, όχι όμως των χριστιανών αλλά των νεογνωστικών μάγων.
στ. Οι Αποφράδες ή η επιστροφή των νεκρών, οι οποίοι γυρίζουν και εγκαθίστανται στους τόπους όπου κατοικούσαν εν ζωή.
Μένω μόνο σε αυτά, τα βασικά, γιατί το σύστημα του Μπλουμ εμφανίζει πλείστες όσες εκφάνσεις και παραλλαγές. Αρκούν ωστόσο για να καταλάβουμε πως εδώ βρισκόμαστε σε ένα ρομαντικό τοπίο, όπου η δύναμη του κριτικού προέρχεται από την ευχέρεια με την οποία προβάλλει φαντασιακά τις ποικίλες εκδοχές της έμπνευσης και της απουσίας της. Η τελευταία έχει επικρατήσει να λέγεται, πεζότερα, στην αγγλική writer's block. Σημειώνω ότι στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης της Θραύσης των δοχείων αναγράφεται ότι «ο Μπλουμ ορίζει τελεσίδικα το ποίημα ως πράξη, ενώ ταυτόχρονα δείχνει πως η έγκυρη κριτική οφείλει να είναι βιωματική». Πέραν του γεγονότος ότι τα παραπάνω είναι παράθεση δύο ταυτολογιών, (ποιήματα γράφουν οι ποιούντες και, όπως είπε ο Τέλλος Αγρας, «η κριτική χρειάζεται έμπνευση), το κύρος δεν αποκτάται με τα βιώματα αλλά με την αποδοχή της εγκυρότητας των απόψεων, που αποδεικνύεται από γεγονότα και στοιχεία, και βεβαίως την εκτίμηση που έχει ο κριτικός από τους καλύτερους «του επαγγέλματος».
Το ρομαντικό τοπίο του Μπλουμ ωστόσο είναι μόνο η μια πλευρά του ρομαντικού ή καλύτερα ένα μέρος του και μάλιστα παραμορφωτικά κοιταγμένο. Στο κάτω κάτω roman θα πει περιπέτεια, και περιπέτεια σημαίνει πρωτίστως αφήγηση, είτε σε στίχους είτε σε πρόζα. Γι' αυτό άλλωστε και ρομάντζο και μυθιστόρημα. Επιπλέον, αν ο ρομαντισμός ήταν το τελευταίο μεγάλο ποιητικό ρεύμα στον πολιτισμό της Δύσης, όπως πιστεύει ο Μπλουμ, που σε αυτό δεν είναι ούτε ο μόνος ούτε ο πρώτος, δεν μπορούμε να τον εξετάσουμε χωρίς να καταφύγουμε στους μεγάλους μύθους, οι οποίοι αποτελούν τα κύτταρα της ρομαντικής αφήγησης. Οι ρομαντικοί μύθοι επιπλέον δεν λειτουργούν αν τους αποσπάσουμε από τους ελληνικούς και τους προελληνικούς μύθους. Ο Φρόιντ, άλλωστε, που μαζί με τον Νίτσε ανήκει στους μέντορες του Μπλουμ, χρησιμοποιεί πλειάδα ελληνικών μύθων προκειμένου να στήσει το σύστημά του. Η θεωρία της επιστροφής στη μήτρα, λ.χ., όπως υποστηρίζει ο Κιρκ στη Γέννηση των ελληνικών μύθων, βασίζεται στον μύθο της γέννησης του Περσέα. Ο μύθος της γέννησης του Γκιλγκαμές επίσης είναι ομόλογος του μύθου του Περσέα.
Αν αφήσουμε κατά μέρος τη μωροσοφιστική ορολογία, θα δούμε πως στο σύστημα του Μπλουμ η ρομαντική ποίηση εξετάζεται χωρίς πουθενά να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ο ρόλος της γυναίκας. Πουθενά δεν βλέπουμε τη δύστροπη, αγέρωχη και μακρινή Μούσα των ρομαντικών. (Και παρά το γεγονός ότι η έκφραση: «προηγούνται οι κυρίες» είναι αγγλοσαξονική). Αυτό βεβαίως οφείλεται στο γεγονός ότι οι παλιοί μητρογραμμικοί ελληνικοί και όχι μόνο μύθοι έχουν αντικατασταθεί από την Παλαιά Διαθήκη. Το ίδιο συμβαίνει με τον ομηρικό περίπλουν. Ο ίδιος ο Μπλουμ το λέει καθαρά: «Προτιμώ την ηθική της Παλαιάς Διαθήκης από την ομηρική ηθική». Η πεζογράφος Σίνθια Οζικ εδώ τον κατηγορεί υποστηρίζοντας εμπαθώς ότι στον Ομηρο δεν υπάρχει καμία απολύτως ηθική και επαναφέρει το επικίνδυνο ζήτημα της πραγματικής ή φανταστικής πολιτισμικής σύγκρουσης ελληνισμού-εβραϊσμού. Τέτοιες φανατικές αποστροφές θα μπορούσε κανείς να παρακάμψει με ένα χαμόγελο, αν δεν είχαν δημοσιευθεί σε σοβαρά και έγκυρα αμερικανικά έντυπα. Η Οζικ, συν τοις άλλοις, κατηγορεί τον Μπλουμ ως ειδωλολάτρη Εβραίο, ο οποίος με τη θεωρία του ερμηνεύει και τη λογοτεχνία ως είδωλο. Παρά το γεγονός, λέει, πως ο Μπλουμ τη μια στιγμή αναπαύεται στην αγκαλιά του Αβραάμ, την άλλη λατρεύει τα είδωλα. Αλλά ο Αβραάμ, αποφαίνεται η Οζικ, είχε την ικανότητα «να βλέπει μέσα από τα είδωλα».
Περί βάθους και ύψους
Η υποκατάσταση όμως των ελληνικών μύθων από τους μύθους της Παλαιάς Διαθήκης δεν μπορεί να μείνει χωρίς συνέπειες. Ο Τζορτζ Στάινερ με απαράμιλλο τρόπο αποφεύγει αυτή την παγίδα των φανατικών παραλληλίζοντας, συγκρίνοντας και συνθέτοντας τον ελληνικό και τον εβραϊκό κόσμο, για να ερμηνεύσει τον δυτικό πολιτισμό των κειμένων ως οργανική σύνθεση που επιτεύχθηκε στη λεκάνη της Μεσογείου. Ο Μπλουμ ωστόσο καταφεύγει στην εξτραβαγκάντζα με αποτέλεσμα η ορολογία του να συνιστά διάλεκτο και το σύστημά του να είναι ιδιοσυγκρασιακό. Το να πάει κανείς από τον Σέλεϊ στον Στίβενς και από εκεί στον Ασμπερι παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον στο συγκριτικό επίπεδο. Αλλά Σέλεϊ χωρίς ελληνικές επιδράσεις είναι μισός Σέλεϊ και Κιτς χωρίς Σέλεϊ είναι μισός Κιτς. Ο Υπερίων του Κιτς δεν μπορεί να διαβαστεί χωρίς να ξέρουμε πως η πηγή της έμπνευσής του υπήρξαν τα ελγίνεια μάρμαρα. Ή τουλάχιστον δεν μπορεί να διαβαστεί όπως πρέπει να διαβάζονται οι κλασικοί.
Και εδώ προκύπτουν ερωτήματα που μπορεί φαινομενικά να μην ενδιαφέρουν την ελληνική γραμματεία, είναι όμως στην πραγματικότητα σοβαρότατα. Ποιος είναι ο ρόλος της γυναίκας στον Κόλριτζ; Στον Τζον Νταν; Στον Γουέρντσγουορθ; Ο Μπλουμ αντικαθιστά τη Μούσα με τον Πρόγονο, τη γυναίκα ως δημιουργό της ζωής με έναν πατριάρχη. Όλα τα μεγάλα μεγέθη στο σύστημά του εμφανίζονται ως πατριάρχες της ποίησης, με πρώτο και καλύτερο τον Μίλτον. Ο Μπλουμ βλέπει στον Ουίτμαν τον πατριάρχη της αμερικανικής ποίησης και στον Έμερσον τον πατριάρχη της αμερικανικής κριτικής.
Η επίδραση του Μίλτον στα αγγλοσαξονικά γράμματα δεν είναι ελληνικό ζήτημα, στον βαθμό που δεν διαθλάται μέσω του Μπλουμ, σε προγενέστερη παράδοση, ελληνική και άρα οικουμενική. Και αυτό όχι βεβαίως επειδή οι φεμινίστριες θεωρούν τον Μίλτον πατριάρχη του σεξισμού και του machismo. Ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, ο οποίος ήξερε όσο ελάχιστοι την ποιητική παράδοση της αρχαιότητας αλλά και του νεότερου δυτικού πολιτισμού, σε ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά του μυθιστορήματα, που δυστυχώς δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, το Wife to Mr Milton, αναλύει με στοιχεία αδυσώπητα τον φετιχισμό του Μίλτον (ήταν τριχομανής), την άθλια συμπεριφορά του στη νεαρότατη γυναίκα που έλαβε ως εξόφληση οικογενειακού της χρέους προς τον ίδιο τον Μίλτον και του αποδίδει την ασθένεια των διευθυντών σχολείου: δυσκοιλιότητα.
Ο δαιμονισμός, όπως τον επαγγέλλεται ο Μπλουμ, συγκρινόμενος με τη θεωρία των Βογομίλων ότι ο κόσμος δεν υπήρξε δημιούργημα του Θεού αλλά του Σατανιήλ και για τούτο είναι ατελής και βάρβαρος και ότι μόνο μέσω της γνώσης ο άνθρωπος μπορεί να πετάξει, όσο μπορεί, από πάνω του την επαχθή αυτή κληρονομιά, μοιάζει διανοητικό παιχνίδι.
Το κυριότερο ζήτημα βεβαίως είναι άλλο. Αν ο Μπλουμ θεωρεί την ποιητική δημιουργία ως αγωνιώδη μάχη προγόνων και απογόνων ή πατέρων και εφήβων, τότε το Υψηλόν ή το Υψιστον (άρα και το Αντι-Υψιστον) γίνεται θεολογία, όπου οι ευχές, οι προσευχές και τα ξόρκια αντικαθίστανται από ψυχαναλυτικά σχήματα μεταφερμένα στην αισθητική. Ωστόσο υπάρχουν πάντα τα πρωτότυπα κείμενα. Μπορεί στη θέση του φροϋδικού ασυνειδήτου ο Μπλουμ να έχει βάλει το ποίημα του προγόνου, μπορεί στη θέση της μεταφοράς να χρησιμοποιεί τη λέξη μετάληψη (ας θυμίσω εδώ πως ο Γκρέιβς ονομάζει την ποιητική λειτουργία αναληπτική και όχι μεταληπτική), μπορεί να ισχυρίζεται πως «το αληθινό πλοίο είναι ο ναυπηγός» ή να κάνει ακόμη και τον Νίτσε να μοιάζει σολιψιστής αλλά αυτά αποτελούν τα ντεσού της υπόθεσης. Η θεωρία του είναι πολύ λιγότερο πρωτότυπη από όσο φαίνεται. Ο μεταφραστής της Θραύσης των δοχείων στην εισαγωγή του κάνει μια νύξη επ' αυτού παραθέτοντας, απλώς, στο πρωτότυπο την πηγή της μπλούμειας θεωρίας, η οποία βρίσκεται σε δύο σελίδες στο Περί Υψους του Λογγίνου. Μεταφέρω, διά του λόγου το αληθές, κάποια αποσπάσματα στη θαυμάσια μετάφραση του Μ. Ζ. Κοπιδάκη:
«Μας αποκαλύπτει λοιπόν αυτός ο συγγραφέας (μιλά για τον Πλάτωνα) αν θελήσουμε να τον μελετήσουμε προσεκτικά, ότι κοντά σ' αυτούς που ήδη μνημόνευσα υπάρχει και ένας άλλος δρόμος που οδηγεί στα υψηλά. Ποιος είναι αυτός; Μα η μίμηση των μεγάλων πεζογράφων και ποιητών του παρελθόντος και ο δημιουργικός ανταγωνισμός. Φίλτατε, σ' αυτόν το στόχο ας κρατηθούμε σταθερά προσηλωμένοι. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ένα ξένο πνεύμα τους δονεί έτσι όπως την Πυθία στους Δελφούς. Καθώς αγγίζει αυτά λέει η παράδοση έναν τρίποδα, πάνω από το ρήγμα του εδάφους που αναδίδει (έτσι λένε) ατμό ένθεο, δέχεται καρπερή στα σπλάχνα της την υπερφυσική δύναμη και παρευθύς συνεπαρμένη από τη θεϊκή επίνοια χρησμοδοτεί. Παρόμοια επενεργεί και η μεγαλοφυΐα των παλαιών: σαν απορροή στομίου ιερού κατακλύζει τις ψυχές των ζηλωτών. Από εδώ εμπνέονται ακόμη και οι πεζές φύσεις και συνενθουσιάζονται με τη μεγαλοσύνη των άλλων».
Επίσης:
«Πιστεύω άλλωστε πως και ο Πλάτων ποτέ δεν θα κατόρθωνε να διατυπώσει με τόση καλαισθησία τις φιλοσοφικές του διδασκαλίες ούτε και θα προσεταιριζόταν τόσο συχνά τη φρασεολογία και τη θεματολογία της ποίησης, αν δεν είχε με όλη τη φλόγα της ψυχής του σταθεί αντιμέτωπος του Ομήρου για τα πρωτεία, νέος αγωνιστής απέναντι στον καθιερωμένο δεξιοτέχνη».
Και ακόμη:
«Είναι ωραίος ο αγώνας αυτός για το στεφάνι της δόξας, και αξίζει να τον αναλάβει κανείς, γιατί ακόμη και να ηττηθείς από τους προγενέστερους δεν είναι καθόλου ατιμωτικό».
Τα θεωρητικά βιβλία του Μπλουμ γέννησαν την τάση σύμφωνα με την οποία η κριτική θα πρέπει να γράφεται ως λογοτεχνία. Μα, αν η κριτική είναι λογοτεχνία, το να μιμείται τον εαυτό της ταυτολογεί και ναρκισσεύεται. Αν μιμείται αυτό που δεν είναι, δεν πρόκειται να γίνει αυτό που δεν είναι. Αν, βαθύτερα, η προσπάθεια του Μπλουμ απηχεί το εμερσόνειο κάλεσμα να απογαλακτισθεί η αμερικανική λογοτεχνία από τη βρετανική της μητέρα ή καλύτερα να εκτελέσει τον αγγλοσάξονα πρόγονο, τη βρετανική παράδοση, το ζήτημα τούτο κρίνεται στα έργα της δημιουργικής φαντασίας και όχι στα φαντασιωτικά κελεύσματα. Κριτική πάνω στο έργο του Μπλουμ σήμερα και ειδικά στη χώρα μας δεν μπορεί παρά να είναι κριτική της κρίσης, με τους όρους που έθεσε ο Καντ και με τη διπλή έννοια της λέξης. Που σημαίνει, κοντά σε όλα τα άλλα, ότι δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτό που πάλι ο Λογγίνος μάς λέει: «Το αποκορύφωμα της σοφιστικής εκζήτησης είναι να κρεμάς σε κάθε φάση σου κι από ένα κουδούνι». Μόνο ένα;
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 07-06-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις